ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. E31/2023)

 

30 Νοεμβρίου, 2023

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑ ΑΖΑ

Εφεσείοντα

ν.

 

ΕΙΡΗΝΟΥΛΛΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΑΡΑΚΑ ΑΛΛΩΣ ΕΙΡΗΝΟΥΛΛΑΣ ΑΖΑ

 

Εφεσίβλητης

-----------------------------


Αίτηση ημ. 4.7.23 υπό εφεσείοντος - αιτητού

για αναστολή εκτέλεσης απόφασης

 

 

Χρ. Ευαγγέλου για Γιώργος Α. Βασιλείου ΔΕΠΕ, για αιτητή - εφεσείοντα.

Π. Αγαθοκλέους για Γερολέμου - Αγαθοκλέους & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για καθ' ης η αίτηση - εφεσίβλητη.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα αίτηση, ο εφεσείων ζητά την αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης του με την οποία αμφισβητεί την εν λόγω απόφαση στην οποία κρίθηκε ως παράνομος επεμβασίας και διατάχθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο συνοπτικής απόφασης όπως εκκενώσει και παραδώσει κενή και ελευθέρα κατοχή του επίδικου ακινήτου.

 

Ενόψει της ιδιαιτερότητας της παρούσας θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε συνοπτικά τα γεγονότα όπως προκύπτουν από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων.

 

Είναι κοινά παραδεκτό ότι το επίδικο ακίνητο που βρίσκεται στην Καλαβασό είναι ιδιοκτησία της εφεσίβλητης, μέρος του οποίου ενοικίασε στον εφεσείοντα δυνάμει συμφωνίας ημ. 1.5.1998 με ετήσιο ενοίκιο Λ.Κ.150. Με την λήξη της συμφωνίας, η ενοικίαση ανανεώθηκε με νέα συμφωνία για ενοικίαση μέχρι τις 31.4.2008 και ετήσιο ενοίκιο Λ.Κ.300. Μετά την λήξη της ενοικίασης την 31.4.2008, η συμφωνία μετατράπηκε σε ενοικίαση από μήνα σε μήνα. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ήταν όρος της σύμβασης ενοικίασης ότι μόνο σε περίπτωση που η ιδιοκτήτρια - εφεσίβλητη αποφάσιζε να πωλήσει το ακίνητο, θα είχε δικαίωμα να τερματίσει την ενοικίαση και ο ενοικιαστής - εφεσείων θα υποχρεούτο να το εγκαταλείψει άμεσα. Τον ίδιο όρο αναφέρει και η εφεσίβλητη στην ένορκη της δήλωση για συνοπτική απόφαση. Ισχυρίζεται όμως στην συνέχεια ότι, όταν μετατράπηκε η ενοικίαση από μήνα σε μήνα, είχε δικαίωμα να τερματίσει την σύμβαση ενοικίασης του ακινήτου άμεσα.

 

Η εφεσίβλητη τερμάτισε την συμφωνία με επιστολή των δικηγόρων της και απαίτησε την παράδοση του ακινήτου μέχρι την 1.7.2019. Απαίτηση με την οποία ο εφεσείων αρνήθηκε να συμμορφωθεί, γεγονός που οδήγησε στην καταχώριση αγωγής εναντίον του από την εφεσίβλητη, η οποία ζήτησε την έξωση του από το ακίνητο ως παράνομου επεμβασία. Ζήτησε επίσης το ποσόν των 142,50 μηνιαίως ως ενοίκιο που αποτελεί την ενοικιαστική αξία του επίδικου ακινήτου, ήτοι €1.710,00 ετησίως.

Ο εφεσείων καταχώρισε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην αγωγή. Ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του και εκμεταλλεύεται μέρος του ακινήτου ως φυτώριο δεν είναι ο ίδιος αλλά η εταιρεία A.C.A. Argiculturals Services Limited. Επίσης το υπόλοιπο μέρος του ακινήτου κατέχεται από τρίτα πρόσωπα, πλην της εφεσίβλητης. Αναφέρει περαιτέρω ότι μέσω ρητών διαβεβαιώσεων ή/και προφορικών συμφωνιών ανάμεσα στον ίδιο, την εφεσείουσα και τον πατέρα της εφεσείουσας, συμφωνήθηκε ότι η ανάκτηση κατοχής του επίδικου ακινήτου θα λάβει χώρα μόνο στην περίπτωση που η εφεσείουσα επιθυμεί να προχωρήσει σε πώληση του. Με την Ανταπαίτηση του, ο εφεσείων διεκδικεί δηλώσεις του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη παρέβηκε την σύμβαση ενοικίασης και  όπως αναγνωριστεί ότι ο ίδιος είναι δικαιούχος προς ενοικίαση του επίδικου ακινήτου.  Διαζευκτικά αιτείται το ποσόν των €37.500 ως αποζημιώσεις για έξοδα στα οποία προέβηκε προς συντήρηση και επιδιόρθωση της οικίας που βρίσκεται στο υποστατικό και την οποία χρησιμοποιεί ως κατοικία για τον ίδιο. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο αποβιώσας πατέρας της εφεσίβλητης κατοικούσε μέχρι τον θάνατο του στην εν λόγω οικία και ελάμβανε επί καθημερινής βάσης φροντίδα από τον  εφεσείοντα και την οικογένεια του.

Μετά την συμπλήρωση των δικογράφων και τον ορισμό της αγωγής για ακρόαση, ακολούθησε αίτηση της εφεσίβλητης για συνοπτική απόφαση. Η εφεσίβλητη αναφέρει μεταξύ άλλων στην ένορκη δήλωση της αίτησης της για συνοπτική απόφαση ότι μετά το τερματισμό της ενοικίασης, υπέπεσε στην αντίληψη της ότι ο εφεσείων συνέχισε να καταθέτει αυτοβούλως στον τραπεζικό λογαριασμό της, το ποσό το οποίο αντιστοιχούσε στο μηνιαίο ενοίκιο του επίδικου ακινήτου προ του τερματισμού της ενοικίασης. Κατά ή περί τον Δεκέμβριο του 2019 έδωσε οδηγίες στο τραπεζικό ίδρυμα με το οποίο διατηρούσε τον εν λόγω λογαριασμό, όπως κλείσει ο συγκεκριμένος λογαριασμός, κάτι που έγινε. Αναφέρει επίσης ότι είναι πρόθυμη να επιστρέψει στον εφεσείοντα τα ποσά που κατέθεσε στον λογαριασμό της μετά τον τερματισμό της ενοικίασης.

 

Το Δικαστήριο μετά από ακρόαση της πιο πάνω αίτησης, εξέδωσε συνοπτική απόφαση με την οποία διατάχθηκε ο εφεσείων όπως εκκενώσει και παραδώσει κενή και ελευθέρα κατοχή του επίδικου ακινήτου. Αναφέρεται μεταξύ άλλων στην πιο πάνω συνοπτική απόφαση ότι η εφεσίβλητη ικανοποίησε όλες τις προϋποθέσεις που καθορίζει η Δ.18 των παλαιών Θεσμών Δικονομίας για έκδοση συνοπτικής απόφασης καθώς και ότι δεν έχει καταδειχθεί από τον εφεσείοντα υπεράσπιση ούτε ουσιαστικοί λόγοι που να δικαιολογούν την Ανταπαίτηση του.

 

Ειδικότερα για το ζήτημα της Ανταπαίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στην υπόθεση L.P Loukaides Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας Πολ. Έφεση Ε211/14 ημ. 22.2.2022, ανέφερε ότι για τους σκοπούς της έκδοσης συνοπτικής απόφασης δυνάμει της Δ.18, η ανταπαίτηση θεωρείται ως υπεράσπιση. Για να δοθεί άδεια για ανταπαίτηση θα πρέπει να εγείρεται καλόπιστα και να συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης. Έκρινε δε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσείων απέτυχε να παρουσιάσει μαρτυρία που να τεκμηριώνει υπεράσπιση, κάτι που επιδρά και στην θέση που επικαλείται για τεκμηρίωση ανταπαίτησης.   

 

Η εν λόγω απόφαση αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, το αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης. Με 6 λόγους έφεσης, αμφισβητείται η συνοπτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως λανθασμένη γιατί μεταξύ άλλων εκδόθηκε σε καθυστερημένο χρόνο μετά την καταχώριση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης ήτοι πέραν των τριών χρόνων από την καταχώριση της αγωγής, η οποία είχε οριστεί για ακρόαση. Είναι επίσης θέση του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παραγνώρισε ότι απέδειξε καλόπιστη υπεράσπιση στην αγωγή και σημαντικούς λόγους προώθησης της ανταπαίτησης του.

 

Μετά την καταχώριση έφεσης, ο εφεσείων επιδίωξε με αίτηση του την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημ. 27.6.2023, ικανοποιώντας έτσι τις προϋποθέσεις για υποβολή της παρούσας ενώπιον του Εφετείου (βλ. Μέρος 47.1(13) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023). Να σημειωθεί ότι εκκρεμεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η εκδίκαση αίτησης παρακοής που καταχώρησε η εφεσίβλητη εναντίον του εφεσείοντα λόγω μη συμμόρφωσης του με την απόφαση εκκένωσης του επίδικου ακινήτου.

 

Με την παρούσα αίτηση ημ. 4.7.23, ο εφεσείων αιτείται την έκδοση διατάγματος από το Εφετείο για αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης μέχρι πλήρους αποπερατώσεως και έκδοσης απόφασης στην υπό κρίση έφεση. Η αίτηση καταχωρίστηκε μονομερώς όμως, με οδηγίες του Εφετείου, επιδόθηκε και στην πλευρά της εφεσίβλητης, προκειμένου να ακουστούν οι απόψεις της επί του αιτήματος.

 

Υποστηρίζεται στην ένορκη δήλωση της αίτησης ότι η υπό κρίση έφεση έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Επαναλαμβάνεται επί του προκειμένου η επιχειρηματολογία του εφεσείοντα που παρατίθεται στους λόγους έφεσης. Δίδεται έμφαση ειδικότερα στο γεγονός ότι η αίτηση για συνοπτική απόφαση καταχωρίστηκε  καθυστερημένα μετά την καταχώριση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης εκ μέρους του και επιπλέον προβάλλεται η θέση ότι υπήρξε συμφωνία με την εφεσίβλητη και τον πατέρα της ότι μόνον όταν η εφεσίβλητη αποφάσιζε να πωλήσει το ακίνητο, θα είχε δικαίωμα να τερματίσει την ενοικίαση.

 

Προβάλλεται επίσης η θέση ότι στο εν λόγω ακίνητο υπάρχει υποστατικό που αποτελεί την στέγη του εφεσείοντος καθώς επίσης και την επιχείρηση φυτωρίου που διατηρεί. Σημειώνει επίσης ότι ζει και διαμένει πέραν των 25 χρονών σε υποστατικό εντός του ακινήτου, πληρώνοντας πολλά χρηματικά ποσά για την αναβάθμιση του χώρου και συνεπώς αύξησε την περαιτέρω σημερινή αξία του ακινήτου.

Αναφέρεται επίσης στην ένορκη δήλωση της αίτησης ότι σε περίπτωση που η απόφαση του δικαστηρίου και το εκδοθέν διάταγμα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της έφεσης θα προκληθεί στον εφεσείοντα ανεπανόρθωτη ζημιά, ταπείνωση και ταλαιπωρία αφού θα εγκαταλείψει το σπίτι στο οποίο διαμένει για πολλά χρόνια χωρίς καν να ακουστεί από το Δικαστήριο. Από την άλλη,  η εφεσίβλητη δεν θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν ανασταλεί η εν λόγω απόφαση μέχρι να εκδικαστεί η έφεση, αφού θα διατηρηθεί η κατάσταση των πραγμάτων ως είχε εδώ και δεκαετίες. Σημειώνεται επί του προκειμένου ότι η εφεσίβλητη είναι κάτοικος Αυστραλίας και κανένα δεσμό δεν έχει τόσο με το επίδικο ακίνητο όσο και με την Κύπρο γενικότερα.

 

Η εφεσίβλητη καταχώρησε ένσταση στο αίτημα για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. Ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικές πιθανότητες επιτυχίας της έφεσης. Αντιθέτως, εισηγείται, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με βάση παγιωμένες αρχές που πηγάζουν από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την αποτυχία της έφεσης.  

Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να αρνηθεί να ακούσει τον εφεσείοντα, καθώς ο τελευταίος κωλύεται από του να αποτείνεται στο Δικαστήριο και να αξιώνει προστασία από αυτό, τελώντας ο ίδιος σε παρακοή διατάγματος του Δικαστηρίου.

 

Αναφέρεται επίσης στους λόγους ένστασης ότι η πλευρά του εφεσείοντα δεν παρουσιάζεται καν έτοιμη να παράσχει οποιαδήποτε εγγύηση ή εξασφάλιση σε περίπτωση έγκρισης του αιτήματος (π.χ. τραπεζική εγγύηση, κατάθεση χρημάτων, εξόφληση δικηγορικών εξόδων).

 

Το πρώτο ζήτημα που παρατηρούμε είναι ότι η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε στις 4.7.23, μετά δηλαδή την εφαρμογή των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, οι οποίοι σε σχέση με το Εφετείο εφαρμόζονται από 3.7.2023 (βλ. Μέρος 60.1 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023). Εντούτοις η αίτηση στηρίζεται στους παλαιούς θεσμούς και ειδικά στην Δ.35 Θ.Θ. 17 και 18 που καθόριζε την εξουσία του Εφετείου για αναστολή εκτέλεσης.

 

Ο ισχυρισμός για λανθασμένη νομική βάση της αίτησης, προβλήθηκε στην αγόρευση του συνηγόρου για την εφεσίβλητη χωρίς όμως να αναφέρεται ειδικά στους λόγους ένστασης. Να σημειώσουμε εδώ ότι και η ένσταση της εφεσίβλητης στηρίζεται επίσης στην Δ.35 των παλαιών Θεσμών, παρότι στην νομική της βάση παραθέτει και το ορθό δικονομικό πλαίσιο, που είναι το Μέρος 47.1 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

 

Σημειώνουμε ότι δυνάμει του Μέρους 3.1(2) (μ) το Δικαστήριο έχει την εξουσία να πραγματοποιεί οποιοδήποτε βήμα με σκοπό την διαχείριση της υπόθεσης και την προαγωγή του πρωταρχικού σκοπού. Κρίνουμε επί του προκειμένου λόγω και της ομοιότητας των αντίστοιχων ουσιαστικών προνοιών των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και των νέων Κανονισμών του 2023 αναφορικά με την επίδικη αίτηση και δεδομένου ότι τα προς εκδίκαση ζητήματα προσδιορίζονται επαρκώς, ότι ο πρωταρχικός σκοπός  των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 προάγεται με το να εκδικάσουμε την παρούσα αίτηση το συντομότερο δυνατόν χωρίς τη λήψη οποιουδήποτε άλλου διαβήματος αναφορικά με την νομική της βάση.

Εφαρμόζοντας τον πρωταρχικό σκοπό των Κανονισμών του 2023, είμαστε της άποψης επιπλέον ότι, εφόσον η παρούσα αίτηση περιλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία προς προσδιορισμό του αιτήματος που τέθηκε ενώπιον μας, και λόγω του ότι δεν επηρεάζεται τρίτο πρόσωπο, ο πρωταρχικός σκοπός εξυπηρετείται με τη διάσωση της αίτησης προς αποφυγή αχρείαστων διαδικασιών. Σχετική επί του προκειμένου είναι η πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση Ελένης Α. Γεωργίου Πολιτική Αίτηση αρ. 82/23, ημ. 24/10/2023, ECLI:CY:AD:2023:D263.

 

Το επόμενο ζήτημα που θα μας απασχολήσει, είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι το Εφετείο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να αρνηθεί να ακούσει τον εφεσείοντα καθώς ο τελευταίος τελεί σε παρακοή διατάγματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου που διέταξε την έξωση του από το επίδικο ακίνητο.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να αρνείται να ακούσει διάδικο ενόσω αυτός βρίσκεται σε παρακοή αποτελεί σύμφυτη εξουσία η οποία αποσκοπεί στο να καταστήσει αποτελεσματικά διατάγματα που έχουν ήδη εκδοθεί, εμπίπτει δε και στην ευρύτερη εξουσία του Δικαστηρίου να ελέγχει τις ενώπιον του διαδικασίες προς παρεμπόδιση κατάχρησης (βλ. JSC BTA Bank v. Ablyazov (No. 8) Civ [2012] EWCA 1411, Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd a.o. (1983) 1 C.L.R. 348). H εξουσία δεν αποσκοπεί στην τιμωρία του μη συμμορφούμενου διάδικου αλλά στην διασφάλιση της δίκαιης δίκης, αποτελεί δε ζήτημα δημοσίου συμφέροντος.

 

Θα πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι η παρακοή διατάγματος δεν συνεπάγεται αυτόματα και την στέρηση δικαιώματος ακρόασης του εν παρακοή διαδίκου, αφού το ζήτημα παραμένει πάντα στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην Γεώργιος Θρασυβούλου ν. Λοΐζος Λουκά (2001) 1(Α) Α.Α.Δ.687, ανάλογη με την φύση και το μέγεθος της παρασπονδίας του διαδίκου, είναι και η ευρύτητα του τρόπου με τον οποίο το Δικαστήριο θα θεωρήσει πρόσφορο να αντιμετωπίσει την κατάχρηση της διαδικασίας του.

 

Στην υπόθεση Γρηγορίου κα ν. Σταύρου κα (αρ.1) (1992) 1Α Α.Α.Δ 237 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας και το δικαίωμα ακροάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου κατακυρώνονται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Το δικαίωμα τούτο όμως μπορεί να ρυθμιστεί. (βλ. Irr. Divission "Katzilos" v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1068.)

 

Η γενική αρχή είναι ότι καθένας διάδικος έχει δικαίωμα ακροάσεως. Το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αναστείλει ή αφαιρέσει το βασικό αυτό δικαίωμα ακροάσεως εάν διάδικος είναι αποδεδειγμένα ένοχος παρακοής και το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει τούτο - δηλαδή η παρακοή αποτελεί εμπόδιο στην πορεία της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη υπόθεση, με το να δυσκολεύεται η διακρίβωση των ορθών γεγονότων ή η εφαρμογή της διαταγής του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο δεν ασκεί την πιο πάνω εξουσία του εάν ο υπαίτιος διάδικος δείξει καλό λόγο για την μη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας εναντίον του».

 

(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

     Η αποστέρηση του δικαιώματος διαδίκου να ακουστεί αποτελεί δρακόντειο μέτρο και το Δικαστήριο θα το λάβει μόνο όπου η περιφρόνηση αφ' εαυτής εμποδίζει την πορεία της δικαιοσύνης και δεν υπάρχει άλλος αποτελεσματικός τρόπος να διασφαλιστεί η υπακοή του. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Hadkinson v. Hadkinson [1952] 2 All ER 567:

 

«It is the plain and unqualified obligation of every person against, or in respect of, whom an order is made by a court of competent jurisdiction to obey it unless and until that order is discharged. The uncompromising nature of this obligation is shown by the fact that it extends even to cases where the person affected by an order believes it to be irregular or even void».

 

 Η παρούσα αποτελεί διαδικασία στην οποία η νομιμότητα του διατάγματος το οποίο ο εφεσείων παρακούει, αποτελεί επίδικο θέμα. Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της αίτησης για αναστολή του διατάγματος εξετάζεται, έστω σε ένα περιορισμένο βαθμό η πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης που αφορά το διάταγμα και έτσι η νομιμότητα του διατάγματος αποτελεί επίδικο θέμα ενώπιον μας.

 

Περαιτέρω, στην παρούσα υπόθεση δεν έχει καταδειχθεί ότι η κατ' ισχυρισμό παρακοή του διατάγματος έξωσης αποτελεί εμπόδιο στην πορεία της δικαιοσύνης με το να δυσκολεύεται η διακρίβωση των ορθών γεγονότων της υπόθεσης.

 

Υπό τας περιστάσεις και έχοντας υπόψη όλα τα δεδομένα της υπόθεσης, μας είναι δύσκολο να δούμε πως θα μπορούσαμε να ασκήσουμε την διακριτική μας ευχέρεια επιβάλλοντας ένα τόσο δραστικό μέτρο, να στερήσουμε δηλαδή το δικαίωμα του εφεσείοντα να αποταθεί στο Εφετείο. Όπως προαναφέρθηκε, το μέτρο αυτό θα πρέπει να ασκείται με φειδώ (βλ. Hadkinson v. Hadkinson ανωτέρω). Ο εφεσείων δεν αμφισβητεί βέβαια ότι δεν εγκατέλειψε το επίδικο ακίνητο. Όμως, στην παρούσα υπόθεση δεν έχουν σε καμία περίπτωση διασαφηνιστεί οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσείων παρέβηκε το υπό κρίση διάταγμα έξωσης αφού η αίτηση παρακοής εκκρεμεί ακόμα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ούτε και έχει καταδειχθεί από την εφεσίβλητη με οιονδήποτε τρόπο ότι η κατ' ισχυρισμό παρακοή του διατάγματος έξωσης, αποτελεί εμπόδιο στην πορεία της δικαιοσύνης με το να δυσκολεύεται ή εμποδίζεται, η διακρίβωση των ορθών γεγονότων ή η εφαρμογή της διαταγής του Δικαστηρίου (βλ. Γρηγορίου ανωτέρω).

 

Αντιθέτως, κρίνουμε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης απαιτεί όπως ο εφεσείοντας να μην στερηθεί του δικαιώματος να προβάλει τις θέσεις τους ενώπιον του Εφετείου αναφορικά με την αναστολή αλλά και την αμφισβήτηση της υπό κρίση πρωτόδικης απόφασης.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, θα εξετάσουμε στην συνέχεια, τις ουσιαστικές προϋποθέσεις έγκρισης του αιτήματος αναστολής της πρωτόδικης απόφασης, εκκρεμούσης της παρούσας έφεσης.

 

Στην υπόθεση Παναγιώτα Νεοφύτου ν. Χρυσάνθης Δημητρίου (1989) 1 CLR 592 λέχθηκαν τα εξής αναφορικά με τις προϋποθέσεις αναστολής:

 

«Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για αναστολή πρωτόδικης απόφασης, εξαρτάται από το αποτέλεσμα της εξισορρόπησης δύο εξίσου σημαντικών παραγόντων για την απονομή της Δικαιοσύνης. Την διασφάλιση αφ' ενός του τελεσίδικου χαρακτήρα της πρωτόδικης απόφασης και της απόδοσης στον διάδικο που έχει επιτύχει των καρπών της επιτυχίας του και την εξασφάλιση αφ' ετέρου της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για την άσκηση Έφεσης».

 

 

Η πιο πάνω αρχή επαναδιατυπώθηκε στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ 1147. Λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου:

 

«Η Έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της Πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο Δικαστήριο από την Δ.35 Θ.18. Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση Έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατεξοχήν παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

Η εξισορρόπηση των συγκρουομένων δικαιωμάτων επιβάλλει την στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με της επιπτώσεις της αναστολής όσον και την ζωτικότητα του δικαιώματος για άσκηση Έφεσης. Οι προοπτικές επιτυχίας της Έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις.»

 

 

Σχετική είναι και η απόφαση The Governor and the Company of the Bank of Scotland v. S.S. Sapphire Seas (2001) 1 A.A.Δ. 955, στην οποία ειπώθηκαν τα εξής:

 

«Στην περίπτωση των αναστολών γίνεται προσπάθεια εξισορρόπησης δύο παραγόντων:  Να δρέψει άμεσα ο νικητής του δικαστικού αγώνα τους καρπούς της επιτυχίας του και να μη μείνει ο άλλος, αν νικήσει, με κενά χέρια. Σ'  αυτό το πλαίσιο κινείται η άσκηση της διακριτικής μας εξουσίας.»

 

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι ο αιτητής στην παρούσα διαδικασία προκειμένου να πετύχει την αιτούμενη αναστολή θα πρέπει να αποδείξει ότι σε περίπτωση άρνησης του αιτήματος, η ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης θα χάσει τη σημασία της (βλ. μεταξύ άλλων Loukos Trad. Co. Ltd κ.ά. ν. Ρέινμποου Πλητσιηγκ & Νταιγκ Κο  ΛΤΔ (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1014).

 

Αναφορικά με τις προοπτικές επιτυχίας της έφεσης, έχει νομολογηθεί ότι ο παράγοντας αυτός είναι μεν σχετικός αλλά συνήθως οριακής σημασίας. Ως εκ τούτου δεν εξετάζεται από το Δικαστήριο ξεχωριστά μόνον η προοπτική αυτή χωρίς να ληφθούν υπόψη οι υπόλοιποι παράγοντες. Το ίδιο ισχύει και σε τυχόν προβαλλόμενο λόγο ένστασης για απομακρυσμένο ενδεχόμενο ανατροπής της απόφασης από το Εφετείο. Μόνο όπου υπάρχει σαφής βεβαιότητα πρόγνωσης ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος (βλ. μεταξύ άλλων BP Holdings Ltd v. A. Κιταλίδης (1994) 1 A.A.Δ. 287 & Βογαζιανού ν. Γ. Εισαγγελέα (1997) 1Β Α.Α.Δ., 591).

 

Εφόσον κριθεί ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της απόφασης, το Δικαστήριο είχε καθήκον σύμφωνα με την Δ.18 των παλαιών θεσμών να επιλέξει τους κατάλληλους για την περίπτωση όρους για να τεθεί σε ισχύ η αναστολή. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η επιλογή των όρων που θα τεθούν προκειμένου να επιφέρουν την εξισορρόπηση των συγκρουομένων δικαιωμάτων μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης (βλ. Χαραλάμπους ν. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1Γ Α.Α.Δ 1978). Η ίδια υποχρέωση υπάρχει και στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Καθορίζεται συγκεκριμένα στον Κανονισμό 12 (β) του Μέρους 47 ότι πριν την καταχώριση οποιουδήποτε διατάγματος αναστολής εκτέλεσης, το πρόσωπο το οποίο εξασφαλίζει το διάταγμα, προσκομίζει τέτοια εξασφάλιση (αν υπάρχει) ως δυνατόν να έχει διαταχθεί.

 

Ιδιαίτερα σημαντικός και πρωταρχικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψιν σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, είναι το κατά πόσον σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος αναστολής, η έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου.

 

Στην παρούσα περίπτωση σημειώνεται ότι με την πρωτόδική απόφαση, έχει μεταξύ άλλων διαταχθεί η έξωση του εφεσείοντα από το επίδικο ακίνητο, που δεν αμφισβητείται ότι αποτελεί για πολλά χρόνια, τόσο την επαγγελματική του στέγη αφού εκεί διατηρεί φυτώριο όσον και την κατοικία του. Σε περίπτωση που ο εφεσείων παραδώσει την κατοχή του ακινήτου στην εφεσίβλητη, τυχόν επιτυχία της έφεσης δεν θα έχει καμία αξία, και η έφεση θα καταστεί άνευ αντικειμένου αφού θα έχουν δημιουργηθεί δεδομένα που δεν θα μπορούν να ανατραπούν. Όπως λέχθηκε και στην Ανδρέας Μιχαηλίδης ν. Θωμάς Σαββίδης, Πολ. Εφ. 285/2016 ημερ. 22.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:A314:

 

«Ο δεύτερος παράγοντας είναι αυτός που αφορά στις συνέπειες από τυχόν επιτυχία της έφεσης, ενώ ο εφεσείων, γενικά ομιλούντες, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον ενοικιαστή, έχει, στο μεταξύ, συμμορφωθεί με την εναντίον του πρωτόδικη απόφαση∙ έχει εγκαταλείψει το μίσθιο. »

 

Στην υπόθεση Μαρκουλλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413, στη σελίδα 3423, είχε παρατηρηθεί ότι:-

 

«Χρηματική ζημία δεν είναι ανεπανόρθωτη ή δυσεπανόρθωτη ζημία. Η ζημία που δυνατό να θέσει σε κίνδυνο εμπορική επιχείρηση, ή την ικανότητα συντήρησης του αιτητή, ή αιφνίδια αποστέρηση των μέσων βιοπορισμού του ιδίου και της οικογένειάς του μπορεί να χαρακτηρισθεί, σε μερικές περιπτώσεις, ως ανεπανόρθωτη.»

 

Παρότι θα συμφωνήσουμε ότι δεν υπάρχει νομολογιακή αρχή που να  επιτάσσει ότι επιβάλλεται αναστολή εκτέλεσης σε κάθε έφεση που αφορά ανάκτηση κατοχής ακινήτου, εντούτοις κατάληξη μας αποτελεί ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, έχουν τεθεί ενώπιον μας δεδομένα που δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος αναστολής. Σε περίπτωση που δεν ανασταλεί η απόφαση, ο εφεσείων θα απωλέσει την στέγη στην οποία διαμένει για 25 χρόνια, ενώ στην περίπτωση έκδοσης διατάγματος αναστολής και τυχόν απόρριψης της έφεσης σε μεταγενέστερο στάδιο, στην εφεσίβλητη θα έχει προκληθεί απλώς καθυστέρηση στην ανάκτηση του ακινήτου, η οποία μπορεί να αντισταθμιστεί με τον σύντομο ορισμό της έφεσης για εκδίκαση και διαταγή για καταβολή εγγύησης από μέρους του εφεσείοντα.

 

Αναφορικά με την πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης, επαναλαμβάνουμε ότι ο παράγοντας αυτός, είναι συνήθως οριακής σημασίας και ως εκ τούτου δεν εξετάζεται από το Δικαστήριο ξεχωριστά μόνον η προοπτική αυτή χωρίς να ληφθούν υπόψη οι υπόλοιποι παράγοντες.

Ανεξαρτήτως τούτου, μελέτη των λόγων της υπό κρίση έφεσης και της αιτιολογίας τους, οδηγεί στο ότι η παρούσα δεν είναι η περίπτωση όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης. Προβάλλονται ισχυρισμοί υπεράσπισης από τον εφεσείοντα όπως η σύναψη και ερμηνεία όρου στην σύμβαση ενοικίασης που αφορούσε το δικαίωμα της εφεσίβλητης να ζητήσει την εκκένωση του ακινήτου, μόνον μετά που θα αποφάσιζε την πώληση του. Προσβάλλεται επίσης το εύρημα για μη στοιχειοθέτηση ανταπαίτησης, με δεδομένο τον ισχυρισμό για οικονομική ζημιά που θα υποστεί ο εφεσείων σε περίπτωση έξωσης, η οποία αφορά ποσά που πλήρωσε για επιδιόρθωση της οικίας εντός του επίδικου ακινήτου, στην οποία διαμένει.

 

Στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν πως δεν πρόκειται για μια πλήρως αβάσιμη ή παντελώς ατεκμηρίωτη υπόθεση εκ μέρους του εφεσείοντα με δεδομένο ότι οι πιο πάνω θέσεις απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως γενικές και αόριστες στο πλαίσιο συνοπτικής απόφασης, χωρίς δηλαδή να ακουστεί σχετική μαρτυρία. Αντιθέτως, είναι η θέση μας χωρίς βέβαια να αποφασίζουμε την ουσία της έφεσης και στον βαθμό που μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης και μόνο, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενοι επιτυχίας της έφεσης, η οποία διατηρεί υπό τας περιστάσεις κάποιες πιθανότητες επιτυχίας.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι ο εφεσείων έχει ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις για έγκριση του αιτήματος αναστολής της πρωτόδικης απόφασης.

 

Αναφορικά με τούς όρους έκδοσης του διατάγματος αναστολής, έχουμε υπόψη την θέση της εφεσίβλητης ότι η ενοικιαστική αξία του επίδικου ακινήτου ανέρχεται σε €1.710,00 ετησίως καθώς και την παραδοχή της ότι έκλεισε τον τραπεζικό λογαριασμό της στον οποίο ο εφεσείων συνέχισε να καταθέτει το μηναίο ενοίκιο. Κρίνουμε ως εκ τούτου λογικό και δίκαιο όπως τεθεί όρος για την αναστολή, η κατάθεση τραπεζικής εγγύησης από τον εφεσείοντα στον Πρωτοκολλητή του Εφετείου για το ποσόν €3.420 που ισούται με κατ' ισχυρισμό ενοίκια δύο ετών.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο η υπό κρίση πρωτόδικη απόφαση αναστέλλεται μέχρι το πέρας της πλήρους εκδίκασης της παρούσας έφεσης υπό τον όρο ότι ο εφεσείων θα καταθέσει στον Πρωτοκολλητή του Εφετείου, τραπεζική εγγύηση για το ποσόν των €3.420,00.

 

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα - αιτητή και εναντίον της εφεσίβλητης - καθ' ης η αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο