ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε76/2018)
16 Νοεμβρίου, 2023
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΝΑΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ
Εφεσείουσας/Εναγόμενης
v.
ΓΡΗΓΟΡΗ ΣΠΑΝΟΥ
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
-----------------------------
Στέφανος Σάββα για Παπαντωνίου και Παπαντωνίου ΔΕΠΕ και για Lefkos Clerides & Sons LLC, για την Εφεσείουσα.
Στέλιος Παναγίδης για Στέλιος Παναγίδης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
-----------------------------
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας όπου οριστικοποιήθηκε προσωρινό διάταγμα με το οποίο εμποδίζεται η από την Εφεσείουσα επέμβαση επί κατοικίας μέχρι την εκδίκαση αγωγής που καταχωρίστηκε εναντίον της από τον Εφεσίβλητο. Oι διάδικοι είναι αδέλφια και η επίδικη κατοικία αγοράσθηκε από τη μητέρα τους δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου χωρίς, όμως, να έχει ποτέ μεταβιβασθεί σε αυτή.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι πληρούνται οι πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, ότι δηλαδή υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και ορατή πιθανότητα ο Εφεσίβλητος να δικαιούται σε θεραπεία.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία η πρώτη προϋπόθεση δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν της κατάδειξης συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τα δικόγραφα. Η αγωγή του Εφεσίβλητου εδράζεται στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης. Η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη τη θέση της ότι η ίδια κατείχε νόμιμα την επίδικη κατοικία και ότι, όσον αφορά την στοιχειοθέτηση του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης, απέτυχε να διαγνώσει εκ πρώτης όψεως από το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό το στοιχείο της κατοχής της επίδικης κατοικίας.
Το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης όπως κωδικοποιήθηκε στο Άρθρο 43(1) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148 ερμηνεύτηκε από τη νομολογία. Για να στοιχειοθετήσει ο Εφεσίβλητος αγώγιμο δικαίωμα θα πρέπει να είχε κατοχή της επίδικης οικίας κατά τον επίδικο χρόνο της ισχυριζόμενης επέμβασης από την Εφεσείουσα (βλ. Αρχιμανδρίτης Σεβαστιανός Σταύρου (κατά κόσμο Μιχαλάκης Σταυρού) και Άλλοι ν. Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Αβδελλερού Λάρνακος διά της Ηγουμένης Αυτής Μαρκέλλας Μοναχής (2014) 1 ΑΑΔ 319).
Ως προς την κατοχή της επίδικης κατοικίας καθώς και τη διάθεση των δικαιωμάτων της αποθανούσας πλέον μητέρας των διαδίκων, τέθηκαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία διαφορετικές εκδοχές από τους διάδικους δια των ενόρκων δηλώσεων που συνόδευαν την αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος και την ένσταση σε αυτή αντιστοίχως. Αφενός η Εφεσείουσα υποστήριξε ότι η κατοικία της δόθηκε από τη μητέρα της το 2000 δυνάμει δωρεάς λόγω φυσικής στοργής και αγάπης και ότι έκτοτε είχε την κατοχή αυτής. Σε ένορκη δήλωση της μητέρας της Εφεσείουσας που κατατέθηκε στο πλαίσιο άλλης αγωγής που η Εφεσείουσα καταχώρισε το 2013 εναντίον της μητέρας των διαδίκων, η μητέρα υποστήριξε ότι η ρηθείσα συμφωνία δωρεάς αποτελεί προϊόν πλαστογραφίας εκ μέρους της Εφεσείουσας, πράγμα που την καθιστά άκυρη. Σύμφωνα με τη θέση του Εφεσιβλήτου, η μητέρα των διαδίκων διατηρούσε η ίδια την κατοχή της επίδικης κατοικίας μέχρι που, δυνάμει εκχωρητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 22.5.2017, εκχώρησε σε αυτόν τα δικαιώματά της που απορρέουν από το πωλητήριο έγγραφο δια του οποίου την είχε αγοράσει. Σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση του Εφεσίβλητου, η Εφεσείουσα κατά ή περί την 19.06.2017 προέβη σε αλλαγή της κλειδαριάς της επίδικης οικίας, την 13.07.2017 ο Εφεσίβλητος προέβη σε αλλαγή της εν λόγω κλειδαριάς και την 14.07.2017 η Εφεσείουσα προέβη εκ νέου σε αλλαγή της κλειδαριάς που είχε εγκαταστήσει ο Εφεσίβλητος. Επίσης, η Εφεσείουσα τις επόμενες μέρες άρχισε να διαμένει στην επίδικη οικία μέχρι που της επιδόθηκε το προσωρινό διάταγμα που εξασφάλισε μονομερώς ο Εφεσίβλητος.
Επισημαίνεται ότι το στοιχείο της κατοχής του Εφεσιβλήτου προκύπτει βάσει του νόμου, εφόσον ο έχων τα δικαιώματα ιδιοκτησίας στη βάση αγοραπωλητηρίου εγγράφου, έχει και το δικαίωμα κατοχής (βλ. Τσαρμαντίδης Νοντάρ και Άλλη ν. Ανδρέα Δημητρίου (2010) 1 ΑΑΔ 239). Σημειώνουμε, περαιτέρω, ότι σύμφωνα με τη δική του εκδοχή η μητέρα των διαδίκων είχε διατηρήσει την κατοχή και δεν την είχε μεταβιβάσει ποτέ στην Εφεσείουσα.
Επομένως, χωρίς βέβαια να αποφασίζουμε την ουσία της αγωγής σε αυτό το στάδιο, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι από τα πιο πάνω ικανοποιούνταν η πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση.
Όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε ρητή και διεξοδική αναφορά στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που τέθηκαν ενώπιον του από αμφότερους τους διαδίκους και έλαβε υπόψη του όλες τις θέσεις τους, ενώ ορθά δεν προέβη σε αξιολόγηση των διιστάμενων εκδοχών, έργο που δεν εμπίπτει στην στάδιο της έκδοσης προσωρινού διατάγματος, όπου το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης.
Εν όψει των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι πληρείται η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, ότι δηλαδή χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Το επιχείρημα της Εφεσείουσας εστιάζεται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα περιέπλεξε το ζήτημα της διατήρησης του status quo ante κατά την εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης. Η θέση αυτή του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία, εφόσον στην Zena Company Ltd ν. Demenian Catering Ltd (2011) 1 ΑΑΔ 1848 αποφασίσθηκε ότι το Δικαστήριο κατά την αποτίμηση της ύπαρξης του τρίτου ως άνω κριτηρίου οφείλει, στις κατάλληλες περιπτώσεις, να διασφαλίσει τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης πραγμάτων (status quo ante). Επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτίμησε τον παράγοντα αυτό κατά την εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου.
Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας, υποβάλλει εμφαντικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι το status quo ante διατηρείτο με την οριστικοποίηση του διατάγματος, εφόσον σύμφωνα με τον ίδιο, το γεγονός ότι η Εφεσείουσα διέμενε στην επίδικη κατοικία από το 2000 αποτελούσε το status quo ante.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω αντίληψη. Η έννοια του status quo ante σε σχέση με υποθέσεις όπου υπάρχει ισχυρισμός για παράνομη επέμβαση επί ακινήτου έχει επεξηγηθεί από τη νομολογία. Στην Zena Company ανωτέρω, νομολογήθηκε ότι σημασία έχει να διατηρηθεί το status quo ante πριν την επέμβαση από το πρόσωπο που ο αιτητής ισχυρίζεται ότι επεμβαίνει στον αμφισβητούμενο χώρο. Επισημάνθηκε επίσης ότι ένα Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ανέχεται τη διαιώνιση μιας κατάστασης πραγμάτων κατά παράβαση των συμφωνηθέντων ή του νόμου.
Τονίζουμε στο σημείο αυτό τη νομολογημένη αρχή ότι το status quo που το Δικαστήριο οφείλει να διατηρήσει είναι αυτό που ίσχυε πριν την κατ' ισχυρισμό παράνομη συμπεριφορά της Εφεσείουσας και όχι αυτό που είναι το αποτέλεσμα της της συμπεριφοράς αυτής.
Παραθέτουμε σχετικά, το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Bacardi & Co. Ltd ν. Vinco Ltd (1996) 1 ΑΑΔ 788:
«Δημιουργείται, ωστόσο, δυσκολία ως προς το τί σημαίνει η φράση "status quo". Η δυσκολία επισημαίνεται από τον Vice Chancellor Megarry στην Metric Resources Corporation v. Leasemetrix Ltd and Another (1979) F.S.R. 571, ο οποίος στις σελ. 581-582 θέτει το θέμα ως πιο κάτω:
"Ο όρος - status quo - είναι εκ πρώτης όψεως σαφώς ατελής, και όπως πρότεινα στην Robbie v. Football Club Ltd, μη δημοσιευθείσα, ημερ. 26.3.79, νομίζω ότι ο πλήρης όρος είναι ΄status quo ante bellum'. Εάν η έκδοση του κλητηρίου εντάλματος αποτελεί το νοητικό ισάξιο της έκρηξης του πολέμου, αυτό θα απαιτούσε όπως το ζήτημα εξετασθεί όταν εκδίδετο το κλητήριο ένταλμα, κάτι το οποίο κάποτε θα ήταν παράξενο ή άδικο. Αν προωθηθεί η μεταφορική έννοια τότε πολύ καλά θα προκύψει ότι το ορθό status quo ante bellum είναι η κατάσταση πραγμάτων η οποία υφίστατο αμέσως πριν από την πράξη που αποτελεί το casus belli, εκτός αν οι εχθροπραξίες καθυστερήσουν τόσο πολύ έτσι που η επίδικη πράξη να καθίσταται μέρος του status quo.»
Έχοντας κατά νου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ικανοποιούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις, δεν μπορούσε να παραγνωρίσει την ενέργεια της Εφεσείουσας να αλλάξει την κλειδαριά, που κατά τον Εφεσίβλητο συνιστούσε επέμβαση στα δικά του δικαιώματα.
Θεωρούμε ότι για τους σκοπούς εξέτασης της τρίτης προϋπόθεσης, ως προς το ζήτημα της κατοχής και παρά την αναμενόμενη σε τέτοιες περιστάσεις αμφισβήτηση των γεγονότων, εάν το Δικαστήριο έχει αποφασίσει στηριζόμενο στην εκδοχή του αιτητή ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας, τότε θα πρέπει βάσει του λόγου της Zena Company, να διατηρήσει το δικαίωμα κατοχής στον δικαιούχο βάσει του νόμου ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Εν προκειμένω, για τους σκοπούς της ενδιάμεσης διαδικασίας (και χωρίς να αποφασίζεται εδώ η ουσία της αγωγής), βάσει της εκδοχής του Εφεσίβλητου, ο ίδιος ως ο δικαιούχος του πωλητηρίου εγγράφου (βάσει της συμφωνίας εκχώρησης) είχε το δικαίωμα κατοχής του αμφισβητούμενου χώρου και όχι η Εφεσείουσα, δεδομένης ειδικά και της αμφισβήτησης της εγκυρότητας προηγούμενης χρονολογικά δωρεάς προς την Εφεσείουσα.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει προς την πλευρά του Εφεσίβλητου.
Στο σημείο αυτό υιοθετούμε τα όσα λέχθηκαν στην Κούνουνα Χριστοφής ν. C & A Simonos Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 1361:
«Η ύπαρξη απλώς των τριών θεσμικών προϋποθέσεων δεν είναι αρκετή. Στο τελικό στάδιο το δικαστήριο πρέπει πρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα (Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε), 255, 258).
Όπως σημειώθηκε και στην υπόθεση Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 266, 267, το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας κατώτερου δικαστηρίου. Επεμβαίνει μόνο αν έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή εφαρμογή λανθασμένης νομικής αρχής, ή αν η απόφαση έχει ληφθεί χωρίς το πρωτόδικο δικαστήριο να λάβει υπ' όψιν του τους παράγοντες που έπρεπε να λάβει.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας προώθησε ουσιαστικά δύο ξεχωριστούς λόγους για να υποστηρίξει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε αναφορικά με το ισοζύγιο της ευχέρειας:
Πρώτα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι αυτό που προείχε ήταν η διατήρηση του status quo ante, το οποίο ίσχυε πριν την επέμβαση της Εφεσείουσας.
Ως θέμα αρχής σημειώνουμε πρώτα ότι παρότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έλαβε υπόψη τον παράγοντα αυτό κατά την εξέταση της τρίτης προϋπόθεση, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Διατάγματα, Ερωτοκρίτου και Αρτέμη, Έκδοση 2016, σελ. 154, η διατήρηση του status quo ante είναι και ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας σε σχέση με το δίκαιο και εύλογο της έκδοσης του διατάγματος. Επίσης, όπως επεξηγήσαμε σχετικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αντιλήφθηκε και εφάρμοσε επί των γεγονότων τις νομολογιακές αρχές σε σχέση με την έννοια του status quo ante. Εν όψει των πιο πάνω, είμαστε της άποψης ότι η επίδραση του παράγοντα αυτού στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν εσφαλμένη και δεν χωρεί κανένας λόγος επέμβασής μας.
Περαιτέρω, εξετάσαμε τη δεύτερη εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας που περιλαμβάνεται στον παρόντα λόγο έφεσης, ήτοι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε σε συμπέρασμα όσον αφορά στο ισοζύγιο της ευχέρειας από το γεγονός ότι η Εφεσείουσα δεν προέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι θα υποστεί ζημιά από την οριστικοποίηση του διατάγματος. Εξετάσαμε ειδικότερα τον ισχυρισμό του συνηγόρου ότι, δεδομένης της θέσης της Εφεσείουσας ότι από το 2000 η ίδια ανακαίνισε, συντηρούσε και διέμενε στην εν λόγω οικία, είναι προφανές ότι η οριστικοποίηση του διατάγματος θα έχει ως επίπτωση την μη απόλαυση της οικίας από αυτήν.
Επισημαίνουμε ότι πράγματι το βάρος είναι στην Εφεσείουσα να δείξει ότι θα υποστεί δυσανάλογες αρνητικές επιπτώσεις από ό,τι ο Εφεσίβλητος ο οποίος επίσης θα στερείτο την απόλαυση της οικίας. (βλ. Σιδεράς Mιχάλης και Άλλη ν. Andros Tryfonos Constructions Co Ltd (2008) 1 ΑΑΔ 463).
Εφόσον το ζήτημα της στάθμισης των επιπτώσεων στους διάδικους από την έκδοση ή μη του διατάγματος εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, και το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς το βάρος απόδειξης του στοιχείου αυτού, δεν διαπιστώνουμε λόγο επέμβασης μας στην κατάληξη του. Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε το προσωρινό διάταγμα μετατρέποντας το στη συνέχεια σε οριστικό μέχρι την εκδίκαση της αγωγής αφού είχε μαρτυρία ενώπιον του ότι ο Εφεσίβλητος δεν προσήλθε με καθαρά χέρια και δεν αποκάλυψε ουσιώδη στοιχεία. Το ουσιώδες στοιχείο κατά την Εφεσείουσα ήταν ότι στην Υπεράσπιση που καταχώρισε η μητέρα της Εφεσείουσας στην αγωγή μεταξύ των δυο, η μητέρα των διαδίκων παραδέχτηκε τη δωρεά της επίδικης κατοικίας στην Εφεσείουσα, πράγμα που δεν αποκαλύφθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο εφόσον δεν επισυνάφθηκε ως τεκμήριο το εν λόγω δικόγραφο.
Όπως εύστοχα, όμως, σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση αποκαλύφθηκε η ύπαρξη της ρηθείσας συμφωνίας δωρεάς. Το ότι είχε τεθεί θέμα εγκυρότητας της εν λόγω συμφωνίας δεν διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου, το οποίο κάνει αναφορά στην αμφισβήτηση αυτή στην απόφαση του. Οπότε, η παρουσίαση της Υπεράσπισης δεν θα προσέθετε οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να μεταβάλει την κρίση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος.
Στην Κυρισάββα Κώστας Ελευθερίου ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Παντελούς Κωνσταντίνου Κκίζη και Άλλος ν. Χάρη Γεωργίου Κύζη ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Μαριτσούς Κωστή Κκίζη (2001) 1 ΑΑΔ 1245 όπου η μη αποκάλυψη ήταν όμοια με την υπό εξέταση στην παρούσα υπόθεση, αποφασίσθηκε ότι το γεγονός ότι δεν καταχωρίστηκε μαζί με τη μονομερή αίτηση η υπεράσπιση και ανταπαίτηση σε άλλη αγωγή (από αυτή όπου ζητείτο το ενδιάμεσο διάταγμα) δεν θα προσέθετε οτιδήποτε στην αντίληψη του Δικαστηρίου που θα το ωθούσε σε απόρριψη της αίτησης, δεδομένου ότι με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση παρατέθηκε το όλο φάσμα της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, ώστε το Δικαστήριο να κατανοήσει τα απαραίτητα στοιχεία που είχαν ουσιαστική σημασία στο στάδιο ακρόασης της μονομερούς αίτησης. Παρομοίως, τονίζουμε στην παρούσα υπόθεση, δεν διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου το ότι υπήρχε το ως άνω έγγραφο δωρεάς και ότι υπήρξε διαφορά μεταξύ των διαδίκων ως προς την εγκυρότητά του.
Είναι χρήσιμο να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σε τέτοιες περιπτώσεις και τα πάντα εξαρτώνται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.
Επισημαίνουμε ότι η όποια μη αποκάλυψη γεγονότος για να έχει ως αποτέλεσμα τη μη οριστικοποίηση προσωρινού διατάγματος θα πρέπει να αφορά σε ουσιώδη θέματα της αντιδικίας και γενικά η εικόνα που παρουσιάστηκε στη μονομερή διαδικασία να τείνει να δώσει μια εικόνα των πραγμάτων, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής άποψης, πολύ διαφορετική από την τελικά διαμορφωθείσα στο τέλος της ενδιάμεσης διαδικασίας, ώστε το αποτέλεσμα αυτής να κρίνεται ακροσφαλές (βλ. Rybolovlev Dmitry και Άλλοι ν. Elena Rybolovleva (2010) 1 ΑΑΔ 82). Δεν θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση η μη αποκάλυψη της Υπεράσπισης οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ακροσφαλή συμπεράσματα ώστε να έπρεπε να μην οριστικοποιηθεί το προσωρινό διάταγμα.
Εν όψει των πιο πάνω, δεν διακρίνουμε λόγο επέμβασης μας στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί της σημασίας της μη επισύναψη της πιο πάνω Υπεράσπισης στην ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση του Εφεσίβλητου και επομένως ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια και αναιτιολόγητα εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα χωρίς να αξιολογήσει ορθά όλη την ενώπιον του μαρτυρία. Με την αιτιολογία του λόγου αυτού επαναλαμβάνεται ουσιαστικά ο τρίτος λόγος έφεσης οπότε δεν θεωρούμε ότι πρέπει να επαναλάβουμε τα όσα αποφασίσαμε πιο πάνω.
Το μόνο νέο στοιχείο που προβάλλεται με τον παρόντα λόγο έφεσης είναι ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέδωσε την ουσιαστική ικανοποίηση της θεραπείας που κατά κύριο λόγο επιδιώκεται με την ίδια την αγωγή. Επισημαίνουμε σχετικά ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν αποκλείεται η έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ταυτόσημων με ανάλογη αξίωση με την αγωγή, εάν η έκδοση τους δεν θα επιφέρει τερματισμό της επί της ουσίας διαφοράς. Το ίδιο ισχύει και αν η έκδοση τους δεν θα δώσει τέτοια εντύπωση εξαιτίας δικαστικής προαπόφασης του επίδικου ζητήματος, βλ. π.χ. Μ.A.C. BOUTIQUE HOTELS LTD v. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε212/14, 30/11/2021, ECLI:CY:AD:2021:A539. Δεν θεωρούμε ότι με την έκδοση του επίδικου διατάγματος επήλθε οποιοδήποτε από τα απαράδεκτα, πράγματι, πιο πάνω ενδεχόμενα.
Επιπλέον επισημαίνουμε ότι δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού παροχής θεραπείας με ενδιάμεσο διάταγμα αν αυτή ορθά και δίκαια ζητείται, για μόνο τον λόγο ότι και η αγωγή ουσιαστικά επιδιώκει την ίδια θεραπεία (βλ. Avila Management Services Limited κ.α. v. Stepanek κ.α. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ 1403) και Penderhill Holdings Ltd κα ν. Darya Abramchyk κ.α. Πολ. Έφεση 319/11 ημ. 13.1.2014.) Τέτοια προσωρινά διατάγματα μπορούν να δοθούν σε αγωγές για παράνομη επέμβαση σε ακίνητο, όπως στην ρίθηκε ότι δικαιολογείτο η έκδοση προσωρινού διατάγματος για απαγόρευση κατοχής και χρήσης ακινήτου για ανέγερση οικοδομής, η ιδιοκτησία του οποίου τελούσε υπό αμφισβήτηση, έχοντας φυσικά υπόψη ότι η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση τέτοιων διαταγμάτων θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ και εκεί όπου η ανάγκη και η φύση της υπόθεσης το επιβάλλει.
Εν όψει όλων των πιο πάνω και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον έκτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι δεν καταδείχθηκε το στοιχείο του κατεπείγοντος. Όπως αποφασίσθηκε στην Αμβροσιάδου Έλενα και Άλλος ν. Martin Coward και Άλλης (2013) 1 ΑΑΔ 78 το στοιχείο του κατεπείγοντος ως δικαιοδοτικός όρος πρέπει να εξετάζεται κατά προτεραιότητα. Πράγματι στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλήφθηκε του θέματος κατά προτεραιότητα. Κατά την εξέταση του ζητήματος υπολόγισε τον χρόνο που λαμβάνεται υπόψη από την ημερομηνία που ο Εφεσίβλητος αντιλήφθηκε ότι η Εφεσείουσα είχε αλλάξει για δεύτερη φορά την κλειδαριά της επίδικης οικίας και άρχισε να διαμένει σε αυτή, ήτοι όταν αυτή προέβη στην ισχυριζόμενη παράνομη επέμβαση στον αμφισβητούμενο χώρο. Ο χρόνος που παρήλθε μέχρι την καταχώριση της αίτησης ήταν δυόμιση περίπου εβδομάδες. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εν λόγω χρόνος δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση δράσης από πλευράς του Εφεσίβλητου σε σημείο που να μην ικανοποιείται το στοιχείο του κατεπείγοντος.
Επομένως και ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση αποτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας €5.200,00.
Αλ. Παναγιώτου, Δ.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.