ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε38/2021

σχ. με Ε42/2021) 12 Φεβρουαρίου 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(1) Πολιτική Έφεση Αρ. Ε38/2021

1.  LAXIFLORA HOLDINGS LTD

2.  WILVOR VENTURES LTD  

Εφεσειουσών

 

και 

 

1.  ΚΩΣΤΑ ΖΕΡΒΟΥ

2.  ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

3.  C. G. Z. GREAT FUTURE LTD

Εφεσιβλήτων

 

(2) Πολιτική Έφεση Αρ. Ε42/2021

 

1.  CONTVILLE ENTERPRISES LTD

2.  SANDOR KENYERES  

Εφεσειόντων  

 

και 

 

1.  ΚΩΣΤΑ ΖΕΡΒΟΥ

2.  ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

3.  C. G. Z. GREAT FUTURE LTD 

Εφεσιβλήτων

------------------------------------------

 

Για την Ε38/2021:

Χ. Στεφάνου για Σκορδής & Στεφάνου ΔΕΠΕ, για εφεσείοντες

Α. Μίτσιγγα (κα) με τον Ρ. Λοϊζίδη για Γ.Ζ. Γεωργίου ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητους

 

Για την Ε42/2021:

Δ. Παπαδόπουλος με Χ. Παπαχριστοδούλου για Παπαδόπουλος,

Λυκούργος & Σία ΔΕΠΕ, για εφεσείοντες

Α. Μίτσιγγα (κα) με τον Ρ. Λοϊζίδη για Γ.Ζ. Γεωργίου ΔΕΠΕ, για εφεσίβλητους

------------------------

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον κ. Κονή, Δ.

 

--------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΚΟΝΗΣ, Δ.: Το  Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας («Το πρωτόδικο Δικαστήριο») κατόπιν ακρόασης διά κλήσεως αίτησης («η Αίτηση») που καταχωρήθηκε εκ μέρους των εναγόντων/αιτητών εξέδωσε  προσωρινά διατάγματα εναντίον των εναγόμενων 1 και 2 / καθ' ων η αίτηση 1 και 2 ως επίσης εναντίον της  εναγόμενης 3 / καθ' ης η αίτηση 3, της εταιρείας WILVOR VENTURES LTD και άλλων εταιρειών. 

 

 Τα προσωρινά διατάγματα εναντίον των εναγομένων 1 και 2 είναι διατάγματα παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων τύπου Mareva μέχρι του ποσού των €8.600.000 και καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τις μετοχές της εναγόμενης 1 εταιρείας σε μια κυπριακή εταιρεία (Blue Peninsula Ltd), των μετοχών που κατέχει ο εναγόμενος 2 είτε επ' ονόματι του (legally) είτε μέσω τρίτων είτε άλλως πως (beneficiary or otherwise) σε επτά κυπριακές εταιρείες (AIOS Peninsula Ltd, Wilvor Ventures Ltd, Atum Developments Ltd, Harpies Nominees Ltd, Crystal Cyprus Corporate & Finance Services Ltd, Crystal Worldwide Cyprus Ltd και Crystal Worldwide NHJC Ltd), τα περιουσιακά στοιχεία τριών από τις πιο πάνω εταιρείες (AIOS Peninsula Ltd, Wilvor Ventures Ltd και Atum Developments Ltd), τα συμφέροντα και/η μετοχικά μερίδια και/η περιουσιακά και/η ιδιοκτησιακά δικαιώματα που κατέχει ο εναγομένος 2 είτε επ' ονόματι του (legally) είτε μέσω τρίτων ή άλλως πως (beneficially or otherwise) επί του ξενοδοχείου «Antara Destination Spa and Resort» στη Πόλη Χρυσοχούς στην Επαρχία Πάφου(παράγραφοι Α1, 2i (α) (β), ii (α) (β) (γ) (δ) (ε) (στ) (ζ), iii (α) (β) (γ) και iv, 3 και 4 της Αίτησης). Περαιτέρω εκδόθηκε εναντίον των εναγομένων 1 και 2 και τριών εκ των ως άνω εταιρειών (AIOS Peninsula Ltd, Wilvor Ventures Ltd, Atum Developments Ltd) διάταγμα αποκάλυψης όλων των περιουσιακών τους στοιχείων μέχρι του ως άνω ποσού των €8.600,000 (παράγραφοι Β και Γ της Αίτησης). 

 

 Όσον αφορά την εναγόμενη 3 / καθ΄ης η αίτηση 3, η οποία ενάγεται ως αναγκαίος διάδικος και/ή ως εμπιστευματοδόχος καθότι, σύμφωνα με τους ενάγοντες, κατέχει στο όνομα της περιουσία του εναγόμενου 2 / καθ΄ου η αίτηση 2 εκδόθηκε εναντίον της προσωρινό διάταγμα παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων τύπου Chabra μέχρι του  ως άνω ποσού των €8.600.000 ως επίσης διάταγμα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων μέχρι του ως άνω ποσού (παράγραφοι Δ και Ε της Αίτησης).

 

 Περαιτέρω  εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα που να διατάζει κάθε τράπεζα ή πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο θα επιδοθεί το διάταγμα όπως πληροφορήσει την πλευρά των εναγόντων / αιτητών εντός τακτής προθεσμίας κατά πόσο έχει δεσμευτεί οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και/η τραπεζικός λογαριασμός δυνάμει των διατάξεων των πιο πάνω παραγράφων και να δώσουν λεπτομέρειες (παράγραφος Ζ της Αίτησης).

 

 Τέλος εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα που να απαγορεύει στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη την οποιαδήποτε αλλαγή στο μητρώο μετόχων και/ή καταγραφή επιβάρυνσης μετοχών αναφορικά με την εναγομένη 3 και τις τρεις ως άνω τριών εταιρείες (παράγραφος Η της Αίτησης). 

 

 Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του («η εκκαλούμενη απόφαση») καταγράφει το υπόβαθρο των γεγονότων της Αίτησης που οδήγησε στην έκδοση των προαναφερθέντων διαταγμάτων όπως προκύπτουν από τις ένορκες δηλώσεις του ενάγοντα 1/ αιτητή 1 ως ακολούθως:

«Δυνάμει Συμφωνίας Μακροχρόνιας Μίσθωσης ημερομηνίας 27/08/2013, η εταιρεία Legend Dreams Ltd μίσθωσε από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου εφεξής «IAK», το ακίνητο [      ] στη Γεροσκήπου στην Πάφο (στο εξής «το Ακίνητο») με σκοπό την ανέγερση και λειτουργία πεντάστερου ξενοδοχείου και/ή τουριστικών καταλυμάτων και/ή καταστημάτων και/ή κατοικιών και/ή κλινικής σύμφωνα με το Τοπικό Σχέδιο της περιοχής και/ή οποιαδήποτε άλλη ανάπτυξη εγκριθεί από την Πολεοδομική Αρχή και έχει σχέση με τουριστική ανάπτυξη.  Η Συμφωνία επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο 6 στην ΕΔ1 ΚΖ.

Κατά και/ή περί την 07/10/2013 οι Ενάγοντες 1 και 2 συνήψαν Συμφωνία με την Καθ' ης η Αίτηση 1 για την πώληση των μετοχών του 93% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Blue Peninsula Limited διά το ποσό των €10.000.000 στο εξής «η Συμφωνία Πώλησης Μετοχών», Τεκμήριο 8 στην Ε/ΔΙ ΚΖ. Ο Αιτητής 1 θα παρέμενε ως μέτοχος στην εταιρεία Blue Peninsula Limited με ποσοστό 7%. Η εταιρεία Blue Peninsula κατέχει το 100% της εταιρείας Legend Dreams Ltd.

Ο Καθ ου η Αίτηση 2 κατά ή περί την 07/10/2013 εγγυήθηκε εγγράφως τη πιστή τήρηση των όρων της Συμφωνίας Πώλησης Μετοχών εκ μέρους της Καθ' ης η Αίτηση 1 με συνεχή εγγύηση μέχρι την πλήρη  αποπληρωμή του ποσού των €10.000.000.

Το τίμημα θα καταβάλλετο ως ακολούθως:

      Ποσό €1.000.000 θα πληρωνόταν ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση των μετοχών στην Καθ' ης η Αίτηση 1.

      Ποσό €1.500.000 πληρωτέο την 11/12/2014. 

      Ποσό €1.500.000 πληρωτέο την 15/12/2015. 

      Ποσό €1.500.000 πληρωτέο την 5/12/2016.

      Ποσό €1.500.000 πληρωτέο την 15/12/2017.

      Ποσό €2.000.000 πληρωτέο την 15/12/2019.

      Ποσό €2.000.000 πληρωτέο την 15/12/2020.

 

Οι Αιτητές 1 και 2 εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους που απορρέαν από τη Συμφωνία Πώλησης Μετοχών με τη μεταβίβαση του 93% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Blue Peninsula Limited στην Καθ' ης η Αίτηση 1 κατά και/ή περί τις 09/10/2013 και καταβλήθηκε σε αυτούς το ποσό των €1.000.000 ως η πρώτη δόση του τιμήματος στις 11/10/2013 όπως εμφαίνεται στο Τεκμήριο 8 της ΣΕΔ ΚΖ.

Περαιτέρω υπογράφτηκε Συμφωνία Μετόχων (Shareholders Agreement) μεταξύ του Αιτητή 1 που θα παρέμενε μέτοχος στην Blue Peninsula Limited με ποσοστό 7% και της Καθ' ης η Αίτησης 1 που θα κατείχε το 93% στην ίδια εταιρεία. Η Συμφωνία Μετόχων επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο 9 στην ΕΔ1 του ΚΖ.

Οι Εναγόμενοι 1 και 2 παρά τις συνεχείς οχλήσεις από πλευράς των Εναγόντων 1 και 2 αρνήθηκαν και/ή παρέλειψαν να καταβάλουν τις δόσεις που ήταν πληρωτέες την 15/12/2014, 15/12/2015 και 15/12/2016.

Οι Εναγόμενοι 1 και 2 αναγνωρίζοντας το χρέος τους προς τους Ενάγοντες πρότειναν σε αυτούς μια νέα μορφή συνεργασίας και ακολούθησαν τρία Μνημόνια Συναντίληψης ημερομηνίας 26/05/2017, 19/01/2018 και 27/06/2018. Τεκμήρια 11, 13 και 14 στην ΕΔΙ ΚΖ αντίστοιχα.

Στα πλαίσια του Μνημονίου Συναντίληψης ημερομηνίας 26/05/2017 επιστράφηκε ποσοστό 43% του μετοχικού κεφαλαίου της Blue Peninsula Limited στον Αιτητή 1. Περαιτέρω στα πλαίσια του Μνημονίου Συναντίληψης 27/06/2018 καταβλήθηκαν ακόμα €400.000 ως μέρος του συνολικού οφειλόμενου ποσού προς τους Ενάγοντες 1 και 2.  Ήταν ρητός όρος όλων των Μνημονίων ότι ουδείς όρος τους τροποποιούσε τη Συμφωνία Πώλησης Μετοχών που εξακολουθούσε να ήταν σε ισχύ.

 

Περαιτέρω στα πλαίσια του Μνημονίου Συναντίληψης 27/06/2018 συμφωνήθηκε ότι εάν μέχρι την 01/07/2019 που ορίστηκε ως Ημερομηνία Ενεργοποίησης δεν υλοποιούνταν συγκεκριμένες ενέργειες θα μεταβιβάζετο πίσω στην Καθ' ης η Αίτηση 1 το 43% του μετοχικού κεφαλαίου της Blue Peninsula Limited και θα πληρώνονταν όλα τα οφειλόμενα ποσά με βάση τη Συμφωνία Πώλησης Μετοχών.

Μετά την παρέλευση της Ημερομηνίας Ενεργοποίησης και επειδή δεν ολοκληρώθηκαν όλα τα γεγονότα που προνοούσε το Μνημόνιο Συναντίληψης ημερομηνίας 27/06/2018, οι Ενάγοντες απέστειλαν γραπτή ειδοποίηση στους Εναγόμενους 1 και 2 ημερομηνίας 22/07/2019 ζητώντας όπως πληρωθούν τα οφειλόμενα ποσά που τους οφείλονταν δυνάμει της Συμφωνίας Πώλησης Μετοχών με την ταυτόχρονη μεταβίβαση του 43% της εταιρείας Blue Peninsula Ltd στην Καθ' ης η Αίτηση 1.

Κατά την Ημερομηνία Ενεργοποίησης και κατά την ημερομηνία 22/07/2019 που στάληκε επιστολή για πληρωμή των ποσών που οφείλονταν από τη Συμφωνία Πώλησης Μετοχών η Συμφωνία Μίσθωσης του Ακινήτου ήταν ακόμα σε ισχύ.»

       

Παρά τις ενστάσεις των εναγόμενων 1 και 2/καθ' ων  η αίτηση 1 και 2, της εναγόμενης 3/ καθ' ης η αίτηση 3 (εφεσειόντων στην Ε42/2021 και Ε38/2021 αντίστοιχα) και των επηρεαζόμενων εταιρειών στις οποίες επιδόθηκε η αίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ως επίσης ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της νομολογίας για έκδοση διαταγμάτων παγοποίησης τύπου Chabra. Τέλος έκρινε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας, έχοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης, σαφώς έκλινε υπέρ των  εναγόντων/αιτητών. Έτσι προχώρησε στην έκδοση των πιο πάνω προαναφερόμενων διαταγμάτων.

 

        Τόσο οι εναγόμενοι 1 και 2 / καθ΄ ων η αίτηση 1 και 2 όσο και η εναγόμενη 3 / καθ' ης η αίτηση 3 και η εταιρεία Wilvor Ventures Ltd καταχώρησαν εφέσεις (Ε42/2021 και Ε38/2021 αντίστοιχα) οι οποίες σχετίζονται μεταξύ τους. Στην Ε42/2021 οι εναγόμενοι 1 και 2/καθ' ων η αίτηση 1 και 2 προβάλλουν  και προωθούν επτά λόγους έφεσης ενώ η εναγόμενη 3 / καθ' ης η αίτηση 3 μαζί με την εταιρεία Wilvor Ventures Ltd στην Ε38/2021 εννέα λόγους έφεσης. 

 

        Στην Ε38/2021 ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε δεόντως και/ή εξέτασε λανθασμένα τη νομική πτυχή της εκκαλούμενης απόφασης και/ή κακώς και εσφαλμένα ερμήνευσε τη νομοθεσία και τη νομολογία που αφορά τα διατάγματα παγοποίησης τύπου Chabra.  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη και/ή ελλιπή και/ή μη ορθή αξιολόγηση της ενώπιον του προσκομισθείσας μαρτυρίας και/ή δεν προσέγγισε ακριβοδίκαια την μαρτυρία και/ή προσέγγισε τη μαρτυρία με προκατάληψη υπέρ των εφεσίβλητων και/ή εναντίον της εναγομένης 3 / εφεσείουσας και/ή με σφάλμα ως προς τις νομικές αρχές εξέτασης των κριτηρίων και/ή αντιστρέφοντας ανεπίτρεπτα το βάρος απόδειξης. Ο τρίτος λόγος πραγματεύεται το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς και/ή λανθασμένα έκδωσε διατάγματα εναντίον της εταιρείας Wilvor Ventures Ltd, με τα οποία απαγορεύεται στην τελευταία να πωλήσει και/ή δωρίσει και/ή υποθηκεύσει και/ή επιβαρύνει και/ή αποξενώσει και/ή μεταβιβάσει και/ή διαχειριστεί και/ή μειώσει την αξία της και/ή γενικότερα να αξιοποιήσει την περιουσία της κατά τη δική της βούληση. Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις αρχές της επιείκειας και το ισοζύγιο της ευχέρειας και δυσανάλογα έκδωσε διατάγματα εναντίον της εφεσείουσας 3 και της εταιρείας Wilvor Ventures Ltd, με τα οποία απαγορεύεται σ΄ αυτούς να πωλήσουν και/ή δωρίσουν και/ή υποθηκεύσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή αποξενώσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή διαχειριστούν και/ή μειώσουν την αξία τους και/ή γενικότερα να αξιοποιήσουν την περιουσία τους κατά την δική τους βούληση. Οι πέμπτος και έκτος λόγος έφεσης αφορούν τα έξοδα και ειδικότερα τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς και/ή λανθασμένα επιδίκασε έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εναγόμενης 3 / εφεσείουσας και της εταιρείας Wilvor Ventures Ltd και ότι κακώς και/ή λανθασμένα διέταξε τα έξοδα να είναι αμέσως καταβλητέα. Ο έβδομος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσον η έκδοση των διαταγμάτων ήταν «δίκαιη και εύλογη» υπό τις περιστάσεις και/ή δεν εξέτασε την κακοπιστία και τους αλλότριους σκοπούς των εφεσιβλήτων τα οποία συνιστούσαν «λερωμένα χέρια» όταν προσέφευγαν σε θεραπεία του δικαίου της Επιείκειας.  Με τον όγδοο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή χωρίς καμία αιτία και/ή χωρίς επαρκή αιτιολογία έκρινε ότι ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση και ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ των εφεσιβλήτων. Τέλος ο ένατος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή χωρίς αιτιολόγηση έκρινε ότι υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς συζήτηση και/ή ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας οι εφεσίβλητοι να δικαιούνται σε θεραπεία. 

 

 Στην Ε42/2021 πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με πλάνη περί τα γεγονότα και/ή περί τον νόμο και/ή με σφάλμα ως προς τις νομικές αρχές και/ή χωρίς αιτιολογία και/ή αγνοώντας παραδεκτά γεγονότα θεώρησε λανθασμένα ότι «υπήρχε κίνδυνος αποξένωσης» και/ή ότι ικανοποιήθηκε η τρίτη προϋπόθεση.

Δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε και/ή αγνόησε και/ή παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσον είναι «δίκαιο και εύλογο» να εκδοθούν τα διατάγματα. Τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα δεν εξέτασε το ζήτημα των «λερωμένων χεριών» και/ή την κακοπιστία και/ή τους αλλότριους σκοπούς των εφεσιβλήτων. Τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης και/ή ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε υπέρ των εφεσιβλήτων, εσφαλμένα δεν συνυπολόγισε και/ή δεν έλαβε υπόψη ότι οι εφεσίβλητοι δεν μπορούν να αποζημιώσουν τους εφεσείοντες 1 και 2 για τυχόν ζημία από την έκδοση των διαταγμάτων και/ή εσφαλμένα δεν έκδωσε διαταγή για παροχή εγγύησης.  Πέμπτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή με πλάνη αναφορικά με  τον νόμο και/ή νομολογία αποφάσισε ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις πληρούνταν και/ή δεν προσέγγισε τη μαρτυρία ακριβοδίκαια και/ή προσέγγισε τη μαρτυρία με προκατάληψη υπέρ των εφεσιβλήτων και/ή εναντίον των εφεσειόντων με σφάλμα και/ή πλάνη ως προς τις νομικές αρχές εξέτασης των κριτηρίων και/ή αντιστρέφοντας εσφαλμένα το βάρος απόδειξης. Έκτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή άδικα επεδίκασε τα έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων και τέλος έβδομος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/η άδικα διέταξε όπως τα έξοδα της αίτησης είναι αμέσως καταβλητέα από τους εφεσείοντες.

 

         Από τη μελέτη των λόγων έφεσης διαπιστώνουμε ότι υπάρχει συνάφεια και αλληλουχία τόσο μεταξύ των λόγων έφεσης της κάθε έφεσης ξεχωριστά, όσο και διαπεραστικά μεταξύ των εφέσεων στο σύνολο τους. 

 

 Όσον αφορά τους λόγους έφεσης στην Ε38/2021 που αφορούν τις τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 και το ισοζύγιο της ευχέρειας, η πλευρά των εφεσιβλήτων υποστηρίζει ότι οι εφεσείοντες στην Ε38/2021 δεν έχουν νομική υπόσταση («locus standi») να εγείρουν τέτοιους λόγους έφεσης.  

 

 Το ζήτημα αυτό δεν έχει πρακτική σημασία για να αποφασιστεί στα πλαίσια των παρουσών εφέσεων αφού όλοι οι λόγοι έφεσης στην

Ε38/2021 που αφορούν τις τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 και το ισοζύγιο της ευχέρειας εγείρονται και υπερκαλύπτονται από τους λόγους έφεσης στην Ε42/2021.

 

        Επομένως για σκοπούς ευκολίας θα εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης της Ε42/2021.

 

        Ο πέμπτος λόγος έφεσης της Ε42/2021 αφορά τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60

 

Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60, είναι νομολογιακά αποκρυσταλλωμένες και δεν χρειάζεται να τις αναλύσουμε εδώ σε κάποια έκταση. Παρατίθενται εξάλλου με επάρκεια στις σελίδες 18-19 της εκκαλούμενης απόφασης. Να υπενθυμίσουμε μόνον ότι για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση.  Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης. Στην προκειμένη περίπτωση - όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 21 της απόφασης του - η αγωγή βασίζεται σε έγγραφη συμφωνία πώλησης μετοχών μεταξύ των εφεσιβλήτων 1 και 2 και της εφεσείουσας 1 όπου ο εφεσείων 2 εγγυήθηκε εγγράφως την πιστή τήρηση των όρων της συμφωνίας με αποτέλεσμα να τηρείται η πρώτη προϋπόθεση.

 

Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, απαιτείται η κατάδειξη μιας ορατής πιθανότητας, μιας προοπτικής επιτυχίας της αγωγής. Το βάρος απόδειξης δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό και εν πάση περιπτώσει υπολείπεται ακόμα και του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ. Hellenic Bank Public Company Ltd v. Alpha Panareti Public Ltd (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1235). Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο (βλ. Λόρδος κ.α. v. Σιακόλα κ.α. Πολ. Έφεση Ε143/15, ημερ. 23.3.2017 και την πρόσφατη απόφαση μας Boris Mints κ.α. v. Pavel Shishkin, Πολ. Έφεση Ε69/2020, σχ. με την Ε70/2020 και Ε71/2020, ημερ. 10/1/2024).

 

 Σε σχέση με τη δεύτερη προϋπόθεση, προβάλλεται από τους εφεσείοντες ότι το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης του αιτούντος διαδίκου και να προβεί σε εξέταση και πρωταρχική αξιολόγηση μαρτυρίας ακριβώς για να μπορεί να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς, πράγμα που δεν έπραξε.  Αντίθετα, ισχυρίζονται, το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα τυπολατρικά, δεχόμενο απροβλημάτιστα την εκδοχή των εφεσίβλητων.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει αρχικά στη σελίδα 17 της εκκαλούμενης απόφασης ότι θα βασιστεί στα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στις ένορκες δηλώσεις, λαμβανομένου υπόψη του βάρους απόδειξης έκαστου των μερών.  Στη συνέχεια αναφέρει ότι για την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης το Δικαστήριο ανατρέχει στη μαρτυρία η οποία έχει προσαχθεί μέσω ενόρκων δηλώσεων, όχι για να  προβεί σε ευρήματα γεγονότων αλλά για να διαπιστώσει τη δυναμική της, δηλαδή κατά πόσο υπάρχει ορατή πιθανότητα η μαρτυρία στο σύνολο της να μπορεί να αποδώσει στο τέλος της ημέρας τη θεραπεία την οποία επιδιώκει ο αιτητής με την αγωγή του.  Περαιτέρω αναφέρει ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 σύνηψαν συμφωνία με την εφεσείουσα 1 για την πώληση των μετοχών του 93% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Blue Peninsula Ltd για το ποσό των €10.000.000 και ο εφεσείων 2 εγγυήθηκε την πιστή τήρηση των όρων συμφωνίας.  

 

 Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 21-22 της απόφασης του, παραπέμπει στις παραγράφους 13-16 της Έκθεσης Απαίτησης όπου αναφέρεται ότι οι εφεσείοντες αναγνώρισαν το χρέος τους προς τους εφεσίβλητους και ακολούθησαν τρία Μνημόνια

Συναντίληψης, ημερομηνίας 26/5/2017, 19/1/2018 και 27/6/2018 και ότι στα πλαίσια του πρώτου μνημονίου επιστράφηκε το 43% του μετοχικού κεφαλαίου της Blue Peninsula Ltd στον εφεσίβλητο 1.  Περαιτέρω στα πλαίσια του τρίτου μνημονίου καταβλήθηκαν €400.000 ως μέρος του συνολικού οφειλόμενου ποσού προς τους εφεσιβλήτους 1 και 2 και ότι ήτο ρητός όρος όλων των μνημονίων ότι ουδείς όρος τους τροποποιούσε τη συμφωνία πώλησης μετοχών που εξακολουθούσε να ήταν σε ισχύ.  Στα πλαίσια του ίδιου μνημονίου, επίσης συμφωνήθηκε ότι εάν μέχρι την 1.7.2019 που ορίστηκε ως μέρα ενεργοποίησης δεν υλοποιούνταν συγκεκριμένες πράξεις, θα μεταβιβαζόταν πίσω στην εφεσείουσα 1 το ως άνω 43% του μετοχικού κεφαλαίου της Blue Peninsula Ltd και θα πληρώνονταν όλα τα ποσά με τη συμφωνία πώλησης μετοχών.

 

        Μετά την παρέλευση της ημερομηνίας ενεργοποίησης, και επειδή δεν ολοκληρώθηκαν όλα τα γεγονότα που προνοούσε το τρίτο μνημόνιο, οι εφεσίβλητοι απέστειλαν γραπτή ειδοποίηση στους εφεσείοντες 1 και 2, ημερομηνίας 22.7.2019, ζητώντας να πληρωθούν τα οφειλόμενα ποσά που τους οφείλονταν δυνάμει της συμφωνίας πώλησης μετοχών με την ταυτόχρονη μεταβίβαση του 43% της εταιρείας Blue Peninsula Ltd στην εφεσείουσα 1. Οι εφεσείοντες μέχρι σήμερα δεν το έπραξαν. Η πλευρά των εφεσιβλήτων ισχυρίζεται ότι η συμφωνία πώλησης μετοχών είναι γραπτή, έγκυρη και δύναται να εκδοθεί Διάταγμα Ειδικής Εκτέλεσης.  Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι οι εφεσείοντες 1 και 2 παραβίασαν ουσιώδη όρο της συμφωνίας με τη μη καταβολή του τιμήματος και σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η έκδοση διατάγματος για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, διεκδικούν το ποσό των €8.600.000 ως αποζημιώσεις. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι: 

 

«Να σημειωθεί ότι οι πιο πάνω Συμφωνίες, σύμφωνα με την προσκομισθείσα μαρτυρία, δεν έχουν ακυρωθεί. Οι Εναγόμενοι αμφισβητούν τις αξιώσεις των Εναγόντων για τους λόγους που προβάλλουν στην Ένσταση τους, αυτά όμως είναι θέματα τα οποία θα αποφασίσει το Δικαστήριο στα πλαίσια της Αγωγής. Η ισχυριζόμενη παράλειψη του Αιτητή 1 να συμμορφωθεί με τις δικές του υποχρεώσεις, ως προς την έκδοση όλων των αδειών για το Έργο, σχετικά με την ανέγερση του ξενοδοχείου, η ύπαρξη των αρχαιοτήτων στο ακίνητο, η μη ενημέρωση από μέρους του Αιτητή 1 της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου για τη Συμφωνία Πώλησης Μετοχών και το ότι ο Καθ' ου η Αίτηση 2 ξεγελάστηκε από μέρους του Αιτητή 1 σε σχέση με τη βιωσιμότητα του Έργου είναι θέματα τα οποία θα εκδικαστούν και αποφασιστούν κατά την εκδίκαση της Αγωγής. Για να αποφασιστούν τα θέματα αυτά θα πρέπει να γίνει αξιολόγηση της μαρτυρίας και να κριθεί η αξιοπιστία των Ενόρκως Δηλούντων.»  

 

 Αφού υπέδειξε ότι η ακρόαση της Αίτησης έγινε μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Αίτηση και τις ενστάσεις, κατέληξε ότι ικανοποιήθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ο αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία. 

 

        Παρατηρούμε, έχοντας τα πιο πάνω υπόψη, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το ότι αναφέρει ότι θα βασιστεί στα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Αίτηση και τις ενστάσεις, εντούτοις δεν παραθέτει τη μαρτυρία που τέθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων.  Αναφέρει επιγραμματικά κάποιους ισχυρισμούς τους χωρίς να δίδει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες, σε αντίθεση με τη μαρτυρία των εφεσίβλητων την οποία καταγράφει σε αρκετά μεγάλη έκταση.  Περαιτέρω δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε αξιολόγηση της μαρτυρίας στον βαθμό βέβαια που απαιτείται για την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης, δηλαδή δεν σταθμίζει και την αντίθετη εκδοχή των εφεσειόντων. 

 

          Όπως αναφέρεται στην Λόρδος κ.α. (ανωτέρω):

«Όπως εξηγήθηκε στην  Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557, η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, δηλαδή η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία, συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσής του.  Συνεπώς, τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία.  Το απαιτούμενο βέβαια επίπεδο δεν είναι πολύ ψηλό. Ό,τι απαιτείται να καταδειχθεί, είναι η πιθανότητα επιτυχίας, ήτοι κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων».  Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, ελέχθη συναφώς ότι, «κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς.  Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο.»

 

        Στην προκείμενη περίπτωση απουσιάζει η μαρτυρία που τέθηκε από τους εφεσείοντες πλην κάποιων ισχυρισμών που τίθενται επιγραμματικά και ελλείπει παντελώς η αξιολόγηση υπό την παραπάνω έννοια, για τους συγκεκριμένους περιορισμένους σκοπούς που απαιτείται.  Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να υιοθετήσει την εκδοχή των εφεσιβλήτων χωρίς να εκτιμήσει την προοπτική επιτυχίας της σε συνάρτηση με την αντίθετη εκδοχή που προβλήθηκε.

 

 Όλα τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα επιφανειακά και όχι επαρκώς με αποτέλεσμα η κρίση του να ελέγχεται.

         

          Επομένως ο πιο πάνω λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60 αποτελεί αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης.  Προβάλλεται από τους εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε με πλάνη ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης, αγνόησε παραδεκτά ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα με αποτέλεσμα να καταλήξει λανθασμένα στο ότι «υπήρχε κίνδυνος αποξένωσης» παρότι η κατάληξη αυτή δεν υποστηριζόταν ούτε από τα παραδεκτά γεγονότα ούτε καν από τη μαρτυρία των ίδιων των εφεσιβλήτων. Ιδιαίτερα υποστηρίζουν ότι από την καταχώριση της Αίτησης μέχρι την εκδίκασή της και την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης πέρασαν 16 μήνες όπου οι εφεσείοντες είχαν κάθε ευκαιρία να αποξενώσουν αν είχαν πρόθεση να διαχειριστούν τα περιουσιακά τους στοιχεία κατά τρόπο απαράδεκτο, πράγμα που δεν έκαναν, στοιχείο που από μόνο του κατέρριπτε το όποιον υπόβαθρο για απόδοση της αιτούμενης θεραπείας. Περαιτέρω, οι εφεσείοντες και όλα τα υπό αναφορά περιουσιακά στοιχεία βρίσκονται στην Ευρώπη, όπου η εκτέλεση των αποφάσεων των κυπριακών Δικαστηρίων είναι αυτοματοποιημένη, γρήγορη και αποτελεσματική.  Οι εφεσείοντες είχαν υπεραρκετά περιουσιακά στοιχεία για να καλύψουν οποιαδήποτε απόφαση. Η μόνη σχετική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων (την οποία επικαλέστηκε ο εφεσίβλητος 1) έγινε με τη γέννηση των παιδιών του εφεσείοντος 2, το 2014, όταν ο ίδιος ήταν ήδη σε μεγάλη ηλικία (65 χρονών) για σκοπούς οικογενειακής και κληρονομικής διαδοχής, με σκοπό να εξασφαλίσει το μέλλον της οικογένειάς του, ήτοι 5 χρόνια πριν την καταχώριση της αγωγής.  Ο εφεσίβλητος 2 γνώριζε για τις μεταβιβάσεις αυτές από το 2015.  Οι δομές που συστάθηκαν ήταν απόλυτα διαφανείς. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 παρέθεσε με πολλή λεπτομέρεια τη δομή, κυρίως από στοιχεία που είναι ελεύθερα προσβάσιμα στο κοινό (από τον Έφορο Εταιρειών) και από έγγραφα που του έδωσε ο ίδιος ο εφεσείοντας 2.  Καθ' όλη τη διάρκεια της συνεργασίας, μετά τον τερματισμό και μέχρι και την εκδίκαση της αίτησης, οι εφεσείοντες και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν αμέτρητες ευκαιρίες να αποξενώσουν περιουσιακά στοιχεία όμως δεν το έπραξαν, διατηρώντας τη δομή αυτή η οποία ήταν καλά γνωστή στον εφεσίβλητο 1.  

 

 Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα της τρίτης προϋπόθεσης αναφέροντας αρχικά, όταν ανέλυε τις προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος τύπου Chabra, ότι υπάρχει μαρτυρία ότι ο εφεσείων 2 χρησιμοποιεί ένα περίπλοκο πλέγμα εταιρειών για τη διαχείριση των περιουσιακών του στοιχείων που καθιστά σχεδόν αδύνατο τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων εκτός δικαιοδοσίας.

Περαιτέρω έλαβε καθοδήγηση από την υπόθεση C. PHASARIAS (AUTOMOTIVE CENTRE) LIMITED v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λίμιτεδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785 όπου αποφασίστηκε ότι η απαίτηση του άρθρου 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 να υπάρχει πιθανότητα «να εμποδιστεί ο Ενάγων στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του» αν δεν εκδοθεί το παρεμπίπτον διάταγμα, ουσιαστικά αντιστοιχεί προς την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, όπως αυτή ερμηνεύτηκε σε σχέση με παρεμπίπτοντα διατάγματα αυτής της φύσης, δηλαδή τη δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο και παρατίθεται σχετικό απόσπασμα από αυτήν. 

 

 Απονομή πλήρους δικαιοσύνης, συνεχίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι μόνο επιτυχία έκδοσης απόφασης ως η απαίτηση αλλά αυτή να απονέμεται όταν ο ενάγοντας (οι εφεσίβλητοι στην παρούσα υπόθεση) κατορθώσει να απολαύσει τους καρπούς της επιτυχίας του σε περίπτωση έκδοσης υπέρ του απόφασης και ότι σε περίπτωση άρνησης έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος θα υπάρχει κίνδυνος να μην απολαύσει τους καρπούς της επιτυχίας του. 

 

 Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ακόμα στην εκκαλούμενη απόφαση, παραπέμποντας σε νομολογία, ότι έχοντας υπ' όψιν του το σύνολο των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιόν του, ανέκυπτε ανάγκη παροχής κάποιας εξασφάλισης στους αιτητές (εφεσίβλητους) με την οποία να αποτρέπεται η πιθανότητα να καταστεί δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο υποδεικνύοντας περαιτέρω ότι «Μπορούν οι Καθ' ων η Αίτηση, σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το Αιτούμενο Διάταγμα, χωρίς να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν να αποξενώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και να μην μπορεί να ικανοποιηθεί η απόφαση που ήθελε εκδοθεί στο τέλος εναντίον τους». 

 

 Έτσι κατέληξε ότι ικανοποιείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/1960 και ότι «δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος με το οποίο να δεσμεύονται τα περιουσιακά στοιχεία των εναγομένων ώστε να διασφαλιστεί ότι τυχόν εκδοθείσα δικαστική απόφαση υπέρ των εναγόντων θα ικανοποιηθεί». 

 

 Παρατηρούμε ότι στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιέχονται μόνο οι θέσεις των εφεσιβλήτων και η μαρτυρία που πρόσφεραν και όχι των εφεσειόντων. Δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν φαίνεται να λαμβάνει υπ' όψιν ούτε και να ζυγίζει είτε τους ισχυρισμούς είτε τα επιχειρήματα των εφεσειόντων και τη μαρτυρία που πρόσφεραν για να καταλήξει στην κρίση του όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/1960.

 

Στο σύγγραμμα «Διατάγματα Injunctions» των Γιώργου Ερωτοκρίτου & Πέτρου Αρτέμη, σελ. 214 γίνεται αναφορά στην Spidertrade Com Finance Ltd v. Χατζηγαβριήλ (2003) 1 (Α) ΑΑΔ 126 όπου αποφασίστηκε ότι το άρθρο 32  παρέχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο, η οποία θα πρέπει να διατηρηθεί ελαστική και ελεύθερη από τυπικούς κανόνες και ότι οι αρχές στις οποίες υπόκειται αποσκοπούν στη διατήρηση της ισορροπίας στα δικαιώματα των διαδίκων. Η εξουσία του άρθρου 32 για την έκδοση προσωρινού διατάγματος παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων (έξω από τα όρια του άρθρου 4 του Κεφ. 6) αποσκοπεί στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που δεν αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής και πρέπει να ασκείται με φειδώ.  Γίνεται επίσης αναφορά στην Marketrends (Capital Market) Ltd v. Γεωργίου (2002) 1(Γ) ΑΑΔ 1759, όπου εξηγήθηκε ότι η συγκεκριμένη εξουσία «δεν δικαιολογείται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ήτοι σε εκείνες όπου καταδεικνύεται ότι ισχυρή αιτία αγωγής θα παρέμενε χωρίς αντίκρισμα λόγω άμεσου, απτού κινδύνου απομάκρυνσης περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό, προς παρεμπόδιση ικανοποίησης της αναμενόμενης απόφασης στην αγωγή». Επίσης τονίστηκε ότι διατάγματα τύπου Mareva δεν θα πρέπει να δίδονται ως «μέτρο γενικής εξασφάλισης του Ενάγοντα που βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μη πληρωμή χρέους και βεβαίως δεν βελτιώνουν τη θέση του πιστωτή σε πτωχευτικές διαδικασίες».

 

        Επομένως παρά το ότι η εξουσία έκδοσης διατάγματος παγοποίησης θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και να μην εκδίδεται ως μέτρο γενικής εξασφάλισης του ενάγοντα, στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν φαίνεται να λήφθηκαν υπόψη οι θέσεις και τα επιχειρήματα των εφεσειόντων, τα οποία ούτε καν αναφέρονται.  Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το ζήτημα αυτό να ελέγχεται.

 

          Επομένως ο λόγος αυτός έφεσης επίσης επιτυγχάνει. 

 

Εν όψει της επιτυχίας των πιο πάνω λόγων έφεσης, κρίνουμε ότι παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης. 

 

Η επιτυχία της έφεσης Ε42/2021 συμπαρασύρει και την Ε38/2021.  Δηλαδή, η κατάληξη μας ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη δεύτερη και τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 δεν έχει ασκηθεί ορθά, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ούτε τα διατάγματα τύπου Chabra εναντίον της εναγομένης 3 και της Wilvor Ventures Ltd, εφεσείουσες στην έφεση Ε38/2021 έπρεπε να εκδοθούν.  

 

          Επομένως η έφεση Ε38/2021 επίσης επιτυγχάνει.

 

        Συνακόλουθα οι εφέσεις επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα εκδοθέντα διατάγματα ακυρώνονται με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων τόσο πρωτόδικα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή όσο και κατ΄ έφεση (€10.400 πλέον Φ.Π.Α (αν υπάρχει) σε κάθε έφεση ξεχωριστά). 

 

 

                                                                       ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

                         

 

                                                               Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

                                                ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο