ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση αρ. 84/23
(Ι-Justice)
21 Δεκεμβρίου, 2023
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 3Α,9(4), 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 407/2015
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ MAVROPOULOS CONSTRUCTION DEVEOPMENTS LTD (HE 118162) ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΜΟΝΟΝ
-----------------------------
Γρηγόριος Α. Χριστοδουλίδης, για Αιτήτρια.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: H αιτήτρια με μονομερή αίτηση της, αιτείται άδεια του Εφετείου ώστε να επιτραπεί η καταχώριση έφεσης η οποία θα στρέφεται αποκλειστικά εναντίον διαταγής του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών αναφορικά με τα έξοδα.
Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο αίτησης εργατικής διαφοράς όπου εργοδοτούμενος της αιτήτριας (στο εξής καλούμενη και ως «η εργοδότρια εταιρεία») αξίωνε εναντίον της, βάσει του Άρθρου 7 του περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1967, αποζημιώσεις επειδή ο ίδιος τερμάτισε την εργοδότηση του λόγω της διαγωγής της αιτήτριας. Αποφασίστηκε ότι ο εργοδοτούμενος, ο οποίος έφερε και το βάρος απόδειξης, δεν το απέσεισε και ως εκ τούτου η αίτηση του απορρίφθηκε. Ως προς τα έξοδα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Δεν θα επιδικάσουμε έξοδα καθότι η εκδοχή της Εργοδότριας Εταιρείας δεν έγινε αποδεκτή λόγω μη προσκόμισης αξιόπιστης μαρτυρίας από αυτήν.»
Στο Μέρος 41.22 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 («οι Κανονισμοί») με τίτλο «Έφεση σε σχέση με τα έξοδα», προβλέπεται:
«(1) Έφεση που ασκείται επί αποφάσεως με μόνο λόγο εφέσεως τις λανθασμένες οδηγίες ως προς τα έξοδα, ή επί διατάγματος που αφορά στον υπολογισμό ή την αναθεώρηση του υπολογισμού των εξόδων δεν επιτρέπεται παρά μόνο κατόπιν αδείας του Εφετείου ή Δικαστή αυτού.
(2) Άδεια χορηγείται κατόπιν αιτήσεως χωρίς ειδοποίηση μόνο εάν προκύψει ότι οι οδηγίες ή το διάταγμα είναι αντίθετο προς τις πρόνοιες οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, ή βασίζεται σε παρανόηση γεγονότος ή διατάσσει οποιοδήποτε διάδικο να καταβάλλει έξοδα που προκλήθηκαν χωρίς επαρκή αιτία, από άλλο διάδικο.»
Το Μέρος 41. 22 ταυτίζεται με το λεκτικό των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, Δ.35, θ.20 επομένως καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από τη νομολογία αναφορικά με την εν λόγω Διαταγή.
Στην πρόσφατη απόφαση SAH V S-M B, Έφεση Αρ. 25/2022, ημερομηνίας 26.01.2023 έγινε παραπομπή στην Διγενής Ακρίτας Μόρφου ν. Τυπογραφεία K. Γιαλλουρής & Yιοί Λτδ, Πολ. Εφ. 36/19, ημερομηνίας 31.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:B209 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Τα πλαίσια της Δ.35 θ.20 είναι περιορισμένα.
Το θεσμικό πλαίσιο παροχής άδειας εξηγήθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Ρούσου και της Τασούλλας Χριστοφή (1999) 1 ΑΑΔ 360, με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία. Η εξουσία του Δικαστηρίου να επιτρέψει έφεση αποκλειστικά σε σχέση με τα έξοδα είναι περιορισμένη.
Η παροχή άδειας δικαιολογείται, όπως προκύπτει από το κείμενο της Δ.35 θ.20, μόνο εφόσον καθίσταται εμφανές ότι η απόφαση για τα έξοδα (α) αντίκειται προς το νόμο ή διαδικαστικό κανονισμό, (β) βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων ή (γ) όπου διατάσσεται ένας διάδικος να καταβάλει τα έξοδα του άλλου, χωρίς επαρκή λόγο (βλ., επίσης, Αναφορικά με την Αίτηση της Ελένης Στεφάνου - Μετζίτη (2010) 1 ΑΑΔ 891).
Η παροχή άδειας δεν αφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αλλά συναρτάται με τη στοιχειοθέτηση από τον αιτητή τουλάχιστον μιας των προϋποθέσεων που καθορίζει η Δ.35 θ.20».
(Η υπογράμμιση έγινε από εμάς)
Η αιτήτρια ζητεί την άδεια του Εφετείου υποστηρίζοντας ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου «πάσχει, είναι αντινομική και ελαττωματική για νομικούς, πραγματικούς και ουσιαστικούς λόγους», χωρίς να εξειδικεύει τις αιτιάσεις που αναπτύσσει σε σχέση με τις πιο πάνω προϋποθέσεις. Επισημαίνουμε ότι ενδείκνυται σε τέτοιες αιτήσεις να εξειδικεύεται η προϋπόθεση ή προϋποθέσεις εκ των ως άνω στις οποίες ο αιτητής βασίζει το αίτημα του.
Ειδικότερα υποστηρίχτηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς και ικανοποιητικά τη διαταγή για τα έξοδα και ότι εν πάση περιπτώσει η αιτιολογία που δόθηκε δεν τεκμηριώνεται.
Στη νομική βάση της αίτησης περιλαμβάνεται και το Άρθρο 30 του Συντάγματος επομένως συνάγεται ότι η αιτήτρια επιχειρηματολογεί ότι υπήρξε παράβαση Νόμου ήτοι της συνταγματικής επιταγής για αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, εν τη εννοία της πρώτης ως άνω προϋπόθεσης, εφόσον το εν λόγω Άρθρο 30 προβλέπει ότι «Αι αποφάσεις των δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι».
Έχοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, θεωρούμε ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον λόγο που αποφάσισε να μην επιδικάσει έξοδα είναι επαρκής και ικανοποιεί τη συνταγματική επιταγή για αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων.
Ο συνήγορος της αιτήτριας υποστηρίζει περαιτέρω ότι η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη προσκόμισης αξιόπιστης μαρτυρίας από την αιτήτρια, προσκρούει στο ίδιο το κείμενο της απόφασης απ' όπου φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιέπεσε σε αντιφάσεις και ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη ήταν φτωχή και ελλιπής. Κατά την άποψή του είναι άξιο αναφοράς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη έστω σε ελάχιστα ευρήματα και συμπεραίνει ότι αυτό έγινε επειδή το Δικαστήριο απέτυχε να αντιληφθεί τα γεγονότα για «ανεξήγητο λόγο».
Με τις πιο πάνω θέσεις του ο συνήγορος φαίνεται να επιχειρηματολογεί ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου περί αναξιοπιστίας του μοναδικού μάρτυρα της αιτήτριας είναι αναιτιολόγητη κατά παράβαση της ως άνω συνταγματικής επιταγής.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβη σε ανάλυση συγκεκριμένων πτυχών της μαρτυρίας του μάρτυρα της αιτήτριας, κατέληξε ότι και οι δύο πλευρές, «δεν έθεσαν ενώπιον μας σαφή, ικανοποιητική και χωρίς ουσιαστικές αδυναμίες μαρτυρία στην οποία μπορούμε να στηριχτούμε με ασφάλεια για την εξαγωγή ευρημάτων σχετικά με τις συνθήκες οι οποίες περιβάλλουν την παρούσα εργατική διαφορά.» Ρητώς δε ανέφερε ότι οι αδυναμίες στη μαρτυρία του μάρτυρα της αιτήτριας (τις οποίες ανέδειξε σε έξι συγκεκριμένες πτυχές) έπληξαν καίρια την αξιοπιστία του και ως εκ τούτου η μαρτυρία του δεν έγινε δεχτή. Καταληκτικά, απορρίπτοντας την αίτηση του εργοδοτούμενου λόγω του ότι δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης, ανέφερε τα εξής:
«Το γεγονός της αναξιοπιστίας του μάρτυρα της Εργοδότριας Εταιρείας δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την πιο πάνω κατάληξή μας αφού εν όψει του συμπεράσματος του Δικαστηρίου για την απόρριψη της μαρτυρίας του Αιτητή δεν υπάρχει ανάγκη για περαιτέρω εξέταση ως προς το αξιόπιστο ή μη της εκδοχής της Εργοδότριας Εταιρείας. Σχετική αναφορά για το θέμα αυτό γίνεται στις υποθέσεις Kades v. Nicolaou & Another (1986) CLR 2113 και Paphos Stone C Estates Ltd ν. Μάκη Νεοπτόλεμου, Πολ. Έφεση Αρ. 361/2009 ημερ.03/07/2014.»
Είναι στο σημείο αυτό που φαίνεται να εστιάζεται ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί αντιφατικότητας στο κείμενο της απόφασης. Σχολιάζοντας το σημείο αυτό ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ανέφερε στην αγόρευσή του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ή παραδέχτηκε ότι προέβη μόνο σε μερική ή εκ πρώτης όψεως αξιολόγηση της μαρτυρίας της εργοδότριας εταιρείας και ότι ως εκ τούτου είναι «αντινομικό, οξύμωρο και αντιφατικό» να κρίνει και να θεωρεί στη συνέχεια τη μαρτυρία της αναξιόπιστη.
Διαφωνούμε με τη θεώρηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τοποθετήθηκε όπως αναφέραμε πιο πάνω με σαφήνεια και τεκμηριωμένα με επαρκή αιτιολογία ως προς το γιατί θεώρησε τον μάρτυρα της αιτήτριας αναξιόπιστο.
Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις Kades και Paphos Stone Estates, ανωτέρω, η μη αναφορά με λεπτομέρεια στην εκδοχή της αιτήτριας δεν συνιστά αντίφαση ούτε και καθιστά την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αναξιοπιστία του μάρτυρα της αιτήτριας αναιτιολόγητη.
Επίσης, δεν συμφωνούμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αναξιοπιστίας του μάρτυρα της αιτήτριας βασίστηκε σε ανεξήγητο λόγο ούτε και ότι η αξιολόγηση του ήταν φτωχή και ελλιπής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέσκηψε με επιμέλεια σε έξι πτυχές της μαρτυρίας του μάρτυρα της αιτήτριας, τις αξιολόγησε και τοποθετήθηκε ειδικά για κάθε μία από αυτές.
Δεν διαπιστώνουμε παράβαση της συνταγματικής επιταγής για αιτιολόγηση των αποφάσεων και του Άρθρου 30 του Συντάγματος, εφόσον κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του μάρτυρα της αιτήτριας ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.
Περαιτέρω στο πλαίσιο της πρώτης προϋπόθεσης εξετάζουμε και τη θέση της αιτήτριας ότι υπάρχει παράβαση του «κανόνα» ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Ο εν λόγω «κανόνας» δεν προκύπτει από νόμο ή κανονισμό όπως απαιτείται από την πιο πάνω προϋπόθεση, αλλά αποτελεί, σύμφωνα με τη νομολογία, γνώμονα για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να εκδώσει διαταγή ως προς τα έξοδα (βλ. Νικολάου ν. Βασιλείου (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1566). Σύμφωνα με το Μέρος 39.2 των Κανονισμών αποτελεί «παράγοντα» που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας αναφορικά με τα έξοδα.
Τέλος, σημειώνουμε ότι αυτό που όφειλε βάσει του Άρθρου 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 (όπως τροποποιήθηκε) να πράξει το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν να ασκήσει δικαστικά τη διακριτική του εξουσία ως προς την επιδίκαση εξόδων. Εν προκειμένω το έπραξε θεωρώντας ότι η μη προσκόμιση αξιόπιστης μαρτυρίας από την Αιτήτρια αποτελούσε βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί την εξαίρεση από την αρχή ότι η διαταγή ως προς τα έξοδα ακολουθεί το αποτέλεσμα. Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και κατέληξε στην κρίση του βάσει των ενώπιον του δεδομένων. Η προσέγγιση του δεν αντίκειται στον ως άνω Νόμο.
Όπως επεξηγήθηκε στην Pούσος Mάριος και Άλλη (1999) 1 ΑΑΔ 360.
«Η ευχέρεια αυτή ασκείται δικαστικά με αναφορά στους εσωγενείς παράγοντες της δίκης που περιλαμβάνουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης και κάθε γεγονός που άπτεται του χειρισμού της από τους διαδίκους, όπως εξηγείται στη Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12.
Εφόσον το σφάλμα, το οποίο επικαλείται ο αιτητής, υπέρ του αιτήματός του, ανάγεται σε εσωγενή παράγοντα, το Δικαστήριο δεν επιτρέπει την έφεση.»
Εν προκειμένω το ζήτημα της αξιοπιστίας του μοναδικού μάρτυρα της αιτήτριας ήταν εσωγενής παράγοντας της διαδικασίας επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά όπως προβλέπεται από τη νομολογία.
Στην Φιλίππου v. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890 υιοθετήθηκε αγγλική νομολογία αναφορικά με τις αντίστοιχες αγγλικές νομοθετικές πρόνοιες ως προς την έγκριση από το Εφετείο αίτησης για καταχώριση έφεσης αποκλειστικά σε σχέση με διαταγή για έξοδα. Σχετικό με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι το εξής απόσπασμα από την Donald Cambell and Co. Ltd v. Pollack [1927] A.C. 732:
«But when a judge, deliberately intending to exercise his discretionary powers, has acted on facts connected with or leading up to the litigation which have been proved before him or which he has himself observed during the progress of the case, then it seems to me that a Court of Appeal, although it may deem his reasons insufficient and my disagree with his conclusion, is prohibited by the statute from entertaining an appeal from it.»
Επίσης στην Φιλίππου έγινε ρητή αναφορά στην Baylis Baxter Ltd v. Sabath [1958] All E.R. 209 όπου οι περιστάσεις ήταν με παρόμοιες ως στην παρούσα υπόθεση. Στην εν λόγω απόφαση η έφεση στρεφόταν εναντίον πρωτόδικης απόφασης Δικαστηρίου το οποίο αρνήθηκε να δώσει έξοδα στον ενάγοντα σε χρηματική απαίτηση, παρόλο που ο ενάγων είχε πετύχει τόσο στην απαίτησή του όσο και την ανταπαίτησή, λόγω της μη αποδοχής της μαρτυρίας που προσκομίστηκε εκ μέρους του. Το αγγλικό Εφετείο αποφάσισε:
«I think that the learned judge here, during the progress of the case, observed the unsatisfactory character of Mr. Popper's evidence and considered that this was a matter proper to be taken into account in determining the incidence of costs. If that is right, then the consequence follows that this court is prohibited by the statute from entertaining an appeal from the learned judge's order, even though this court might regard his reasons as insufficient and might disagree with his conclusion.»
Σημειώνουμε ότι η απόφαση στην SEE YOU TRAVEL LIMITED v. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 118/2014, 28/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:A129 διαφοροποιείται από την υπό κρίση αίτηση αφού δεν αφορούσε αίτηση για άδεια για καταχώριση έφεσης σχετικά με τη διαταγή για έξοδα ώστε να εξεταστούν οι πιο πάνω νομοθετικοί περιορισμοί. Αυτό που ουσιαστικά αποφασίστηκε εκεί ήταν ότι το ζήτημα της αξιοπιστίας του μάρτυρα δεν ήταν παράγοντας που απαραιτήτως έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Θεωρούμε τέλος χρήσιμο να αναφερθούμε στο Μέρος 39 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 αναφορικά με τα έξοδα. Προκύπτει ότι η πρωταρχική αρχή είναι ότι τηρουμένου του πρωταρχικού σκοπού των Κανονισμών, η οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα μεταξύ διαδίκων εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου και οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη οποιουδήποτε Κανονισμού υπόκειται σε αυτή την πρωταρχική αρχή. Σύμφωνα με το Μέρος 39. 2 στους παράγοντες τους οποίους λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας περιλαμβάνεται και ο γενικός κανόνας ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντα διάδικου. Στις περιστάσεις που λαμβάνονται υπόψη περιλαμβάνεται και η συμπεριφορά των διαδίκων κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας.
Θεωρούμε ότι οι αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία στις οποίες αναφερθήκαμε ανωτέρω αντικατοπτρίζονται και στο προαναφερθέν Μέρος 39. 2 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Εν όψει όλων των πιο πάνω κρίνουμε ότι δεν πληρείται η πρώτη ως άνω προϋπόθεση για παραχώρηση άδειας έφεσης για τα έξοδα εφόσον δεν διαπιστώσαμε παράβαση ούτε του Άρθρου 30 του Συντάγματος (αναφορικά με την ισχυριζόμενη έλλειψη αιτιολόγησης), ούτε του Άρθρου 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 (αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου), ούτε του Μέρους 39 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (εφόσον η συμπεριφορά των διαδίκων κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας αναφέρεται ρητώς ως περίσταση που μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου).
Εξετάσαμε επίσης κατά πόσον τα όσα αναφέρθηκαν από την αιτήτρια περί μη τεκμηρίωσης του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της αξιοπιστίας του μάρτυρα σχετίζονται με «παρανόηση γεγονότος» εν τη εννοία της δεύτερης ως άνω προϋπόθεσης. Όπως επεξηγήσαμε ανωτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρανόησε οποιοδήποτε γεγονός. Τα συμπεράσματα του για την αξιοπιστία του μάρτυρα αιτιολογήθηκαν με αναφορά στη μαρτυρία του και το ζήτημα της αξιοπιστίας ήταν ένας εσωγενής παράγοντας της δίκης τον οποίο εδικαιούτο να λάβει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.
Καταληκτικά κρίνουμε ότι εφόσον δεν ικανοποιείται καμία από τις ως άνω προϋποθέσεις η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Αλ. Παναγιώτου, Δ.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.