ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 21/2020)
8 Δεκεμβρίου, 2023
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
M. J.
Εφεσείοντα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητης.
-----------------------------
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Π. Χαραλάμπους (κα) και Α. Αχιλλέως (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
-----------------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την υποφαινόμενη. Με αυτή συμφωνεί ο Δικαστής Γ. Σεραφείμ. Διϊστάμενη είναι η απόφαση του Δικαστή Δ. Λυσάνδρου που ακολουθεί.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Πλειοψηφίας)
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ: Η Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 16/2020, ECLI:CY:AD:2020:D74, ημερομηνίας 6/7/2020, που επικύρωσε το διάταγμα κράτησης του Εφεσείοντα ημερομηνίας 20/1/2020, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 9 ΣΤ (2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (εφεξής "Ν. 6(Ι)/2000").
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά καταγράφονται στην Ένσταση της Εφεσίβλητης, ο Εφεσείων είναι υπήκοος Τουρκμενιστάν και σύμφωνα με επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (εφεξής "YAM") ημερομηνίας 20/1/2020, αυτός μαζί με τη σύζυγο και τον υιό του, μετέβησαν στις 20/1/2020 στην ΥΑΜ Λάρνακας, προκειμένου να υποβάλουν αίτηση για διεθνή προστασία. Ανακρινόμενος ο Εφεσείων ανέφερε ότι αναχώρησε μαζί με τη σύζυγο του και τον υιό του αεροπορικώς από το Τουρκμενιστάν στις 13/3/2017 και μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στα κατεχόμενα μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου.
Όπως καταγράφεται στις παραγράφους 4 και 5 στην Ένσταση, ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι από το 1992 ως δάσκαλος, δίδασκε τον γκιουλενισμό στα σχολεία του Τουρκμενιστάν και πως είναι ακροδεξιός. Για τον λόγο δε αυτό είναι καταζητούμενος στη χώρα του. Σύμφωνα με επιστολή της ΥΑΜ, ο Εφεσείων εντοπίζεται σε βάσεις δεδομένων υπηρεσίας συνεργαζόμενης με τη Δημοκρατία σχετικά με υποθέσεις τρομοκρατίας. Ένεκα δε του περιεχομένου της πιο πάνω επιστολής της ΥΑΜ, κρίθηκε ότι δεν καθίστατο εφικτή η επιβολή εναλλακτικών μέτρων αντί της κράτησης του και ως εκ τούτου στις 20/1/2020, για λόγους εθνικής ασφάλειας, εκδόθηκε εναντίον του Εφεσείοντα το επίδικο διάταγμα.
Σημειώνεται ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο επελήφθη αίτησης του Εφεσείοντα ημερομηνίας 8/4/2020 για αποκάλυψη όλων των στοιχείων, πληροφοριών και αποδεικτικού υλικού, επί των οποίων εδράζετο το επίδικο διάταγμα και που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην έκδοση του, ανεξαρτήτως του φακέλου στον οποίο τυγχάνει να εβρίσκονται. Κατά το στάδιο της ακρόασης της αίτησης, η Εφεσίβλητη ανέφερε πως η κατάθεση του Εφεσείοντα μπορούσε να τεθεί για επιθεώρηση από τη συνήγορο του και επιπρόσθετα κοινοποιήθηκε στον Εφεσείοντα το όνομα της βάσης δεδομένων Interpol, στην οποία είχε διαπιστωθεί πως ήταν καταχωρημένο το όνομα του.
Έχοντας πλήρη πρόσβαση στα στοιχεία των εμπιστευτικών και/ή απόρρητων εγγράφων, τα οποία κατατέθηκαν από την Εφεσίβλητη, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, πλην των πιο πάνω κοινοποιηθέντων στον Εφεσείοντα εγγράφων, τα υπόλοιπα δεν μπορούσαν να του κοινοποιηθούν γιατί θα έθεταν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του κράτους. Συναφώς απέρριψε με απόφαση του ημερομηνίας 7/5/2020, την προαναφερόμενη ενδιάμεση αίτηση.
Ακολούθησε η εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο αίτησης ημερομηνίας 15/5/2020 για προσαγωγή μαρτυρίας, μέσω της οποίας ο Εφεσείων ισχυρίζετο ότι δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε τρομοκρατική οργάνωση, αίτηση η οποία έγινε αποδεκτή με ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 9/6/2020.
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τους λόγους ακύρωσης που ο Εφεσείων προέβαλε σε σχέση, τόσο με τη νομιμότητα όσο και την κατ' ουσίαν ορθότητα του διατάγματος κράτησης και κατέληξε με την εφεσιβαλλόμενη Απόφαση, ότι τα απόρρητα έγγραφα που είχεν ενώπιον του, ήταν στοιχεία που ανεδείκνυαν τον Εφεσείοντα ως άτομο που κρίνεται επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και ότι η κράτηση του εδικαιολογείτο ως μέτρο απολύτως αναγκαίο για τη διασφάλιση της προστασίας της εθνικής ασφάλειας του κράτους.
Ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη Απόφαση με έξι λόγους Έφεσης.
Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης, προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε για σκοπούς εξέτασης της ατομικής συμπεριφοράς του Εφεσείοντα, στη συμπερίληψη του ονόματος του στη βάση δεδομένων της Interpol, ως καθοριστικού παράγοντα για να χαρακτηριστεί ως απειλή για την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας και να δικαιολογηθεί η έκδοση του επίδικου διατάγματος. Με τον δεύτερο Λόγο Έφεσης, προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις αρχές του ενωσιακού και εσωτερικού δικαίου και συναφώς εσφαλμένα κατέληξε ότι ικανοποιούνται οι νομικές απαιτήσεις του Άρθρου 9 ΣΤ (2) (ε) του Ν. 6(Ι)/2000. Αντικείμενο του τρίτου Λόγου Έφεσης, είναι η μη εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των λόγων ακύρωσης που αφορούν σε παραβιάσεις των διαδικαστικών εγγυήσεων και στην ελλιπή αιτιολογία και ανεπαρκή έρευνα. Με τον τέταρτο Λόγο Έφεσης, υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αντισταθμίστηκαν από το ίδιο το Δικαστήριο οι περιορισμοί που υπέστη ο Εφεσείων στο δικαίωμα του για δίκαιη δίκη. Με τον πέμπτο Λόγο Έφεσης, τίθεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει ουσιαστικά τη συμβατότητα της κράτησης του Εφεσείοντα με το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ και με τον έκτο Λόγο Έφεσης, ότι εσφαλμένα στην ενδιάμεση απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ενέκρινε πλήρως την αίτηση του για αποκάλυψη εγγράφων.
Πριν από την ενασχόληση μας με την εξέταση της βασιμότητας των Λόγων Έφεσης, οι οποίοι λόγω της συνάφειας τους θα τύχουν κοινής εξέτασης, σημειώνουμε ότι κατά την ενώπιον μας ακρόαση της Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη έθεσε ζήτημα σε σχέση με τη δικαιοδοσία ελέγχου ουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί διαταγμάτων κράτησης εκδιδόμενων κατ' εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 9 ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000. Πρόκειται για ζήτημα δημοσίας τάξης, το οποίο εξετάζεται και αυτεπάγγελτα (βλ. Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579), παρά το γεγονός ότι τέθηκε πρωτόδικα και απερρίφθη.
Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, έχει επιλύσει το ζήτημα. Πρόκειται για τις αποφάσεις επί των Εφέσεων κατά Αποφάσεων Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, στην Mondeke v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 43/2021, ημερομηνίας 20/1/2022 και Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 17/2021, ημερομηνίας 21/9/2021. Αποφασίστηκε ο διττός ρόλος του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, το οποίο εξετάζει τόσο τη νομιμότητα όσο και στην ουσία την ορθότητα της διοικητικής ενέργειας ως προς την κράτηση αιτούντος ασύλου δυνάμει του Άρθρου 9 ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000.
Επί της ουσίας των επιχειρημάτων της ευπαίδευτης συνηγόρου για τον Εφεσείοντα διαπιστώνουμε τα ακόλουθα:
Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε στη βάση του Άρθρου 9 ΣΤ (2) (ε) του Ν. 6(Ι)/2000, για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας.
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ankit και Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, Αρ. 29/2021, ημερομηνίας 4/10/2021, λέχθηκε ότι η προστασία της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας αποτελεί σκοπό του Άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ και ότι η κράτηση ατόμων σε τέτοια περίπτωση αποτελεί πρόσφορο μέτρο για την προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του ατόμου επιβάλλει.
Μεταφέρεται σχετικό απόσπασμα από την υπό αναφορά απόφαση:
«Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η προστασία της δημόσιας τάξης όπως και της εθνικής ασφάλειας αποτελεί το σκοπό του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ. Η κράτηση ατόμου σε τέτοια περίπτωση αποτελεί μέτρο πρόσφορο για την προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του ατόμου επιβάλλει (βλ. J. N. v. Staatssecretaris van Veilingheiden Justitie 15/2/2016 C- 601/15/PPU σκέψεις 49-50).
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν στις πρόσφατες υποθέσεις Al Lakoud (ανωτέρω) και χχχ Alabdalla v. Δημοκρατίας Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 81/2019, ημερομηνίας 20/7/2021, όπου τονίστηκε ότι το άρθρο 8(3)(ε) της Οδηγίας 2013/13/ΕΕ δεν παραβιάζει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει το άρθρο 5(1)(στ) της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 4(2) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ένωση «......σέβεται τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε τις λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας.»
Στην υπό εξέταση περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τους προβληθέντες από τον Εφεσείοντα λόγους ακύρωσης, οι οποίοι συμπίπτουν σε γενικές γραμμές με τους Λόγους Έφεσης, αναφέρθηκε καταρχάς στο ζήτημα της αποκάλυψης των εμπιστευτικών εγγράφων και της ενδιάμεσης απόφασης του ημερομηνίας 7/5/2020 και σημείωσε ότι το Δικαστήριο έχει πρόσβαση σε όλα τα σχετικά έγγραφα που αφορούν την περίπτωση του Εφεσείοντα, έχοντας τη δυνατότητα να ερευνήσει ότι κρίνει αναγκαίο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα.
Σημείωσε επίσης, ότι έχουν κοινοποιηθεί στον Εφεσείοντα στοιχεία με βάση τα οποία το αρμόδιο όργανο τον είχε κρίνει ως άτομο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους καθώς και ότι επετράπη στον Εφεσείοντα, μέσω της μαρτυρίας του να παρουσιάσει τις θέσεις του και να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Στα πλαίσια αυτά, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση των στοιχείων που εβρίσκοντο ενώπιον του, και των ισχυρισμών που οι δύο πλευρές είχαν προβάλει.
Ειδικότερα, απορρίπτοντας τη θέση του Εφεσείοντα περί εσφαλμένων αναφορών της Εφεσίβλητης αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία που περιέβαλλαν τον Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:
«Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ισχυρίζεται πως οι Καθ'ων η αίτηση προβαίνουν σε εσφαλμένες αναφορές σε σχέση με το ότι ο αιτητής δεν παρέμεινε στα κατεχόμενα για περίπου δύο έτη αλλά για τρία έτη πράγμα που προκύπτει ρητά και από την κατάθεσή του αιτητή την οποία είχαν ενώπιον τους. Επίσης, η συνήγορος του αιτητή αναφέρει πως ο αιτητής δεν ήταν δάσκαλος από το 1992, εφόσον τότε φοιτούσε στο σχολείο και ήταν μόλις 16 χρονών. Προσθέτει η κυρία Χαρίτου πως ο αιτητής ούτε δίδασκε τον γκιουλενισμό στα σχολεία αφού δεν υπάρχει τέτοιο μάθημα, ούτε είναι ακροδεξιάς όπως εσφαλμένα κατά την εισήγηση της αναφέρουν οι Καθ'ων η αίτηση αλλά είναι μέλος του κινήματος Fethullah Gulen.
Τα πιο πάνω στοιχεία έχουν παρουσιαστεί ενώπιον μου μετά από σχετικό αίτημα του αιτητή και λαμβάνονται υπόψη ως ο αιτητής τα έχει παρουσιάσει. Ο χρόνος αναχώρησης του αιτητή από το Τουρκμενιστάν επιβεβαιώνονται και από τα στοιχεία που βρίσκονται στους διοικητικούς φακέλους, όπως επίσης και ο χρόνος που αναφέρει ότι παρέμεινε στα κατεχόμενα. Οι τυχόν εσφαλμένες αναφορές και/ή τυπογραφικά λάθη των γεγονότων που παρουσιάζονται στην ένσταση δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ακυρότητα εφόσον ούτως ή άλλως είναι στοιχεία που ο ίδιος ο αιτητής παρουσίασε ενώπιον μου, αλλά διασταυρώνονται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Και οι δύο πλευρές προβαίνουν σε ισχυρισμούς σε σχέση με τις πεποιθήσεις του αιτητή ως μέλος του κινήματος Fethullah Gulen. Από τη μία η δικηγόρος του αιτητή παρουσιάζει στοιχεία που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του αιτητή και από την άλλη η πλευρά των καθ'ων η αίτηση αμφισβητεί τις θέσεις του αιτητή υποβάλλοντας κάποια ερωτήματα, όπως για παράδειγμα πώς ταξίδεψε στην Τουρκία και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη ενώ δήλωσε οπαδός του Γκιουλέν, ή για το εάν δεν γνώριζε για τις μαζικές διώξεις των Γκιουλενιστών.
Τα ερωτήματα της συνηγόρου των καθ'ων η αίτηση, εύλογα ή μη, σίγουρα δεν μπορούν να ενοχοποιήσουν με οποιοδήποτε τρόπο τον αιτητή εφόσον βασίζονται σε υποθέσεις. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του γεγονότα, έγγραφα και μαρτυρία που βρίσκονται ενώπιον του και όχι υποθετικά ερωτήματα. Εν πάση περιπτώσει εάν οι Καθ'ων η αίτηση είχαν αμφιβολίες για τους ισχυρισμούς του αιτητή είχαν υποχρέωση να του υποβάλουν σχετικές ερωτήσεις και να τον κρίνουν στη βάση των απαντήσεών του.
Το ζήτημα που παρουσιάζει ο αιτητής σε σχέση με την πολιτική του ιδιότητα ως μέλος του κινήματος Fethullah Gulen είναι πολύ λεπτό και δεν μπορεί να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο με λεπτομέρεια, εφόσον ο ισχυρισμός του αιτητή είναι πολύ σοβαρός και η οποιαδήποτε κρίση επί του ζητήματος αυτού πρέπει να γίνει στα πλαίσια της εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας.
Τα στοιχεία που παρουσίασε ο αιτητής τα έλαβα υπόψη μου για να αποφασίσω για τη νομιμότητα και ορθότητα του διατάγματος κράτησης του και είναι στοιχεία, βεβαίως, που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από τις αρμόδιες αρχές τόσο κατά τη διαδικασία επανεξέτασης του διατάγματος κράτησης, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο, όσο και ενώπιον των αρμόδιων αρχών όταν εξεταστεί το αίτημα ασύλου του αιτητή, αφού όπως έχω αναφέρει, τα όσα ο αιτητής παρέθεσε ενώπιον μου είναι σοβαρά και χρήζουν λεπτού χειρισμού.
Αυτό που εξετάζεται στην παρούσα περίπτωση είναι εάν τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον μου αφορούν τον αιτητή προσωπικά. Όντως τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου αφορούν προσωπικά τον αιτητή εφόσον το όνομά του, η φωτογραφία του, η ημερομηνία γέννησής του, η καταγωγή του και όλες οι λεπτομέρειες που αναφέρονται στα στοιχεία που έχω ενώπιον μου αφορούν το πρόσωπο του αιτητή. Ως εκ τούτου ο πρώτος προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται».
Στη συνέχεια, εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα περί παραβίασης των σχετικών Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της παράβασης της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, της ανεπαρκούς έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας, καθώς επίσης και της υποχρέωσης για τη στάθμιση μεταξύ, αφενός του επιδιωκόμενου σκοπού της εθνικής ασφάλειας και αφετέρου της βαρύτητας στην επέμβαση στο δικαίωμα στην ελευθερία ως μέτρου κράτησης.
Αφού αναφέρθηκε στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την κράτηση των αιτούντων ασύλου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (Κατευθυντήρια Οδηγία 4.1.3) και στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως διασφαλίζουσες τη νομιμότητα της προστασίας του κράτους απέναντι σε άτομα επικίνδυνα για την εθνική ασφάλεια του κράτους και αφού παρέθεσε σχετική νομολογία του ΔΕΕ (βλ. ενδεικτικά C-430/10, Gaydarov κατά Direktor na Glavna direktsia «Ohranitelna politsia» pri Ministerstvo na vatreshnite raboti, σκέψη 32, ημερομηνίας 17/11/11, C33-07, Ministerul Administratiei si Internelor -Directia Generala de Pasapoarte Bucuresti κατά Gheorghe Jipa, ημερομηνίας 10/7/2008), το οποίο αποδέχεται πως η έννοια της απειλής της εθνικής ασφάλειας του κράτους μπορεί να καθοριστεί από το κάθε μέλος, αρκεί αυτή να προϋποθέτει την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής σε βάρος θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, κατέληξε ως εξής:
«Η επίκληση της εθνικής ασφάλειας του κράτους έχει σοβαρή επίδραση στα πρόσωπα που κρατούνται για το λόγο αυτό. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το στοιχείο οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να είναι πολύ προσεκτικές στην έκδοση διαταγμάτων κράτησης.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως το όνομα του αιτητή βρίσκεται στη βάση δεδομένων της Ιντερπολ. Οι πληροφορίες που αφορούν τη βάση δεδομένων φαίνεται να είναι αναγκαίο να παραμείνουν εμπιστευτικές μετά από υπόδειξη των Κεντρικών Γραφείων της Ιντερπολ. Με βάση το Resolution No. 9 της Ιντερπολ στο οποίο παραπέμπει και το Κεντρικό Γραφείο της Ιντερπολ σε σχετική αλληλογραφία και μέσω των στοιχείων που βρίσκονται ενώπιον μου και λήφθηκαν υπόψη από το αρμόδιο όργανο, καθορίζεται πως τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι το καθεστώς του πρόσφυγα δεν πρόκειται να το καταχραστούν εγκληματίες και τρομοκράτες, δράστες, διοργανωτές ή διαμεσολαβητές τρομοκρατικών πράξεων.
Συνεπώς, θα πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για επεξεργασία δεδομένων προκειμένου να αποτραπεί η κατάχρηση του καθεστώτος του πρόσφυγα. Παράλληλα όμως πρέπει να προστατεύονται και τα δικαιώματα των αιτητών ασύλου και/ή προσφύγων για να μπορούν να προστατευτούν με αυτό τον τρόπο τα άτομα που έχουν ανάγκη προστασίας από την χώρα καταγωγής τους. Οι πληροφορίες που αντάλλαξαν οι αρμόδιες αρχές της χώρας μας με τα κεντρικά γραφεία της Ιντερπολ φαίνεται να καθορίζονται από την Ιντερπολ ως αυστηρώς εμπιστευτικές και γι'αυτό το λόγο δεν αποκαλύφθηκαν. Από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου προκύπτει πως ο αιτητής συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια του κράτους. Όλα τα έγγραφα που βρίσκονται ενώπιον μου συμπεριλαμβανομένης της βάσης δεδομένων αλλά και της σχετικής αλληλογραφίας αλλά και όλα τα υπόλοιπα έγγραφα αφορούν προσωπικά τον αιτητή.
Τα έγγραφα της Interpol αλλά και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον μου, αφορούν προσωπικά τον αιτητή. Η Interpol μπορεί να διαβιβάζει στοιχεία που είναι απολύτως αναγκαία για την διασφάλιση ουσιωδών συμφερόντων των κρατών μελών, με στόχο την αποτροπή του επικείμενου κινδύνου και υπαγορεύει στα κράτη μέλη πως πρέπει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να μην γίνεται κατάχρηση του καθεστώτος των προσφύγων.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτητής συγκέντρωσε στο πρόσωπο του χαρακτηριστικά που τον καθιστούν άτομο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους. Τα απόρρητα έγγραφα που έχω ενώπιον μου, είναι στοιχεία που αναδεικνύουν άτομο που κρίνεται επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια».
Σε σχέση με τις αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας του μέτρου κράτησης, αφού αναφέρθηκε σε νομολογία του ΔΕΕ και στον σκοπό της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, σημειώνοντας ότι στη βάση αυτών για να κριθεί άτομο ότι αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, θα πρέπει να προκύπτει μετά από την ατομική συμπεριφορά του αιτητή ασύλου και μετά από εξατομικευμένη αξιολόγηση, κατέληξε ως ακολούθως:
«Στη βάση των στοιχείων που είχαν ενώπιον τους οι Καθ'ων η αίτηση, επέλεξαν το κατάλληλο εκείνο μέτρο προς διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας του κράτους. Είναι κατά την κρίση μου δεδομένο, πως η προστασία που παρέχεται από τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτει όρια τα οποία δεν αποστερούν από τα κράτη μέλη την χρήση περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση απειλής της εθνικής ασφάλειας του κράτους.
Επομένως, η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ενσωματώνεται στο εθνικό δίκαιο επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να σέβονται τους αιτητές ασύλου και να διαφυλάττουν τα δικαιώματά τους, ενώ παράλληλα επιβάλλει σε περιπτώσεις που άτομο συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή, το κράτος να διαφυλάξει την ασφάλειά του, επιλέγοντας το κατάλληλο μέτρο προς αποφυγή κινδύνου, ως έχω αναλύσει και ανωτέρω.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα έχω ήδη αναφέρει, διαπιστώνω πως τα ενδεικνυόμενα εναλλακτικά μέτρα που καθορίζονται στο άρθρο 9 Στ (3) του Ν. 6(1)2000, δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τον επιδιωκόμενο σκοπό που δεν είναι άλλος από την προστασία της εθνικής ασφάλειας του κράτους.
Ενόψει των όσων έχω επεξηγήσει, δεν προκύπτει παραβίαση του άρθρου 9 (Στ) (2) (ε), του Ν. 6(1)2000 και των σχετικών Οδηγιών από το αρμόδιο όργανο. Κρίνω ότι οι Καθ'ων η αίτηση προέβησαν στη δέουσα έρευνα ως όφειλαν και δεν παραβίασαν την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται».
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα περί ανεπαρκούς έρευνας και αιτιολογίας, διαπιστώνουμε ότι αυτοί εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο ορθά και κατά την δική μας άποψη, έκρινε ότι υπάρχει εν προκειμένω η απαιτούμενη αιτιολογία στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου, η οποία συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (βλ. Ankit (ανωτέρω)).
Απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι η κράτηση του βρίσκεται εκτός των προνοιών του Άρθρου 5 (1) (στ) της ΕΣΔΑ, αλλά και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε νομολογία του ΔΕΕ, με ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση C-601/15, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σύμφωνα με την οποία η κράτηση ατόμων σε περιπτώσεις όπως η επίδικη, αποτελεί μέτρο πρόσφορο για την προστασία του κοινού από ενδεχόμενο κίνδυνο που η συμπεριφορά του ατόμου επιβάλλει.
Κρίνουμε, ότι λόγω της επάρκειας με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε τα εγερθέντα ζητήματα, δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασής μας. Δεν έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε ικανό το οποίο να κατατείνει ότι η κράτηση του Εφεσείοντα παραβιάζει τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας ενώπιον του όλα τα σχετικά έγγραφα τα οποία ο Εφεσείων αιτείτο να αποκαλυφθούν, τον υποκατέστησε στην άσκηση των δικαιωμάτων του, διασφαλίζοντας τα δικαιώματα του σε δίκαιη δίκη και αποτελεσματική δικαστική προστασία. Προκύπτει δε, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στη μελέτη των απόρρητων εγγράφων και διαπίστωσε μετά από στάθμιση, αφενός της ανάγκης διατήρησης της δημόσιας ασφάλειας και αφετέρου της ανάγκης γνωστοποίησης των εγγράφων στον Εφεσείοντα, ότι αφορούσαν πληροφορίες που άπτοντο της δημόσιας ασφάλειας και ότι ήταν πληροφορίες διαβαθμισμένες ως απόρρητες και δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν στο Εφεσείοντα.
Συναφώς, δεν ευσταθεί η θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε για την εξαγωγή συμπερασμάτων ότι ο Εφεσείων συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια του κράτους, στη συμπερίληψη του ονόματος του στη βάση δεδομένων της Interpol. Δεν είναι μόνο στη βάση αυτού που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στη πιο πάνω διαπίστωση, αλλά όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη Απόφαση, μετά από μελέτη και στάθμιση όλων των εγγράφων και σχετικής αλληλογραφίας που είχαν τεθεί ενώπιον του "συμπεριλαμβανομένης της βάσης δεδομένων".
Πρόσθετα, προκύπτει ότι κοινοποιήθηκαν στον Εφεσείοντα ικανοποιητικά στοιχεία με τα οποία κρίθηκε από τις αρμόδιες αρχές άτομο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια του κράτους, όπως επίσης επετράπη στον Εφεσείοντα μέσω της μαρτυρίας του να παρουσιάσει τις θέσεις του. Κατά συνέπεια, έχει διασφαλιστεί το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη και δεν έχουν παραβιαστεί οι διαδικαστικές εγγυήσεις.
Ούτε βεβαίως ευσταθεί η θέση του Εφεσείοντα ότι έπρεπε να είχε εγκριθεί πλήρως η αίτηση του για αποκάλυψη εγγράφων. Όπως έχει λεχθεί στην Allakoud και Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2020, ημερομηνίας 8/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:A232, με παραπομπή σε σχετική νομολογία:
«Τόσο το ΔΕΕ, όσο και το ΕΔΑΔ, έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα της διασφάλισης στον κρατούμενο του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο και της δίκαιης δίκης, σε συνάρτηση πάντοτε με την ανάγκη προστασίας του εθνικού συμφέροντος, οπόταν και είναι δυνατή η επιβολή περιορισμών στη διεξαγωγή της δίκης, παρά το αντιπαραθετικό σύστημα. Τέτοια περίπτωση μπορεί να προκύψει όταν τα έγγραφα, επί των οποίων το Κράτος δικαιολογεί την κράτηση, αφορούν σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας, η δημόσια αποκάλυψη των οποίων χρήζει προστασίας».
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους απόρρητα έγγραφα δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν στον Εφεσείοντα γιατί αυτά θα έθεταν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του κράτους. Αποκαλύφθηκαν δε στον Εφεσείοντα ικανοποιητικά στοιχεία, που του επέτρεπαν να απαντήσει στα όσα του κατελογίζοντο και συνεπώς είχε πρόσβαση σε αντισταθμιστικές διαδικασίες που του εξασφάλιζαν τα δικαιώματά του.
Υπό το φως των ανωτέρω, μας βρίσκει σύμφωνους η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κράτηση του Εφεσείοντα, η οποία λήφθηκε τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, εδικαιολογείτο για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €3000 έξοδα, υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 21/2020)
8 Δεκεμβρίου, 2023
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
MERDAM JUMAYEV
Εφεσείοντα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητης.
-----------------------------
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Π. Χαραλάμπους (κα) και Α. Αχιλλέως (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
-----------------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
(ΔΙΪΣΤΑΜΕΝΗ)
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Με κάθε σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, θα αποδεχόμουν την έφεση για τους εξής λόγους:
Στην εφεσιβαλλόμενη απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει πως έχει ικανοποιηθεί για το ότι ο Εφεσείων/Αιτητής συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, ώστε να νομιμοποιείται η κράτησή του για λόγους εθνικής ασφάλειας, στη βάση του Άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του Νόμου 6(Ι) του 2000.
Μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι τα πραγματικά δεδομένα, τα οποία δικαιολογούν αυτή την πρωτόδικη κρίση, είναι αυτά που περιφραστικά αναφέρονται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, ήτοι το γεγονός ότι ο Εφεσείων/Αιτητής είναι καταχωρημένος στη βάση δεδομένων της Interpol ως εμπλεκόμενος σε υποθέσεις τρομοκρατίας, χωρίς όμως να προσδιορίζεται ονομαστικά η τρομοκρατική οργάνωση με την οποία ο Εφεσείων/Αιτητής θεωρείται ότι συσχετίζεται.
Στις διευκρινίσεις ημερ. 24.4.2020 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης/Καθ'ης η Αίτηση αναφέρει ότι πληροφόρησε την πλευρά του Εφεσείοντα/Αιτητή για ότι η Εφεσίβλητη/Καθ'ης η Αίτηση τον θεωρεί μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης, όχι όμως γιατί ο ίδιος δηλώνει μέλος του κινήματος του γκιουλενισμού (που είναι ο λόγος για τον οποίο ο ίδιος θεωρεί ότι καταδιώκεται πολιτικά).
Στα γεγονότα της πρωτόδικης αίτησης ακύρωσης, ο ίδιος ο Εφεσείων/Αιτητής αναφέρει πως -κατόπιν της από πλευράς του υποβολής αίτησης για διεθνή προστασία- οι αστυνομικές αρχές του υπέβαλαν ερωτήσεις σχετικά με συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση. Αφού, λοιπόν, οι αρχές υπέβαλαν στον Εφεσείοντα/Αιτητή τέτοιου είδους ερωτήσεις, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί το εμμέσως εξυπακουόμενο δεν μπορούσε να δηλωθεί ρητώς ως ο πραγματικός λόγος (αν είναι όντως αυτός) επί του οποίου ερείδετο η κράτησή του, ώστε ο Εφεσείων/Αιτητής να δύναται να εστιάσει τα επιχειρήματά του επί τούτου, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με κάθε σεβασμό, η διαφαινόμενη παράλειψη ρητής ενημέρωσης του Εφεσείοντα/Αιτητή τουλάχιστον για το ποια είναι η επίμαχη τρομοκρατική οργάνωση, είτε από τη Διοίκηση κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης είτε κατά την εκδίκαση της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου Προσφυγής, θεωρώ ότι δεν συνάδει με τα εχέγγυα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε σε σχέση με την έκδοση του διατάγματος κράτησης από τη Διοίκηση είτε σε σχέση με το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
Ως προς το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης, αυτό απλά αναφέρει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 9ΣΤ του Νόμου 6(I) του 2000 ώστε ο Εφεσείων/Αιτητής να τελεί υπό κράτηση και ότι η κράτηση απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας.
Προδήλως, είναι ανεπαρκής η αιτιολογία η οποία απλώς επαναλαμβάνει τη διατύπωση των εκ του νόμου τιθέμενων κριτηρίων, χωρίς να εξειδικεύει την εφαρμογή τους στη συγκεκριμένη περίπτωση (Χ" Γεωργίου v. Δημοκρατίας, (2015) 3 Α.Α.Δ. 203) και δεν ικανοποιεί την απαίτηση του Άρθρου 9ΣΤ(5) του Νόμου 6(I) του 2000 για παράθεση ‑επί του ίδιου του διατάγματος κράτησης‑ των πραγματικών λόγων κράτησης (και όχι μόνο των νομικών).
Ως προς το δικαίωμα δίκαιης δίκης, το Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ο Χάρτης»), σε συνδυασμό με διάταξη Οδηγίας η οποία απαιτεί δικαστικό έλεγχο (δυσμενούς για τον διοικούμενο) διοικητικής πράξης, απαιτούν σωρευτικώς τον σεβασμό του διατάγματος άμυνας του διοικούμενου, κατά τρόπο ώστε αυτός να δικαιούται (όταν εγείρεται σε βάρος του θέμα εθνικής ασφάλειας) την αποκάλυψη (στον ίδιο ή τον νομικό του σύμβουλο) του ουσιαστικού περιεχομένου των λόγων στους οποίους βασίστηκε η σε βάρος του επίδικη διοικητική απόφαση· συνάγεται ότι, το να έχει στη διάθεσή του το εκδικάζον Δικαστήριο τις διαβαθμισμένες πληροφορίες και να τις εξετάζει εκ μέρους του προσφεύγοντος, δεν συνιστά επαρκή σεβασμό του δικαιώματος υπεράσπισης του τελευταίου, καθότι πρέπει να του δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί εξ ίδιων (ή μέσω του νομικού του συμβούλου) επί των ουσιαστικών στοιχείων για τα οποία η Διοίκηση έλαβε απόφαση σε βάρος του, ως έχει διασαφηνίσει το ΔΕΕ με την απόφασή του ημερ. 22.9.2022 επί της Υπόθεσης C‑159/21 GM, σκέψεις 51 και 58.
Εν προκειμένω, με την ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 7.5.2020, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως σκόπιμη την απόκρυψη διαβαθμισμένων εγγράφων από τον Εφεσείοντα/Αιτητή, διότι με την πρόσβασή του σε αυτά δυνατό να αποκαλυπτόταν ο τρόπος άντλησης ή/και χειρισμού πληροφοριών από τις κρατικές αρχές, ως εκ τούτου, αποφάσισε το ίδιο το Δικαστήριο να υπεισέλθει στη θέση του Εφεσείοντα/Αιτητή, έχοντας το ίδιο πλήρη πρόσβαση σε όλα τα διαβαθμισμένα έγγραφα.
Εκτιμώ ότι, ενεργώντας τοιουτοτρόπως, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβη το δικαίωμα δίκαιης δίκης το οποίο τυγχάνει εγγύησης από το Άρθρο 47 του Χάρτη και το οποίο Άρθρο τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 51.1 του Χάρτη (απόφαση ΔΕΕ ημερ. 22.6.2023 επί της Υπόθεσης C‑660/21 Κ.Β. και F.S. σκέψη 40), δεδομένου ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης θεσπίστηκε βάσει εναρμονιστικής διάταξης, ήτοι του Άρθρου 9ΣΤ του Νόμου 6(I) του 2000 το οποίο ενσωματώνει τα Άρθρα 8 έως 11 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ.
Κατά τη γνώμη μου, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να μεριμνήσει ώστε ο Εφεσείων/Αιτητής (ή ο νομικός του σύμβουλος) να είχε πρόσβαση τουλάχιστον στο ουσιαστικό περιεχόμενο των λόγων στους οποίους βασίστηκε το επίδικο διάταγμα κράτησης, με οποιονδήποτε από τους προς τούτο προσφερόμενους τρόπους, όπως η παροχή στον Εφεσείοντα/Αιτητή περίληψης του ουσιαστικού περιεχόμενου των διαβαθμισμένων εγγράφων ή η παροχή σε αυτόν των ίδιων των εγγράφων, με απόκρυψη των εμπιστευτικών/απόρρητών τους σημείων.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.