ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 83/2023)
29 Φεβρουαρίου, 2024
[ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΠΙΚΗΣ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Φ. Χατζηιωάννου, για Α.Κ. ΧΑΤΖΗΪΩΑΝΝΟΥ & ΣΙΑ, δικηγόροι εφεσείοντα.
Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την εφεσίβλητη.
-------------------
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον υποφαινόμενο:
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Ο εφεσείων άσκησε την Προσφυγή Αρ. 980/2019 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εναντίον απόφασης της εφεσίβλητης ημερομηνίας 19.4.2019 (εφεξής η «επίδικη απόφαση»), δρώσας δια του Υπουργού Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής ο «Υπουργός»), με την οποία απορρίφθηκε ιεραρχική προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόρριψης σχετικού αιτήματος του για παροχή σύνταξης ανικανότητας.
Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης συνίσταται στο εύρημα της εφεσίβλητης ότι, ο εφεσείων δεν ικανοποιούσε τις νομοθετικά καθορισμένες ασφαλιστικές προϋποθέσεις και, συγκεκριμένα, δεν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 4 (γ) και (δ) του Τρίτου Πίνακα του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, Ν. 59(I)/2010, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (εφεξής ο «Νόμος»).
Αρχικώς, με την απόφαση του ημερομηνίας 21.4.2021, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση, στη βάση ότι, «.η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να διαπιστώσουν κατά πόσο ο αιτητής είναι ανίκανος για εργασία, από ποιό έτος, αν θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος, διαπίστωση απαραίτητη για τη χορήγηση της σύνταξης ανικανότητας, καθιστά τρωτή την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση λόγω μη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.».
Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 16.11.2022 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 64/2021, η οποία είχε ασκηθεί εναντίον της απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 980/2019, ανατράπηκε η πρωτόδικη κρίση. Το σκεπτικό της (αντίθετης της πρωτόδικης) προσέγγισης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην εν λόγω έφεση έχει ως εξής:
«Αναφορικώς προς τον λόγο έφεσης 1, κρίνουμε, με κάθε σεβασμό προς το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η ερμηνευτική που ασπάστηκε εν σχέσει προς τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10, δεν ήταν ορθή. Αυτό, διότι, ως σαφώς εξάγεται από το αφορών νομοθετικό λεκτικό, για να μπορεί ένα πρόσωπο να τύχει σύνταξης ανικανότητας πρέπει να πληροί σωρευτικώς και τις τέσσερεις προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10 (Μαυρίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1357/10, ημ. 25.7.14, ECLI:CY:AD:2014:D567).
Η ανάλυση στην οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέθεσε, εν τίνι τρόπω, άλλο γράμμα και νομοθετικό πνεύμα στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10, κατά τρόπο μη αποδεκτό (Δημοκρατία ν. Κυπριανού και Άλλου, Ε.Δ.Δ., 39/21, ημ. 13.10.22).
Στην Hassan ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1163/13, ημ. 16.1.15, ECLI:CY:AD:2015:D19, το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό μονομελή αναθεωρητική του δικαιοδοσία), κατέγραψε και αυτά τα σχετικά με όσα ενεστώτως ενδιαφέρουν:
[.]
Εξάγεται, πως, εάν μία εκ των τεσσάρων προϋποθέσεων που τίθενται στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10 δεν ικανοποιείται, το σχετικό αίτημα θα πρέπει, κατά τα αναμενόμενα, να απορρίπτεται. Αυτή, ακριβώς, ήταν και η μεθοδολογία που ακολούθησαν οι Εφεσείοντες - και σωστά - αφού το κριτήριο για ελάχιστη περίοδο ασφάλισης, κατά τη θέση τους, δεν πληρούνταν στην προκειμένη περίπτωση. Κατ' ακολουθίαν, οι Εφεσείοντες δεν υποχρεούνταν να εξετάσουν οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση από τις εναπομείνασες στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10 μια και - ακόμα και αν εξεταζόταν σε πρώτο στάδιο εκείνη που αφορά στην ανικανότητα προς εργασία (που θεωρήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως πρωταρχικής σημασίας) και διαπιστωνόταν ότι ο Εφεσίβλητος ήταν μονίμως ανίκανος για εργασία - πάλι o Εφεσίβλητος δεν θα μπορούσε να καταστεί δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας αφού δεν φέρεται να είχε συμπληρώσει τις ελαχίστως απαιτούμενες ασφαλιστικές προϋποθέσεις. Τούτα (σε σχέση προς ό,τι αποφάσισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο περί της φερόμενης ανικανότητας του Εφεσίβλητου προς εργασία) - και εισερχόμαστε στα του λόγου έφεσης 3- προέκυψαν κατόπιν δέουσας και επαρκούς έρευνας εκ πλευράς Εφεσειόντων (με πρέπουσα και την αιτιολογία που συνόδευσε τη διαπίστωση), με αυτή να συμπληρώνεται, θεμιτώς, από τα στοιχεία που εμπεριέχονται στον Διοικητικό Φάκελο/Τεκμήριο 1 (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/15, ημ. 3.6.22, ECLI:CY:AD:2022:C227).»
Πέραν του παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης, αλλά και της απόρριψης της σχετικής αντέφεσης, κατ' επίκληση της σχετικής νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία δεν μπορούν να εξεταστούν από το Εφετείο θέματα που δεν εξετάστηκαν προηγουμένως πρωτοδίκως, αποφασίστηκε και όπως τεθεί η προσφυγή ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου «για να επιληφθεί, αναλόγως, των υπολοίπων λόγων ακύρωσης που προέβαλε ο Εφεσίβλητος (Αιτητής) και δεν εξετάστηκαν.». Όπερ και εγένετο.
Κατά την διαδικασία, η οποία επακολούθησε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καταχωρήθηκαν, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, συμπληρωματικές γραπτές αγορεύσεις εκ μέρους των διαδίκων. Υπό την τιτλοφορούμενη ως «Εισαγωγή» παράγραφο στη συμπληρωματική γραπτή αγόρευση για τον εφεσείοντα αναφέρθηκαν, επί λέξει και τα εξής:
«Θα προωθήσω μόνο τον λόγο περί λανθασμένης ερμηνείας του άρθρου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Ν. 59 (Ι)/2010 και εσφαλμένης εφαρμογής της στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και δεν θα επιμείνω στους άλλους λόγους ακύρωσης εκτός και εάν κρίνει το Σεβαστό Δικαστήριο ερμηνεύοντας το προαναφερθέντα νόμο ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα και δεν δόθηκε η δέουσα αιτιολογία από τους καθ' ων η αίτηση (δεν νομίζω να υπάρχει άλλη ερμηνεία από αυτή που προωθούσα με τις προηγούμενες μου αγορεύσεις και με αυτή που προωθώ με την παρούσα αγόρευση).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αυτή τη φορά, με απόφαση του ημερομηνίας 27.6.2023, την προσφυγή του εφεσείοντα, αναφέροντας τα εξής:
«Έχω εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων.
Στην απόφαση του, το Ανώτατο Δικαστήριο στην Έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης (ανωτέρω), σημείωσε ότι " .... ως σαφώς εξάγεται από το αφορών νομοθετικό λεκτικό, για να μπορεί ένα πρόσωπο να τύχει σύνταξης ανικανότητας πρέπει να πληροί σωρευτικώς και τις τέσσερις προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται στο Άρθρο 40 (1), Ν.59(Ι)/2010 (Μαυρίδη v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1357/2010, ημερομηνίας 25.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D567 (.). Εξάγεται, πως, εάν μία εκ των τεσσάρων προϋποθέσεων που τίθενται στο Άρθρο 40 (1), Ν. 59(Ι)/2010 δεν ικανοποιείται, το σχετικό αίτημα θα πρέπει, κατά τα αναμενόμενα, να απορρίπτεται".
Συνεπώς δεν ευσταθεί η θέση του αιτητή ότι δεν συνδέονται οι πρόνοιες του άρθρου 40 (1) (α), που αναφέρεται σε ανικανότητα προς εργασία για 156 μέρες σε οποιαδήποτε διακοπή της απασχόλησης, με αυτές του άρθρου 40 (1) (δ) για ικανοποίηση των σχετικών ασφαλιστικών προϋποθέσεων.
Όπως προνοείται στο άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, Ν. 59(Ι)/2010:
«40.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας, εάν -
(α) ήταν ανίκανος προς εργασία για εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες, σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησής του∙
(β) σ' αυτήν την περίοδο της διακοπής της απασχόλησής του αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος προς εργασία∙
(γ) δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών ή εάν πρόκειται για μεταλλωρύχο, την ηλικία από την οποία δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη δυνάμει του άρθρου 36, εάν η ηλικία αυτή είναι μικρότερη των εξήντα τριών (63) ετών∙ και
(δ) ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις».
Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του σχετικού Ν. 59(Ι)/2010,
«σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις», σε σχέση με οποιαδήποτε παροχή σημαίνει τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις που ορίζονται για την παροχή αυτή στον Τρίτο Πίνακα».
Στον ΤΡΙΤΟ ΠΙΝΑΚΑ, παράγραφος 4, οι ασφαλιστικές προϋποθέσεις καθορίζονται ως εξής, σε ότι εδώ αφορά:
«4. Οι ασφαλιστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας είναι οι ακόλουθες:
(α) ο ασφαλισμένος να έχει συμπληρώσει πραγματική βασική ασφάλιση τριών (3) τουλάχιστον ασφαλιστικών μονάδων και να έχουν παρέλθει εκατόν πενήντα έξι (156) εβδομάδες από την εβδομάδα έναρξης της ασφάλισής του, και
(β) o ολικός αριθμός των ασφαλιστικών μονάδων πραγματικής και εξομοιούμενης βασικής ασφάλισης του ασφαλισμένου να μην είναι κατώτερος του 25% των ετών που εμπίπτουν στη σχετική περίοδο αναφοράς, και
(γ) να έχει πραγματική ή εξομοιούμενη ασφάλιση μέσα στο σχετικό έτος εισφορών ίση τουλάχιστον με το 0,39 της ασφαλιστικής μονάδας, ή
(δ) ο μέσος όρος τέτοιας ασφάλισης, κατά τα δύο (2) τελευταία συμπληρωμένα έτη εισφορών πριν από το έτος παροχών πρέπει να μην είναι κατώτερος του 0,39 της ασφαλιστικής μονάδας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που η ανικανότητα οφείλεται σε ατύχημα, οι ασφαλιστικές προϋποθέσεις είναι οι ίδιες με αυτές που απαιτούνται για τη χορήγηση επιδόματος ασθενείας».
Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου:
«έτος παροχών» σημαίνει την περίοδο που αρχίζει την πρώτη Δευτέρα του Ιουλίου κάθε έτους και λήγει την Κυριακή πριν από την πρώτη Δευτέρα του Ιουλίου του επόμενου έτους».∙
Δεν διακρίνεται οποιαδήποτε διαφορά στο άρθρο 4 (γ) του Τρίτου Πίνακα με το άρθρο 4 (δ). Το "σχετικό έτος" του άρθρου 4 (γ) είναι το τελευταίο έτος εισφορών πριν από το έτος παροχών και στα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 (δ), γίνεται αναφορά στα "δύο (2) τελευταία" έτη εισφορών πριν από το έτος παροχών.
Η αναφορά σε "συμπληρωμένα" έτη εισφορών, του άρθρου 4 (δ), κατά την κρίση μου, έχει την έννοια ότι αν τα δύο αυτά τελευταία χρόνια πριν από το έτος παροχών, δεν είναι συμπληρωμένη η πραγματική ή εξομοιούμενη ασφάλιση, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιείται η εναλλακτική πρόνοια του άρθρου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα.
Συναφώς θα συμφωνήσω επί του θέματος με τα αποφασισθέντα στην απόφαση της αδελφής Δικαστή Γαβριήλ, στην Π. και Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω), η οποία υιοθετήθηκε και από την αδελφή Δικαστή Ζερβού στην Ι. Κ. Τ. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 818/2017, ημερομηνίας 5/9/2022.
Μεταφέρεται σχετικό απόσπασμα.
«Επανερχόμενη στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, διαπιστώνω ότι ουδόλως αμφισβητείται από τον αιτητή το δεδομένο που προκύπτει από τα στοιχεία του ασφαλιστικού λογαριασμού του ιδίου, ότι η τελευταία καταβολή εισφορών έγινε κατά το έτος 2006.
Αυτό που αμφισβητείται, είναι η ερμηνεία που δόθηκε στην παράγραφο 4(γ) και (δ) του Τρίτου Πίνακα, που σύμφωνα με τον αιτητή, αυτές οι απαιτήσεις ισχύουν για άτομα τα οποία εργάζονται και δεν κατέβαλλαν στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και όχι για άτομα τα οποία είναι ανίκανα προς εργασία.
Από το πλέγμα των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, διαπιστώνω ότι ο ισχυρισμός του αιτητή είναι αβάσιμος και θα πρέπει να απορριφθεί.
Η σχετική νομοθεσία, θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χορήγηση, μεταξύ άλλων, σύνταξης ανικανότητας, παροχή επιλεκτική και όχι οικουμενική, ήτοι παροχή που δεν απευθύνεται σε όλα ανεξαιρέτως τα άτομα, αλλά μόνον σε όσα πληρούν συγκεκριμένες ασφαλιστικές προϋποθέσεις, όπως αυτές καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα της σχετικής νομοθεσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος ο νομοθέτης, καθόρισε ρητώς τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να παρασχεθεί μία επιλεκτική παροχή, όπως αυτή της σύνταξης ανικανότητας, προϋποθέσεις που περιστρέφονται γύρω από τα τελευταία έτη εισφορών, προ της ενάρξεως του έτους που προέκυψε η ανικανότητα.
Στις παραγράφους 4(γ) και (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, προσδιορίζονται συγκεκριμένες απαιτήσεις για καταβολή εισφορών μετατρεπόμενες σε ασφαλιστικές μονάδες, λαμβανομένων υπόψη των δύο τελευταίων ετών προ της έναρξης του έτους που ζητείται η παροχή, κατά τρόπο που δεικνύεται, νομοθετικά, η χρονική εγγύτητα που θα πρέπει να υποβάλλονται τέτοιου είδους αιτήσεις για παροχές, με το γεγονός που προκάλεσε την ανικανότητα.
Τα όσα αναφέρονται στον Τρίτο Πίνακα, δεν διαχωρίζεται να αναφέρονται και να εφαρμόζονται σε υγιείς εργαζόμενους. Αναφέρονται σε ασφαλισμένους γενικά, οι οποίοι υποβάλλουν αίτημα για συγκεκριμένη παροχή. Καταγράφεται ρητώς, ότι για να χορηγηθεί συγκεκριμένη παροχή, θα πρέπει οι ασφαλισμένοι να έχουν στον ασφαλιστικό τους λογαριασμό συμπληρωμένα έτη εισφορών, όχι γενικά, αλλά «. κατά τα δύο (2) τελευταία συμπληρωμένα έτη εισφορών πριν από το έτος παροχών.».
Επομένως, κρίσιμο χρονικό σημείο εξέτασης των ασφαλιστικών μονάδων, είναι τα δύο τελευταία έτη προ του έτους που ζητείται η καταβολή της παροχής, κατά τρόπο που προσδιορίζει τη χρονική εγγύτητα - με το γεγονός που προκάλεσε την ανικανότητα - που θα πρέπει να υποβάλλονται αιτήματα για τις παροχές που καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα, συμπεριλαμβανομένης και της σύνταξης ανικανότητας.
Συνεπώς, με δεδομένο το γεγονός ότι ο αιτητής όφειλε ως ασφαλισμένος να έχει πραγματική ή εξομοιούμενη ασφάλιση μέσα στο σχετικό έτος εισφορών (2013 εν προκειμένω) ή μέσο όρο τέτοιας ασφάλισης κατά τα δύο τελευταία συμπληρωμένα έτη (2011 - 2012) προ του έτους παροχών, όχι κατώτερο του 0,39 της ασφαλιστικής μονάδας, μονάδες που δεν είχε συμπληρώσει ο αιτητής, καθότι σταμάτησε να καταβάλλει εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων από το έτος 2006, προκύπτει ότι ορθά και εντός των πλαισιών την νομοθεσίας θεωρήθηκε ως μη δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας».
Επομένως απορρίπτονται ως αβάσιμες οι αιτιάσεις του αιτητή και η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.»
Εναντίον της άνω απορριπτικής δικαστικής απόφασης ασκήθηκε η ενώπιον μας έφεση, με συνολικά οκτώ (8) λόγους έφεσης.
Με τους λόγους έφεσης 1 έως και 5, καθώς και 8 αμφισβητείται (ως επιβεβαιώθηκε και με καταφατική απάντηση σε σχετικό διευκρινιστικό ερώτημα του Δικαστηρίου κατά την ακρόαση της έφεσης), στην ουσία και υπό διάφορες οπτικές, η ερμηνεία, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στην παράγραφο 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου (βλ. ανωτέρω), που είναι και ο μόνος λόγος ακύρωσης, τον οποίο εξέτασε στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση του. Επιπλέον, με τους λόγους έφεσης 6 και 7, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ορθή την επίδικη απόφαση, αντί να την ακυρώσει, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, ζητήματα, τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει και δεν το έπραξε, παρερμηνεύοντας την αναφορά του ότι αυτός επέλεξε να μην τα προωθήσει (βλ. ανωτέρω σχετικό απόσπασμα από τη συμπληρωματική γραπτή αγόρευση για τον αιτητή).
Μελετήσαμε τα εκατέρωθεν περιγράμματα εφέσεως και την εκεί παρατιθέμενη επιχειρηματολογία προσεκτικά, καθώς και την πρωτόδικη απόφαση και το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.
Όσον αφορά στο θέμα της ορθής ερμηνείας της παραγράφου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου (βλ. ανωτέρω), κρίνουμε ότι, δεν απαιτείται, στην παρούσα περίπτωση, να ενδιατρίψουμε, πέραν των όσων απαιτούνται, σε ένα έκαστο των επιχειρημάτων των πλευρών υπέρ της μίας ή της άλλης ερμηνείας την οποία προκρίνουν τα μέρη. Όπως, συναφώς, αναφέρθηκε και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (ενεργούντος ως τριτοβάθμιου) ημερομηνίας 21.2.2024 στην Αίτηση Αρ. 9/23:
«Έχουμε υπόψη το σύνολο των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς και το υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, την πρωτόδικη απόφαση και την απόφαση του Εφετείου, περιλαμβανομένης της απόφασης του διαφωνήσαντος δικαστή. Δεν απαιτείται όμως να ενδιατρίψουμε πέραν των όσων απαιτούνται για τις ανάγκες της απόφασης. Όπως αναφέρθηκε στην Οδυσσέα ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 490:
«Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση, που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.»
Η αρχή αυτή έχει επανειλημμένα τονιστεί (Βλ. μεταξύ άλλων, Νίκος Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 179/22, ημερ. 8.2.2023, Λ.Γ.Γ. (L.G) ν. Π.Γ., Έφεση Αρ. 2/23 (i-justice), ημερ. 21.6.2023, Sokolowski v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 52/19, ημερ. 23.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:B267, Ειρηναίος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 61/2020, ημερ. 14.7.2022), ECLI:CY:AD:2022:B304.»
Η πεμπτουσία της διαφοράς μεταξύ των μερών έγκειται στην ορθή ερμηνεία της παραγράφου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, το οποίο απαιτεί, όπως ο αιτών σύνταξης αναπηρίας πληροί, επιπροσθέτως των σωρευτικών προϋποθέσεων των παραγράφων (α) και (β) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, και τα ακόλουθα:
«(γ) να έχει πραγματική ή εξομοιούμενη ασφάλιση μέσα στο σχετικό έτος εισφορών ίση τουλάχιστον με το 0,39 της ασφαλιστικής μονάδας, ή
(δ) ο μέσος όρος τέτοιας ασφάλισης, κατά τα δύο (2) τελευταία συμπληρωμένα έτη εισφορών πριν από το έτος παροχών πρέπει να μην είναι κατώτερος του 0,39 της ασφαλιστικής μονάδας:»
Η ερμηνεία της παραγράφου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε ως ορθή, συνοψίζεται στην αναφορά του ότι, «Δεν διακρίνεται οποιαδήποτε διαφορά στο άρθρο 4 (γ) του Τρίτου Πίνακα με το άρθρο 4 (δ). Το "σχετικό έτος" του άρθρου 4 (γ) είναι το τελευταίο έτος εισφορών πριν από το έτος παροχών και στα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 (δ), γίνεται αναφορά στα "δύο (2) τελευταία" έτη εισφορών πριν από το έτος παροχών. Η αναφορά σε "συμπληρωμένα" έτη εισφορών, του άρθρου 4 (δ), κατά την κρίση μου, έχει την έννοια ότι αν τα δύο αυτά τελευταία χρόνια πριν από το έτος παροχών, δεν είναι συμπληρωμένη η πραγματική ή εξομοιούμενη ασφάλιση, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιείται η εναλλακτική πρόνοια του άρθρου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα.»
Η πλευρά του εφεσείοντα προκρίνει και εισηγείται διαφορετική ανάγνωση της παραγράφου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου. Συγκεκριμένα ότι, τα έτη εισφορών που επιμετρούνται στο πλαίσιο της παραγράφου (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου δεν είναι, κατά την θέση του εφεσείοντα, απαραίτητα πάντοτε τα δύο τελευταία πριν το έτος παροχών (στην παρούσα περίπτωση τα έτη 2016 και 2017), αλλά τα τελευταία που είναι συμπληρωμένα (στην παρούσα περίπτωση, κατ' εφαρμογή της ερμηνείας που υιοθετεί ο εφεσείων, τα έτη 2013 και 2014). Σημειώνεται ότι, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων στο ότι, η επιμέτρηση της ασφάλισης του αιτητή για τα έτη 2016 και 2017, η οποία έλαβε χώρα στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης του υπό το πρίσμα των διαζευκτικών παραγράφων (γ) και (δ) του Άρθρου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, δεν ικανοποιεί τον απαιτούμενο νομοθετικά «μέσο(ς) όρο(ς) τέτοιας ασφάλισης».
Είναι, κατά τη γνώμη μας, σαφές ότι, εφαρμόζοντας μόνο τον -προκρινόμενο νομολογικά ως βασικό- κανόνα της γραμματικής ερμηνείας (βλ., μεταξύ πολλών σχετικών αποφάσεων και την απόφαση ημερομηνίας 11.1.2024 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δ/ρίου Αρ. 69/2018 PRETORIAN ENTERPRISES LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ - ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ), δεν οδηγούμαστε, στην παρούσα περίπτωση, σε ασφαλή συμπεράσματα, αφού το λεκτικό της παραγράφου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου επιδέχεται, ομολογουμένως, διαφορετικών αναγνώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των εδώ προτιμητέων από τους διάδικους (βλ. ανωτέρω). Συνεπώς, εάν η σημασία του κειμένου είναι διφορούμενη, καθοδήγηση στην ερμηνεία του μπορεί να αντληθεί από το σκοπό που ο νομοθέτης ήθελε να προαγάγει. Στην PRETORIAN, supra έγινε και παραπομπή στη Δήμος Γαλατάκης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78, προς υπόδειξη ότι ο σκοπός του νομοθέτη, σε περίπτωση που η γραμματική ερμηνεία δεν επιλύει το ζήτημα, δύναται να εξεταστεί και σε συνάρτηση με ολόκληρο ή το σχετικό μέρος του νόμου. Το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω παραπομπή έχει ως εξής:
«Ο βασικός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων είναι η γραμματική ερμηνεία, δηλαδή το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων (δέστε Γεωργιάδης & Υιός v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 142). Όπου όμως η γραμματική ερμηνεία δεν είναι ξεκάθαρη, λαμβάνεται υπόψη η πρόθεση του νομοθέτη και σε τέτοια περίπτωση εξετάζεται ολόκληρο το σχετικό μέρος του Νόμου ή και ολόκληρος ο Νόμος, καθώς επίσης και η ανάγκη ή το κακό που σκόπευε να θεραπεύσει, ανάλογα με την περίπτωση.»
Δύναται, συνεπώς, σε τέτοια περίπτωση, να επιστρατευθεί στην αναζήτηση της ορθούς ερμηνείας της επίδικης παραγράφου, η συστηματική ερμηνεία, η οποία, κατά Δ.Θ. Τσάτσο «Συνταγματικό Δίκαιο», τόμος Α, 1994, σελ. 260 «.τοποθετεί τον ερμηνευόμενο κανόνα μέσα στο όλο σύστημα του δικαίου, τον αντιμετωπίζει ως τμήμα της ενότητας αυτής και συναρτά το νόημά του με το νόημα του συστήματος.» (βλ. και Α.Ι. Τάχου «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ», 8η έκδοση, §33 1. δ), σελ. 186).
Κατ' εφαρμογή των ανωτέρω, βρίσκουμε ότι, ορθώς, κατ' αρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε (βλ. ανωτέρω στην πρωτόδικη απόφαση), ότι, με την αναφορά στην παράγραφο 4 (γ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου σε «σχετικό έτος εισφορών» εννοείται το τελευταίο «έτος εισφορών» (αμέσως) πριν από το «έτος παροχών» (κατ' εφαρμογή των όρων, οι οποίοι ερμηνεύονται με σαφήνεια στο Άρθρο 2 του Νόμου), δηλαδή στην περίπτωση που εξετάζεται, το έτος 2017. Κατ' αντιδιαστολή (ex contrario),για σκοπούς της παραγράφου 4(γ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου αποκλείεται σαφώς η χρήση οποιουδήποτε άλλου παρελθοντικού έτους εισφορών, πλην του αμέσως προηγούμενου του έτους παροχών. Με βάση την πιο πάνω διαπίστωση και το γεγονός ότι, αν δεν πληρείται η προϋπόθεση της παραγράφου 4(γ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου δίδεται διαζευκτικά («ή») η δυνατότητα στον αιτητή να πληροί τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις δυνάμει του παραγράφου 4(δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου η ερμηνεία, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόκρινε ως ορθή, δηλαδή ότι τα δύο (2) τελευταία έτη εισφορών είναι αυτά (αμέσως) πριν από το έτος παροχών (στην περίπτωση τα έτη 2016-2017, ως έλαβε υπόψη η εφεσίβλητη) και ότι αυτά πρέπει (και τα δύο) να είναι συμπληρωμένα, είναι, βρίσκουμε, ορθή και η μόνη εύλογη. Δεν συνάδει, κατά την κρίση μας, με τον σκοπό του νομοθέτη, η δυνατότητα τέτοιας επέκτασης, δια της σαφώς ανεπίτρεπτα διασταλτικής ερμηνείας που προτείνει ο εφεσείων στην επίμαχη παράγραφο 4(γ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, στον υπολογισμό παρελθοντικών ετών εισφορών, ενίοτε και πολύ μακρινών. Κάτι τέτοιο ουσιαστικά θα εξοβέλιζε τον σκοπό της πρόνοιας της παραγράφου 4(γ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, η οποία περιορίζει αυστηρά τον υπολογισμό στο αμέσως πριν το έτος εισφορών έτος παροχών και η οποία οριοθετεί και υποδεικνύει με σαφήνεια την επιτρεπόμενη εμβέλεια ερμηνείας της (διαζευκτικά αυτής) τιθέμενης προϋπόθεσης της παραγράφου 4(γ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου. Ως τέθηκε και στην LSA Packers & Forwarders Ltd ν. Θεοδοσίας Φράγκου και Άλλων (1999) 1 Α.Α.Δ. 392:
«Αποτελεί ερμηνευτικό αξίωμα πως ο Νόμος για σκοπούς ερμηνείας πρέπει να διαβάζεται στο σύνολο του. Η ερμηνεία πρέπει να είναι εύλογη και τέτοια που να κάνει το νόμο λειτουργικό. Το δικαστήριο δεν ερμηνεύει το νόμο με τρόπο που να οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα. Λέξεις ή φράσεις στον ίδιο νόμο θεωρούνται ότι έχουν, εκτός εάν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο, την ίδια έννοια (Βλ. Δήμος Λεμεσού ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 311, 317, Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396, Kyriakides v. Improvement Board of Eylenja (1977) 3 C.L.R. 198, (1979) 3 C.L.R. 86,Myrianthis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 254, Murray v. Commissioners of Inland Revenue [1918] A.C. 541, 553, Whitney v. Commissioners of Inland Revenue [1926] A.C. 37, 52, Maxwell on Interpretation of Statutes, 12η έκδοση, σελ. 199 και Odgers Construction of Statutes, 5η έκδοση, σελ. 263).»
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, οι λόγοι εφέσεως 1 έως 5 και 8 απορρίπτονται.
Όσον αφορά στους λόγους εφέσεως 6 και 7 (βλ. ανωτέρω), ούτε αυτοί δύναται να επιτύχουν. Αφενός είναι σαφές ότι, η πλευρά του εφεσείοντα, με την σχετική αναφορά στη συμπληρωματική γραπτή αγόρευση της, επέλεξε να προωθήσει μόνο το ζήτημα της ερμηνείας της παραγράφου Άρθρο 4(γ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, συνεπώς, αδίκως παραπονείται. Το Δικαστήριο δεν εξετάζει από μόνο του, ως πρότεινε στην εν λόγω συμπληρωματική γραπτή του αγόρευση ο εφεσείων, ζητήματα που δεν προωθούνται από προσφεύγοντα (ή εγκαταλείφθηκαν) με σαφήνεια. Αφετέρου, ως σαφώς επιβεβαιώθηκε και ενώπιον μας από τους διαδίκους κατά την ακρόαση της υπόθεσης, δεν υπήρχε διχογνωμία από τους διαδίκους στο ότι, αν κρινόταν πρωτοδίκως (ως και έγινε) ότι ορθώς εφαρμόσθηκαν τα έτη 2016 και 2017 ως έτη εισφορών στην περίπτωση του εφεσείοντα, τότε ο εφεσείων δεν θα πληρούσε τις προϋποθέσεις για το αίτημα του, ως, εξάλλου, ήταν και το ratio decidendi της απόφασης στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 64/2021, supra. Νόημα θα είχε να εξεταστεί ζήτημα δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, αν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της ερμηνείας της επίμαχης διάταξης ήταν διαφορετική. Και πάλιν, όμως, σε τέτοια περίπτωση, τέτοια άσκηση θα ήταν αχρείαστη, αφού θα είχε ήδη κριθεί η επίδικη απόφαση ως πάσχουσα λόγω πλάνης περί το νόμο. Με βάση λοιπόν, τα ανωτέρω, ούτε οι λόγοι εφέσεως 6 και 7 ευσταθούν και απορρίπτονται.
Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση αποτυγχάνει στο σύνολο της και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επιβεβαιώνεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους €3000 εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.