ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 91/19)

 

6 Νοεμβρίου, 2023

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ ΧΑΡΙΛΑΟΥ

                                                                                                   

       Εφεσείων,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

Δ/ΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

                                                                                                                                           Εφεσίβλητης.

-------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για Α.Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για Εφεσείοντα.

Αθ. Α. Αχιλλέως (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

---------------------

                                     

                                       ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με την υπό εξέταση έφεση ο εφεσείων στρέφεται εναντίον της απόφασης απόρριψης της Προσφυγής του Αρ. 1814/2012, με την οποία ο εφεσείων αμφισβήτησε τη νομιμότητα απόφασης της εφεσίβλητης, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων, για την χρονική περίοδο από [.].10.2005 μέχρι 9.3.2011, δεν δικαιούται σε πληρωμή σύνταξης γήρατος, αυτής ως παραγραφείσας, διότι υπέβαλε εκπρόθεσμα, κατ' εφαρμογή του Κανονισμού 3 (2) (β) και (3) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχές) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 288/2012* (εφεξής «οι Κανονισμοί»),  αίτηση για παροχή σύνταξης.

 

Εν συντομία, κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων αποτελεί το γεγονός ότι, ο εφεσείων θεμελίωνε δικαίωμα σύνταξης γήρατος στις [.].10.2005. Ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για πληρωμή σύνταξης στις 10.6.2011 και, κατ' εφαρμογή των προαναφερθέντων Κανονισμών, του εγκρίθηκε η καταβολή σύνταξης από τις 10.3.2011, ήτοι από τρεις (3) μήνες πριν την υποβολή της προαναφερθείσας αίτησης του. Ο εφεσείων καταχώρησε την Προσφυγή Αρ. 1075/2011 εναντίον της απόφασης μη καταβολής σύνταξης γήρατος για την χρονική περίοδο από [.].10.2005 μέχρι 9.3.2011, απόφαση, όμως, η οποία ανακλήθηκε, με το αιτιολογικό ότι, η λειτουργός, η οποία εξέτασε τη σχετική αίτηση του εφεσείοντα δεν είχε την νομοθετικά απαιτούμενη εξουσιοδότηση για εξέταση αιτήσεων σύνταξης γήρατος. Κατά την επανεξέταση που ακολούθησε, λήφθηκε εκ νέου απόφαση για μη καταβολής σύνταξης γήρατος στον εφεσείοντα για την χρονική περίοδο από [.].10.2005 μέχρι 9.3.2011, ήτοι αυτή, η οποία προσβλήθηκε με την Προσφυγή Αρ. 1814/2012 (βλ. ανωτέρω).

 

Αν και ο εφεσείων προώθησε πρωτοδίκως αριθμό λόγων ακυρώσεως, κατ' έφεση περιορίστηκε στην δικογράφηση των ακόλουθων δύο λόγων εφέσεως, τους οποίους παραθέτουμε, μαζί με την αιτιολογία τους, αυτούσιους (οι τονισμοί είναι του εφεσείοντα):

 

« Λόγος Έφεσης 1

 

Εσφαλμένα και αντίθετα στην πρόνοια του άρθρου 35(2) του Νόμου 59(1)/2010 που προβλέπει ότι «. σύνταξη γήρατος καταβάλλεται από την πρώτη μέρα που ικανοποιεί τις προϋποθέσεις.» κρίθηκε ως νόμιμη η απόφαση των Εφεσίβλητων για μη καταβολή σύνταξης γήρατος στον Εφεσείοντα για την περίοδο [.].10.2005  μέχρι 9.5.2011. Εσφαλμένα μάλιστα δεν έγινε αποδεκτή η εισήγηση ότι ο Καν. 3(2)Β (sic) της ΚΠΔ 288/10 καθιέρωσε έξω ή αντίθετα στο Νόμο καθήκον υποβολής της αίτησης εντός τριών μηνών, με συνέπεια να χάνει τη σύνταξη του ο ενδιαφερόμενος που δεν υπέβαλε έγκαιρα αίτηση, ενώ το καθήκον καταβολής σύνταξης βαρύνει τον εφεσίβλητο που γνώριζε πότε έπρεπε να αρχίσει η σύνταξη.

Αιτιολογία

 

Ενώ η Πρωτόδικη απόφαση κατέγραψε ορθά (σελίδα 2) ότι:

 

«Ο αιτητής γεννήθηκε στις [.].10.1942 και συνεπώς, θεμελίωσε δικαίωμα σε σύνταξη γήρατος με βάση τις εισφορές του στις [.].10.2005».

 

Εντούτοις, παρέλειψε να αντιληφθεί ότι με τη συμπλήρωση του καθήκοντος του πολίτη για εισφορά, άρχιζε άμεσα το καθήκον του καθ' ου για καταβολή της σύνταξης. Δηλαδή δεν έδωσε σημασία στο γεγονός ότι ο Αιτητής «εισέφερε» όσα όφειλε κατά Νόμο με γνωστή την ημέρα γέννησης του και άρα είχε «θεμελιώσει το δικαίωμα για σύνταξη γήρατος» από την πρώτη ημέρα συμπλήρωσης των προϋποθέσεων που ήταν η [.].10.2015. Τούτο γιατί έδωσε μόνο σημασία όπως κατέγραψε (σελίδα 6) ότι μετά τον Μάϊο του 2011:

 

«Η σύνταξη καταβάλλεται στον αιτητή κανονικά και δεν υπάρχει ένδειξη ότι δεν θα καταβάλλεται εφ' όρου ζωής έτσι ώστε να μπορεί να εξεταστεί περίπτωση παράβασης Νόμου»

 

Το άρθρο 35(1) και (2) αλλά και ολόκληρη η φιλοσοφία του Νόμου και/ή του συστήματος είναι να συνεισφέρει ο ασφαλιζόμενος έως το 63 έτος της ηλικίας του, (εδώ ο Αιτητής έως [.].10.2005), οπότε δικαιούται τη σύνταξη από την πρώτη μέρα και έως το τέλος του βίου του.

 

Άρα εσφαλμένα το κράτος δεν του κατέβαλε σύνταξη από [.].10.2005!

 

Λόγος Έφεσης 2

 

Εσφαλμένα δεν διαπίστωσε και απέρριψε μάλιστα σχετικό ισχυρισμό μας ότι η μεταχείριση που έτυχε ο Αιτητής κατά την επανεξέταση της υπόθεσης του ήταν παράνομη και άνιση αφού την εδικαιούτο κατά Νόμο με τη συμπλήρωση των εισφορών του, λόγω πλέον της γνωστής ηλικίας του. Δικαίωμα που στερήθηκε με ULTRA VIRES κανονισμό.

 

Αιτιολογία

 

Το Σεβαστό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση υπό πλάνη με αναφορά ότι δήθεν: Η παράνομα τεθείσα προθεσμία είναι η ίδια για όλους. Πρόσθετα περιλαμβάνεται πρόνοια που καλύπτει τις περιπτώσεις εκείνες όπου εύλογα κάποιος δικαιούχος δεν αποτάθηκε εντός της προθεσμίας. Εν πάση περιπτώσει, στην υπό εξέταση υπόθεση ο Αιτητής δεν αποτάθηκε λίγο μετά την εκπνοή της προθεσμίας έτσι ώστε να μπορεί να επικαλείται ανελαστικότητα από πλευρά της διοίκησης αλλά, αποτάθηκε έξι χρόνια μετά για να διαπιστώσει γιατί δεν του καταβλήθηκε έγκαιρα η σύνταξη του».

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο με την πιο πάνω αναφορά παραγνώρισε πλήρως ότι ο Εφεσείων/Αιτητής στερήθηκε σύνταξη γήρατος την οποία κατά Νόμο εδικαιούτο γιατί είχε ο ίδιος καταβάλει όλες τις εισφορές που κατά Νόμο όφειλε ώστε να έχει το ανάλογο αντάλλαγμα που ο Νόμος προβλέπει.»

 

Με το περίγραμμα αγόρευσης της η πλευρά του εφεσείοντα ανέπτυξε σωρευτικά τους πιο πάνω λόγους εφέσεως, εντάσσοντας στην επιχειρηματολογία της και ισχυρισμούς περί τιμωρητικής και αντιφατικής συμπεριφοράς της εφεσίβλητης, λήψης απόφασης ενάντια στη χρηστή διοίκηση, αδιαφορίας και αδράνειας, έλλειψης αιτιολογίας, στέρησης περιουσιακού δικαιώματος κατά παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος, μη σεβασμού των Άρθρων 7, 9, 23 και 35 του Συντάγματος και αντισυνταγματικότητας του Κανονισμού 3(2)(β) των Κανονισμών. Αναφορές, οι οποίες βρήκαν αντίθετη την πλευρά της εφεσίβλητης, η οποία, στο δικό της περίγραμμα αγόρευσης υπέδειξε, συναφώς, ότι, έχουν παρεισφρήσει στο περίγραμμα του εφεσείοντα ζητήματα και επιχειρηματολογία που δεν καλύπτεται από τους εγερθέντες λόγους έφεσης και την αιτιολογία αυτών και, συνεπώς, αυτοί δεν δύνανται να εξεταστούν και να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Θα συμφωνήσουμε με την πιο πάνω θέση της εφεσίβλητης.

 

Είναι παγίως νομολογημένο, ήδη από την Georghiades v. Republic (1972) 3 A.A.Δ. 594, ότι, η εξέταση μιας αναθεωρητικής εφέσεως σε πρωτόδικη απόφαση σε προσφυγή κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος αποτελεί επανεξέταση της νομιμότητας της πράξεως σε όση έκταση οι διάδικοι έχουν περιορίσει τους λόγους στο σημείωμα της έφεσης (βλ. επίσης Linou-Flasou-Petra Co. Ltd. v. Republic (1976) 3 C.L.R. 25, Republic v. KMC Motors Ltd. (1986) 3 C.L.R. 1899, Othonos and Another v. Republic (1989) 3(A) C.L.R. 475, Αμάνι Εντερπράϊσες (Χάουσες) Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1038, G.A.P. Estates Ltd ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 449, απόφαση ημερομηνίας 17.4.2019 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 58/2013 ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ), εκτός, βεβαίως, αν το ζήτημα αφορά στη δημόσια τάξη, ώστε να δύναται να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Περαιτέρω δε, η αντισυνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 862). Ως έχει επεξηγηθεί στην ΜΑΡΑΓΚΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2006) 3 Α.Α.Δ. 671, εκεί σελ. 674 και 675:

 

«...Η γενική και αόριστη αναφορά στο δικόγραφο της προσφυγής ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα δεν συνάδει καθόλου με ό,τι απαιτούν οι σχετικές δικονομικές διατάξεις και οι αρχές της νομολογίας που διέπουν το θέμα της εξέτασης συνταγματικότητας νόμου. Ελλείπει παντελώς από το δικόγραφο της αίτησης η αναγκαία εξειδίκευση η οποία θα καθιστούσε εφικτή την εξέταση του σημαντικού αυτού νομικού θέματος. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο καθίσταται επίδικο μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή ο κανονισμός. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε καν τέτοια επίκληση. Το γεγονός ότι το θέμα είχε ακροθιγώς αναφερθεί στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

 

Κατ' εφαρμογή, λοιπόν, των ανωτέρω νομολογηθέντων στους λόγους έφεσης, ως αυτοί δικογραφήθηκαν, δεν δύνανται να εξεταστούν οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα  περί τιμωρητικής και αντιφατικής συμπεριφοράς της εφεσίβλητης, λήψης απόφασης ενάντια στη χρηστή διοίκηση, αδιαφορίας, αδράνειας, έλλειψης αιτιολογίας, στέρησης περιουσιακού δικαιώματος κατά παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος, μη σεβασμού των Άρθρων 7, 9, 23 και 35 του Συντάγματος και αντισυνταγματικότητας του Κανονισμού 3(2)(β) των Κανονισμών, αφού ουδείς εξ αυτών έχει δικογραφηθεί στους λόγους εφέσεως.

 

Ομοίως δεν δύναται να εξεταστεί υπό το συνταγματικό της πρίσμα, ούτε η αναφορά στο λόγο εφέσεως 2 περί παραβίασης της αρχής της ισότητας, αφού ουδόλως στον εν λόγω λόγο έφεσης ή την αιτιολογία αυτού δεν καθορίζεται επακριβώς, ως νομολογιακά απαιτείται (βλ. ανωτέρω), το άρθρο του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται, καθώς και η συνταγματική διάταξη προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο, οι δε σχετικές αναφορές στο περίγραμμα του εφεσείοντα δεν υποκαθιστούν τα όσα δεν αναφέρονται στους λόγους εφέσεως (βλ. ανωτέρω). Η απλή αναφορά σε παραβίαση της αρχής της ισότητας δεν παρέχει το δικαίωμα στο Δικαστήριο να εξετάσει τη σχετική εισήγηση (βλ. και απόφαση ημερομηνίας 29.6.2015 στις συν. Προσφυγές 1423/2011 (και άλλη) ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ).

 

Η δε, αρχή της ισότητας, απλά προβαλλόμενη ως γενική αρχή δικαίου και όχι υπό την συνταγματική της κατοχύρωση (ούτε καν κατ' επίκληση του Άρθρου 38 του N.158(I)/1999), δεν αποτελεί μέτρο κρίσεως της νομιμότητας της νομοθεσίας, η οποία έχει ιεραρχικά ανώτερη ισχύ των γενικών αρχών δικαίου. Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν, όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου (βλ. και Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας, Α.Ε. 2422-2423/17.5.2000, Α &S Antoniades & Co.v.Republic (1965) 3 CLR 673, 684 και Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, Α.Ε. 2824/15.11.2001).

 

Προχωρώντας, τώρα, στην εξέταση των λόγων έφεσης, στο βαθμό και εμβέλεια που αυτοί δεόντως δικογραφήθηκαν και τους οποίους εξετάσαμε σωρευτικά, κρίνουμε ότι, αυτοί δεν ευσταθούν.

 

Εξηγούμε:

 

Κατά τη χρονική στιγμή λήψης της επίδικης απόφασης,  ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος 41/1980 (εφεξής ο «Ν. 41/1980») δεν βρισκόταν, πλέον, σε ισχύ, αφού είχε καταργηθεί (βλ. Άρθρο 96 του  περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, Ν. 59(Ι)/2010, εφεξής ο «Νόμος»). Τα δε, συνταξιοδοτικά δικαιώματα του εφεσείοντα, τα οποία, ως ορθά σημείωσε και το πρωτόδικο δικαστήριο, θεμελιώθηκαν από τις [.].10.2005 στη βάση του τότε ισχύοντος Ν. 41/1980, διέπει, πλέον, η μεταβατική διάταξη του Άρθρου 97 του Νόμου, η οποία έχει ως εξής:

 

«Ασφαλισμένος ή δικαιούχος δυνάμει του νόμου που καταργήθηκε λογίζεται ως ασφαλισμένος ή δικαιούχος δυνάμει του παρόντος Νόμου και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, διέπονται από τον παρόντα Νόμο.»

 

Η εν λόγω μεταβατική διάταξη του Άρθρου 97 του Νόμου παρέμεινε στο απυρόβλητο και δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα. Η εφεσίβλητη, συνεπώς, είχε υποχρέωση, όπως εφαρμόσει αυτή, ως τον ισχύοντα κατά τη στιγμή της αίτησης του εφεσείοντα νόμο (βλ. και Άρθρο 8 του Ν. 158(Ι)/1999). Όπως και, κατ' επέκταση,  τον θεσπισθέντα, βάσει του Νόμου, Κανονισμό  3 (2) (β) και (3) των Κανονισμών. Στο σημείο αυτό και για σκοπούς πληρότητας, είναι πρέπον να αναφερθεί και ότι, η θεμελιακή εισήγηση του εφεσείοντα ότι, δεν απαιτείτο με τον Ν. 41/1980 η υποβολή αίτησης εκ μέρους του για σκοπούς άσκησης του δικαιώματος σύνταξης του και η υποχρέωση της εφεσίβλητης καταβολής αυτής στον εφεσείοντα επέρχεται αυτομάτως δεν ευσταθεί (βλ. Άρθρο 2 του Ν. 41/1980 «"αιτών" σημαίνει πρόσωπον προβάλλον απαίτησιν διά την καταβολήν οιασδήποτε παροχής δυνάμει του παρόντος Νόμου» και Άρθρο 60 (1), πρώτη πρόταση του Ν. 41/1980 « Ανεξαρτήτως των υπολοίπων διατάξεων του παρόντος Νόμου, το δικαίωμα εις οιανδήποτε παροχήν ήρτηται εκ της προς τούτο υποβολής αιτήσεως».

 

Όσον αφορά στον ισχυρισμό ότι, ο Κανονισμός 3(2)(β) και (3) των Κανονισμών είναι ultra vires του Νόμου, ούτε, αυτός κρίνουμε, ευσταθεί. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε επ' αυτού ότι:

 

«Σύμφωνα με τον κανονισμό 3(1) και (2)(β) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχές) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 288/2010 (στο εξής οι «Κανονισμοί»), αίτηση για σύνταξη γήρατος υποβάλλεται εντός χρονικού διαστήματος που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημέρα για την οποία απαιτείται η χορήγηση της παροχής. Η παράγραφος (3) του ιδίου κανονισμού προνοεί, επίσης, ότι η προθεσμία υποβολής αίτησης παρατείνεται μέχρι δώδεκα μήνες νοουμένου ότι ο αιτητής αποδείξει ότι η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης οφείλεται σε εύλογη αιτία που υπήρχε καθ' όλη τη διάρκεια από την εκπνοή της προθεσμίας των τριών μηνών μέχρι την υποβολή της αίτησης.

 

Όπως ρητά αναφέρεται στην εισαγωγή των Κανονισμών, αυτοί εκδίδονται κατά την άσκηση των εξουσιών που χορηγούνται από τα άρθρα 64 και 78 του Νόμου.

 

Το άρθρο 64 του Νόμου προνοεί τα εξής:

 

«64.-(1) Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, η χορήγηση οποιασδήποτε παροχής προϋποθέτει την υποβολή αίτησης από το πρόσωπο που δικαιούται την παροχή.

 

(2) Κανονισμοί ρυθμίζουν την προθεσμία υποβολής της αίτησης για παροχή, τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να παραταθεί η προθεσμία υποβολής αίτησης για παροχή, τον τρόπο υποβολής της αίτησης και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες, είτε έχει υποβληθεί αίτηση είτε όχι, την παραγραφή του δικαιώματος για λήψη της παροχής λόγω παράλειψης ή καθυστέρησης στην υποβολή αίτησης ή στην είσπραξη της πληρωμής της παροχής.

 

(3) Ανεξάρτητα από τις άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, με Κανονισμούς ρυθμίζονται επίσης ο χρόνος και ο τρόπος πληρωμής των παροχών, ο χρόνος έναρξης καταβολής των παροχών που χορηγούνται για πρώτη φορά, ο χρόνος τερματισμού της πληρωμής παροχών, ο χρόνος από τον οποίο ισχύουν τυχόν αλλαγές στο ύψος των παροχών και ο υπολογισμός του ποσού των παροχών για χρονικές περιόδους μικρότερες ή μεγαλύτερες της μιας εβδομάδας.»

 

Το άρθρο 78 του Νόμου προνοεί ότι:

 

«78. Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα αυτή, να προβαίνει στον καθορισμό ή στη ρύθμιση κάθε θέματος που χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού ή ρύθμισης και ειδικότερα να καθορίζει ή ρυθμίζει-

[.]»

 

Όπως με σαφήνεια προκύπτει από τις πιο πάνω πρόνοιες, το άρθρο 64 του Νόμου απαιτεί τη ρύθμιση της προθεσμίας υποβολής αίτησης μέσω Κανονισμών ενώ το άρθρο 78 παρέχει την εξουσία έκδοσης Κανονισμών «για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων» του Νόμου και χωρίς να περιορίζεται αυστηρά στα θέματα που καθορίζονται στο ίδιο άρθρο. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του αιτητή περί έκδοσης του Κανονισμού 3(2)(β) κατά παράβαση του Νόμου απορρίπτεται.»

 

Με δεδομένη, λοιπόν, την προαναφερθείσα νομοθετική εξουσιοδότηση για τη θέσπιση του Κανονισμού 3(2)(β) και (3) των Κανονισμών, αλλά και την μεταβατική πρόνοια του Άρθρου 97 του Νόμου (βλ. ανωτέρω), σύμφωνα με την οποία (και) τις υποχρεώσεις του εφεσείοντα διέπει ο Νόμος, κρίνουμε ότι δεν εγείρεται βάσιμα ούτε και η εισήγηση περί ultra vires σε σχέση με τα οριζόμενα στο Άρθρο 35(2) του ίδιου (εξουσιοδοτούντος τη θέσπιση των Κανονισμών) Νόμου, από το λεκτικό του οποίου προκύπτει ότι οι πρόνοιες του ισχύουν «Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου.».

 

Για τους λόγους που έχουμε ανωτέρω επεξηγήσει, ουδείς εκ των λόγων εφέσεως ευσταθεί. Ως εκ τούτου, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα ύψους 2000 ευρώ εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

                                                    Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                                            Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                                                       Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

­­­­_______________________________________________________________

* 3.(1) Κάβε αίτηση για χορήγηση παροχής υποβάλλεται μέσα στην προθεσμία που προβλέπει η παράγραφος (2).

(2) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (3), η αναφερόμενη στην παράγραφο (1) προθεσμία

(a)       για βοήθημα γάμου, βοήθημα  βοήθημα κηδείας, χρονικό διάστημα που να μην υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα του γάμου, τοκετού ή θανάτου, ανάλογα με την περίπτωσιν

(β)       για σύνταξη γήρατος, σύνταξη ανικανότητας. σύνταξη χηρείας, επίδομα ορφανίας, επίδομα ογνοουμένου, παροχή λόγω αναπηρίας και παροχή λόγω θανάτου, χρονικό διάστημα που να μην υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημέρα την οποίa απαιτείται η χορήγηση της παροχής

(γ)        για επίδομα μητρότητας, επίδομα ασθενείας και  επίδομα σωματικής βλάβης, χρονικό διάστημα που να μην υπερβαίνει τις είκοσι μία (21) ημέρες από την ημέρα για την οποία απαιτείται η χορήγηση της παροχής

(δ)        για επίδομα ανεργίας, η ημέρα για την οποία απαιτείται η χορήγηση της παροχής.

(3)    Προκειμένου για οποιαδήποτε από τις παροχές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (β)  και (γ) της παραγράφου (2), η αντίστοιχη προθεσμία παρατείνεται μέχρι δώδεκα (12) μήνες από την αφετηρία της, εάν ο αιτητής αποδείξει ότι η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης οφειλόταν σ' εύλογη αιτία, η οποία υφίστατο α' όλο το χρονικό διάστημα από την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας μέχρι την υποβολή της αίτησης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο