ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 118/2019)
15 Δεκεμβρίου, 2023
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΛΜΥΡΟ-ΓΛΥΚΟ ΚΡΕΠΕΡΙ ΛΤΔ
Εφεσείουσα,
v.
1) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2) ΕΦΟΡΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Π. Παπαπέτρου (κα),για ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την Εφεσείουσα.
Σ. Καρασαμάνης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
-------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
-------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Πρωτοδίκως η εφεσείουσα αμφισβήτησε, με την Προσφυγή Αρ. 940/2016, τη νομιμότητα απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 17.5.2016. Μ' αυτήν απορρίφθηκε ένσταση της εφεσείουσας, υποβληθείσα με επιστολή των λογιστών της ημερομηνίας 16.2.2016 και ασκηθείσα δυνάμει του Άρθρου 53 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν. 95(Ι)/2000, ως ίσχυε τότε (εφεξής ο «Νόμος») εναντίον απόφασης του Εφόρου Φορολογίας (εφεξής ο «Έφορος») ημερομηνίας 21.12.2015, όπως απορρίψει αίτημα της εφεσείουσας, υποβληθέν στον Έφορο δια επιστολής των λογιστών της ημερομηνίας 20.5.21015, δυνάμει του Άρθρου 51 του Νόμου, για διόρθωση λάθους υπερπληρωμής εκ μέρους της εφεσείουσας και/ή επιστροφής και/ή συμψηφισμού αχρεωστήτως καταβληθέντος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (εφεξής «Φ.Π.Α.») ύψους €[.]για τη φορολογική περίοδο 2008 έως 2014.
Κατά την εφεσείουσα, το ανωτέρω λάθος προέκυψε από λανθασμένο προγραμματισμό του συντελεστή Φ.Π.Α. συγκεκριμένης ταμειακής της μηχανής, έτσι ώστε αντί να επιβαλλόταν 5% Φ.Π.Α. για κάθε κατ' οίκον παράδοση προϊόντων επιβαλλόταν 8% και 9%. Η απόρριψη του πιο πάνω αιτήματος της εφεσείουσας, αρχικά από τον Έφορο και, μετέπειτα, της σχετικής ένστασης της από τον Υπουργό Οικονομικών εδραζόταν στο σκεπτικό ότι α) η εφεσείουσα δεν εδύνατο να υποβάλει το σχετικό αίτημα της για την περίοδο 1.1.2008 μέχρι 19.08.2012, λόγω του ότι, έχουν παρέλθει τα τρία (3) έτη που προβλέπει ο Νόμος (βλ. Άρθρο 51 (4) και (5) του Νόμου) και, επιπλέον β) αποδοχή της αιτούμενης διόρθωσης και/ή επιστροφής και/ή πίστωσης Φ.Π.Α. θα οδηγούσε σε αθέμιτο πλουτισμό της εφεσείουσας, λόγω της φύσεως της οικονομικής της δραστηριότητας, αφού οι πελάτες της τελευταίας- και όχι η εφεσείουσα- ήταν αυτοί που είχαν καταβάλει το επιπλέον αχρεωστήτως καταβληθέν Φ.Π.Α., στους οποίους αυτό δεν είναι δυνατό, αφού οι σχετικές αποδείξεις είσπραξης δεν φέρουν το όνομα κάθε πελάτη, να επιστραφεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την άνω προσφυγή στην ουσία της, κρίνοντας νόμιμη και ως προϊόν δέουσας έρευνας την επίδικη απόφαση και ορθή την αιτιολογία, η οποία δόθηκε γι' αυτή.
Με την υπό εξέταση έφεση η εφεσείουσα πρόβαλε τέσσερις (4) λόγους έφεσης, οι οποίοι άπτονται της ορθότητας της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου, όσον αφορά στην απόρριψη των θέσεων της εφεσείουσας περί λανθασμένης ερμηνείας του Άρθρου 51 του Νόμου, παράβασης της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ και της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και λανθασμένης ερμηνείας αυτής, καθώς και έλλειψη δέουσας έρευνας. Όλα αυτά, σε σχέση με την εσφαλμένη, κατά την εφεσείουσα, επικύρωση από το πρωτόδικο δικαστήριο της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης ότι αποδοχή του αιτήματος της εφεσείουσας θα οδηγούσε στον αδικαιολόγητο πλουτισμό της.
Όλοι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης, ωστόσο, δύνανται να εξεταστούν μόνο, εάν η προσφυγή και κατ' επέκταση η υπό εξέταση έφεση, έχουν παραδεκτώς ασκηθεί, ζήτημα, το οποίο εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, ανεξαρτήτως αν αυτό εγέρθηκε και εξετάστηκε πρωτοδίκως (βλ. Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 24/19 ΣΙΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, απόφαση ημερομηνίας 26.9.2023 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Όσον αφορά στο παραδεκτό της έφεσης, κατά την διάρκεια της ακρόασης το Δικαστήριο υπέδειξε, πρώτον, στην εφεσείουσα ότι, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση, το μέρος της επίδικης διοικητικής απόφασης που αφορά στο εκπρόθεσμο του αιτήματος της (βλ. ανωτέρω) δυνάμει του Άρθρου 51 του Νόμου (για το διάστημα 1.1.2008 μέχρι 19.08.2012) φαίνεται να έμεινε στο απυρόβλητο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας της επίδικης απόφασης. Ως απάντηση η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσείουσα επεσήμανε ότι, εν πάση περιπτώσει, το αίτημα της επεκτεινόταν μέχρι και τη φορολογική περίοδο του 2014 και, άρα, παραμένει η δυνατότητα ελέγχου της επίδικης απόφασης τουλάχιστον για την εν λόγω περίοδο.
Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο υπέβαλε ερώτημα στην εφεσείουσα, το οποίο άπτεται του θεμελίου του εννόμου συμφέροντος της, αναφορικά με το που προσδιορίζει τη ζημιά της από το λανθασμένο υπολογισμό Φ.Π.Α. αν λαμβάνεται ως δεδομένο ότι, ο επιπλέον λανθασμένα καταβληθείς Φ.Π.Α. (βλ. ανωτέρω) καταβλήθηκε από τους πελάτες της και ότι, αυτή λειτουργούσε στη πράξη ως μεσάζοντας μεταξύ τους και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η απάντηση της εφεσείουσας ήταν συνεπής με όσα ανέπτυξε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση περί τούτου, ήτοι ότι, συνοπτικά, ανεξαρτήτως του ορθού ή λανθασμένου συντελεστή Φ.Π.Α., το οποίο συμπεριλαμβανόταν στη τελική τιμή του πωληθέντος προϊόντος, είτε αυτό καταναλωνόταν στο υποστατικό της είτε εκτός, η τιμή πώλησης παρέμενε η ίδια (για λόγους ανταγωνισμού, ως ισχυρίζεται η εφεσείουσα), με αποτέλεσμα ο τελικός καταναλωτής να μην επηρεαζόταν ούτε να έχει ζημιώσει από το επιπλέον λανθασμένα καταβληθέν Φ.Π.Α., αλλά στην πραγματικότητα μόνο αυτή, η οποία είναι και εκείνη που το κατέβαλλε στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η θέση της εφεσίβλητης είναι επί του πιο πάνω ζητήματος εκ διαμέτρου αντίθετη. Υποστηρίζει ότι, η εφεσείουσα επέβαλλε στους πελάτες της τον συντελεστή Φ.Π.Α., τον οποίο υπολόγιζε (λανθασμένα) η ταμειακή μηχανή της εφεσείουσας-αφού η σχετική απόδειξη είσπραξης που ελάμβαναν οι πελάτες περιλάμβαναν τον Φ.Π.Α. που χρεωνόταν - και, συνεπώς, αυτοί είναι που τον κατέβαλαν και όχι η εφεσείουσα. Ο υπολογισμός του Φ.Π.Α. δεν λαμβάνεται υπόψη στον προσδιορισμό του κέρδους μιας επιχείρησης.
Εξετάσαμε τα ανωτέρω με τη δέουσα προσοχή.
Καταρχάς είναι σαφές, ότι, το μέρος της νομιμότητας της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης για απόρριψη της ένστασης της εφεσείουσας, όσον αφορά στο φορολογικό διάστημα 1.1.2008 έως 19.8.2012, δεν αμφισβητήθηκε από την εφεσείουσα. Ως εκ τούτου, ισχύει, η νομιμότητα της απόρριψης της ένστασης της εφεσείουσας για την εν λόγω φορολογική περίοδο, η οποία παραμένει αλώβητη και ανέλεγκτη, ανεξαρτήτως από την επικουρική αυτής αιτιολογία περί αδικαιολόγητου χρηματισμού της εφεσείουσας, σε περίπτωση που ετύγχανε εγκρίσεως η ένσταση της (βλ. Άρθρο 32 του Ν.158(Ι)/1999).
Για την υπόλοιπη φορολογική περίοδο μέχρι και το έτος 2014, είναι, με βάση τα ενώπιον μας δεδομένα, σαφές ότι, το επιπλέον Φ.Π.Α., το οποίο αχρεωστήτως καταβλήθηκε και το οποίο με την ένσταση της εφεσείουσας επιχειρήθηκε η ανάκτηση και/ή συμψηφισμός του και/ή διόρθωση του, καταβλήθηκε από τους πελάτες της εφεσείουσας και όχι από την εφεσείουσα, η οποία απλώς, λειτουργώντας ως μεσάζοντας, το κατέβαλε αργότερα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αυτό αφού, οι αποδείξεις που εκδίδονταν για την αγορά των προϊόντων προς τους πελάτες συμπεριλάμβαναν Φ.Π.Α. και η συγκεκριμένη ταμειακή μηχανή και/ή λογισμικό πρόγραμμα αυτής, ως η ίδια η θέση της εφεσείουσας (βλ. και συνημμένη επιστολή (email) ημερομηνίας 21.1.2015 στην επιστολή της εκ μέρους της εφεσείουσας προς την εφεσίβλητη ημερομηνίας 20.5.2015, βλ. και ανωτέρω στα γεγονότα), επέβαλε 8% και 9% Φ.Π.Α. για κάθε κατ' οίκον παράδοση προϊόντων αντί 5%, το οποίο κατέβαλαν οι πελάτες της εφεσείουσας. Σε τέτοια περίπτωση, ο ενιστάμενος, εδώ η εφεσείουσα, στερείται εννόμου συμφέροντος να επιδιώκει με προσφυγή την αμφισβήτηση της νομιμότητας απόφασης, η οποία λαμβάνεται με βάση το Άρθρο 51 του Νόμου, αφού το έννομο συμφέρον της κρίνεται σε σχέση με το ποιος κατέβαλε το εν λόγω επιπλέον Φ.Π.Α. και όχι ποια, ενδεχόμενα, θα ήταν η εμπορική της επιλογή σε σχέση με τον καθορισμό της τιμής-κέρδους του προϊόντος, αν το καταβληθέν Φ.Π.Α επιβαλλόταν στο ορθό ύψος. Ως κρίθηκε, σχετικά, πολύ πρόσφατα στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 6.12.2023 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 105/2017 ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ KRÜGER - CYBARCO κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α. (με δικές μας υπογραμμίσεις):
«.Στα πλαίσια αυτών των λόγων Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε πως η ως άνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντίθετη με τα Άρθρα 5(2), 6, 51, 51(Α), 52(Α)(ia) και 54 του Ν.95(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε, ως και το Άρθρο 1 του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου, τα οποία παρέχουν ρητά το δικαίωμα στο υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, δηλ. στους Εφεσείοντες 1, να υποβάλουν αίτημα για επιστροφή του φόρου. Τούτο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του, ανεπίτρεπτα αδρανοποίησε ή κατάργησε το Νόμο, ως και το δικαίωμα του υποκείμενου στο φόρο προσώπου, να διεκδικεί επιστροφή ΦΠΑ που κατέβαλε, χωρίς αυτός να είναι οφειλόμενος.
Εξετάσαμε με κάθε προσοχή τις σχετικές εισηγήσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων, τις οποίες προέβαλε τόσο πρωτόδικα, όσο και ενώπιον μας. Αυτές δεν μας βρίσκουν σύμφωνους, για τους πιο κάτω λόγους:
Σύμφωνα με το Άρθρο 6(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 2000 (95(Ι)/2000) όπως τροποποιήθηκε:
«6.—(1) Υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο είναι κάθε πρόσωπο που είναι εγγεγραμμένο ή που απαιτείται να είναι εγγεγραμμένο με βάση τον παρόντα Νόμο.»
Σ' ό,τι αφορά την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ, σχετικό είναι το Άρθρο 51(1)(2)(3), το οποίο ορίζει ως ακολούθως:
«51.—(1) Εάν οποιοδήποτε πρόσωπο έχει (είτε πριν είτε μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου) καταβάλει ποσό στον Έφορο ως Φ.Π.Α. το οποίο δεν ήταν Φ.Π.Α. οφειλόμενος, τότε ο Έφορος είναι υπόχρεος να επιστρέψει στο πρόσωπο αυτό το εν λόγω ποσό.
(2) Ο Έφορος είναι υπόχρεος να επιστρέψει ποσό δυνάμει του παρόντος άρθρου μόνο αν υποβληθεί σχετική απαίτηση.
(3) Ο Έφορος δύναται να αρνηθεί να ικανοποιήσει απαίτηση δυνάμει του παρόντος άρθρου αν η επιστροφή οποιουδήποτε ποσού θα πλούτιζε αδικαιολόγητα το πρόσωπο που υποβάλλει την απαίτηση.»
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι Εφεσείοντες 1 επέβαλλαν ΦΠΑ επί των χρεώσεων για τις υπηρεσίες που παρείχαν στους Εφεσείοντες 2. Συνεπώς, οι Εφεσείοντες 1 ενεργούσαν ουσιαστικά ως φοροεισπράκτορες, εφόσον κατέβαλλαν τον ΦΠΑ στον Εφεσίβλητο 2, τον οποίο εισέπρατταν από τους Εφεσείοντες 2, όχι όμως για δικό τους όφελος, αλλά εκ μέρους και προς όφελος της Δημοκρατίας και ο οποίος (ΦΠΑ) βάρυνε τελικά, τους τελικούς καταναλωτές, από τους οποίους είχε ήδη εισπραχθεί. Διευκρινίζεται πως οι Εφεσείοντες 2, με βάση το Άρθρο 31 του Νόμου, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δεν θεωρούνται υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, με αποτέλεσμα, να επιβαρύνουν έμμεσα τους δικούς τους πελάτες δηλ. τους καταναλωτές με το κόστος αυτό. Συνακόλουθα, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το κόστος της λανθασμένης επιβολής ΦΠΑ, ουσιαστικά το επωμίσθηκαν οι τελικοί λήπτες των παρεχόμενων υπηρεσιών, που είναι οι καταναλωτές δημότες της Επαρχίας Λεμεσού. Σχετική είναι η υπόθεση C-271/06 Netto Supermarket GmbΗ & Co. OHG v. Finanzamt Malchin ημερ. 21.2.2008 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων και το ακόλουθο απόσπασμα:
«Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, στον τομέα του ΦΠΑ, οι υποκείμενοι στον φόρο ενεργούν ως φοροεισπράκτορες για λογαριασμό του κράτους και προς το συμφέρον του Δημοσίου Ταμείου (βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1993, C-10/92, Balocchi, Συλλογή 1993, σ. Ι-5105, σκέψη 25). Οι προμηθευτές αυτοί είναι υπόχρεοι για την καταβολή του ΦΠΑ ενώ ο φόρος αυτός, ως καταναλωτικός φόρος, βαρύνει, τελικώς, τον τελικό καταναλωτή (βλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2006, C-475/03, Banca popolare di Cremona Συλλογή 2006, σ. Ι-9373, σκέψεις 22 και 28»
Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως οι Εφεσείοντες 1 και 2 δεν είχαν οποιοδήποτε άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον να προωθήσουν την παρούσα προσφυγή, εφόσον αντικείμενο αυτής αποτελεί η είσπραξη ΦΠΑ από τους Εφεσείοντες 1, ο οποίος ήδη εισπράχθηκε από τους τελικούς καταναλωτές των Εφεσειόντων 2, μέσω αυτών και είναι σε συνάρτηση με αυτή την πράξη που πρέπει να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον των Εφεσειόντων. Παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, με το οποίο συμφωνούμε πλήρως, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να προσθέσουμε οτιδήποτε:
«Όλα τα πιο πάνω, φέρνουν στο προσκήνιο το ερώτημα εάν το συμφέρον των αιτητών είναι άμεσο, εάν δηλαδή συνδέεται ευθέως με τους ίδιους και εάν είναι οι ίδιοι οι αιτητές που έχουν υποστεί ζημιά από την προσβαλλόμενη πράξη. Απότοκο τούτου, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον η προσφυγή είναι λυσιτελής και εάν η ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, θα ωφελούσε πρωτίστως τους αιτητές και όχι κάποιους τρίτους.
Μελετώντας προσεκτικά όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και γεγονότα της υπόθεσης, δεν μπορώ να θεωρήσω ότι οι αιτητές, είτε η Κοινοπραξία, είτε το Σ.Α.Λ.Α., έχουν οποιοδήποτε άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον να προωθήσουν την παρούσα προσφυγή. Οι αιτητές, δεν έχουν τεκμηριώσει, ούτε αποδείξει συγκεκριμένη βλάβη που επέρχεται ευθέως και αμέσως από την προσβαλλόμενη, με την παρούσα προσφυγή, απόφαση. Αλλά ούτε και προκύπτει ωφέλεια την οποία θα προσποριστούν οι αιτητές από την ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Θεωρώ ότι υπάρχει απόλυτη διασύνδεση των αποφασισθέντων στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Sportsman Betting Company Ltd ν. Δημοκρατίας (2001) 3Β Α.Α.Δ. 1069 με τα υπό κρίση ζητήματα στην παρούσα προσφυγή. Η εκεί περίπτωση, αφορούσε σε φόρο για συλλογικά στοιχήματα στην οποία κρίθηκε ότι οι αποδέκτες του δεν νομιμοποιούνταν να ασκήσουν την προσφυγή, καθότι ο φόρος επιβάρυνε τους συμμετέχοντες στο στοίχημα και οι αποδέκτες ενεργούσαν απλά ως εισπράκτορες του φόρου.
Παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα από την Sportsman Betting Company Ltd (ανωτέρω):
«Μια προσεκτική εξέταση των προνοιών των άρθρων 4(δ) και 8(2) του Νόμου 75(Ι)/97 υποδεικνύει ένα σημαντικό στοιχείο που δεν μπορεί να παραβλεφθεί μέσα στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Ότι δηλαδή η χρέωση του 25% επιβαρύνει τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο στοίχημα και ότι οι αποδέκτες ενεργούν απλά ως εισπράκτορες του πιο πάνω ποσοστού προς όφελος της Δημοκρατίας. Το ποσοστό του 25% εισπράττεται από τον αποδέκτη όχι προς δικό του όφελος ή λογαριασμό αλλά εκ μέρους και προς όφελος της Δημοκρατίας. Είναι ορθό ότι το θέμα εξετάστηκε πρωτόδικα και δεν αποτελεί λόγο έφεσης. Η σημασία του όμως στη όλη εξέλιξη της διαδικασίας της έφεσης μας έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι μπορούμε να το εξετάσουμε αυτεπάγγελτα. Μέσα δε στο σύνολο των γεγονότων που έχουμε περιγράψει πιο πάνω κρίνουμε ότι η εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει τις επίδικες αποφάσεις της Διοίκησης. Αν η προσφυγή γινόταν αποδεκτή αυτό θα σήμαινε ότι η εφεσείουσα μπορούσε να οικειοποιηθεί τα διάφορα ποσά που είσπραξε από τους πελάτες της, που βεβαίως ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία. Όπως έχουμε σημειώσει από την αρχή εκείνο που προσβάλλεται είναι η είσπραξη των ποσών από τους καθ'ων η αίτηση, χρημάτων που είχαν ήδη εισπραχθεί από την εφεσείουσα από πελάτες της που είχαν συμμετάσχει σε στοιχήματα, και βεβαίως είναι σε συνάρτηση προς αυτή την πράξη που πρέπει να θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον της και όχι γενικά προς τις δυνητικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του νόμου, αφηρημένα.»
Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και μεταγενέστερα, στις Α.Ο.Μ.Μ. Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ ν. Δήμου Στροβόλου (2008) 3 Α.Α.Δ. 291, Α.Ε. 71/2008 Δήμος Στροβόλου ν. Α.Ο.Μ.Μ. Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ, ημερομηνίας 9.1.2014,D.J. Karapatakis & Sons Ltd ν. Δήμου Στροβόλου (2009) 4Α Α.Α.Δ. 143, Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού ν. Δήμου Στροβόλου, υπόθ. αρ. 1516/2012, ημερομηνίας 30.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:D470, ECLI:CY:AD:2015:D470.
Με το ίδιο ακριβώς ζήτημα ασχολήθηκε και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 66/2010, Τσιμεντοποιία Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.6.2015, από την οποία μεταφέρω το ακόλουθο σχετικό απόσπασμα:
«Η ύπαρξη έννομου και άμεσου συμφέροντος αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για προσβολή διοικητικής πράξης. Ο αιτητής πρέπει να πιθανολογήσει το έννομο συμφέρον του. (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 A.A.Δ. 73). Όπως αναφέρει ο Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η Έκδοση, στη σελίδα 577:
«.προσφυγή μπορεί να ασκήσουν μόνον εκείνοι που μπορούν εύλογα να ισχυριστούν (πιθανολογήσουν) ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει έννομο συμφέρον τους.»
Το έννομο συμφέρον πρέπει να προσδιορίζεται και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ή από εκείνα που υποβάλλει ο αιτητής (Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 14η Έκδοση, Δεύτερος Τόμος, σελ. 82).
Η εφεσείουσα προς υποστήριξη του ισχυρισμού ότι έχει έννομο συμφέρον στηρίζεται στις συμφωνίες που υπέγραψε με τους εργολάβους της.
Το συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο, δηλαδή να συνδέεται ευθέως με τον αιτητή και ο ίδιος να υφίσταται ζημιά από την προσβαλλόμενη πράξη και όχι άλλο πρόσωπο με το οποίο συνδέεται. Η σχέση, δηλαδή, μεταξύ προσβαλλόμενης πράξης και προσφεύγοντος, πρέπει να είναι άμεση. (Οικονομίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Κάτω Ακουρδάλια (1990) 3 Α.Α.Δ. 928.)
Δεν πρέπει, συνεπώς, να παρεμβάλλεται συμφέρον τρίτου, σε τρόπο ώστε, η ζημιά του αιτητή να εμφανίζεται ως αντανακλαστική συνέπεια εκείνης που υφίσταται το πρόσωπο που θίγεται άμεσα από την πράξη. (Βλ. Μιχαήλ Δένδια "Διοικητικόν Δίκαιον", Τόμος Γ', σελ. 273-277, Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως", 3η Έκδοση, σελ. 53).
Στο σύγγραμμα του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", σελ. 199 και 201, αναφέρεται ότι:
«Προσωπικόν είναι το συμφέρον του αιτούντος όταν αφορά αυτόν προσωπικώς και ουχί τον γενικόν κύκλον των πολιτών ..... Το υπό του αιτούντος προβαλλόμενον προσωπικόν συμφέρον πρέπει να συνδέεται αμέσως προς το πρόσωπον αυτού. Τούτο σημαίνει ότι εις την αιτιώδη σχέσιν την υφιστάμενην μεταξύ της εκδόσεως της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξεως και της προκαλούμενης εις τον αιτούντα βλάβης δεν πρέπει να παρεμβάλληται συμφέρον τρίτου, απ' ευθείας υπό της πράξεως ταύτης θιγόμενον, εις τρόπον ώστε η βλάβη του αιτούντος να παρίσταται ως έμμεσος και κατ' αντανάκλασιν συνέπεια της βλάβης του αμέσως υπό της πράξεως θιγομένου.»
Στο σύγγραμμα Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, της Γλυκερίας Σιούτη, στη σελίδα 131 αναφέρεται:
«΄Οταν στην αιτιώδη σχέση μεταξύ της προσβαλλομένης πράξης και της βλάβης, που επικαλείται ο αιτών παρεμβάλλεται η ενέργεια και το συμφέρον τρίτου, τότε το έννομο συμφέρον δεν είναι άμεσο, ακόμη και εάν ενδέχεται να ζημιωθούν τα έννομα συμφέροντα του αιτούντος εμμέσως η αντανακλαστικώς.»
Προκύπτει συναφώς ότι το κόστος για τα καύσιμα βαρύνει τους εργολάβους. Οποιαδήποτε διαφοροποίηση ως προς το θέμα αυτό θα οδηγήσει σε αναθεώρηση των συμφωνηθέντων τιμών. Τυχόν απαλλαγή θα έχει, ως συνέπεια, τη μείωση του κόστους των καυσίμων, το οποίο όπως έχουμε αναφέρει καταβάλλεται από τους εργολάβους. Συνεπώς, η σχετική απαλλαγή θα έχει ως πρώτους αποδεκτές τους εργολάβους, οι οποίοι και θα ωφεληθούν πρωτίστως, όπως αναφέρθηκε και πρωτοδίκως. Στη συνέχεια, και εάν η διαφοροποίηση είναι τέτοιας έκτασης τότε αναμένεται ότι θα αναθεωρηθούν και οι τιμές και τα ποσά που θα καταβάλει η εφεσείουσα στους εργολάβους.
Το συμφέρον της εφεσείουσας κατά συνέπεια δεν είναι άμεσο άλλα κατ' αντανάκλαση. Το συμφέρον που έχει θιγεί δεν ανήκει απευθείας στην εφεσείουσα άλλα σε τρίτους - τους εργολάβους. Η εφεσείουσα δεν είναι πρόσωπο του οποίου το έννομο συμφέρον έχει προσβληθεί, ευθέως, με την προσβαλλόμενη πράξη.»
Υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγω ότι το συμφέρον των αιτητών δεν είναι άμεσο, αλλά επέρχεται δια αντανακλάσεως, αφού το συμφέρον που έχει θιγεί, δεν ανήκει ευθέως στους αιτητές, λόγω παρεμβολής συμφέροντος τρίτου, ήτοι των καταναλωτών, δημοτών και τελικών ληπτών των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, θα είναι αλυσιτελής για τους αιτητές, αφού αυτοί οι οποίοι θα ωφεληθούν πρωτίστως, είναι οι λήπτες των υπηρεσιών.»
Για όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως καθηκόντως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την προδικαστική ένσταση των Εφεσιβλήτων, ως ζήτημα του οποίου η εξέταση προείχε και μετά την πιο πάνω κατάληξη του, ορθά δεν προχώρησε στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που αφορούσαν την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στην ουσία της..»
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.