ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 97/2019)
14 Νοεμβρίου, 2023
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
MEHMET MAHER CEMAL EDDIN
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΑΝ. Δ/ΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Χ. Γ. Χριστούδιας και για Ν. Α. Λοϊζου, δικηγόροι για Εφεσείοντα.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
---------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: O εφεσείων κατάγεται από τη Συρία και είναι κάτοχος τουρκοκυπριακού «διαβατηρίου» και «ταυτότητας». Ισχυρίζεται δε, ότι, γιαγιά του είναι κάποια N[.] N[.] MUSTAFA, η οποία γεννήθηκε το έτος 1918 στο Νέο Χωρίο της Κύπρου, τότε υπό αποικιοκρατικό καθεστώς και η οποία απέκτησε, το έτος 1952, από την τότε αποικιοκρατική κυβέρνηση, διαβατήριο. Στη βάση αυτού του δεδομένου, αλλά και πρόσθετου ισχυρισμού του (ο οποίος είναι παραδεκτός από την εφεσίβλητη) ότι, δύο (2) από τα τέσσερα (4) αδέλφια του εφεσείοντα διαμένουν στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας και έγιναν, κατόπιν έγκρισης σχετικών αιτήσεων τους, κάτοχοι κυπριακών ταυτοτήτων και διαβατηρίων ήδη από το έτος 2005, ο εφεσείων υπέβαλε, στις 10.11.2015, αίτηση (εφεξής η «αίτηση») για απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 109(3) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (εφεξής ο «Νόμος»). Στην αίτηση δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανταπόκριση εκ μέρους της εφεσίβλητης μέχρι τις 22.2.2017, ημερομηνία κατά την οποία ο εφεσείων καταχώρησε την Προσφυγή Αρ. 302/2017, με την οποία ισχυρίστηκε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας της εφεσίβλητης, όπως εξετάσει και απαντήσει στην αίτηση του, ζητώντας σχετική απόφαση από το δικαστήριο, στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Εκκρεμούσης της εκδίκασης εν λόγω προσφυγής, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (εφεξής το «Τμήμα»), με επιστολή του ημερομηνίας 22.1.2018 προς τον εφεσείοντα και προκειμένου, ως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, να εξεταστεί περαιτέρω η αίτηση του, του ζήτησε όπως προσκομίσει πρόσθετα έγγραφα, ήτοι δεόντως επικυρωμένα πιστοποιητικά γεννήσεως των γονέων του από τις αρμόδιες αρχές της χώρας του, αντίγραφο του διαβατηρίου του από τη χώρα καταγωγής του, καθώς επίσης όπως, ο εφεσείων διευκρινίσει τη διαφορετική αναγραφή του ονόματός του στο πιστοποιητικό γεννήσεως του, σε σχέση με την αναγραφή αυτού σε άλλα έγγραφα, τα οποία είχε προσκομίσει στα πλαίσια της αίτησης του. Συμμορφούμενος ο εφεσείων, προσκόμισε στο Τμήμα, στις 31.1.2018, φωτοαντίγραφο του διαβατηρίου του από τη χώρα καταγωγής του, φωτοαντίγραφα των πιστοποιητικών γέννησης και των διαβατηρίων των γονέων του από τη χώρα καταγωγής του, φωτοαντίγραφο εγγράφου της οικογενειακής του κατάστασης και, τέλος, χειρόγραφη επεξήγηση της διαφορετικότητας του ονόματός του που εντοπίζεται σε διάφορα έγγραφα.
Ως σημειώθηκε και στην πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 6.5.2019, η οποία είχε απορριπτική κατάληξη, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι, μέχρι την ημερομηνία επιφύλαξης της δικαστικής απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 302/2017, η εφεσίβλητη δεν είχε εξετάσει την αίτηση για απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας. Ο εφεσείων άσκησε την εδώ υπό εξέταση έφεση εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 302/2017, της οποίας η ακρόαση έλαβε χώρα στις 19.10.2023, κατά την οποία, κατόπιν σχετικού ερωτήματος του Δικαστηρίου, δόθηκε η πληροφόρηση από την πλευρά της εφεσίβλητης ότι, ούτε μέχρι σήμερα λήφθηκε απόφαση επί της αιτήσεως.
Δύο είναι οι λόγοι εφέσεως, τους οποίους πρόβαλε η πλευρά του εφεσείοντα.
Με τον πρώτο, ο εφεσείων βάλλει κατά του ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, δεν υφίσταται, στην υπό εξέταση περίπτωση, παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και ότι, το χρονικό διάστημα, το οποίο παρήλθε προς εξέταση της αίτησης ήταν εύλογο και επιβεβλημένο. Προς αιτιολόγηση του εν λόγω λόγου εφέσεως, ο εφεσείων υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι, η εφεσίβλητη απέτυχε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου ότι συντρέχουν αντικειμενικοί και όχι υποκειμενικοί λόγοι, οι οποίοι να δικαιολογούν τόσο την παράλειψη, όσο και το εύλογο του διαρρεύσαντος χρόνου, ενώ έγιναν ανεπίτρεπτα αποδεκτές ως μαρτυρία θέσεις της δικηγόρου της εφεσίβλητης, οι οποίες εισάχθηκαν μέσω της ένστασης και γραπτής αγόρευσης της, σε σχέση με το διαρρεύσαντα χρόνο εξέτασης της αίτησης. Επίσης ότι, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε, στα πλαίσια, πάντα, εξέτασης κατά πόσο είχε παρέλθει ή μη ο εύλογος χρόνος για λήψη απόφασης επί της αίτησης, ότι, υφίστατο ανάγκη διαπίστωσης της αυθεντικότητας των στοιχείων ως προς την καταγωγή της γιαγιάς του εφεσείοντα, ενώ αυτά ήταν ενώπιον της εφεσίβλητης, εξετάστηκαν και έγιναν ήδη αποδεκτά ως αυθεντικά, αφού στη βάση αυτών δύο (2) αδέλφια του εφεσείοντα ενεγράφησαν ως Κύπριοι υπήκοοι. Πρόσθετα, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε άνευ στοιχείων που να υποστηρίζονται από το μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης ότι, διεξάγονται έρευνες μέσω διπλωματικών αποστολών για τη διαπίστωση της αυθεντικότητας των στοιχείων του αιτητή, αλλά και γενικότερα. Τέλος, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε περί μη ύπαρξης παράλειψης απάντησης στην αίτηση του εφεσείοντα, παρά τη διαπίστωση ότι, τον Ιανουάριο του 2018 η εφεσίβλητη ζήτησε από τον εφεσείοντα συμπληρωματικά στοιχεία και διευκρινήσεις (βλ. ανωτέρω, επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 22.1.2018).
Με τον δεύτερο λόγω έφεσης, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι, έστω και αν απορρίφθηκε η προσφυγή του από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν εδικαιολογείτο η επιδίκαση εξόδων εναντίον του εφεσείοντα, αφού ορθώς αυτός καταχώρησε την προσφυγή του, ενόψει του ότι, από τις 10.11.2015, ημερομηνία υποβολής της αίτησης έως τις 22.2.2017, ημερομηνία καταχώρησης της προσφυγής του, δεν εξετάστηκε και δεν απαντήθηκε η αίτηση εκ μέρους της εφεσίβλητης.
Η πλευρά της εφεσίβλητης απορρίπτει τους πιο πάνω λόγους εφέσεως.
Σε σχέση με τον πρώτο εξ αυτών και αφού, καταρχάς, η εφεσίβλητη επισημαίνει ότι, το κατά πόσο ο εφεσείοντας είναι πράγματι εγγονός της N[.] N[.] MUSTAFA αποτελεί απλό ισχυρισμό, προτάσσει τη θέση ότι, δεν είναι νομικά νοητή η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας στην περίπτωση άσκησης διακριτικής ευχέρειας, ως είναι η παρούσα περίπτωση, παρά μόνο σε περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας. Κατά τα λοιπά, όσον αφορά στον πρώτο λόγο έφεσης, η πλευρά της εφεσίβλητης υποστήριξε μεταξύ άλλων, στο περίγραμμα αγόρευσής της ότι «Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε με την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και μετά την αξιολόγηση των λεπτομερέστατων αναφορών και εξηγήσεων εκ μέρους των Εφεσίβλητων/Καθ' ων η Αίτηση ορθά αποφάσισε ότι δεν υπήρξε καμία παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους των Εφεσίβλητων/Καθ' ων η Αίτηση και το χρονικό διάστημα μέχρι τη λήψη απόφασης είναι εύλογο ένεκα των πραγματικών γεγονότων που αφορούν την υπό κρίση υπόθεση και στα οποία γίνεται, επίσης, μνεία, στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.». Σύμφωνα με την πλευρά της εφεσίβλητης, η έρευνα που οφείλει να διεξάγει η διοίκηση σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, είναι πολυσχιδής, ενώ όλοι οι λόγοι που αποδεικνύουν το χρονοβόρο της διαδικασίας παρουσιάζονται στην «αρχική δικογραφία», υποστηρίζοντας, εκ νέου και ότι, στην υπό εξέταση περίπτωση εμπλέκονται τρίτες χώρες και χρειάζεται συνεργασία για τη συλλογή όλων των πληροφοριών που είναι απαραίτητες, ώστε ο χρόνος που παρήλθε να καθίσταται εύλογος. Τέλος, σε σχέση με τον πρώτο λόγο εφέσεως, κατά τη διάρκεια της ακρόασης της παρούσας έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσίβλητη υπέδειξε, ότι, είναι εκατοντάδες οι περιπτώσεις, όπως η παρούσα, οι οποίες αφορούν σε αιτήματα πολιτογράφησης από ισχυριζόμενους ως συγγενείς της N[.] N[.] MUSTAFA, χωρίς, ωστόσο, να γίνει εκ μέρους της οποιαδήποτε υποστήριξη αυτού του ισχυρισμού με έγγραφα του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.
Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο έφεσης, η πλευρά της εφεσίβλητης σημειώνει τη νομολογιακή αρχή ότι, τα έξοδα ανήκουν στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, ακολουθούν, κατά κανόνα, το αποτέλεσμα της προσφυγής και επιδικάζονται εναντίον του αποτυχόντος διαδίκου, ενώ η πλευρά του εφεσείοντα απέτυχε να υποδείξει οποιοδήποτε αποχρώντα λόγο, ο οποίος να δικαιολογεί απόκλιση από τον πιο πάνω νομολογιακό κανόνα.
Εξετάσαμε τα πιο πάνω με ιδιαίτερη προσοχή, στη βάση του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.
Καταρχάς, η θέση της εφεσίβλητης ότι, δεν είναι νομικά νοητή η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας που άπτεται, κατά την εφεσίβλητη, άσκησης διακριτικής ευχέρειας, δεν βρίσκει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση. Το αιτητικό της προσφυγής αφορά περιοριστικά και μόνο σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας της εφεσίβλητης, όπως εξετάσει και απαντήσει στην αίτηση του εφεσείοντα (η οποία υποβλήθηκε στη βάση του Άρθρου 109 (3) του Νόμου) υποχρεωτικά (βλ. και Άρθρο 10 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999, «πρέπει») εντός ευλόγου χρόνου, αυτός αντικειμενικά κρινόμενος, εξαρτώμενος από τα περιστατικά κάθε υπόθεσης και με τελικό κριτή αυτού το Δικαστήριο (βλ. Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Ι. Χριστόφορου Α. Χριστόφορου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ., 434 έπ.) και όχι σε παράλειψη έγκρισης της αίτησης του. Τα προαναφερθέντα, βεβαίως, με τη προϋπόθεση ότι, το ζήτημα αφορά σε παράλειψη λήψης απόφασης επί αιτήματος, το οποίο να αποσκοπεί στην έκδοση διοικητικής απόφασης εν τη εννοία του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, προϋπόθεση η οποία σαφώς πληρούται στην παρούσα περίπτωση.
Το καίριο και καθοριστικό, συνεπώς, ερώτημα είναι, κατά πόσο είχε παρέλθει ο εύλογος χρόνος, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, για τη λήψη απόφασης επί του αιτήματος του αιτητή μέχρι την ημέρα καταχώρησης της προσφυγής του, ήτοι δεκατέσσερεις (14) και πλέον μήνες μετά την υποβολή της αίτησης του (στην καλύτερη των περιπτώσεων για την εφεσίβλητη, η οποία, ως προαναφέρθηκε, δεν έχει μέχρι και σήμερα, εφτά (7) χρόνια και 11 μήνες μετά την υποβολή της αίτησης του εφεσείοντα, απαντήσει), με αποτέλεσμα, σε τέτοια περίπτωση, να υπάρχει παράλειψη λήψης απόφασης. Με κάθε σεβασμό στην αντίθετη προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, η απάντηση μας στο εν λόγω ερώτημα είναι καταφατική. Και εξηγούμε:
Καταρχάς, ο διοικητικός φάκελος της υπόθεσης, ο οποίος κατατέθηκε, δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε ενέργεια, έστω εσωτερικής φύσεως ή οποιαδήποτε ενασχόληση της εφεσίβλητης προς διεκπεραίωση της υποβληθείσας αίτησης του εφεσείοντα μέχρι και την καταχώρηση της προσφυγής εκ μέρους του, αλλά και μεταγενέστερα, ήτοι μέχρι τις 22.1.2018, ημερομηνία που φέρει η σχετική επιστολή, η οποία εστάλη στον εφεσείοντα από την εφεσίβλητη, με την οποία, μετά την καταχώρηση της προσφυγής του εφεσείοντα, του ζητήθηκαν επιπρόσθετα στοιχεία και διευκρινήσεις (βλ. ανωτέρω στα γεγονότα) και είναι με αυτή που πρώτη φορά αποκαλύπτεται από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης ενασχόληση της εφεσίβλητης με το συγκεκριμένο αίτημα. Έπεται ότι, το συμπέρασμα που αναδύεται μέσα από το ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό, το οποίο είναι ο διοικητικός φάκελος της υπόθεσης, είναι ότι, η εφεσίβλητη έμεινε, αδικαιολόγητα και ανεπίτρεπτα, εντελώς άπρακτη στο χρονικό διάστημα της λήψης απόφασης επί του αιτήματος του αιτητή μέχρι την ημέρα καταχώρησης της προσφυγής του (περίπου 14 μήνες, ως προαναφέρθηκε), το οποίο εδώ μας ενδιαφέρει. Είναι γεγονός ότι, εντοπίζεται στο φάκελο, τον οποίο καταχώρισε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου η εφεσίβλητη, επιστολή λειτουργού της εφεσίβλητης προς τη Νομική Υπηρεσία ημερομηνίας 16.2.2018, ήτοι έντεκα (11) περίπου μήνες μετά την καταχώρηση της προσφυγής, με επισυναπτόμενη αυτής έκθεση γεγονότων, βάσει των οποίων συντάχθηκε και η ένσταση της εφεσίβλητης και, ιδίως, τα γεγονότα αυτής. Σ' αυτή γίνεται αναφορά και επίκληση διάφορων «γεγονότων», τα οποία, κατά την εφεσίβλητη (και το πρωτόδικο δικαστήριο) δικαιολογούν, ως εύλογο, τον διαρρεύσαντα χρόνο για λήψη απόφασης σε σχέση με την αίτηση του εφεσείοντα. Η ένσταση, όμως και δη, οι εκεί αναφορές στα όποια γεγονότα δεν συνιστούν per se τεκμηρίωση αυτών, όπως κατ' ουσία ισχυρίζεται η εφεσίβλητη, αλλά ισχυρισμούς, οι οποίοι οφείλουν να αντανακλούν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, από το οποίο και πρέπει να αποδεικνύονται. Σημειώνεται, συναφώς, ότι, ο διοικητικός φάκελος αποτελεί, σύμφωνα με τη νομολογία, τον μοναδικό οδηγό ως προς την ύπαρξη δεδομένων και γεγονότων (βλ. Δημοκρατία ν. Δ. Αυλωνίτης και Υιοί Λτδ (2000) 3 Α.Α.Δ. 137). Το τεκμήριο της κανονικότητας διέπει τη διοικητική πράξη και θεωρείται ότι η διοίκηση έλαβε υπόψη της ότι είχε ενώπιον της και αντίθετα δεν έλαβε και δεν μπορούσε να λάβει υπόψη της ότι δεν υπήρχε στο διοικητικό φάκελο (Δημοκρατία ν. Χατζηγρηγορίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 549). Πέραν, επίσης, του γεγονότος ότι, οι σχετικές αναφορές στην επιστολή ημερομηνίας 16.2.2018 (βλ. ανωτέρω), αλλά και στην ένσταση της εφεσίβλητης, δεν αντανακλούν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, ήτοι των όποιων δεδομένων και πληροφοριών ήταν ενώπιον της διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο που όφειλε να είχε ληφθεί απόφαση επί του αιτήματος του αιτητή, ήταν και κατά πολύ μεταγενέστερες και σαφώς συνιστούν ύστερη του ευλόγου χρόνου προσπάθεια απόδοσης αιτιολογίας για τη μη λήψη απόφασης στον εν λόγω χρόνο και, ως εκ τούτου, δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη ως γεγονότα από το πρωτόδικο δικαστήριο, εκτός κατόπιν υποβολής και έγκρισης κατάλληλου, προς τούτου, δικονομικού διαβήματος. Ούτε είναι επιτρεπτή η αποδοχή ως μαρτυρίας ισχυρισμών γεγονότων που γίνονται στις αγορεύσεις των διαδίκων (βλ. ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2003) 3 ΑΑΔ 507. απόφαση ημερομηνίας 8.8.2014 στην Προσφυγή Αρ. 771/2011 ΝΤΙΑΝΑ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ). Ούτε είναι ορθή η θέση της εφεσίβλητης ότι, με την εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 16.2.2018 η όποια παράλειψη λήψης απόφασης επί του αιτήματος έχει αρθεί, αφού αυτή σαφώς δεν συνιστά τελική απόφαση επ' αυτού. Ούτε τα όσα ανέφερε η ευπαίδευτη συνήγορος ενώπιον μας κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ήτοι ότι, είναι εκατοντάδες οι περιπτώσεις, όπως η παρούσα, οι οποίες αφορούν σε αιτήματα πολιτογράφησης από ισχυριζόμενους ως συγγενείς της N[.] N[.] MUSTAFA, δύνανται να προσθέσουν στην αιτιολογία σε σχέση με το θέμα του ευλόγου χρόνου, αφού αυτός ο ισχυρισμός, παρέμεινε παντελώς ατεκμηρίωτος και, συνεπώς, αίολος και απορριπτέος, ενώ είναι παγίως νομολογημένο ότι, οι αγορεύσεις των μερών δεν δύνανται να προσθέτουν μαρτυρία. Σημειώνουμε, τέλος, ότι, αποτελεί ερωτηματικό, κατά πόσο τα όσα προβάλλει ως αιτιολογία για τον διαρρεύσαντα χρόνο η πλευρά της εφεσίβλητης (βλ. ανωτέρω), αν ήταν δικονομικώς επιτρεπτό να ληφθούν υπόψη και υιοθετήθηκαν, λανθασμένα κατά την άποψη μας, από το πρωτόδικο δικαστήριο, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την διαπιστωμένα ανωτέρω αδικαιολόγητη απραξία της διοίκησης για μεγάλο χρονικό διάστημα, στην οποία αναφερθήκαμε ανωτέρω. Ενόψει, όμως, του δεδομένου, πλέον, (βλ. ανωτέρω) ότι, αυτή η αιτιολογία για την καθυστέρηση εξέτασης του αιτήματος όψιμα δόθηκε από την εφεσίβλητη, η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα θα κατέληγε, ανεπίτρεπτα, απλή ακαδημαϊκή άσκηση από το Δικαστήριο και, συνεπώς, δεν κρίνουμε σκόπιμο να τη δώσουμε. Σημειώνουμε, εν τέλει, εμφαντικά και ότι, το γεγονός ότι δεν λήφθηκε ακόμη απόφαση επί της αίτησης του εφεσείοντα, είτε θετική είτε αρνητική, μέχρι σήμερα, ήτοι οκτώ (8) σχεδόν χρόνια μετά την υποβολή της αίτησης του εφεσείοντα, οφείλει να προβληματίσει σοβαρά την εφεσίβλητη, η οποία υποχρεούται πάντοτε και ανεξαιρέτως, στα πλαίσια των κανόνων χρηστής διοίκησης, να επιλαμβάνεται και να αποφασίζει το ταχύτερο δυνατό (βλ. Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου, ανωτέρω).
Συνεπώς, με βάση τα προλεχθέντα, ο πρώτος λόγος έφεσης γίνεται αποδεκτός. Εκ του εν λόγω αποτελέσματος, γίνεται αποδεκτός και ο δεύτερος λόγος έφεσης, με το σκεπτικό ότι, τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα έξοδα ήταν απόρροια του απορριπτικού αποτελέσματος στην προσφυγή του εφεσείοντα, το οποίο με την εδώ απόφαση μας έχει ανατραπεί.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.