ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 121/2018)
12 Ιανουαρίου 2024
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
ΛΟΥΚΗΣ Γ. ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ,
Εφεσείων
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου
Λ. Λουκαΐδης για Λουκής Λουκαΐδης & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσείοντα
Μ. Τσαγκάρη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Εφεσίβλητο
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Περιστατικό μεταξύ του εφεσείοντα και μέλους της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, το οποίο συνέβηκε κατά το Σεπτέμβριο του έτους 2015, οδήγησε στην από μέρους του εφεσείοντα καταχώρηση αστικών μέτρων, ήτοι τριών αγωγών. Οδήγησε, παράλληλα, σε καταχώρηση, από μέρους του εφεσείοντα, δύο ιδιωτικών ποινικών διώξεων. Κατά την ημερομηνία ορισμού των εν λόγω ιδιωτικών ποινικών διώξεων, ο εφεσείων ενημερώθηκε από το Δικαστήριο ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ανέστειλε αυτές.
Ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι τα ως άνω ο Γενικός Εισαγγελέας έπραξε χωρίς να δώσει οποιονδήποτε λόγο και χωρίς επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, ο εφεσείων καταχώρησε την επίδικη αγωγή εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ζητώντας την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ότι «. η καταχώρηση αναστολής δίωξης ημερομηνίας 27/06/16 από τον Γενικό Εισαγγελέα στις υποθέσεις αρ. 16591/15 και 19196/15 Ε.Δ. Λευκωσίας που αφορούσαν αυθαίρετη αδικαιολόγητη και παράνομη σύλληψη ατόμου και παράνομη κατάσχεση αυτοκινήτου του από αστυνομικούς με πρόσχημα πλαστά τροχαία αδικήματα, είναι άκυρη ως νομικώς ανεπίτρεπτη αντιβαίνουσα στις σχετικές προϋποθέσεις του άρθρου 113(2) του Συντάγματος και εκείνες του άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεδομένου ότι ήταν αναιτιολόγητη καθόσον αφορά το «δημόσιο συμφέρον» που απαιτείται να επιδιώκει μια τέτοια αναστολή, έγινε χωρίς έρευνα αφού και επηρεαζόμενος ενάγων δεν ενημερώθηκε πριν την αναστολή και εξυπηρετούσε αλλότριους σκοπούς σαν αποτέλεσμα συνομωσίας μεταξύ του Γενικού Εισαγγελέα και άλλου ή άλλων προσώπων που τον προέτρεψαν να προβεί στην αυθαίρετη αναστολή παραβιάζοντας το ανθρώπινο δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο του ενάγοντος στις πιο πάνω υποθέσεις που καταχωρήθηκαν στις 18/09/15 και ήταν ορισμένες για ακρόαση στις 30/06/2016».
Παράλληλα, ο εφεσείων, με την αγωγή του, ζητούσε την έκδοση διατάγματος «. που να απαγορεύει στον εναγόμενο παράνομες και αυθαίρετες αναστολές ιδιωτικών διώξεων εκ μέρους του ενάγοντα κατά παράβαση του δικαιώματος του πρόσβασης στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», καθώς επίσης γενικές αποζημιώσεις.
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε την υπεράσπισή του, εγείροντας και αριθμό προδικαστικών ενστάσεων, ενώ, ακολούθως, καταχώρησε αίτηση με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων συναφών διαταγμάτων, την απόρριψη και/ή διαγραφή του κλητηρίου εντάλματος (strike out) και/ή συνακόλουθα της έκθεσης απαίτησης, ως μη αποκαλύπτουσας οποιαδήποτε εύλογη ή οποιαδήποτε αιτία αγωγής (cause of action) εναντίον του και/ή ως επιπόλαιης και/ή ενοχλητικής (frivolous and vexatious) και/ή καταπιεστικής και/ή σκανδαλώδους. Βάση για την αίτηση αποτέλεσε η Δ.27 των εν ισχύ, τότε, Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ενώ το τι προβλήθηκε, επί της ουσίας, ήταν ότι η συνταγματικά προερχόμενη εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα που αφορούσε η αγωγή (διακοπή/αναστολή ποινικής δίωξης), δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, επομένως η αγωγή στερείτο νόμιμης αιτίας αγωγής.
Με την υπό κρίση απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι πρόνοιες της Δ.27 Θ. 3 είχαν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον το δικόγραφο του ενάγοντα/εφεσείοντα ήταν αναντίλεκτα ανυπόστατο, η δε υπόθεση αφορούσε ανυπόστατη αγωγή, χωρίς πιθανότητα επιτυχίας και χωρίς να αποκαλύπτεται κάποια αιτία αγωγής, ενώ δεν εγείρετο κάποιο ζήτημα κατάλληλο να αποφασιστεί από το Δικαστήριο. Συνεπώς, εγκρίνοντας την αίτηση, εξέδωσε διάταγμα διαγραφής των δικογράφων του ενάγοντα/εφεσείοντα και, κατ' επέκταση, απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι που ο εφεσείων προσβάλλει με την παρούσα έφεσή του, στη βάση τεσσάρων λόγων έφεσης. Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τόσο τους εγειρόμενους λόγους έφεσης και την αιτιολογία αυτών, όσο και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσιβλήτου. Έχουμε την άποψη ότι είναι ορθό οι λόγοι έφεσης να εξετασθούν σωρευτικά, αφού στο σύνολό τους, ουσιαστικά, απολήγουν σε ένα κοινό ζήτημα, ήτοι τον έλεγχο της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα να παρεμβαίνει και να διακόπτει ποινική δίωξη.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την απόφασή του σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες έδει να είχαν αναθεωρηθεί προ καιρού αφού στηρίζονται στο θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα στην Αγγλία ο οποίος είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν της Κύπρου, ενώ ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά απόσπασμα στο οποίο παρέπεμψε το Δικαστήριο και αναφέρεται στον έλεγχο του Γενικού Εισαγγελέα από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε την άποψη ότι ο όρος που επιβάλλεται να τηρεί ο Γενικός Εισαγγελέας για την αναστολή διώξεων, δηλαδή το δημόσιο συμφέρον, δεν είναι ανάγκη να το αναφέρει και να το εξηγήσει σε κανέναν και είναι ανεξέλεγκτος επί τούτου. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι με βάση τα γεγονότα επί των οποίων το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε, εκείνο που ο Γενικός Εισαγγελέας έκανε, ήταν να διαδραματίσει το ρόλο του Δικαστή και η μία πλευρά να κερδίσει χωρίς καν να ρωτηθεί η άλλη.
Είναι, κατά την άποψή μας, προφανές ότι το ζητούμενο από πλευράς εφεσείοντα είναι η διαφοροποίηση της υφιστάμενης νομολογίας, ώστε η συναφής εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να εξυπακούει αιτιολόγηση άσκησής της από μέρους του, με αποτέλεσμα να είναι αποτελεσματικός ο έλεγχός της. Ως η επιχειρηματολογία του στο περίγραμμα αγόρευσης του, η πρόνοια του Άρθρου 113(2) του Συντάγματος επιβάλλει όπως το δημόσιο συμφέρον συγκεκριμενοποιείται και αναφέρεται ρητώς, διαφορετικά καταλήγουμε σε ερμηνεία ότι ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί αυθαίρετα να διακόπτει διαδικασία, παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας και τη δικαστική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υποκαθιστώντας τη δικαστική εξουσία, με δημιουργία κινήτρων για αυθαιρεσία και διαφθορά. Αναλόγως, κατά την ακρόαση της έφεσης, με έμφαση αναζητήθηκε η δικαστική κρίση περί αναγκαιότητας ύπαρξης αιτιολόγησης και διαφάνειας, με αναφορά και στο Άρθρο 8 του Ν. 51(Ι)/2016.
Από την πλευρά του εφεσίβλητου, η κα Τσαγκάρη, με αναφορά και στη νομολογία, υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.
Θα πρέπει να λεχθεί, εν πρώτοις, ότι η αναφορά στο Άρθρο 8 του Ν. 51(Ι)/2016, ουδόλως σχετίζεται με την παρούσα έφεση και τα θέματα που την αφορούν αφού, εμφανώς, το εν λόγω άρθρο αφορά δικαιώματα θυμάτων να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την υπόθεσή τους.
Έχουμε με λεπτομέρεια διεξέλθει της πρωτόδικης απόφασης. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής με λεπτομέρεια παρέθεσε το υπόβαθρο που αφορούσε τόσο τη δικογραφία της αγωγής όσο και της αίτησης και ένστασης, προχωρώντας με την ανάλυση της νομικής πτυχής της Δ.27 Θ. 3, αναδεικνύοντας την εξαιρετική φειδώ με την οποία θα πρέπει να ασκείται η προβλεπόμενη εξουσία και μόνο στις περιπτώσεις όπου ξεκάθαρα το δικόγραφο δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία αγωγής (ή υπεράσπισης) σε βαθμό που η συνέχιση της διαδικασίας, με βάση το δικόγραφο, να ισοδυναμεί με κατάχρηση της διαδικασίας. Έχοντας αυτά κατά νου και ορθά καθοδηγούμενη από τη νομολογία, προχώρησε με την εξέταση της ουσίας της αίτησης, θέτοντας υπόψη της κάθε σχετικό στοιχείο, για να διαπιστώσει ότι κάθε αξίωση στην αγωγή βασίζεται στην ενέργεια του Γενικού Εισαγγελέα να αναστείλει τις συγκεκριμένες δύο ιδιωτικές ποινικές διώξεις. Με αυτό ως δεδομένο, με λεπτομερή αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 113 του Συντάγματος, του Άρθρου 154(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, αλλά και της σχετικής νομολογίας (Police v. Athienitis (1983) 2 CLR 194, Κωνσταντινίδης (2002) 1 ΑΑΔ 310, Ονουφρίου ν. Τρυφωνίδη κ.α. (2016) 2 ΑΑΔ 29, Kaya (2010) 1 ΑΑΔ 1887, Ιωαννίδη κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 1442 και Γρηγορίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 7), ανέλυσε την εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να παρεμβαίνει και διακόπτει ποινική διαδικασία, εξηγώντας το προφανές, με βάση την αποκρυσταλλωμένη, επί τούτου, νομολογία, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ανέλεγκτη εξουσία να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οποιαδήποτε διαδικασία, εφόσον, κατά την κρίση του, αυτό είναι προς το δημόσιο συμφέρον. Το οποίον δημόσιο συμφέρον κρίνεται από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα, η κρίση του οποίου δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Για σκοπούς του Άρθρου 113 του Συντάγματος, ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο κριτής του δημοσίου συμφέροντος, με κάθε τέτοια του απόφαση να θεωρείται ότι λαμβάνεται προς το σκοπό εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, χωρίς να χρειάζεται να δίδει προς τούτο οποιαδήποτε εξήγηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέδειξε, επίσης, τη δεσμευτικότητα των ως άνω νομολογηθέντων, αναλύοντας, παράλληλα, τον μη επηρεασμό οποιουδήποτε δικαιώματος του εφεσείοντα, περιλαμβανομένων και των εκκρεμουσών αστικών αγωγών του.
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε κενό ή σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση, την οποία κρίνουμε απολύτως ορθή. Από τα ως άνω διαπιστώνεται ότι ουδέν έρεισμα έχουν τα όσα προβάλλονται με τους υπό κρίση λόγους έφεσης, ως αποτέλεσμα της ξεκάθαρης επί του προκειμένου νομολογίας. Δεν εντοπίζουμε λόγους διαφοροποίησης της νομολογίας, ούτε ορθό θα θεωρούσαμε κάτι τέτοιο.
Συνακόλουθα, η παρούσα έφεση απορρίπτεται με €900,00 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.