ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.1/2020)
19 Δεκεμβρίου, 2023
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσείουσας,
v.
VAKEEL SINGH
Εφεσίβλητου.
--------------------
Π. Χαραλάμπους (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείουσα.
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Ν. Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσίβλητο.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 28/11/2019 στην Υπόθεση Αρ. ΔΔΠ 238/2019 είναι το αντικείμενο της παρούσας Έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε μερικώς αποδεκτή την Προσφυγή του Εφεσίβλητου, κρίνοντας παράνομη την απόφαση για κράτηση του για το χρονικό διάστημα μεταξύ 30/9/2019 και 23/10/2019.
Σε συντομία τα γεγονότα της περίπτωσης, τα οποία καταγράφονται αναλυτικά στην πρωτόδικη Απόφαση είναι τα ακόλουθα:
Ο Εφεσίβλητος είναι υπήκοος Ινδίας, ο οποίος αφίχθηκε στη Κυπριακή Δημοκρατία στις 15/6/2015 για σκοπούς φοίτησης. Αίτηση για διεθνή προστασία που ο Εφεσίβλητος υπέβαλε απερρίφθη στις 10/4/2017. Επίσης απερρίφθη στις 5/6/2018, διοικητική προσφυγή που ο Εφεσίβλητος υπέβαλε, στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Στις 23/12/2018, ο Εφεσίβλητος συνελήφθη λόγω παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία και εναντίον του εκδόθηκαν στις 24/12/2018 διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσης Νόμου (Κεφ.105).
Η κράτηση του Εφεσίβλητου ανανεώνετο διαδοχικά, εν αναμονή της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου σε αίτημα του Εφεσίβλητου για επανάνοιγμα του φακέλου του για διεθνή προστασία, το οποίο απερρίφθη στις 16/7/2019. Στη συνέχεια, το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 24/12/2018 ακυρώθηκε και εκδόθηκε στις 4/9/2019 νέο διάταγμα κράτησης, δυνάμει του Άρθρου 9 ΣΤ (2) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000).
Σημειώνεται ότι, ο Εφεσίβλητος δεν προσέφυγε κατά της απορριπτικής απόφασης ημερομηνίας 16/7/2019 επί του αιτήματος του για επανάνοιγμα του φακέλου του. Αναφέρεται επίσης, ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα ημερομηνίας 4/9/2019 ακυρώθηκε στις 23/10/2019 και εκδόθηκε νέο, με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, (Κεφ. 105).
Η Εφεσείουσα Κυπριακή Δημοκρατία, προβάλλει με τον Λόγο Έφεσής της, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε νομικώς εσφαλμένα ότι υπείχε εξουσία και/ή αρμοδιότητα να αποφασίσει για τη νομιμότητα της κράτησης του Εφεσίβλητου από την ημέρα έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης στις 4/9/2019 μέχρι την ακύρωσή του στις 23/10/2019.
Ειδικότερα προβάλλει ότι, αντικείμενο δικαστικού ελέγχου ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αποτελεί μόνο η απόφαση και/ή το διάταγμα κράτησης του Εφεσίβλητου και όχι η νομιμότητα της συνέχισης της κράτησής του, η οποία μπορεί να ελεγχθεί με άλλο ένδικο διάβημα. Κατά την εισήγηση, αν ο Εφεσίβλητος έκρινε ότι η συνέχιση της κράτησης του ήταν παράνομη, θα μπορούσε μέσω της άσκησης του προνομιακού εντάλματος habeas corpus να προσβάλει τη διάρκεια της απόφασης κράτησης και να αιτηθεί την απελευθέρωση του.
Στα πιο πάνω, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσίβλητο αντιτείνει ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης του Εφεσίβλητου, αλλά τη νομιμότητα του διατάγματος υπό το φως των περιστάσεων οι οποίες στην πορεία διαφοροποιήθηκαν. Συναφώς, ο δικαστικός έλεγχος στον οποίο προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να γίνει από το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο αίτησης habeas corpus, αφού στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης και όχι η νομιμότητα είτε του διατάγματος είτε της νομικής του βάσης.
Κατά την ενώπιον μας ακρόαση της Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσείουσα έθεσε ζήτημα σε σχέση με τη δικαιοδοσία ελέγχου ουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί διαταγμάτων κράτησης εκδιδόμενων κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 9 ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000. Πρόκειται για ζήτημα δημόσιας τάξης, το οποίο εξετάζεται αυτεπάγγελτα (βλ. Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579).
Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, έχει επιλύσει το ζήτημα. Πρόκειται για τις αποφάσεις επί των Εφέσεων κατά Αποφάσεων Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, στην Mondeke v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 43/2021, ημερομηνίας 20/1/2022 και Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 17/2021, ημερομηνίας 21/9/2021. Αποφασίστηκε ο διττός ρόλος του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, το οποίο εξετάζει τόσο τη νομιμότητα όσο και στην ουσία την ορθότητα της διοικητικής ενέργειας ως προς την κράτηση αιτούντος ασύλου δυνάμει του Άρθρου 9 ΣΤ του Ν. 6(Ι)/2000. Αυτό βεβαίως, στο βαθμό που δεν προβλέπεται νομοθετικά διαφορετική και αποκλειστική δικαιοδοσία ελέγχου. Στην παρούσα περίπτωση, ως προαναφέρθηκε, αποτελεί ερώτημα, κατά πόσο τέτοιος έλεγχος, ως αυτός που διενήργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στo πλαίσιο διαδικασίας habeas corpus. Συνεπώς απορρίπτεται η συναφής προδικαστική ένσταση.
Έχοντας εξετάσει τον προβληθέντα Λόγο Έφεσης, καταλήγουμε ως ακολούθως:
Στην Αίτηση Ακυρώσεώς του, ο Εφεσίβλητος αιτήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο την ακύρωση του διατάγματος «κράτησης ημερομηνίας 4/9/2019 που εκδόθηκε από τον Καθ' ου η αίτηση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9 ΣΤ (2) (δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000), το οποίο επιδόθηκε στον Αιτητή στις 5/9/2019, και να διατάζει την άμεση απελευθέρωση του Αιτητή».
Διαζευκτικά αιτήθηκε απόφαση του Δικαστηρίου «με την οποία να ακυρώνεται ή/και να τροποποιείται το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 4/9/2019 (.) και με την οποία να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης του Αιτητή μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την εξέταση της βασιμότητας των λόγων ακύρωσης που ο Εφεσίβλητος είχε προβάλει, διευκρίνισε ότι "το προσβαλλόμενο διάταγμα ακυρώθηκε στις 23/10/2019, αφού εκδόθηκε νέο με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο" και ότι "οφείλει να εξετάσει την νομιμότητα της κράτησης του Αιτητή από την ημέρα έκδοσης του Διατάγματος ημερομηνίας 4/9/2019, το οποίο προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, μέχρι και την ακύρωσή του ημερομηνίας 23/10/2019".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ότι ο Εφεσίβλητος είχε την ιδιότητα του αιτητή ασύλου μέχρι να παρέλθει η προθεσμία που τίθεται στο Σύνταγμα για προσβολή της απόφασης για απόρριψη του αιτήματος επανανοίγματος του φακέλου του, ήτοι μέχρι τις 29/9/2019, η οποία παρήλθε άπρακτη. Κατέληξε δε ως ακολούθως:
«Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι το διάταγμα παρέμεινε σε ισχύ με βάση τον περί Προσφύγων Νόμο, ήτοι σε λανθασμένη νομική βάση το καθιστά παράνομο και αυθαίρετο από τις 30/9/19 και μέχρι την ακύρωσή του από τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ήτοι στις 23/10/19».
Αναφορικά με τη χρονική περίοδο από της εκδόσεως του επίδικου διατάγματος στις 4/9/2019 μέχρι και την 29/9/2019, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε και ήταν σε ισχύ επί ορθής νομικής βάσης και εξέτασε τη νομιμότητα του κατόπιν δήλωσης των συνηγόρων και των δύο πλευρών, ότι πιθανόν να υπάρχει κατάλοιπο ζημιάς, το οποίο δίδει στον Εφεσίβλητο αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις. Συναφώς έκρινε ότι επρόκειτο περί κράτησης τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο δικαιολογημένης και νόμιμης.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 9 ΣΤ (2) (δ) του Ν.6(Ι)/2000, νομική βάση επί της οποίας εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα,
«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
.................................................
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής».
Το διάταγμα κράτησης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (6) (α) του ιδίου Άρθρου του Νόμου, "υπόκειται σε προσφυγή βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή".
Το εδάφιο (7) (α) (i) του ιδίου Άρθρου του Νόμου, αναφέρεται στη διάρκεια της κράτησης και έχει ως εξής:
«(7) (α) (i) Η διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου.»
Αναφορικά με το προνομιακό ένταλμα habeas corpus, το οποίο διασφαλίζει την ελευθερία του πολίτη, κατατοπιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την X' Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102:
«To Ανώτατο Δικαστήριο έχει, με βάση την παράγραφο 4 του Άρθρου 155 του Συντάγματος, αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδίδει προνομιακά εντάλματα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα εντάλματα της φύσεως Habeas Corpus.
Το ένταλμα Habeas Corpus εισήχθη στην Κύπρο από την Αγγλία στα χρόνια της Αγγλοκρατίας.
To Habeas Corpus ad subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από αρχή ή ιδιώτη. Με το ένταλμα αυτό διατάσσεται η προσαγωγή του κρατουμένου στο Δικαστήριο και η έρευνα αναφορικά με την αιτία της φυλακίσεως ή κρατήσεώς του. Εάν δεν υπάρχει νόμιμη δικαιολογία για την κράτηση, διατάσσεται η απόλυση του κρατουμένου».
Στην απόφαση επί της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 103/2021, Kasonga, ημερομηνίας 23/6/2021, λέχθηκε ότι με τη διαδικασία του habeas corpus ο έλεγχος της νομιμότητας «μεταβάλλεται σε έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης, οπότε βεβαίως και αποκτούν σημασία γεγονότα, παραλείψεις και ή ενέργειες που έλαβαν χώρα μετά» την έκδοση του διατάγματος.
Στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 2/2022, Onnegbu, ημερομηνίας 23/2/2022, εξετάστηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας του habeas corpus, κατά πόσο η κράτηση του εκεί αιτητή αντιστρατεύετο τις πρόνοιες του Άρθρου 9 ΣΤ (4) του Νόμου και αν «έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια, εκτεινόμενη στο απαραίτητο χρονικό διάστημα που ισχύουν οι λόγοι για τους οποίους διατάχθηκε (και συνεχίζεται) ...».
Επίσης, στην απόφαση επί της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 101/2023, Alhasan, ημερομηνίας 15/9/2023, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με τη διαδικασία του habeas corpus:
«Η παρούσα διαδικασία αφορά στον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης του Αιτητή (άρθρο 9ΣΤ(7)(α)(i) του Ν.6(Ι)/2000). Η διάρκεια της κράτησης μπορεί να κριθεί παράνομη αν διαπιστωθεί αδικαιολόγητα παρατεταμένη και παρά τη νομιμότητα του αρχικού διατάγματος κράτησης ή εάν οι λόγοι κράτησης έχουν εκλείψει».
Το ζητούμενο εν προκειμένω, είναι το κατά πόσο η χρονική περίοδος από την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης στις 4/9/2019 μέχρι την ακύρωση του από τη διοίκηση στις 23/10/2019, αφορά στη «διάρκεια» της κράτησης, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η διαδικασία του ελέγχου της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης η οποία ασκείται από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, σε έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης και η περίπτωση να υπόκειτο, κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 9 ΣΤ (7) (α) (i) (ανωτέρω), στη διαδικασία του habeas corpus.
Έχουμε κατά νου, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, σύμφωνα με το Άρθρο 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επι προσφυγής, προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας της, εξετάζοντας πλήρως και «από τούδε και στο εξής» τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που την διέπουν (Άρθρο (11) (3) (α) (i)) καθώς και ότι «λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής» (Άρθρο 11(5)).
Έχουμε επίσης υπόψη, ότι σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ (βλ. C-704/20 και C-39/21, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B, X, ημερομηνίας 8/11/2022), στο πλαίσιο του ελέγχου της τήρησης των προϋποθέσεων νομιμότητας της κράτησης «η δικαστική αρχή οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα στοιχεία της υποθέσεως που περιήλθαν εις γνώσιν της, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν κατά την ενώπιόν της κατ' αντιμωλίαν διαδικασία, εάν ενδεχομένως δεν τηρήθηκε προϋπόθεση νομιμότητας την οποία δεν επικαλέστηκε ο ενδιαφερόμενος».
Ούτε η εν λόγω απόφαση ωστόσο, ούτε η Οδηγία 2013/33/ΕΚ προκαθορίζουν από ποιο Δικαστήριο ή Δικαστήρια κράτους μέλους ασκείται τέτοιος δικαστικός έλεγχος. Όπως έχει αναφερθεί, σύμφωνα με τη νομολογία (ανωτέρω), γεγονότα, παραλείψεις ή και ενέργειες που συμβαίνουν μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης, όπως επίσης και όταν οι λόγοι της κράτησης έχουν εκλείψει, αποκτούν σημασία κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης, που ελέγχεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του habeas corpus. Ο ίδιος ο νομοθέτης, σε σχέση με τον έλεγχο νομιμότητας της κράτησης που το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ασκεί, έχει προνοήσει στο Άρθρο 9 ΣΤ (7) (α) (i), ότι η νομιμότητα της διάρκειας της ασκείται αποκλειστικά με τη διαδικασία του habeas corpus, η οποία συνταγματικώς ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν προκειμένω, διαπίστωσε τη νομιμότητα της έκδοσης του επίδικου διατάγματος, αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ποια ήταν η αιτιολογική σκέψη της διοίκησης για την έκδοση του διατάγματος κράτησής του (Παναγιωτίδης ν Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 342, Θ. Χριστοφή & Σια Λτδ ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 427) και θεωρώ ότι έγινε εξατομικευμένη εκτίμηση των περιστάσεων που αφορούσαν τον Αιτητή και η κράτηση κρίθηκε ως το καταλληλότερο μέτρο για την περίπτωσή του».
Ανεπίτρεπτα όμως στη συνέχεια προχώρησε σε έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειάς του, όπως έχει αναλυθεί ανωτέρω. Κατά συνέπεια γίνεται αποδεκτός ο Λόγος Έφεσης.
Η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται με €1500 έξοδα υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.