ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 128/2019)
22 Ιανουαρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
K. I.
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΑΝΑΠΛ. Δ/ΝΤΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ &
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Xρ. Χριστοδουλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Π. Χαραλάμπους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την υποφαινόμενη. Με αυτή συμφωνεί o Δικαστής Γ. Σεραφείμ. Διϊστάμενη είναι η απόφαση του Δικαστή Δ. Λυσάνδρου που ακολουθεί.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Πλειοψηφίας)
To πρωτόδικο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 15/7/2019, απέρριψε την Προσφυγή Αρ. 773/2019 του Εφεσείοντα, εναντίον της έκδοσης από την Εφεσίβλητη στις 24/5/2019, διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του, δυνάμει των διατάξεων των Άρθρων 29 και 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 (Ν.7(Ι)/2007) (εφεξής «ο Νόμος»).
Τα γεγονότα της περίπτωσης καταγράφονται στην πρωτόδικη Απόφαση και συνοψίζονται ως ακολούθως:
Ο Εφεσείων είναι υπήκοος Βουλγαρίας, ο οποίος στις 30/5/2017 στα πλαίσια της ποινικής Υπόθεσης με Αρ. 5117/2015, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης εναντίον υπηκόου Συρίας. Στις 27/2/2018, εκδόθηκαν εναντίον του Εφεσείοντα διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει των προνοιών των Άρθρων 29(3) και 35 του Νόμου και την ίδια ημέρα το διάταγμα απέλασης ανεστάλη λόγω άλλης ποινικής Υπόθεσης με Αρ. 13126/2017, που επίσης αφορούσε το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Λόγω των περιοριστικών όρων που το ποινικό Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσείοντα στα πλαίσια της πιο πάνω ποινικής Υπόθεσης, στις 22/3/2018, το διάταγμα κράτησης ακυρώθηκε.
Σημειώνεται ότι, σε σχέση με την πιο πάνω ποινική Υπόθεση, δόθηκαν οδηγίες από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για αναστολή ποινικής δίωξης λόγω μη κλήτευσης του παραπονούμενου. Ακολούθως, στις 18/4/2018, εκδόθηκαν εναντίον του Εφεσείοντα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Η απέλαση ανεστάλη μέχρι να παρέλθει η προθεσμία άσκησης ιεραρχικής προσφυγής. Στις 24/5/2019, ακυρώθηκαν και τα δύο διατάγματα λόγω επανεξέτασης της περίπτωσης του Εφεσείοντα και εκδόθηκαν νέα διατάγματα, τα επίδικα, με αναστολή του διατάγματος απέλασης μέχρι να παρέλθει η προθεσμία άσκησης ιεραρχικής προσφυγής. Σημειώνεται επίσης, ότι η Πολιτική Αίτηση Αρ. 85/2019 για έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus που ο Εφεσείων κατεχώρησε αναφορικά με τη διάρκεια της κράτησής του, απερρίφθη με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερομηνίας 3/7/2019.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τους προβληθέντες από τον Εφεσείοντα λόγους ακύρωσης στην Προσφυγή του εναντίον των πιο πάνω διαταγμάτων, έκρινε ότι η διοίκηση έδρασε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και απέρριψε την Προσφυγή του Εφεσείοντα.
Η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης προσβάλλεται με επτά Λόγους Έφεσης.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ως αρκούντως ικανοποιητικούς τους λόγους που η Εφεσίβλητη επικαλέστηκε για να θεωρήσει την προσωπική συμπεριφορά του Εφεσείοντα ότι αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια τάξη και εσφαλμένα έλαβε υπόψη του όλους τους ισχυρισμούς της Αστυνομίας στην έκθεση της ημερομηνίας 12/4/2019, οι οποίοι δεν ήταν τεκμηριωμένοι. Εσφαλμένα επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις πρόνοιες του άρθρου 29(β) του Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες, προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ' εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.
Με τον δεύτερο Λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αφορούσαν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης οι δύο εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις εναντίον του και με τον τρίτο Λόγο Έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν έγινε κατορθωτή η εξακρίβωση της αλήθειας των ισχυρισμών του ότι ήρθε στην Κύπρο το 2007. Αντικείμενο του τέταρτου Λόγου Έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδεμία σημασία έδωσε στις οικογενειακές περιστάσεις του Εφεσείοντα και ότι συμβιώνει στην Κύπρο με την ομοεθνή μνηστή του. Με τον πέμπτο Λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι εκδόθηκαν κατά παράβαση της αρχής της πολλαπλότητας και του άρθρου 29(3)(β) του Νόμου τρία διατάγματα σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες για τον ίδιο λόγο και με τον έκτο Λόγο Έφεσης, ότι κακώς στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη μαρτυρία της λειτουργού του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 22/5/2019.
Τέλος, με τον έβδομο Λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψη ότι τα διατάγματα ημερομηνίας 27/2/2018 ακυρώθηκαν στις 22/3/2018 και αφέθηκε ελεύθερος ο Εφεσείων, εφόσον πλέον η συμπεριφορά του δεν αποτελούσε πραγματική και ενεστώσα απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια.
Λόγω της συνάφειάς τους, οι Λόγοι Έφεσης θα τύχουν κοινής εξέτασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τους λόγους ακύρωσης που ο Εφεσείων προέβαλε και οι οποίοι είναι πανομοιότυποι με τους εγερθέντες Λόγους Έφεσης, ανέφερε τα εξής:
«Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής και αφορούν στα προσβαλλόμενα διατάγματα ημερομηνίας 24.5.2019, μπορούν να συνοψιστούν σε πλάνη των καθ' ων η αίτηση περί τα πράγματα και τον νόμο, κατάχρηση εξουσίας, έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας.
Μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, ο συνήγορος του αιτητή απέστειλε τηλεομοιότυπο στις 26.6.2017 φέροντας σε γνώση του Δικαστηρίου ότι η Ποινική Υπόθεση Αρ. 13126/2017 σε σχέση με την οποία η καθ' ων η αίτηση ανέφεραν ότι αναστάληκε, τελικά δεν είχε ανασταλεί. Ακολούθησε γραπτό αίτημα στις 2.7.2019 από τους διαδίκους για επανάνοιγμα της υπόθεσης έτσι ώστε να διευκρινίσουν το ζήτημα οι καθ' ων η αίτηση.
Έκρινα ορθό όπως προχωρήσω σε επανάνοιγμα έτσι ώστε να αντιληφθώ τη σχετικότητα των αναφορών του συνηγόρου του αιτητή με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Ουσιαστικά, το επιχείρημα του αιτητή είναι ότι αφού δεν αναστάληκε η συγκεκριμένη ποινική υπόθεση και εξακολουθούν να ισχύουν οι περιοριστικοί όροι που επέβαλε το Δικαστήριο, τότε θα έπρεπε να ακυρωθούν τα προσβαλλόμενα διατάγματα.
Ξεκινώντας από το τελευταίο αυτό επιχείρημα του αιτητή, κρίνω ότι δεν ευσταθεί εφόσον αυτό που ελέγχει το παρόν Δικαστήριο είναι τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και όχι τις οδηγίες άλλου Δικαστηρίου και εάν αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν λόγο αλλαγής των αποφάσεων της διοίκησης. Συνεπώς, απορρίπτεται.
Το διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 24.5.2019 έχει το εξής περιεχόμενο:
«Επειδή ο/η ΧΧΧ Ivanov, υπήκοος Βουλγαρίας, δυνάμει των άρθρων 29(1) και 35 των περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμων του 2007 έως 2013, και αφού λήφθηκαν υπόψη οι πρόνοιες του άρθρου 30 του προαναφερθέντος Νόμου, κρίθηκε ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, με βάση το άρθρο 29(3)(α) του προαναφερθέντος Νόμου, αποφασίστηκε για λόγους ή/και [δημόσιας τάξης]* η επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του/της στη Δημοκρατία και η απέλασή του από τη Δημοκρατία ως παρεπόμενο της ποινής φυλάκισης που του/της είχε επιβληθεί.
Για το σκοπό αυτό, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών των άρθρων 29(1) και 35 των περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμων του 2007 έως 2013, και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ ο Αν. Διευθυντής με το παρόν διάταγμα διατάσσω όπως ο/η Kristin Ivanov απελαθεί στη Βουλγαρία και αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, βάσει των προνοιών του άρθρου 32(3) των περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμων του 2007 έως 2013, [το συντομότερο δυνατόν και όχι νωρίτερα από ένα μήνα ]* ή και στην συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας για περίοδο 3 ετών.»
Το διάταγμα κράτησης αναφέρει ότι με βάση το διάταγμα απέλασης και για τους λόγους που αυτό εκδόθηκε, θεωρεί αναγκαίο και διατάσσει όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί στη Βουλγαρία.
Ως αιτιολογία της απόφασης, καταγράφεται το πιο κάτω:
«Οι αρμόδιες αρχές, αφού έλαβαν υπόψη όλα τα δεδομένα της περίπτωσής σας, και αξιολογώντας πληροφορίες από επίσημη αρχή της Δημοκρατίας κρίθηκε ότι η προσωπική σας συμπεριφορά συνιστά πραγματική ενεστώτα και αρκούντος σοβαρή απειλή για την δημόσια τάξη.
Επίσης λήφθηκε υπόψη και η προηγούμενη σας καταδίκη σε φυλάκιση 4 χρόνων για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης.»
Σε επιστολή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης με ημερομηνία 12.4.2019 (Τεκμήριο 1, ερυθρά 160-159) η οποία ακολούθως προωθήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στον καθ' ου η αίτηση 2 (ερυθρό 161) αναφέρονται τα ακόλουθα σε σχέση με τον αιτητή:
«4. Σύμφωνα με έγκυρες και διασταυρωμένες πληροφορίες ο κατηγορούμενος συνεργάζεται με τον ΧΧΧ Αλεξάνδρου, ο οποίος είναι επικεφαλής γνωστής εγκληματικής ομάδας που δραστηριοποιείται με τοκογλυφίες, προστασίες και παράνομο τζόγο. Εκτελούσε χρέη φρουρού σε υποστατικά του Αλεξάνδρου και το τελευταίο χρονικό διάστημa ανέλαβε τον ρόλο του εισπράκτορα στις υποθέσεις τοκογλυφίας του Αλεξάνδρου. Πρόκειται για άτομο με ισχυρή σωματική διάπλαση και βίαιο χαρακτήρα και συχνά ασκεί σωματική βία για να εισπράξει τα οφειλόμενα. Ο κατηγορούμενος έχει ποινικό μητρώο με αρ. 1124/17 και απασχόλησε ξανά την Αστυνομία με υποθέσεις που αφορούν τα αδικήματα της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη, πρόκλησης βαρείας σωματικής βλάβης, ανθρωποκτονία (του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης για 4 χρόνια) και άσκηση επαγγέλματος Ιδ. Φύλακα χωρίς άδεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει οποιουσδήποτε οικογενειακούς δεσμούς με την Δημοκρατία.»
Τα άρθρα 29 και 30 του Νόμου προνοούν ότι: [..]
Για σκοπούς διακρίβωσης της διάρκειας παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, σχετικό είναι το περιεχόμενο σημειώματος ημερομηνίας 21.5.2019 σε σχέση με συνέντευξη του αιτητή στον χώρο κράτησής του όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (ερυθρό 327):
«Μετά από συνέντευξη που έγινε στο πιο πάνω αλλοδαπό στις 20/05/19 και ώρα 1450 μου ανάφερε ότι αφίχθηκε στη Κυπριακή Δημοκρατία κατά το έτος 2007 μέσω του αεροδρόμιου Λάρνακας. Επίσης κατά την διάρκεια που βρισκόταν στη Δημοκρατία εργάστηκε σε αρκετές εργασίες χωρίς να γίνει κατορθωτό να του γίνει κάποιο συμβόλαιο εργασίας. Όσο αφορά τον τόπο διαμονής του στη Κύπρο ανέφερε ότι στις αρχές έμενε με κάποιους φίλους στη Λεμεσό, αλλά εδώ και αρκετό καιρό μένει με την μνηστή του η οποία είναι ομοεθνής του και συζούν στη Λεμεσό.»
Και σε επιστολή λειτουργού του καθ' ου η αίτηση 2 ημερομηνίας 22.5.2019 (ερυθρό 328) τα εξής:
«Ενόψει νέας έρευνας που διεξήχθη μετά από την συνέντευξη του ημερομηνίας 21/5/2019, υπό αναφορά αλλοδαπού και τους ισχυρισμούς του ότι εισήλθε στην Δημοκρατία μέσω του Αεροδρομίου Λάρνακας το 2007, παρόλα αυτά, όπως διαφάνηκε μετά από νέο έλεγχο, δεν υπάρχουν αφιξο-αναχωρήσεις που να αποδεικνύουν την είσοδο του στην Δημοκρατία από νόμιμη οδό το 2007 όπως ισχυρίστηκε.
Περαιτέρω, ο ίδιος δεν παρουσίασε οποιαδήποτε στοιχεία που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του για διαμονή του στην ΚΔ από το 2007.
Ενόψει του ότι δεν αποδεικνύεται από όλα τα δεδομένα που υπάρχουν στον φάκελο ,η διαμονή του στην Δημοκρατία πέραν των 10 ετών, [....]»
Συνεπώς, στη βάση των όσων ανέφερε ο ίδιος ο αιτητής περί άφιξής του στην Κύπρο το 2007 μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας, δεν έγινε κατορθωτή η εξακρίβωση της αλήθειας των ισχυρισμών του έτσι ώστε να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 30(3)(α). Όσον αφορά τις προσωπικές συνθήκες του αιτητή και αυτές όπως φαίνεται από τις πιο πάνω αναφορές, λήφθηκαν υπόψη.
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην επιστολή της Αστυνομίας ημερομηνίας 12.4.2019 συνιστούν, κατά την άποψη μου, αρκούντως ικανοποιητικούς λόγους επίκλησης της δημόσιας ασφάλειας. Η δε σχέση του αιτητή με τα πρόσωπα που αναφέρονται στην επιστολή αυτή, είναι πραγματική αφού στους διοικητικούς φακέλους εντοπίζονται διάφορα έγγραφα από τα πρόσωπα αυτά στα οποία αναφέρουν τον αιτητή.
Το Δικαστήριο, δεν επεμβαίνει στην κρίση της διοίκησης εκτός εάν αυτή φαίνεται να υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν διαπιστώνω κάτι τέτοιο».
Δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε το μεμπτό στην πρωτόδικη κρίση και κρίνουμε ότι δεν συντρέχει λόγος παρέμβασής μας.
Καταρχάς, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι ο έλεγχός του αφορά στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και όχι τις οδηγίες άλλου Δικαστηρίου, εν προκειμένω του ποινικού Δικαστηρίου στα πλαίσια της εκδίκασης ποινικής υπόθεσης. Είναι γνωστή η αρχή ότι, κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της δεδομένα και εν προκειμένω αυτό που θα κριθεί είναι η νομιμότητα της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων στη βάση της επάρκειας της αιτιολογίας και έρευνας που η διοίκηση διενήργησε με βάση το υλικό που είχε ενώπιόν της.
Συναφώς, η αιτιολογία των επίδικων διαταγμάτων όπως αυτή καταγράφεται και αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου και την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει, είναι ότι «Οι αρμόδιες αρχές, αφού έλαβαν υπόψη όλα τα δεδομένα της περίπτωσης» του Εφεσείοντα «και αξιολογώντας πληροφορίες από επίσημη αρχή της Δημοκρατίας» έκριναν ότι η προσωπική συμπεριφορά του Εφεσείοντα συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη. Πρόσθετα αναφέρεται, «Επίσης λήφθηκε υπόψη και η προηγούμενη» καταδίκη του Εφεσείοντα σε φυλάκιση τεσσάρων ετών για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης.
Τα πιο πάνω, καθιστούν ανεδαφικό τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα, ότι η ποινική του καταδίκη αποτέλεσε αφ' εαυτής τον λόγο για τη λήψη των επίδικων διαταγμάτων. Είναι σαφές ότι, για την έκδοση τους δεν λήφθηκε μόνο υπόψη η καταδίκη του Εφεσείοντα, αλλά λήφθηκαν υπόψη όλα τα δεδομένα της περίπτωσης και αξιολογήθηκαν πληροφορίες που δόθηκαν από αρμόδια αρχή.
Απορριπτέα είναι επίσης η θέση του Εφεσείοντα ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν διέμενε στη Δημοκρατία πέραν των 10 ετών και συγκεκριμένα από το 2007 (έτσι ώστε να ισχύσουν στην περίπτωσή του οι πρόνοιες του Άρθρου 30(3) του Νόμου). Διαπιστώνεται ότι, το πιο πάνω ζήτημα διερευνήθηκε από την Εφεσίβλητη με επάρκεια. Ειδικότερα, σε σχετικό της Σημείωμα προς τον Αναπλ. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 22/5/2019 (ερυθρό 328), η αρμόδια διοικητική λειτουργός, αναφέρει ότι διεξήχθη νέα έρευνα μετά από τη συνέντευξη του Εφεσείοντα ημερομηνίας 21/5/2019 και διεφάνη ότι, «δεν υπάρχουν αφιξο-αναχωρήσεις που να αποδεικνύουν την είσοδό του στη Δημοκρατία από νόμιμη οδό το 2007 όπως ισχυρίστηκε. Περαιτέρω ο ίδιος δεν παρουσίασε οποιαδήποτε στοιχεία που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του για διαμονή του στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 2007». Συναφώς, στην απουσία μαρτυρίας περί του αντιθέτου, κρίνεται εύλογο το πιο πάνω εύρημα της αρμόδιας λειτουργού, το οποίο αποτελεί στοιχείο του διοικητικού φακέλου.
Αναφορικά με την ισχυριζόμενη πολλαπλότητα, στη βάση της έκδοσης τριών διαταγμάτων σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες, είναι φανερό ότι έχουν εκδοθεί κατά καιρούς διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του Εφεσείοντα, τα οποία αποτελούν ξεχωριστές διοικητικές πράξεις και δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω η «πολλαπλότητα», όπως τη θέτει ο συνήγορος του Εφεσείοντα, έννοια της ποινικής δικονομίας όπου στην ίδια κατηγορία συμπιέζονται περισσότερες παραβάσεις.
Ούτε όμως ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα, ότι επειδή ακυρώθηκαν προηγούμενα διατάγματα αφέθηκε ελεύθερος επειδή η συμπεριφορά του δεν αποτελούσε απειλή για τη δημόσια τάξη, ευσταθεί. Η ακύρωση των διαταγμάτων, σύμφωνα με το ιστορικό της περίπτωσης, αποφασίζετο για άλλους λόγους που αφορούσαν την εκδίκαση εναντίον του Εφεσείοντα άλλων ποινικών υποθέσεων και των όρων που το ποινικό Δικαστήριο επέβαλλε.
Τέλος, αβάσιμη κρίνεται η θέση του Εφεσείοντα ότι ουδεμία σημασία δόθηκε στις οικογενειακές του περιστάσεις και ιδιαίτερα, ότι συμβιώνει στην Κύπρο με την ομοεθνή μνηστή του και ότι η Εφεσίβλητη βασίστηκε αποκλειστικά στην επιστολή του Αστυνομικού Διευθυντή Επαρχίας Λεμεσού ημερομηνίας 12/4/2019, στην οποία αναφέρετο, μεταξύ άλλων, ότι, ο Εφεσείων «δεν έχει οποιουσδήποτε οικογενειακούς δεσμούς με τη Δημοκρατία».
Διαπιστώνεται ότι της πιο πάνω επιστολής, ακολούθησε στις 21/5/2019 επιστολή της Αστυνομίας προς τον Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ερυθρό 327), στην οποία αναφέρεται ότι μετά από συνέντευξη που έγινε στον Εφεσείοντα στις 20/5/2019, δήλωσε ότι αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά το έτος 2007 μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας και ότι εργάστηκε σε αρκετές εργασίες χωρίς να του γίνει κάποιο συμβόλαιο εργασίας. «Όσο αφορά τον τόπο διαμονής του στην Κύπρο ανέφερε ότι στις αρχές έμενε με κάποιους φίλους στη Λεμεσό, αλλά εδώ και αρκετό καιρό μένει με την μνηστή του η οποία είναι ομοεθνής του και συζούν στη Λεμεσό».
Έχει ήδη παρατεθεί η αιτιολογία των επίδικων διαταγμάτων, στην οποία ρητά αναφέρεται ότι οι αρμόδιες αρχές έλαβαν υπόψη όλα τα δεδομένα της περίπτωσης του Εφεσείοντα και ότι αξιολόγησαν πληροφορίες από επίσημη αρχή της Δημοκρατίας. Επομένως, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι από τον διοικητικό φάκελο αναδύονται όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την προσωπική και οικογενειακή ζωή του Εφεσείοντα.
Η αναφορά στην επιστολή του Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού ημερομηνίας 12/4/2019, ότι ο Εφεσείων δεν έχει οικογενειακούς δεσμούς με τη Δημοκρατία, δεν είναι ικανή να πλήξει το θεμέλιο της έρευνας που διεξήγαγαν οι αρμόδιες αρχές και την αιτιολογία της έκδοσης των διαταγμάτων, όπως αναδεικνύονται από τον διοικητικό φάκελο, εφόσον ετέθη ενώπιον της αρμόδιας αρχής και ήταν σε γνώση της η μεταγενέστερη επιστολή της Αστυνομίας, ημερομηνίας 21/5/2019 (ανωτέρω). Εν προκειμένω, ο Εφεσείων δεν απέδειξε, ως όφειλε, στη βάση συγκεκριμένων γεγονότων τη σταθερότητα της σχέσης του που απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις (βλ. απόφαση ΕΔΑΔ ημερ. 20.6.2022 επί της Αίτησης Αρ. 50963/99 Al Nashit v. Βulgaria, παράγραφος 112). Η απλή αναφορά του περί της ύπαρξης της, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της περίπτωσης, δεν αρκεί.
Εν τέλει δε, αυτό που θα κριθεί είναι αφενός αν ήταν εύλογο στην Εφεσίβλητη να εκτιμήσει στη βάση όλων συνολικά των δεδομένων της περίπτωσης, αν ο Εφεσείων συνιστούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη αιτιολογώντας ικανοποιητικά τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν την απέλασή του και αφετέρου να έχουν αποδειχθεί από τον Εφεσείοντα εξαιρετικές περιστάσεις που να ανατρέπουν τα πιο πάνω καθώς επίσης και το τεκμήριο της νομιμότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της διοίκησης.
Για τα ζητήματα που εδώ απασχολούν, σχετικά είναι τα νομολογηθέντα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ν. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ Αρ. 89/2015, ημερομηνίας 3/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:C233, με την οποία επιδοκιμάστηκε η πρωτόδικη κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ιωάννη Καρωμένου και Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 483/2015, ημερομηνίας 9/7/2015, ECLI:CY:AD:2015:D494. Επρόκειτο για περίπτωση που ο αιτητής, Έλληνας υπήκοος, καταδικάστηκε για αδικήματα που αφορούσαν ναρκωτικά σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης. Ο γάμος του με Ελληνοκύπρια με την οποία απέκτησε παιδί λύθηκε όταν ήταν στη φυλακή και αρραβωνιάστηκε με άλλη Ελληνοκύπρια.
Το Ανώτατο Δικαστήριο υπό μονομελή σύνθεση, αναφέρθηκε στην αιτιολόγηση της απόφασης απέλασης, υπογραμμίζοντας την φράση ότι «οι αρμόδιες αρχές έλαβαν υπόψη όλα τα δεδομένα» της περίπτωσης (όπως ισχύει και στην περίπτωσή μας) και κατέληξε ως ακολούθως:
«Το κατηγορητήριο και οι λεπτομέρειες των αδικημάτων, για τα οποία είχε καταδικαστεί ο αιτητής, ήταν ενώπιον των καθ' ων η αίτηση κατά την έκδοση της εν λόγω πράξης, όπως και όλα τα σχετικά με τα κριτήρια του άρθρου 30 γεγονότα (η σύντομη σχετικά διάρκεια διαμονής του αιτητή στην Κύπρο, ο προηγούμενος γάμος του, τα διατάγματα ανάθεσης της γονικής μέριμνας και διατροφής του παιδιού, η προηγούμενη εργασία του αιτητή, ο αρραβώνας του με Ελληνοκύπρια και η επιθυμία του να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά την αποφυλάκιση του (ερυθρό 40)). Αποτελούσαν στοιχεία του φακέλου που, κατά τεκμήριο, λήφθηκαν υπόψη, ενώ στην αιτιολόγηση της απόφασης ρητά αναφέρεται ότι «οι αρμόδιες αρχές έλαβαν υπόψη όλα τα δεδομένα της περίπτωσης σας». Αναφορά στα δεδομένα της προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης του αιτητή γίνεται τόσο στο διοικητικό φάκελο, όσο και στη ίδια την εισήγηση του Αν. Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Στην εισήγηση του Αναπληρωτή Διευθυντή προς τον Υπουργό γίνεται και απλή μνεία, χωρίς οτιδήποτε άλλο, σε φόβους της πρώην συζύγου του αιτητή ότι κινδυνεύει τόσο η ίδια όσο και το παιδί τους σε περίπτωση που ο αιτητής αποφυλακιστεί. Αυτό όμως δεν πλήττει το θεμέλιο της έρευνας, διότι οι ισχυρισμοί της πρώην συζύγου, όπως έχει ήδη σημειωθεί, δεν επενέργησαν στην αιτιολογία των επίδικων διαταγμάτων.
Η κατά το άρθρο 29 του Ν.7(Ι)/2007 «πραγματική, ενεστώσα και επαρκής σοβαρή απειλή», συναρτάται κατά τεκμήριο με υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, η οποία, εφόσον συνοδεύεται και με προηγούμενες καταδίκες, ενισχύει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά και καθιστά πιο δικαιολογημένη την απέλαση (βλ. Anghel Viorel, Υπ.αρ.1064/2012, ημερομηνίας 20.5.2014). [..]
Ούτε το άρθρο 30 του Νόμου παραβιάστηκε εδώ, αφού από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προέκυπταν όλα τα συναφή στοιχεία της προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης του αιτητή που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη - ότι ήταν πατέρας Κύπριας υπηκόου, ο αρραβώνας του με Ελληνοκύπρια, η ανάθεση της αποκλειστικής γονικής μέριμνας του παιδιού του στην πρώην συζύγου του, η υποχρέωση του για την καταβολή μηνιαίου ποσού για τη διατροφή του παιδιού, αλλά και οι παράγοντες εντάξεώς του στη χώρα υποδοχής. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η περίοδος φυλάκισης μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης που απαιτείται για να εξακριβωθεί αν έχουν διαρραγεί οι δεσμοί εντάξεως που είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως με το κράτος - μέλος υποδοχής (βλ. C-400/2012, Secretary of State for the Home Department v. Μ. G., 16.1.2014). [..]
O αιτητής επικαλείται επίσης δυσανάλογη παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, αφού δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη ότι έχει ανήλικο τέκνο το οποίο έχει αυτοτελές δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο το οποίο και συντηρούσε.
Η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση ορθά αναφέρει ότι όλα τα συναφή στοιχεία ήταν ενώπιον της διοίκησης, όπως η ηλικία της θυγατέρας του αιτητή, η έκδοση διαζυγίου, η εκ συμφώνου έκδοση διαταγμάτων ανάθεσης της αποκλειστικής γονικής μέριμνας του παιδιού στη μητέρα, πρώην σύζυγο του αιτητή, και απαγόρευσης της εξόδου του παιδιού χωρίς την γραπτή συγκατάθεση της μητέρας, καθώς και ο αρραβώνας του αιτητή με Ελληνοκύπρια.
Ο αιτητής, με τα όσα ισχυρίσθηκε, δεν απέδειξε τις εξαιρετικές εκείνες οικογενειακές περιστάσεις που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τον καλά τεκμηριωμένο από τη Διοίκηση λόγο περιφρούρησης της δημόσιας τάξης. Θεωρώ ότι χρήσιμη αναφορά για το ζήτημα που εδώ απασχολεί μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα των Harris O' Boyle and Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, σελ. 351 και 352, όπου αναφέρεται. [..]
Ωστόσο, οι πιο πάνω αποφάσεις δεν υποδηλώνουν υποχρέωση της Διοίκησης να αντιπαραβάλει ρητά τις οικογενειακές περιστάσεις του προς απέλαση πολίτη με τους επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Αρκεί να προκύπτει ότι διερευνήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες (βλ. Υπόθεση αρ. 5944/13, Χρίστος Τσαλικίδης ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.9.2013).
Όταν εκδίδονταν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή, ο Υπουργός είχε πλήρη εικόνα των προσωπικών και οικογενειακών δεδομένων του, για την οριστική διάρρηξη της έγγαμης σχέσης, καθώς και το γεγονός του αρραβώνα του αιτητή με Ελληνοκύπρια. Εν προκειμένω, είναι προφανές ότι πως η Διοίκηση έκρινε πως οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος υπερτερούν της προστασίας των όποιων δικαιωμάτων του αιτητή στην οικογενειακή ζωή, κατόπιν επαρκούς διερεύνησης των προσωπικών και οικογενειακών του δεδομένων. Εξάλλου, η αιτιολογία της απόφασης μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.».
Η πιο πάνω απόφαση επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου(ανωτέρω), αποσπάσματα της οποίας παρατίθενται:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύθηκε με περισσή λεπτομέρεια και διεισδυτικότητα όλα τα συναφώς εγειρόμενα ζητήματα εκ πλευράς Εφεσείοντα.
Αποφάνθηκε - και πολύ σωστά - λειτουργώντας ορθολογικά και εντός του πλαισίου της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του, ότι με υπόψιν τις νομοθετικές προβλέψεις και τη συναφή νομολογία, ως και το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, καμιά τέτοια παραβίαση στοιχειοθετείται.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως το κατηγορητήριο και οι λεπτομέρειες των αδικημάτων για τα οποία είχε καταδικαστεί ο Εφεσείων, βρίσκονταν ενώπιον των Εφεσίβλητων κατά τους κρίσιμους χρόνους και ότι τα στοιχεία που συνυπολογίστηκαν συνιστούσαν, όντως, πραγματική, ενεστώσα και επαρκή σοβαρή απειλή, συνοδευόμενη μάλιστα και από το στοιχείο της προηγούμενης καταδίκης σε σοβαρό ποινικό αδίκημα ναρκωτικών, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο και τα περί ανεπιθύμητης συμπεριφοράς του Εφεσείοντα και το δικαιολογημένο της απέλασης (Viorel ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1064/12, ημ. 2.8.12).
Δεν βλέπουμε πώς έσφαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας επί της πτυχής αυτής την προσβαλλόμενη απόφαση, και αυτό γιατί ενήργησε καλώς κατά τις ισχύουσες αρχές με κατά νουν τα γεγονότα της υπόθεσης.
Δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 29, Ν.7(Ι)/07.
Παρομοίως, σε σχέση προς τα περί του Άρθρου 35, ήταν και πάλι εύστοχη η επισήμανση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, ως εκ της χρονικής στιγμής έκδοσης του διατάγματος απέλασης - συναρτώμενου τού τελευταίου προς τον χρόνο αποφυλάκισης του Εφεσείοντα μια μέρα προηγουμένως - δεν μπορούσε να τεθεί, εκ των πραγμάτων, ζήτημα αξιολόγησης (κατά τον χρόνο εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης), της όποιας ουσιαστικής μεταβολής των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 35(2), Ν.7(Ι)/07.
Δεν καταδείχθηκε παραβίαση του Άρθρου 35, Ν.7(Ι)/07.
Ήταν εύλογο για τους Εφεσίβλητους να εκτιμήσουν, με βάση και την καταδίκη του Εφεσείοντα (και ό,τι τούτη αφορούσε), πως ο Εφεσείων συνιστούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, με την κρίση τους ότι λόγοι δημοσίου συμφέροντος καλούσαν λελογισμένως σε απέλαση του να αιτιολογείται πλήρως και επαρκώς με βάση και τις αρχές της νομολογίας. [...]
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε, καταλλήλως, πως από τον Διοικητικό Φάκελο αναδύονταν, όλα τα αφορώντα και αποτιμήσιμα στοιχεία της προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης του Εφεσείοντα.
Πιο συγκεκριμένα, συνυπολογίστηκε δεόντως πως ο Εφεσείων ήταν πατέρας Κύπριας υπηκόου, ο αρραβώνας του με Ελληνοκύπρια, η ανάθεση της αποκλειστικής γονικής μέριμνας του παιδιού στην πρώην σύζυγο, η υποχρέωση του για την καταβολή μηνιαίου ποσού διατροφής του παιδιού, αλλά και οι παράγοντες ένταξης του στη χώρα υποδοχής (Ελλάδα).[...]
Με τον λόγο έφεσης 5, ο Εφεσείων προτάσσει ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αναφύεται πως «. είναι δεδομένο ότι . είχε ανήλικο τέκνο στη Κύπρο με την πρώην σύζυγο του η οποία προφανώς υπό τις περιστάσεις δεν ήταν διατεθειμένη να το μεταφέρει στο εξωτερικό, ενώ ο ίδιος ήταν αρραβωνιασμένος με Κύπρια Πολίτη ενώ με την απομάκρυνση του από το έδαφος της Δημοκρατίας θα το αποστερείτο για μεγάλο χρονικό διάστημα ήτοι 3 χρόνια .».
Τούτη η κατάσταση και μόνο, υποβάλλει ο Εφεσείων, σε συνδυασμό με τους λόγους απέλασης και τους ισχυρότατους δεσμούς του «. με το έδαφος της Δημοκρατίας .» συνιστά υπέρμετρα δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κατά τις προβλέψεις του Άρθρου 15 του Συντάγματος, του Άρθρου 8, ΕΣΔΑ αλλά και παραβίαση των Άρθρων 2, 3, 9 και 16 του Περί της Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Παιδιού Κυρωτικό Νόμου 243/90.
Δεν ομογνωμούμε με τον Εφεσείοντα.
Η ολότητα των γεγονότων που είχε να ζυγίσει η Διοίκηση έχοντας στο μυαλό τη νομοθεσία δικαιολογούσαν την διατύπωση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο πως οι Εφεσίβλητοι - με συγκεκριμενοποιημένη αναφορά και στο Άρθρο 29(3), Ν.7(Ι)/07 - λαμβάνοντας τα επίδικα μέτρα κατά του Εφεσείοντα για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας τήρησαν την αρχή της αναλογικότητας με αποκλειστική θεμελίωση στην προσωπική του συμπεριφορά η οποία, ως ορθώς κρίθηκε, αποτελούσε πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.
Ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.».
Για όλους τους πιο πάνω λόγους ουδείς εκ των λόγων Έφεσης γίνεται αποδεκτός.
Συνακόλουθα κρίνεται ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα €3.000 ευρώ υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 128/2019)
22 Ιανουαρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
K. I.
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΑΝΑΠΛ. Δ/ΝΤΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ &
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Χρ. Χριστοδουλίδης, για Εφεσείοντα.
Π. Χαραλάμπους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ΔΙΪΣΤΑΜΕΝΗ)
-----------------------------
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ. : Με κάθε σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, κρίνω βάσιμους, με το εξής σκεπτικό, τους λόγους έφεσης που υποστηρίζουν ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασης είναι αναιτιολόγητο και εκδοθέν σε παράβαση του Άρθρου 30(1) των περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 7(Ι) του 2007»):
Το Άρθρο 30(1) του Νόμου 7(Ι) του 2007 υποχρεώνει ρητά την αρμόδια αρχή, προτού λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφαλείας, να λάβει υπόψη (μεταξύ άλλων) την οικογενειακή κατάσταση του θιγόμενου προσώπου.
Η διά του Άρθρου 30(1) ρητώς επιβαλλόμενη υποχρέωση επί της αρμόδιας αρχής να λάβει υπόψη την οικογενειακή κατάσταση εμμέσως πλην σαφώς υπονοεί ότι η εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης δέον να στοιχειοθετείται ως ουσιώδης τύπος, και δεν μπορεί να στοιχειοθετείται παρά με την εκ της αρμόδιας αρχής αιτιολόγηση του διατάγματος απέλασης με τρόπο που να δεικνύει ότι αυτό το κριτήριο (όπως και τα λοιπά τα οποία -κατά το Άρθρο 30(1)- λαμβάνονται δεσμίως υπόψη) όντως λήφθηκε υπόψη.
Το άνω συμπέρασμα αναφύεται κατ' αρχάς από τη γενική νομολογία κατά την οποία τα εκ του νόμου κριτήρια προς έκδοση διοικητικής πράξης καταλαμβάνουν δεσπόζουσα θέση στην αιτιολογία αυτής της πράξης (Ηροδότου ν. Δημοκρατίας, (2010) 3 Α.Α.Δ. 220).
Επίσης, το άνω συμπέρασμα απορρέει και από τη νομολογία η οποία ερμηνεύει ειδικά το Άρθρο 30(1) του Νόμου 7(1) του 2007· ενδεικτικά, στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 189/2019 Preston ν. Υπουργείου Εσωτερικών, απόφαση ημερ. 10.12.2020 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Δεν ήταν καθήκον του ιδίου του Δικαστηρίου να εντοπίσει κάποια διάσπαρτα στοιχεία του φακέλου για να αιτιολογήσει το ίδιο την απέλαση. Ήταν εκ του Νόμου καθήκον της διοίκησης να λάβει υπόψη και να εφαρμόσει τα κριτήρια που θέτει ο ίδιος ο Νόμος και ιδιαίτερα το άρθρο 30 ανωτέρω, (όπου σαφώς τίθενται συγκεκριμένα κριτήρια βλ. πιο πάνω, άρθρ.30(1)). Έχοντας δε αυτά υπόψη, να αξιολογήσει την κρινόμενη περίπτωση δίδοντας συναφή αιτιολογία της κρίσης της διοίκησης. Αφ'ης στιγμής τα κριτήρια τα θέτει ο ίδιος ο Νόμος, είναι υποχρέωση της διοίκησης να τα εξετάσει προβαίνοντας σε δέουσα έρευνα κατά πρώτον και κατά δεύτερον να τα εντάξει στην επίδικη απόφαση, αιτιολογώντας την κρίση της. Πολλώ δε μάλλον που η αρχή της αναλογικότητας τίθεται στο ίδιο το κείμενο του σχετικού άρθρου 29.
Στη Τσίγκης ν. Δημοκρατίας (2001) 3Α ΑΑΔ 418, 420-423 λέχθηκαν τα ακόλουθα: [.]
Ομοίως, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει γίνει καν αναφορά στα κριτήρια, από τη Διοίκηση, τα οποία έπρεπε να έχουν «δεσπόζουσα θέση στην αιτιολογία», σύμφωνα με τα ως άνω νομολογηθέντα. Συνεπώς, συνιστά σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφενός να θεωρήσει αιτιολογημένη την απόφαση στην οποία απουσιάζει παντελώς η κρίση επί των κριτηρίων του Νόμου και αφετέρου στο να συλλέξει το ίδιο στοιχεία τα οποία συσχέτισε με τα κριτήρια του άρθρου 30. Επαναλαμβάνουμε πως η χρήση διάσπαρτων στοιχείων από το διοικητικό φάκελο δεν είναι πανάκεια, όπως χαρακτηριστικά ελέχθη στη Συμεωνίδου, (ανωτέρω).».
Η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής περί επαρκούς αιτολόγησης της αποφασιζόμενης απέλασης απορρέει και από τις γενικές αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης· συγκεκριμένα, όταν οι διοικητικές αρχές κράτους μέλους εφαρμόζουν το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εν προκειμένω, το Άρθρο 28.1 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ ως ενσωματώνεται στο Άρθρο 30(1) του Νόμου 7(Ι) του 2007) υποχρεούνται να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους στο πλαίσιο της Χρηστής Διοίκησης (απόφαση ΔΕΕ ημερ. 24.11.2020 επί των συνεκδικαζόμενων Υποθέσεων C-225/19 και C-226/19 Minister van Buitenlandse Zaken, σκέψη 34).
Εν προκειμένω, ο Εφεσείων/Αιτητής ισχυρίστηκε επανειλημμένα ενώπιον της Εφεσίβλητης/Καθ' ης η Αίτηση (τόσο με επιστολή δικηγόρου του ημερ. 14.3.2018 όσο και στο πλαίσιο συνέντευξής του ημερ. 21.5. 2019 ενώπιων των αρχών) ότι προ καιρού συζεί στη Δημοκρατία με την ομοεθνή μνηστή του και, ευλόγως, αυτή η σχέση εμπίπτει στην «οικογενειακή κατάσταση» την οποία ο Διευθυντής όφειλε να διερευνήσει δεόντως και να λάβει υπόψη κατ' επιταγήν του άνω Άρθρου 30(1).
Αυτό, διότι η «οικογενειακή κατάσταση», ως αναφέρεται στο άνω Άρθρο 30(1), ευλόγως έχει την ίδια εννοιολογική εμβέλεια με το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής το οποίο περιλαμβάνει σχέσεις και εκτός γάμου, εφόσον αναφύεται από τα γεγονότα η σταθερότητά τους (απόφαση ΕΔΑΔ ημερ. 20.6.2022 επί της Αίτησης Αρ. 50963/99 Al Nashit v. Βulgaria, παράγραφος 112).
Πλην όμως, ο (εκδώσας τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 24.5.2019) Αναπληρωτής Διευθυντής Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (εφεξής «ο Διευθυντής»), ο οποίος ορίζεται -διά του Άρθρου 2 του Νόμου 7(Ι) του 2007- ως η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του εν λόγω Νόμου, βασίστηκε σε επιστολή ημερ. 12.4.2019 στην οποία η Αστυνομία αναφέρει πως «Αξίζει να σημειωθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν έχει οποιουσδήποτε οικογενειακούς δεσμούς με την Δημοκρατία», παρά τον ενώπιόν του ισχυρισμό περί μνηστείας του Εφεσείοντα/Αιτητή με ομοεθνή του (επίσης πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το Άρθρο 20 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) με την οποία συζούσε στην Κύπρο.
Συγκεκριμένα, ο σχετικός διοικητικός φάκελος παραθέτει χειρόγραφη σημείωση επί ενδοϋπηρεσιακού σημειώματος ημερ. 22.5.2019 απευθυνόμενου προς τον Διευθυντή (όπερ τεκμαίρεται -ότι κατά το τεκμήριο της αντικειμενικότητας- η χειρόγραφη σημείωση είναι του τελευταίου, εν είδει υπηρεσιακής οδηγίας) η οποία σημείωση μεταξύ άλλων (α) ρητά μνημονεύει την αναφορά της Αστυνομίας πως ο Εφεσείων/Αιτητής δεν έχει οικογενειακούς δεσμούς με τη Δημοκρατία και (β) δεικνύει έτσι ότι ο Διευθυντής υιοθέτησε την άνω αναφορά ως πραγματικό δεδομένο.
Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η εκ του Άρθρου 30(1) του Νόμου 7(Ι) του 2007 απαιτούμενη αιτιολογία μπορεί να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου (χωρίς, δηλαδή, να παρατίθεται αυτούσια στο διάταγμα απέλασης), η εν προκειμένω τοποθέτηση της αρμόδιας αρχής ότι ο Εφεσείων/Αιτητής δεν έχει δεσμούς με τη Δημοκρατία, ιδώμενη υπό το φως της (ενώπιον της αρμόδιας αρχής) τοποθέτησης του Εφεσείοντα/Αιτητή πως συζεί με την ομοεθνή μνηστή του στη Δημοκρατία, στοιχειοθετεί κατά την κρίση μου πιθανότητα ουσιώδους πλάνης περί τα πράγματα, ήτοι ως προς το οικογενειακό καθεστώς του Εφεσείοντα/Αιτητή.
Η πιθανότητα ουσιώδους πλάνης περί τα πράγματα συνιστά βάσιμο λόγο ακύρωσης (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 10/2015 Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 4.10.2021) και, εν προκειμένω, η πιθανολογούμενη πλάνη είναι ουσιώδης διότι συναρτάται -ως προανέφερα- με κριτήριο το οποίο η αρμόδια αρχή δεσμίως λαμβάνει υπόψη, κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 30(1) του Νόμου 7(Ι) του 2007, πριν εκδώσει διάταγμα απέλασης· εξυπακούεται δε ότι το Άρθρο 30(1) την υποχρεώνει να λάβει υπόψη την οικογενειακή κατάσταση του ενδιαφερόμενου στην ορθή της διάσταση, απαγορεύοντάς της να τελεί υπό καθεστώς πλάνης ως προς τούτο.
Περαιτέρω, ως προανέφερα, το Άρθρο 30(1) εμμέσως πλην σαφώς απαιτεί αιτιολογία που να δεικνύει ότι λήφθηκε υπόψη (στην ορθή της διάσταση, εννοείται) η οικογενειακή κατάσταση του ενδιαφερομένου, οπότε η πιθανότητα πλάνης ως προς αυτό το κριτήριο ταυτόχρονα συνεπάγεται και ανεπαρκή αιτιολογία, αμφότερες δε η πιθανή πλάνη και η ανεπαρκής αιτιολογία στοιχειοθετούν παράβαση του Άρθρου 30(1).
Η άνω πιθανολογούμενη πλάνη, ανεπαρκής αιτιολογία και παράβαση του Άρθρου 30(1) του Νόμου 7(Ι) του 2007 παρατηρώ ότι, ως λόγοι ακύρωσης, πέραν από βάσιμοι, είναι δικονομικά παραδεκτοί διότι ο Εφεσείων/Αιτητής τους δικογράφησε και ανέπτυξε πρωτόδικα, εξ ου και θα αποδεχόμουν την έφεση.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.