ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Ποινική Έφεση Αρ.: 224/2023)

 

6 Δεκεμβρίου 2023

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

XXX SMAISAM

                                                          Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                          Εφεσίβλητης

------------------------------

 

Κ. Ταμπούρλας, για Εφεσείοντα

Α. Αντωνίου, Δημόσιος Κατήγορος, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

Εφεσείων παρών

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

                                          Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Στις 18.10.23 ο Εφεσείων εμφανίστηκε ενώπιον του Κακουργοδικείου Λάρνακας, έχοντας παραπεμφθεί για εισαγωγή 1.228,6kg μεθαμφεταμίνης (ελεγχόμενο φάρμακο Τάξης Α), καθώς και για κατοχή της με σκοπό την προμήθειά της σε άλλους. Αρνήθηκε ενοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 14.12.23. Το Κακουργοδικείο ενέκρινε το αίτημα κράτησής του στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας, απόφαση την οποία προσβάλλει με την εκδικαζόμενη τώρα έφεσή του.

 

      Με τους τρεις λόγους έφεσης ισχυρίστηκε ότι: (1) Εσφαλμένα κρίθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας αφού και η Δημοκρατία είχε δεχθεί την ύπαρξη δεσμών, στους οποίους όμως το Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα, (2) Εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους αφού η κράτηση συνιστά την εξαίρεση και μπορούσαν να επιβληθούν ικανοποιητικοί όροι εγγύησης και (3) Δεν συνυπολογίστηκε στον βαθμό που έπρεπε η μαρτυρία η οποία τον συνέδεε και δη το ότι δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να αποδεικνύει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι γνώριζε πως εντός των αντικείμενων που μετέφερε ευρίσκοντο κρυμμένα ναρκωτικά.

 

      Οι αρχές επί των οποίων εξετάζονται αιτήματα κράτησης είναι πολύ καλώς γνωστές και δεν απαιτείται εδώ επανάληψή τους. Τις είχαμε παραθέσει πρόσφατα στην υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα v. Νίκου, Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.23, στην οποία και παραπέμπουμε, σημειώνοντας μόνον ότι στην παρούσα δεν αμφισβητείται ούτε η σοβαρότητα των αδικημάτων βάσει των προβλεπόμενων ποινών ούτε και η αυστηρότητα της επιβληθησομένης ποινής, σε περίπτωση καταδίκης, βάσει της υφιστάμενης νομολογίας για ποινές σε υποθέσεις ναρκωτικών. Άμεσα συνδεδεμένη με τα δύο αυτά στοιχεία είναι η γενικώς παραδεδεγμένη γνώση (ως θέμα κοινής λογικής) πως το κίνητρο φυγοδικίας αυξάνεται αντιστοίχως ανάλογα με τη σοβαρότητα του αδικήματος που αντιμετωπίζει κάποιος. Εξ ου και το ότι η σοβαρότητα έχει νομολογιακά αναγνωριστεί ως ένας σημαίνων παράγων κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου σε αιτήματα κράτησης (Θεοδωρίδης v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139).

 

      Αμφισβητείται όμως από τον Εφεσείοντα η πιθανότητα καταδίκης. Τα φερόμενα ως γεγονότα στη βάση του υλικού που δόθηκε στο Κακουργοδικείο ήταν πολύ απλά. Στις 17.9.23 ο Εφεσείων φτάνοντας στο Αεροδρόμιο Λάρνακας από τον Λίβανο ανεκόπη για έλεγχο από τελωνειακή λειτουργό και στις αποσκευές που κρατούσε εντοπίστηκαν οι εννέα συσκευασίες μεθαμφεταμίνης. Ο Εφεσείων προέβαλε από εκείνη τη στιγμή ότι είναι έμπορος ο οποίος ταξιδεύει δις ή και τρις εβδομαδιαίως στον Λίβανο από όπου και μεταφέρει κατ' εντολήν πελατών του διάφορα αντικείμενα, για τα οποία χρεώνει €8 ανά κιλό και ότι δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τα ανευρεθέντα στις αποσκευές του. Στη βάση αυτή προέβαλε και ενώπιόν μας ότι η υπάρχουσα μαρτυρία «δεν είχε τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη» διότι ελλείπει το στοιχείο της γνώσης.

 

      Είχαμε τονίσει στην πιο πάνω απόφασή μας Γ.Ε. v. Νίκου την επίσης πάγια αρχή ότι, ως προς την ισχύ της μαρτυρίας, κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης δεν εξετάζεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης αλλά μόνο το ενδεχόμενο καταδίκης, χωρίς το Δικαστήριο να προβαίνει σε οποιαδήποτε αξιολόγηση μαρτυρίας.

 

      Δεν θα συμφωνήσουμε με τις εισηγήσεις του Εφεσείοντος. Στη βάση του μαρτυρικού υλικού η παρούσα παρουσιάζεται ως υπόθεση στην οποία τα ναρκωτικά βρέθηκαν στην κατοχή του. Ο ίδιος εστιάζοντας σε θέματα γνώσης στην πραγματικότητα αναφέρεται σε υπερασπίσεις τις οποίες τού προσφέρει το Άρθρο 32 του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Ν.29/77. Η διερεύνηση της πιθανολόγησης καταδίκης δεν μπορεί να μην λάβει υπ' όψιν ότι, στη βάση των υφιστάμενων νομολογιακών αρχών, εάν η κατοχή και η φύση της ουσίας καταδειχθούν τότε θα τίθεται θέμα βάρους της υπεράσπισης για όσα ισχυρίζεται και τούτο στη βάση των όσων κρίθηκαν στην Κούκος v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 64, καθώς και σε άλλη νομολογία. Στο παρόν στάδιο όμως, ορθώς το Κακουργοδικείο περιορίστηκε στην όψη του μαρτυρικού υλικού, χωρίς να υπεισέλθει στη βασιμότητα της εκδοχής του κάθε μάρτυρος ή των πιθανών υπερασπίσεων του κατηγορουμένου (βλ. M.S.A. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 200/22, ημερ. 19.9.22, ECLI:CY:AD:2022:B362). Παρέλκει βέβαια να λεχθεί οτιδήποτε για την αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης η οποία αναφέρεται σε απουσία «μαρτυρίας που να αποδεικνύει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ενοχή».

 

      Σε σχέση με τους υποκειμενικούς παράγοντες, οι οποίοι συνυπολογίζονται, ο Εφεσείων προέβαλε και ενώπιόν μας ότι είναι Σύριος, ότι έφτασαν στην Κύπρο προ τριών ετών, ως αιτητές ασύλου, με τη σύζυγό του και τα τρία ανήλικα τέκνα, την ηλικιωμένη μητέρα του και τα δύο αδέλφια του. Ο ίδιος κάποια στιγμή αργότερα απέσυρε το δικό του αίτημα για πολιτικό άσυλο και εξασφάλισε άδεια εργασίας, δηλαδή τις εισαγωγές από τον Λίβανο, στις οποίες έγινε ήδη αναφορά. Ενοικιάζει κατοικία στην Πάφο, όπου φοιτούν σε σχολεία και τα παιδιά του. Η σύζυγός του έχει πρόβλημα υγείας για το οποίο δόθηκε ιατρικό πιστοποιητικό στο Κακουργοδικείο. Αυτό είναι ημερομηνίας 13.10.23 και αναφέρει ότι η σύζυγός του πάσχει από ημικρανία, πονοκεφάλους, ζάλη και λιποθυμία. Η αραβόφωνη κοινότητα Πάφου είχε συγκεντρώσει χρήματα και μπορούσε να καταθέσει ποσόν €30.000 ως εγγύηση.

      Αυτό το οποίο παρατηρούμε είναι ότι το Κακουργοδικείο απαρίθμησε και έλαβε ουσιωδώς υπ' όψιν όλα τα πιο πάνω στοιχεία σε σχέση με τους δεσμούς του Εφεσείοντος και έχει αποτιμήσει ορθώς και δίκαια την πιθανότητα διαφυγής. Συμφωνούμε με την κατάληξή του ότι οι αναφερόμενοι δεσμοί δεν ήταν τέτοιοι που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά σε σχέση με τον κίνδυνο φυγοδικίας. Όπως αναφέρθηκε στη Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, τους βασικούς δείκτες (κριτήρια) σε σχέση με την πιθανότητα προσέλευσης κατά τη δίκη, αποτελούν η σοβαρότητα του αδικήματος, η αυστηρότητα τυχόν μελλοντικής ποινής και η πιθανότητα καταδίκης, οι οποίοι εδώ ήταν όλοι εμφανείς και ισχυροί κατά τρόπο που η συνεκτίμηση των αντικειμενικών αυτών παραγόντων με τα υφιστάμενα υποκειμενικά δεδομένα της περίπτωσης δικαιολογημένα και εμφανώς έγειρε την πλάστιγγα της στάθμισης προς το ότι υπήρχε κίνδυνος φυγοδικίας και ότι δεν μπορούσε αυτός να αποσοβηθεί με την επιβολή όρων (και δη κατάθεσης χρημάτων εν είδει εράνου από την κοινότητα).

 

      Σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης να διευκρινίσουμε πως ο Εφεσείων δεν αποδίδει ορθά τη διενεργηθείσα πρωτοδίκως δήλωση της Κατηγορούσας Αρχής. Η εκπρόσωπός της είχε δηλώσει επί λέξει για τον Εφεσείοντα ότι «έχει κάποιους δεσμούς με τη Δημοκρατία, όχι όμως τόσο ισχυρούς υπό τις περιστάσεις». Το Δικαστήριο ασφαλώς και δεν μπορούσε να εξισώσει μια τέτοια δήλωση με αποδοχή ύπαρξης δεσμών κατά την έννοια που εισηγήθηκε ο κ. Ταμπούρλας. Η δήλωση είχε ακριβώς την αντίθετη σημασία, ήτοι ότι οι δεσμοί δεν ήταν τέτοιας ισχύος που θα απέτρεπαν τη δημιουργία σκέψεων διαφυγής και κυρίως την υλοποίησή τους, από κάποιον που βρέθηκε αντιμέτωπος με τέτοιας σοβαρότητας υπόθεση. Θέση την οποία εν τέλει, ορθώς υιοθέτησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

          Όπως έχει επανειλημμένως τονιστεί η σημασία της ύπαρξης δεσμών έγκειται στο ότι ενδέχεται να λειτουργήσουν αποτρεπτικά ως προς το ενδεχόμενο διαφυγής κάποιου από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για να μην εμφανιστεί στη δίκη του. Δεν υπερφαλαγγίζουν όμως τη σοβαρότητα του αδικήματος και υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις στις οποίες ακόμα και πιο ισχυροί δεσμοί δεν υπερίσχυσαν της σοβαρότητας (βλ. ενδεικτικά Hua ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 152, A.A.S v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 193/22, ημερ. 14.9.22, B.T.T. v.  Δημοκρατίας, ημερ. 23.6.23). Δεν συμφωνούμε ότι η αναγκαία εξισορρόπηση και η διακριτική ευχέρεια έχουν ασκηθεί πέραν των επιτρεπτών ορίων του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο ήταν και το αρμόδιο να αποφασίσει.

 

          Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

 

                                               

X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                        Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                        Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο