ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 191/2021)
29 Ιανουαρίου 2024
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
v.
ΣΟΛΩΝΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Εφεσιβλήτου
------------------------------
Ν. Γεωργιάδου (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσείοντα
Θ. Αγγελίδης, για Αγγελίδης και Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Γ. Κυριακίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος αντιμετώπισε σε ποινική υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας τέσσερις κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα των παράνομων επεμβάσεων επί κρατικών τεμαχίων γης εντός της κοίτης του ποταμού Σερράχη στην κοινότητα Περιστερώνας (1η και 3η κατηγορία) και εντός της κοίτης του ποταμού Ακακίου στην κοινότητα Αυλώνας (2η και 4η κατηγορία) κατά παράβαση των Άρθρων 116(1), (2)(β) και (6) και 117(1) του περί της Ενιαίας Διαχείρισης Υδάτων, Ν.79(I)/2010, αδικήματα που, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, διαπράχθηκαν την περίοδο από 2011 μέχρι 2015 (1η και 3η κατηγορίες) και Μάιο 2017 (2η και 4η κατηγορίες). Για τα αδικήματα προνοείται φυλάκιση μέχρι 12 μήνες ή πρόστιμο μέχρι €8.500.
Κατά την ακροαματική διαδικασία ο Εφεσείων στηρίχθηκε στη μαρτυρία τριών λειτουργών του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων (ΤΑΥ) (Μ.Κ.1, Μ.Κ.2 και Μ.Κ.4), του προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Αυλώνας Μ.Κ.3 και δύο λειτουργών του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6). Ο Εφεσίβλητος μετά που κλήθηκε σε απολογία στηρίχθηκε στη δική του μαρτυρία και κάλεσε 12 Μάρτυρες Υπεράσπισης, συνεργάτη του (Μ.Υ.1) γεωργό από το 2008, με τον οποίο ο Εφεσίβλητος συνεργαζόταν εδώ και χρόνια, τον κοινοτάρχη του χωριού Ακακίου (Μ.Υ.2), τον πρώην κοινοτάρχη Αυλώνας (Μ.Υ.4), καθώς και μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Αυλώνας (Μ.Υ.3, Μ.Υ.5 και Μ.Υ.12), τον πρώην κοινοτάρχη Περιστερώνας (Μ.Υ.6), τη λειτουργό Περιβάλλοντος στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (Μ.Υ.7) και τέσσερις λειτουργούς του Τμήματος Άμεσων Πληρωμών (ΚΟΑΠ) (Μ.Υ.8, Μ.Υ.9, Μ.Υ.10 και Μ.Υ.11). Επίσης κατατέθηκαν 48 τεκμήρια.
Ήταν η εκδοχή του Εφεσείοντος πρωτοδίκως, μέσω των μαρτύρων που παρουσίασε καθώς και των κατατεθέντων τεκμηρίων, ότι στα πλαίσια εξέτασης αιτημάτων του Εφεσίβλητου προς το Κτηματολόγιο για εκμίσθωση επιπρόσθετου μέρους της κοίτης ποταμού Σερράχη στην κοινότητα Περιστερώνας και της κοίτης του ποταμού Ακακίου στην κοινότητα Αυλώνας διαπιστώθηκαν επεμβάσεις του Εφεσίβλητου στην κοίτη των εν λόγω ποταμών από το 2011 έως το 2015 (κοίτη ποταμού Σερράχη) και το 2017 (κοίτη ποταμού Ακακίου) με την καλλιέργεια φυτείας φραγκοσυκιών, καθώς και εκχερσώσεις, εκσκαφές, επιχωματώσεις και αλλοιώσεις της μορφολογίας της κοίτης των εν λόγω ποταμών.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, ο Εφεσίβλητος υπέβαλε στο Κτηματολόγιο τέσσερις αιτήσεις (α) την Αίτηση ΑΔΧ./14 το 2014 (που αφορούσε το τεμάχιο 258, Φ/Σχ. ./52 της Κοινότητας Περιστερώνας), (β) Αίτηση με αρ. ΑΔΧ./16 το 2016 (που αφορούσε το τεμάχιο 538, Φ/Σχ. ./52 της Κοινότητας Αυλώνας και τεμάχιο 1326, Φ/Σχ ./61 της Κοινότητας Ακακίου), (γ) την Αίτηση με αρ. ΑΔΧ./17 το 2017 (που αφορούσε το τεμάχιο 538, Φ/Σχ. ./52 της Κοινότητας Αυλώνας και τεμάχιο 1326, Φ/Σχ. ./61 της κοινότητας Ακακίου) και (δ) την Αίτηση με αρ. ΑΔΧ./19 το 2019 (που αφορούσε το τεμάχιο 538, Φ/Σχ. ./52 και ./44 της κοινότητας Αυλώνας).
Ο Εφεσίβλητος είχε ήδη, με συμφωνία εκμίσθωσης, ημερ. 22.9.10, εκμισθώσει τμήματα της κοίτης ποταμού με αριθμό τεμαχίου 538, Φ/Σχ ./52 της Κοινότητας Αυλώνας (βλ. Τεκμήριο 26) για την καλλιέργεια εποχιακών γεωργικών φυτών, από 21.9.10 μέχρι 21.9.15, η οποία θα ανανεώνονταν αυτόματα από έτος σε έτος μέχρι να τερματιστεί από οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη (η οποία τροποποιήθηκε με μεταγενέστερες συμφωνίες στις 14.10.13 και 14.6.17, (βλ. Τεκμήριο 27). Είχε δοθεί, υπό προϋποθέσεις κατόπιν τροποποίησης της αρχικής συμφωνίας, η δυνατότητα στον Εφεσίβλητο ανόρυξης διάτρησης και ανέγερσης γεωργικής αποθήκης, εντός της, υπό εκμίσθωση, κρατικής γης.
Οι ισχυριζόμενες επεμβάσεις εντός της κοίτης των ποταμών Σερράχη κατά την περίοδο 2011 μέχρι 2015 και Ακακίου κατά το έτος 2017, ήρθαν στο φως κατόπιν επιτόπιων εξετάσεων κατά το 2015 από τον Μ.Κ.4, στις 24.3.17 από την Μ.Κ.5 και στις 7.2.21 από τον Μ.Κ.4, οι οποίες έγιναν στα πλαίσια εξέτασης των υπό αναφορά αιτήσεων που υπεβλήθηκαν από τον Εφεσίβλητο (βλ. μαρτυρία Μ.Κ.2, Μ.Κ.4 και Μ.Κ.5). Δεν αμφισβητήθηκε πρωτοδίκως ότι πράγματι ο Εφεσίβλητος είχε φυτέψει φραγκοσυκιές στα κρατικά τεμάχια γης, (για τα οποία ζητούσε άδεια για εκμίσθωση), προτού να έχουν εγκριθεί οι εν λόγω αιτήσεις και χωρίς να έχει εξασφαλίσει σχετική άδεια από το ΤΑΥ. Ήταν περαιτέρω ισχυρισμός της Μ.Κ.5 ότι ο Εφεσίβλητος σε διάφορες συναντήσεις που είχε με την εν λόγω λειτουργό του Κτηματολογίου δεν αρνήθηκε ότι είχε προβεί σε καλλιέργειες φραγκοσυκιών εντός της κοίτης του ποταμού.
Ως προς την οριοθέτηση της κοίτης των επίδικων ποταμών που αποτελούσε ένα εκ των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων που ο Εφεσίβλητος αντιμετώπιζε, σχετική ήταν η μαρτυρία του Μ.Κ.1 υδρολόγου και της Μ.Κ.2 λειτουργού του ΤΑΥ. Ήταν η θέση τους ότι η κοίτη ποταμών είναι εγγεγραμμένη στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ως ιδιοκτησία της Δημοκρατίας, φέρει πλάτος πέραν των 500 μέτρων, σύμφωνα με τα όρια που έχουν καθοριστεί από το Κτηματολόγιο περί το έτος 1930 και φαίνονται τόσο στους χάρτες του Κτηματολογίου (Τεκμήριο 4) όσο και από υδρομορφολογικά σημεία του ποταμού (κροκάλες). Προσδιορίζοντας τα όρια κοίτης ποταμού ανέφερε ότι η κοίτη ενός ποταμού διακρίνεται σε ενεργό και ανενεργό κοίτη, όπου ενεργός είναι αυτή εντός της οποίας ρέει συνήθως ο ποταμός όταν η ροή του νερού είναι χαμηλή και ανενεργός είναι εκείνη εντός της οποίας θα επεκταθεί η ροή του ποταμού σε περίπτωση πλημμύρας ή ακραίας ροής νερού, η οποία αντιστοιχεί σε πλάτος στα όρια που είναι εγγεγραμμένη στους χάρτες του Κτηματολογίου, καθώς και στα υδρομορφολογικά σημεία που υπάρχουν, ήτοι κροκάλες στον ποταμό τα οποία πιθανόν να μεταβάλλονται (επεκτείνονται) με την πάροδο του χρόνου, αναλόγως του πόσο ακραίο είναι το φαινόμενο.
Ο Εφεσίβλητος στη δική του μαρτυρία, παρά το ότι δεν αμφισβήτησε την καλλιέργεια των φραγκοσυκιών σε κρατικά τεμάχια, χωρίς την άδεια ή έγκριση των αιτήσεων που υπέβαλε στο Κτηματολόγιο, προέβαλε την εκδοχή ότι αυτά που καλλιεργεί δεν βρίσκονται εντός της κοίτης των υπό αναφορά ποταμών, όπως αυτή ορίζεται στον νόμο, γιατί τα όρια της κοίτης των εν λόγω ποταμών έχουν ελάχιστο πλάτος 20 μέτρα και μέγιστο πλάτος περί τα 80 μέτρα σε όλα τα τεμάχια κρατικής γης σε σχέση με τα οποία κατηγορείται ότι επεμβαίνει. Ήταν περαιτέρω η εκδοχή του ότι σε σχέση με την καλλιέργεια των εν λόγω τεμαχίων λαμβάνει επιδοτήσεις από τον ΚΟΑΠ (Τεκμήρια 35 και 46) από το 2004 αναφορικά με τις περιοχές που καλλιεργεί στην Περιστερώνα και από το 2016 για τις περιοχές που καλλιεργεί στο Ακάκι και στην Αυλώνα. Έλαβε επίσης άδεια καλλιέργειας τους από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Τεκμήριο 36), υποστηρίζοντας παράλληλα ότι ουδέποτε επενέβη εντός της κοίτης του ποταμού και δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε καλλιέργεια ή δημιουργία αναχωμάτων ή επιχωματώσεων ή, εν πάση περιπτώσει, σε εκχερσώσεις μέσω αφαίρεσης πετρωμάτων από τον ποταμό ή αλλοίωση της ροής του νερού ή της κοίτης του ποταμού σε οποιοδήποτε σημείο. Ούτε έχει απορρίψει οποιαδήποτε απόβλητα στην περιοχή που καλλιεργεί ή σε οποιαδήποτε άλλη παρακείμενη περιοχή αλλά, αντίθετα έχει, με τις ενέργειες του, αναβαθμίσει την περιοχή στα σημεία που υπάρχουν οι φυτείες φραγκοσυκιών και έχει καθαρίσει τα σκύβαλα που επί σειρά ετών πετούσαν διάφοροι περίοικοι και άτομα που περνούν από την περιοχή, μετατρέποντας την ο ίδιος από ένα σκυβαλότοπο σε μία όαση πρασίνου και ομορφιάς, χωρίς να έχει με οποιοδήποτε τρόπο επέμβει σε οποιοδήποτε σημείο της κοίτης του ποταμού.
Επίσης, η μαρτυρία των μαρτύρων Υπεράσπισης, περιστράφηκε στις δικές τους διαπιστώσεις ως προς την κατάσταση της περιοχής, υποστηρικτική των όσων ανέφερε ο Εφεσίβλητος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του προσδιόρισε τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα, ότι δηλαδή δεν είχε αμφισβητηθεί το γεγονός ότι κατά τις χρονικές περιόδους που αναφέρονται στις κατηγορίες, o Εφεσίβλητος καλλιεργούσε φυτείες φραγκοσυκιών σε τμήματα τεμαχίων κρατικής γης του Φ/Σχ. ./52, τα οποία βρίσκονται στην περιοχή των Κοινοτήτων Περιστερώνας και Αυλώνας, από όπου περνά (αντιστοίχως) ο ποταμός Σερράχης και o ποταμός Ακακίου, καθώς και ότι δεν είχε αμφισβητηθεί ότι εκτός από την καλλιέργεια τμημάτων κρατικής γης με αριθμό τεμαχίου 538, Φ/Σχ. ./52 της Κοινότητας Αυλώνας, για τα υπόλοιπα κρατικά τεμάχια που καλλιεργούσε ο Εφεσίβλητος εντός του Φ/Σχ. ./52 δεν είχε συνάψει προηγουμένως οποιαδήποτε συμφωνία μίσθωσης με την Κυπριακή Δημοκρατία, ούτε έλαβε οποιαδήποτε άδεια από τον Διευθυντή του ΤΑΥ. Σημείωσε περαιτέρω ότι αυτό που αμφισβητήθηκε, κατά την ακροαματική διαδικασία, ήταν αν κατά τον χρόνο που αφορούσαν οι κατηγορίες, ο Εφεσίβλητος προέβη σε επεμβάσεις ή καταστροφές στην κοίτη των ποταμών (παράμετρο, ως επεσήμανε, καθοριστική εφόσον αποτελεί συστατικό στοιχείο για την απόδειξη της διάπραξης των επίδικων αδικημάτων) μέσω της καλλιέργειας τμημάτων κρατικών τεμαχίων του Φ/Σχ. ./52 και αν, γενικότερα, ενήργησε με τον τρόπο που του αποδίδεται στις λεπτομέρειες αδικήματος της κάθε κατηγορίας. Προχώρησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και απορρίπτοντας τη σχετική με την οριοθέτηση της κοίτης των εν λόγω ποταμών, μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Η γνώμη που εξέφρασαν περί ενεργής (sic) και ανενεργής (sic) κοίτης και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν περί επέμβασης του Κατηγορούμενου στην (ανενεργή) κοίτη των ποταμών προδήλως στηρίχθηκε στην εσφαλμένη αντίληψη που έχουν για το τί ορίζεται και προστατεύεται σύμφωνα με τον νόμο ως «κοίτη» ποταμού».
Περαιτέρω, στην απουσία μαρτυρίας ως προς την οριοθέτηση της κοίτης ποταμού, έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος αθωώνοντας και απαλλάσσοντάς τον από αυτές.
Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της αθωωτικής κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με επτά λόγους έφεσης. Με δεδομένο ότι τα όρια της κοίτης των ποταμών στις οποίες κατ΄ ισχυρισμόν υπήρχαν επεμβάσεις ή καταστροφές αποτελούν συστατικό στοιχείο όλων των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο Εφεσίβλητος και η μαρτυρία που αφορούσε την οριοθέτηση της κοίτης των ποταμών Σερράχη και Ακακίου, ως πραγματικό γεγονός, προερχόταν από τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 η μαρτυρία των οποίων απεκλείσθη ως μη συνάδουσα με το τι ορίζει ο νόμος, οι λόγοι έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης θα πρέπει να εξεταστούν σε συνάρτηση με την εφαρμογή του Άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 το οποίο οριοθετεί το δικαίωμα καταχώρησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης και κατ΄ επέκταση του ζητήματος δικαιοδοσίας να επιληφθούμε αυτών. Το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:
«137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(i) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής
(ii) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε
(iii) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων
(iv) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας».
Η εμβέλεια του Άρθρου 137 του Κεφ. 155, έχει αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων, αναφορά στις οποίες γίνεται μεταξύ άλλων, στην Corina Snacks Limited v. Ορφανίδη, Ποιν. Έφ. Αρ. 212/2015, ημερ. 29.5.2018, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το εν λόγω άρθρο έχει ερμηνευθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν, με τις οποίες το κριτήριο που διέπει το επιτρεπτό έφεσης στα πλαίσια του άρθρου αυτού καθορίστηκε με αναφορά στη διάκριση μεταξύ ευρημάτων επί γεγονότων (πρωτογενή ευρήματα) και συμπερασμάτων από τα διαπιστωθέντα γεγονότα (δευτερογενή ευρήματα), έτσι ώστε να μην παρέχεται δυνατότητα έφεσης προς αμφισβήτηση πρωτογενών ευρημάτων, αλλά σε σχέση με θέματα που ουσιαστικά εγείρουν νομικό σημείο προς εξέταση. Ο όρος «νομικό σημείο» σ' αυτά τα πλαίσια δεν έχει εξαντλητικό ορισμό, αλλά οπωσδήποτε δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις επί των γεγονότων, εκτός εάν αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο. Η έννοια δε του «νομικού σημείου» περιλαμβάνει και την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί και ειδικότερα εκτίμηση περί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων. Η εμβέλεια του άρθρου 137(1)(α) περιλαμβάνει και δικαστική ενέργεια, χωρίς μαρτυρία, αλλά και λανθασμένη αποδοχή ή απόρριψη αποδεικτικού υλικού. Οπωσδήποτε όμως, η συγκεκαλυμμένη αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ευρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου 137. Τέλος, η νομολογία υποδεικνύει πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος».
Προκύπτει από τις ανωτέρω πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α) και τη νομολογία ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από αθωωτική απόφαση περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Δεν επιτρέπεται λόγος έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, ούτε η προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων (βλ. Attorney - General v. Schizas (1983) 2 C.L.R. 328, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94).
Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης, σημειώνουμε ότι στη διατύπωση τους δεν διευκρινίζεται η υποκατηγορία του Άρθρου 137(1)(α) στην οποία στηρίζονται, ενώ θα έπρεπε να προσδιορίζεται σε αυτούς με σαφήνεια.
Έχοντας υπόψιν τη σπουδαιότητα των λόγων έφεσης που αφορούν την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την οριοθέτηση της κοίτης των ποταμών Σερράχη και Ακακίου κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε κατ΄ αρχάς τον δεύτερο, τρίτο και έβδομο λόγο έφεσης. Οι εν λόγω λόγοι έφεσης συμπλέκονται και παραπέμπουν σε ισχυρισμούς για παρερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου στους όρους «κοίτη», «εσχάτων ορίων της ροής νερού», «όχθης ή νησίδας» αλλά και παράλειψης αξιολόγησης της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 αναφορικά με τις επιτόπου διαπιστώσεις τους.
Πράγματι το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα αρχής αφού δεν έκρινε αυτοτελώς την μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 αλλά συνέδεσε ανεπίτρεπτα τη μαρτυρία τους με ερμηνεία των όρων που δίδονται στον Νόμο και χωρίς στην ουσία να προβαίνει σε αξιολόγηση της εν λόγω μαρτυρίας την απέκλεισε πλημμελώς κρίνοντας εσφαλμένα ότι ο προσδιορισμός των ορίων της κοίτης των ποταμών καθορίζετο από τον Νόμο χωρίς τις επιτόπου παρατηρήσεις, σε συνάρτηση με τα κτηματολογικά αρχεία. Κρίση η οποία αφορά λανθασμένη καθοδήγηση ως προς τον Νόμο για νομικό ζήτημα το οποίο καλύπτεται από το Άρθρο 137(1)(α).
Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι ο Ν.79(1)/10 ορίζει ότι «κοίτη» σημαίνει τη γη μεταξύ των εσχάτων ορίων της ροής νερού που σχηματίζεται από κάποιο υδατόρεμα περιλαμβανομένης της όχθης του (που ορίζεται ως 1.80μ. από την κοίτη). Οι εμπειρογνώμονες ακριβώς παρουσίαζαν στοιχεία για τα καταγεγραμμένα όρια επιχειρώντας να εξηγήσουν ότι ήταν σημειωμένα τα «έσχατα όρια» της ροής νερού ενώ αναφέρονταν σε κροκάλες, για τη θέση των οποίων υποστήριζαν ότι ήταν και αυτό στοιχείο περί του ότι κάποια στιγμή ο ποταμός είχε ροή μέχρι το σημείο που ευρίσκοντο οι κροκάλες. Προσθέτουμε πως ενώ ο Νόμος αναφέρεται σε «έσχατα όρια» η πιο πάνω μαρτυρία απερρίφθη από το Δικαστήριο αφενός επί τω ότι τα όρια των ποταμών μεταβάλλονται με την πάροδο των χρόνων αναλόγως της βροχόπτωσης και αφετέρου επί τω ότι ούτε τα όρια στους χάρτες ούτε οι κροκάλες δύνανται να καθορίσουν τα όρια κοίτης και τούτο παρά την επισήμανση του ίδιου του Δικαστηρίου ότι μπορεί να εναποτέθηκαν εκεί μετά από κάποια πλημμύρα του ποταμού (την οποία επισήμανση του την χρησιμοποίησε ως επιχείρημα προς την αντίθετη κατεύθυνση).
Έχουμε την άποψη πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακολούθησε τη νενομισμένη πορεία η οποία ήταν να αξιολογήσει πρώτα την μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων ως προς την αξιοπιστία της με βάση τους συνήθεις κανόνες απόδειξης και ακολούθως, κατ΄ αναλογίαν προς ό,τι αναφέρεται στην Α.Α.Ι. ν. Χρυσοστόμου, Πολ. Έφ. 298/14, ημερ. 14.12.23, μετά την κατανόηση της, με τη γνώση που αποκτά να προβεί σε ευρήματα επί των γεγονότων που αφορούν την επιστημονική ή εξειδικευμένη πτυχή της. Η υπαγωγή αυτών των γεγονότων στον Νόμο ήταν μεταγενέστερο στάδιο το οποίο ανήκε στο Δικαστήριο.
Με αυτά ως δεδομένα κρίνουμε εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αθώωση του Εφεσίβλητου στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Ενόψει αυτής της κατάληξης παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου έφεσης. Σημειώνεται απλώς ότι στους υπόλοιπους λόγους έφεσης εγείρονται θέματα τα οποία άπτονται άμεσα ή έμμεσα της αξιολόγησης της μαρτυρίας με τα οποία δεν θα ασχοληθούμε καθότι δεν εμπίπτουν στο Άρθρο 137(1)(α) του Κεφ. 155.
Ο αποκλεισμός της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων δεν μπορεί να προσφέρει βάση για διαπιστώσεις επί των γεγονότων και ως εκ τούτου είναι επισφαλές το εγχείρημα για απόδοση ποινικής ευθύνης σε αυτό το στάδιο.
Δεδομένου ότι είναι άγνωστο ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης, η σχετική παράλειψη επηρεάζει την εγκυρότητα της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία υπόκειται σε ακύρωση. Ούτε και είναι εφικτό για το Εφετείο να καταλήξει σε οποιαδήποτε κρίση με βάση την υπόλοιπη μαρτυρία. Αυτό αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 Α.Α.Δ. 552). Στην Ιωσήφ ν. Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων (2001) 2 Α.Α.Δ. 391 αναφέρθηκε σχετικά ότι:
«Ακύρωση καταδικαστικής απόφασης λόγω μη αξιολόγησης της μαρτυρίας συνήθως οδηγεί σε διάταγμα επανεκδίκασης της υπόθεσης (βλ. Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 189, 191 και Τούλουπου, πιο πάνω. Βλ. και Χριστοδούλου, πιο πάνω, Κωνσταντινίδης ν. Level Tachxcavs (1994) 1 Α.Α.Δ. 600, Φαρφάρα, πιο πάνω, Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355 και Χαραλάμπους ν. Σάββα (1996) 1 Α.Α.Δ. 576) εκτός αν η έκδοση τέτοιου διατάγματος δεν δικαιολογείται με βάση τις αρχές που διέπουν την έκδοσή του (βλ. Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279, 289 στην οποία συνοψίζονται οι σχετικές αρχές)».
Όπως είχε αναφερθεί στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133:
«Η απόφαση για επανεκδίκαση ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου μετά την συνεκτίμηση των παραγόντων εκείνων που προσδιορίζουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη υπόθεση. Οι παράγοντες αυτοί επεξηγούνται στις υποθέσεις Pierides v. Republic, (1971) 2 C.L.R. 263, Εκδοτική Εταιρεία Κόσμος ν. Της Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 121, Charalambous v. The Republic (1985) 2 C.L.R. 97 και Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258. Συνεκτιμούνται και σταθμίζονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες οι οποίοι τείνουν να διαμορφώσουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης στις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης. Αφενός, τα συμφέροντα του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με την αρχή του δικαίου ότι είναι κατά κανόνα ανεπιθύμητο για τον πολίτη να υποβάλλεται στη δοκιμασία της δίκης για περισσότερες της μιας φορές και αφετέρου, τα συμφέροντα του δημοσίου για την αποτελεσματική και ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η σοβαρότητα και η συχνότητα του αδικήματος, το περίπλοκο της υπόθεσης, ο χρόνος ο οποίος έχει διαρρεύσει από την ισχυριζόμενη διάπραξη του αδικήματος, καθώς και η δαπάνη η οποία θα απαιτηθεί για τη νέα δίκη, είναι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου».
Στην υπόθεση Ευσταθίου ν. Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1998) 2 Α.Α.Δ. 143 κρίθηκε πως δεν δικαιολογείτο η επανεκδίκαση αφού λήφθηκε υπ΄ όψιν μεταξύ άλλων και ότι το Δημόσιο μπορούσε να επιδιώξει θεραπεία μέσω πολιτικής αγωγής.
Παρά το ότι κρίνουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς την ποινική ευθύνη του Εφεσίβλητου, έχοντας υπόψη ότι ήδη έχουν παρέλθει έξι χρόνια από την έναρξη αυτής της διαδικασίας και κάποια από τα επίδικα αδικήματα κατ΄ ισχυρισμόν διαπράχθηκαν το 2011, δεν είμαστε πρόθυμοι να εκδώσουμε διάταγμα επανεκδίκασης κατά την ενάσκηση της διακριτικής μας εξουσίας. Η επανεκδίκαση θα απαιτούσε χρόνο που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Καψός (2002) 2 Α.Α.Δ. 204). Στην κατάληξη αυτή λάβαμε υπ΄ όψιν μας ότι από νομικής πλευράς τόσο το ποινικό όσο και το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης είναι συνεχές αδίκημα και ότι παρέχεται η ευχέρεια για προστασία του δημόσιου συμφέροντος με σχετικά ένδικα μέσα, χωρίς την αναγκαιότητα επανάληψης της παρούσας διαδικασίας (βλ. Ευσταθίου, ανωτέρω).
Στη βάση των ανωτέρω η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται.
X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.