ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 51/18)

 

24 Νοεμβρίου 2023

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ,

Εφεσείοντα

 

και

 

ΤΣΙΜΕΝΤΟΠΟΙΙΑ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ,

Εφεσίβλητη

-----------------------------

 

Στ. Καρακατσιάνη (κα) για Αρ. Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα

Κ. Δημητριάδη (κα) για κ.κ. Chrysses Demetriades & Co LLC, για την εφεσίβλητη

        ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου.

----------------------------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων στις 22.4.2009 όταν ήταν 63 ετών εργαζόταν σε εργοστάσιο παρασκευής τσιμέντου στην περιοχή Βασιλικού και στο χωριό Μονή της επαρχίας Λεμεσού, τα οποία ανήκουν και/ή διαχειρίζεται η εφεσίβλητη. Ενώ διεξήγαγε εργασία εξαγωγής «μπιλιών» από σφαιρόμυλο στο Τσιμεντοποιείο Μονής, υπέστη τραυματισμούς. Για το ατύχημα η εφεσίβλητη ανέλαβε την πλήρη ευθύνη, αλλά προχώρησε η εκδίκαση της αγωγής που καταχώρισε ο εφεσείων εναντίον της αναφορικά με το θέμα των αποζημιώσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία επιδίκασε υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης:

 

α) το ποσό των €155.000 ως γενικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από 22.4.2009 μέχρι εξοφλήσεως με τις ανάλογες τροποποιήσεις που επήλθαν στο μεταξύ στο ποσοστό του,

β) €30.839 ως ειδικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής και έξοδα όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα του ποσού της απόφασης. Απέρριψε παράλληλα την αξίωση του εφεσείοντα για τιμωρητικές ή επ' αυξημένες αποζημιώσεις.

 

          Εναντίον της ως άνω απόφασης ο εφεσείοντας καταχώρισε την υπό κρίση έφεση, προβάλλοντας 20 λόγους έφεσης. Η εφεσίβλητη καταχώρισε ειδοποίηση δυνάμει της Δ.35 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε, ζητώντας τροποποίηση της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας 5 λόγους έφεσης.

 

          Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε και/ή κατέγραψε ότι ο Μ.Ε.4 Δρ Παναγή ανάφερε πως ο εφεσείοντας είναι σε θέση να αυτοεξυπηρετείται και να παρέχει o ίδιος φροντίδα στον εαυτό του, ακόμα και να περπατήσει μικρές αποστάσεις, όπως για να πάει στο καφενείο. Ο πιο πάνω λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, αφού με βάση τη σελίδα 50 των πρακτικών της πρωτόδικης διαδικασίας, στην κυρίως εξέταση του ο M.E.4, ανάφερε τα ακολούθα:

 

«Κοίταξε, έντονο περπάτημα αν ξεκίνα και έκαμνε 5 χιλιόμετρα ο κύριος Μιχάλης, δεν μπορεί πλέον να κάνει. Αλλά να περπατήσει στο σπίτι του, να πάει στον μπακάλη, να πάει στο καφενείο, ναι, αλλά να κάνει έντονο περπάτημα δεν μπορεί. Το κολύμπι, αν πάει στη θάλασσα, παράδειγμα να στέκεται να ρίχνει νερό ναι, αλλά να περπατήσει ένα χιλιόμετρο δεν μπορεί, τη χειρωνακτική αποκλείσαμε την.»

          Επίσης από τα πρακτικά της διαδικασίας, σχετικές είναι οι σελίδες 56 και 57, προκύπτει ότι αντεξεταζόμενος ο M.E.4 ανάφερε τα ακολούθα:

 

«Ε: Πέστε μας γιατρέ, όπως είναι τώρα ο κύριος Παπαγιάννης μπορεί να προσφέρει στον εαυτό του τις βασικές εργασίες, όπως να πλυθεί μόνος του, να κάνει μπάνιο μόνος του, να φάει μόνος του, να ντυθεί;
Α: Νομίζω ότι μπορεί. Απλά πράγματα, ναι μπορεί.
Ε: Μιλούμε για τη φροντίδα του εαυτού του. 
Α: Μπορεί.
Ε: Αφού μας είπετε είναι το έντονο περπάτημα που απαγορεύεται, μπορεί να πάει καφενείο να κάνει μία επίσκεψη;
Α: Όπως ανάφερα προηγουμένως, αυτά τα μικρά δεν απαγορεύονται.»


          Από τα πιο πάνω αποσπάσματα των πρακτικών, προκύπτει ότι καλώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε και ο πρώτος λόγος έφεσης συνεπώς είναι έκθετος σε απόρριψη.

 

          Οι δεύτερος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγοι έφεσης, αφορούν τη μαρτυρία των Μ.Ε.6 και Μ.Υ.3 και την απόφαση του Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο αυτών μαρτύρων να αποδεχτεί τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 και να απορρίψει τη μαρτυρία του Μ.Ε.6. Σημειώνουμε ότι οι δύο αυτοί μάρτυρες είναι και οι δύο γιατροί ορθοπεδικοί. Ουσιαστικά, ο εφεσείων παραπονείται για την από πλευράς του Δικαστηρίου προτίμηση και αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ.3, έναντι αυτής του Μ.Ε.6. 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 20‑23 της απόφασης του, όπου προχωρεί στην αξιολόγηση των ορθοπεδικών ‑ χειρούργων Μ.Ε.6 και Μ.Υ.3, αναφέρει ενδελεχώς τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε τη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων και τον λόγο που το οδήγησαν στην κατάληξη του. Όπως έχει επανειλημμένως τονιστεί από τη νομολογία, το Εφετείο επεμβαίνει σε πραγματικά συμπεράσματα και ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Αντωνίου v. Γεστάμη & Σία Λτδ κ.α. (2002) 1Α.Α.Δ. 1070 και Παπαδόπουλος v. Χριστοφόρου (2002) 1Α.Α.Δ. 2004. Σύμφωνα με την απόφαση Χρίστου v. Khoreva (2002) 1Α.Α.Δ. 454, αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.

 

          Από την παράθεση των αποσπασμάτων της αξιολόγησης των μαρτύρων Μ.Ε.6 και Μ.Υ.3, όπως φαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση, στην παρούσα περίπτωση κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτοντας τη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων, έχει αξιολογήσει πλήρως αυτούς ως εμπειρογνώμονες με βάση τις σχετικές αρχές της νομολογίας και αναφέρει πλήρως και αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους κατέληξε να προτιμήσει τη μαρτυρία του Μ.Υ.3 έναντι αυτής του Μ.Ε.6.

 

          Ειδικότερα, συνοπτικά αναφέρουμε ότι όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε, ο Μ.Υ.3 τεκμηρίωσε επιστημονικά τη μαρτυρία του, σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Μ.Ε.6 η οποία παρέμεινε επιστημονικά ατεκμηρίωτη και χωρίς να εξηγήσει πώς μπορούσαν να παραμείνουν μόνιμα ενοχλήματα στον ενάγοντα εφόσον το αιμάτωμα έχει αποκατασταθεί πλήρως ως ήταν κοινός τόπος. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο εντοπίζει αντιφάσεις στη μαρτυρία του Μ.Ε.6 κατά το στάδιο της εξέτασης και αντεξέτασης του αναφορικά με το θέμα της φυσιοθεραπείας, αλλά και απέρριψε τη θέση του ότι η ηλικία του ενάγοντα ήταν σχετική με τα οποιαδήποτε τυχόν ενοχλήματα που παρέμειναν. Έτσι και αυτοί οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

          Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά το Τεκμήριο αρ. 21, ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ Φιλίππου, για το οποίο ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν του έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα, με την αιτιολογία και το σκεπτικό ότι το πρόσωπο το οποίο το συνέταξε δεν κλήθηκε για να παρουσιαστεί ενώπιόν του Δικαστηρίου, χωρίς μάλιστα να δοθεί λόγος για τη μη κλήτευση του.

          Το τι αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, (σχετικές είναι οι σελίδες 21 και 22 της απόφασης του), είναι πως κατά την αντεξέταση του Μ.Υ.3 κατατέθηκε το ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ Φιλίππου και από μία ανάγνωση του τα ευρήματα του Δρ Φιλίππου δεν διαφέρουν κατ' ουσία από τα ευρήματα του M.E.4. Αναφέρει περαιτέρω ότι ενόψει του ότι το πρόσωπο αυτό δεν κλήθηκε για να καταθέσει ενώπιόν του Δικαστηρίου, χωρίς να δοθεί εξήγηση για τη μη κλήτευση του,  ορθότερο ήταν όπως μη προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενο του ρηθέντος πιστοποιητικού. Επομένως, δεν είναι ορθός ο τρίτος λόγος έφεσης ότι ο μόνος λόγος που το Δικαστήριο δεν έδωσε βαρύτητα στο εν λόγω πιστοποιητικό ήταν η μη κλήτευση του Δρ Φιλίππου. Αντίθετα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία που δίδεται με το εν λόγω πιστοποιητικό δεν προσθέτει οτιδήποτε στη μαρτυρία άλλου μάρτυρα και ειδικότερα του M.E.4, o οποίος και παρουσιάστηκε ενώπιόν του Δικαστηρίου. Επομένως, και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Οι έβδομος και όγδοος λόγοι έφεσης αφορούν την αξιολόγηση του Μ.Ε.7. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Ε.7, φυσιοθεραπευτή, κρίνοντας πως ο βασικός ισχυρισμός του ότι υπέβαλλε τον ενάγοντα σε φυσιοθεραπεία κατ' εντολή των θεραπόντων γιατρών του, υπήρξε νεφελώδης και σκιώδης και ότι μάλλον η θέση του αυτή ήταν μία πρόφαση για να δικαιολογήσει τον μεγάλο αριθμό φυσιοθεραπειών του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 23‑25 της απόφασης του καταγράφει πλήρως τους λόγους για τους οποίους ο Μ.Ε.7 δεν άφησε θετική εντύπωση και απέρριψε τη μαρτυρία του. Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αντιπαραβάλει τη μαρτυρία του M.E.7 με τη μαρτυρία των M.E.4 και Μ.Ε.6 και εξηγεί τις αντιφάσεις που παρατηρήθηκαν σε αυτές, που είχαν ως αποτέλεσμα να το οδηγήσουν στην απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Ε.7 ως υπερβολική, ατεκμηρίωτη, αντιφατική, με κατάληξη σε εύρημα ότι ο ισχυρισμός του Μ.Ε.7 ότι έπαιρνε οδηγίες από τους θεράποντες γιατρούς του ενάγοντα, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία πρόφαση για να δικαιολογήσει τον μεγάλο αριθμό φυσιοθεραπειών του ενάγοντα. Εξηγεί επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο τον λόγο που απέρριψε την εκτίμηση του Μ.Ε.7, ότι αν ο ενάγοντας διακόψει τη φυσιοθεραπεία του θα παρουσιαστεί μυϊκή αδυναμία η οποία θα τον καθηλώσει σε τροχοκάθισμα. Οι πιο πάνω λόγοι αφορούν και πάλι αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, η οποία κρίνουμε ότι έγινε ορθά από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν υπάρχει λόγος παρέμβασης. Επομένως και οι δύο αυτοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται, με το δεδομένο ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε ότι ο Μ.Ε.7 δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει οποιαδήποτε μαρτυρία για τον αριθμό των φυσιοθεραπειών που έγιναν κατά τον χρόνο της νοσηλείας, ούτε και μπορούσε να προσδιορίσει, έστω κατά προσέγγιση, τον χρόνο της νοσηλείας. Επίσης, ενώ επικαλέστηκε οικονομικές δυσκολίες του ενάγοντα/εφεσείοντα για να του πληρώνει την αμοιβή του, δήλωσε ότι πληρώθηκε αρκετά μεγάλα ποσά από τον ενάγοντα, μία φορά τον χρόνο. Σχετικές είναι οι σελίδες 134 και 135 των πρακτικών, δηλώνοντας μάλιστα ότι εξέδιδε αποδείξεις τις οποίες είχε τις πρωτότυπες στον φάκελο του, επειδή δεν του ζητήθηκε καμία φορά να τις παραδώσει. Επίσης, η θέση του φυσιοθεραπευτή ότι χρειάζεται να συνεχίσουν οι φυσιοθεραπείες γιατί διαφορετικά ο ενάγοντας κινδυνεύει να καταλήξει σε αναπηρικό αμαξίδιο, χωρίς να είναι γιατρός υπογραμμίζεται, είναι αντίθετη με τη μαρτυρία του Μ.Ε.6 Δρ Αντρέου, o οποίος είναι ορθοπεδικός ‑ χειρούργος και στις σελίδες 121 και 122 των πρακτικών, που είναι η κυρίως εξέταση του, αναφέρει ότι: «Όσον αφορά τα μόνιμα ιατρικά προβλήματα του ενάγοντα, η φυσιοθεραπεία ανακουφίζει τα ενοχλήματα μόνο.»

           
          Ο ένατος λόγος έφεσης πραγματεύεται τη λανθασμένη κατά την εισήγηση του εφεσείοντα απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία δεν αποδέχτηκε μέρος της μαρτυρίας του και ειδικότερα δεν αποδέχτηκε τη θέση του ότι: α) η κατάσταση της κοιλιάς του επιδεινώνεται μέρα με τη μέρα και δεν θα μπορεί στο μέλλον να αυτοεξυπηρετηθεί, ούτε να περπατήσει χωρίς βοήθεια, β) ότι είναι ιατρικά αναγκαίο να υποβάλλεται συνεχώς σε φυσιοθεραπεία και γ) δεν έχει πλέον κοινωνική ζωή, ούτε σε δεξιώσεις μπορεί να πάει, δια τον λόγο ότι δεν μπορεί να φορέσει παντελόνι.

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προβεί σε μία ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, η οποία καταγράφεται στις σελίδες 25‑28 της απόφασης του. Το Δικαστήριο τον έχει αξιολογήσει ως ειλικρινή μάρτυρα με πλήρη επίγνωση του καθήκοντος του να καταθέσει τα αληθή γεγονότα και διαπιστώνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του που σχετίζεται με τη μετατραυματική εξέλιξη της κατάστασης του υποστηρίχτηκε από τη μαρτυρία του θεράποντα γιατρού του, M.E.4. Δέχτηκε ότι προ του ατυχήματος ήταν καθ' όλα υγιής, δραστήριος και επιδιδόταν σε διάφορες δραστηριότητες, ενώ οι τραυματισμοί που υπέστη στην περιοχή της κοιλιάς έχουν θέσει περιορισμούς στις δραστηριότητες με τις οποίες ασχολείτο πριν το ατύχημα, στις διακινήσεις του και τη διατροφή του, με αποτέλεσμα να υποβαθμιστεί η ποιότητα της ζωής του.

 

          Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο και αιτιολογημένα αναφέρει όμως ότι εντόπισε κάποιες υπερβολές στη μαρτυρία του, οι οποίες και δεν υποστηρίζονται από την ιατρική μαρτυρία του θεράποντα γιατρού του, τόσο όσον αφορά την επιδείνωση της κατάστασης του μέρα με τη μέρα, που ο σκοπός της, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει, ήταν για να δικαιολογηθεί η δαπάνη για πρόσληψη οικιακής βοηθού, αλλά και το ότι πρέπει να υποβάλλεται συνεχώς σε φυσιοθεραπεία, μαρτυρία η οποία έχει καταρριφθεί με βάση την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου και έχει γίνει σχετικός σχολιασμός πιο πάνω σε άλλους λόγους έφεσης. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναφορά του ενάγοντα ότι δεν μπορεί να έχει πλέον κοινωνική ζωή για τον λόγο ότι δεν μπορεί να φορέσει παντελόνι, έχει απορριφθεί, αφού όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει, μπορεί να φορεί παντελόνι για να πηγαίνει στην εκκλησία, επομένως θεωρούμε ότι είναι απόλυτα ορθή η αξιολόγηση και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος παρέμβασης με αυτή, με αποτέλεσμα και ο ένατος λόγος έφεσης να υπόκειται σε απόρριψη.

          Ο δέκατος λόγος έφεσης αφορά τη λανθασμένη κατάληξη του Δικαστηρίου κατά τον εφεσείοντα να μην προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στο Τεκμήριο 7, Έκθεση Διερεύνησης Ατυχήματος, με την αιτιολογία ότι δεν έχει δοθεί εξήγηση από πλευράς ενάγοντα για τη μη κλήτευση του προσώπου που συνέταξε τη συγκεκριμένη έκθεση ώστε να παρουσιαστεί ενώπιόν του Δικαστηρίου.


          Με το δεδομένο ότι η ευθύνη της εφεσίβλητης ήταν παραδεχτή σε επίπεδο 100%, ο λόγος αυτός δεν έχει οποιαδήποτε ουσία και απορρίπτεται.

 

          Με τον εντέκατο λόγο έφεσης, επιδιώκεται ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.3, γιου του ενάγοντα, μέρος της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε κρίνοντας τον Μ.Ε.3 ως υπερβολικό και αναξιόπιστο. Και πάλι ο λόγος αυτός αφορά την αξιολόγηση μαρτυρίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και οι αρχές που εφαρμόζονται είναι αυτές που έχουν αναφερθεί ανωτέρω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 28 και 29 της απόφασης του έχει αναφέρει ότι του άφησε θετική εντύπωση ο Μ.Ε.3, ειδικά σε ό,τι αφορά τις συνθήκες διαβίωσης και συντήρησης του ενάγοντα στο σπίτι μετά την έξοδο του από την κλινική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέροντας τους λόγους που το οδήγησαν στο συμπέρασμα του αυτό, οι οποίοι είχαν να κάνουν με την αντίθετη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιόν του, έχει απορρίψει ως υπερβολική τη μαρτυρία του Μ.Ε.3 ότι ο πατέρας του έμεινε καθηλωμένος στο σπίτι του, η κατάσταση του δεν έχει βελτιώνει και χρειάζεται βοήθεια ακόμη και για να κάνει μπάνιο, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε την ενώπιόν του ιατρική μαρτυρία ότι ο ενάγοντας είναι σε θέση να αυτοεξυπηρετηθεί και μάλιστα να περπατήσει και κάποιες μικρές αποστάσεις. Σχετική είναι η μαρτυρία του Μ.Ε.6, πλήρης αναφορά στην οποία έχει γίνει ανωτέρω. Επομένως, δεν χωρεί καμία παρέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.3, άρα και ο εντέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Έκθετος σε απόρριψη είναι και ο δωδέκατος λόγος έφεσης που αφορά ουσιαστικά τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο ενάγοντας/εφεσείοντας μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί και ότι οι ενοχλήσεις του στην περιοχή της οσφύος μπορούν να αντιμετωπιστούν με απλή ανάπαυση και σε περίπτωση που γίνονται πιο έντονες, με αναλγητικά χάπια και ανάπαυση. Ο πιο πάνω λόγος έφεσης καλύπτεται από τα όσα έχουν αναφερθεί στους πρώτο, ένατο και εντέκατο λόγους έφεσης, γι' αυτό και απορρίπτεται.

 

          Οι λόγοι έφεσης 13‑20 αφορούν την επιδίκαση αποζημιώσεων από το Δικαστήριο. Τα ποσά που επιδικάστηκαν ο εφεσείων θεωρεί ότι είναι μη ικανοποιητικά και παραπονείται επίσης για τη μη επιδίκαση επαυξημένων ή τιμωρητικών αποζημιώσεων εναντίον της εφεσίβλητης.

 

          Ειδικότερα, με τον δέκατο τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων επιδιώκει ανατροπή της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι το ποσό των €155.000 που του επιδίκασε ως γενικές αποζημιώσεις είναι «δίκαιο και εύλογο», θεωρώντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία, ούτε και λήφθηκαν υπόψη οι επιπτώσεις του επίδικου ατυχήματος στον ενάγοντα στη σωματική και ψυχική του υγεία. Σημειώνεται εδώ ότι η εισήγηση των δικηγόρων του εφεσείοντα είναι ότι θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να λάβει υπόψη του ότι ο ενάγων υπέστη πόνο και ταλαιπωρία, απώλεια της προσωπικής του άνεσης και ποιότητας ζωής, οι επιπτώσεις του επίδικου ατυχήματος στον ενάγοντα στη σωματική και ψυχική του υγεία ήταν κυριολεκτικά καταστρεπτικές και με βάση τη νομολογία, την οποία παραθέτουν, εισηγούνται ότι θα πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα ένα μεγαλύτερο ποσό της τάξεως των €400.000, ως γενικές αποζημιώσεις.

 

          Από την άλλη, οι συνήγοροι της εφεσίβλητης θεωρούν ότι το επιδικασθέν ποσό είναι υπερβολικά υψηλό, γι' αυτό και έχουν καταχωρίσει ειδοποίηση εφεσίβλητου, θεωρώντας ότι η νομολογία που θα έπρεπε να λάβει υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο που αφορούσε τραυματισμούς όμοιους ή ανάλογης σοβαρότητας με τον εφεσείοντα, θα έπρεπε να οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο σε επιδίκαση αποζημιώσεων όχι μεγαλύτερων του ποσού των €61.500 και θεωρούν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από την απόφαση Jamal Ismail v. Μιχαήλ Αντωνίου κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 333/2009, ημερομηνίας 12.2.2014, στην οποία οι τραυματισμοί του εφεσείοντα ήταν πολύ πιο σοβαροί απ' ό,τι στην παρούσα περίπτωση και επίσης ήταν και πολύ διαφορετικές οι επιπτώσεις στη ζωή του λόγω της ηλικίας του. Ο ενάγοντας εκεί ήταν 45 ετών, σε αντίθεση με τον εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση που ήταν 63 ετών κατά τον χρόνο του ατυχήματος και επρόκειτο να συνταξιοδοτηθεί σε δύο χρόνια και αποζημιώθηκε με την πλήρη καταβολή των μισθών του.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 30‑34 της απόφασης του, προβαίνει σε καταγραφή των ευρημάτων του αναφορικά με τις σωματικές βλάβες του εφεσείοντα και τις ιατρικές υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν με το δεδομένο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ότι την ευθύνη για το δυστύχημα ανέλαβε εξ ολόκληρου η εφεσίβλητη. Ακολούθως αναφέρθηκε στη νομολογία σύμφωνα με την οποία καθορίζονται οι γενικές αποζημιώσεις, με αναφορά στην υπόθεση Παναγιώτη Παναγή v. Σάββα Κακόψητου (2001) 1Α.Α.Δ. 839, στην οποία υπογραμμίστηκε η αρχή ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επιδείξει μία σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων. Έχει τονίσει την ανάγκη για μία πιο δίκαιη και φιλελεύθερη αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου και των πολλαπλών στερήσεων που προκαλούν αναπηρίες στα θύματα της αμέλειας. Στην παλαιότερη υπόθεση Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1Α.Α.Δ. 66, έχει λεχθεί ότι:

 

«Η αποζημίωση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό την τιμωρία, αλλά την αποκατάσταση. Η ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση, δεν πρέπει να επενεργεί προς επ' αύξηση των αποζημιώσεων.»

 

           Στην πιο πρόσφατη απόφαση Jamal Ismail (ανωτέρω), η οποία απασχόλησε ιδιαίτερα και τους συνηγόρους εφεσείοντα και εφεσίβλητων, αλλά και το πρωτόδικο Δικαστήριο, λέχθηκε ότι:

 

«Σύμφωνα με τη νομολογία ο στόχος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και τη ζημιά του διαδίκου που τραυματίστηκε, χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος πάνω στον αδικοπραγούντα... με άλλες λέξεις, το ποσό που επιδικάζεται πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτό».

 

           Όπως έχει αναφερθεί, με βάση την υπόθεση Jamal Ismail (ανωτέρω), το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το ποσό των €155.000 είναι δίκαιο και εύλογο να επιδικαστεί προς όφελος του εφεσείοντα, αφού αντιπαρέβαλε τα δεδομένα της υπόθεσης εκείνης με τα ευρήματα του σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, την ηλικία των εναγόντων και στις δύο περιπτώσεις και τα κατάλοιπα που είχαν αφήσει στον εφεσείοντα οι τραυματισμοί.

 

           Όπως προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείοντας είχε νοσηλευθεί σε πολυκλινική για 43 μέρες, εκ των οποίων οι 39 μέρες ήταν στην Εντατική Μονάδα. Ακολούθως εισήχθη και πάλι στην κλινική για εγχείρηση τόσο στις 18.1.2010, όσο και στις 14.4.2010 και μετεγχειρητικά πάσχει από μεγάλη κοιλιοκήλη για την οποία απαιτείται η διόρθωση του μεγάλου ελλείμματος των κοιλιακών του τοιχωμάτων, η οποία είναι μεγάλη και επικίνδυνη επέμβαση, που εμπερικλείει κινδύνους για τη ζωή του. Δεν μπορεί να σηκώσει βάρος, να κάνει βαριές εργασίες, ούτε χειρωνακτική εργασία. Μπορεί όμως να αυτοεξυπηρετείται, να διανύει μικρές αποστάσεις, όχι όμως να κάνει έντονο περπάτημα, ενώ μπορεί να εισέλθει στη θάλασσα, αλλά δεν είναι σε θέση να κολυμπήσει. Είναι επικίνδυνο να οδηγεί αυτοκίνητο, λόγω του κινδύνου τραυματισμού των εντέρων και των σπλάχνων του λόγω της έλλειψης κοιλιακών τοιχωμάτων. Θα πρέπει να είναι προσεκτικός με τη διατροφή του, έχει επηρεαστεί η ικανότητα του για συνουσία, ενώ παραμένουν ενοχλήσεις στην περιοχή της οσφύος, οι οποίες θα είναι μόνιμες. Ο πόνος και η ταλαιπωρία που έχει υποστεί ήταν αδιαμφισβήτητα μεγάλος και σίγουρα έχει αλλάξει η ποιότητα της ζωής του. Σημειώνεται το γεγονός ότι ήταν 62 ετών κατά τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος.  Θεωρούμε ότι η καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την υπόθεση Jamal Ismail (ανωτέρω), δεν ήταν λανθασμένη ως εισηγούνται οι συνήγοροι της εφεσίβλητης, γιατί μπορεί μεν στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων, ευτυχώς, να μην έχει απωλέσει οποιοδήποτε όργανο όπως ο εφεσείων στην εν λόγω υπόθεση, και μπορεί να είναι μεγαλύτερης ηλικίας απ' ό,τι ο εφεσείων στην υπόθεση Jamal Ismail (ανωτέρω), όμως οι τραυματισμοί που υπέστη ήταν πολλαπλοί και σοβαροί και έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή του. Υποβλήθηκε σε πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις, όχι όλες της ίδιας σοβαρότητας, και πάσχει από έλλειψη κοιλιακών τοιχωμάτων, η οποία έχει επιφέρει πολλούς περιορισμούς στον τρόπο ζωής του και ουσιαστικά έχουν υποβαθμίσει κατά πολύ την ποιότητα ζωής του. Οι τραυματισμοί του εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση είναι ελαφρύτεροι συγκρινόμενοι με τις σωματικές βλάβες της υπόθεσης Jamal Ismail (ανωτέρω).


          Θεωρούμε ότι το ποσό των €120.000 αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τις ζημιές του ενάγοντα και έτσι ο λόγος αυτός έφεσης επιτυγχάνει, με την ανάλογη τροποποίηση του ποσού. Στο πιο πάνω ποσό λαμβάνεται υπόψη, πέραν των τραυμάτων του ενάγοντα για την οξεία κοιλία και ο τραυματισμός μαλακών μορίων στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης του ενάγοντα, λαμβάνοντας υπόψη μας και τη νομολογία σε σχέση με τους εν λόγω τραυματισμούς, αλλά και τη θεραπεία που δέχτηκε ο ενάγοντα για αποκατάσταση τους.

 

          Ο δέκατος τέταρτος λόγος έφεσης αφορά το ποσό των €20.127,75, το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ως ειδικές αποζημιώσεις για την απώλεια εισοδημάτων του εφεσείοντα και την απόφαση του να αποκόψει ποσοστό 25% ως ποσά τα οποία θα έπρεπε να πληρωθούν στα διάφορα ταμεία. Είναι η θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα ότι οι υπολογισμοί του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τους οποίους κατέληξε στο πιο πάνω ποσό ήταν λανθασμένοι και ότι το ποσοστό ύψους 25% που απέκοψε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ποσά που έπρεπε να πληρωθούν στα διάφορα ταμεία, είναι πολύ υψηλό.

          Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση των συνηγόρων της εφεσίβλητης που με παραπομπή στη νομολογία, βλέπε Χρυσή Χαραλάμπους v. Χριστόφορου Χριστοφόρου (2012) 1Α.Α.Δ. 2812 και την παλαιότερη υπόθεση Συκοπετρίτης v. Αθηνάκη (2005) 1Α.Α.Δ. 844, όπου με αναφορά στην παλαιότερη υπόθεση Αριστοδήμου v. Πέτρου (1995) 1Α.Α.Δ. 980, έχει αναφερθεί ότι το ποσό το οποίο επιδικάζεται για το απολεσθέν εισόδημα κατά την ανάρρωση και τις μελλοντικές απολαβές, θα πρέπει να αφαιρείται ο Φόρος Εισοδήματος, η έκτακτη εισφορά για την Άμυνα και οι εισφορές Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 40‑42 της απόφασης του, παρέχει πλήρη και τεκμηριωμένη αιτιολογία για τα ποσά στα οποία έχει καταλήξει και για την αφαίρεση του ποσοστού του 25% ως εισφορά στα δημόσια ταμεία. Θεωρούμε την πιο πάνω απόφαση πλήρως τεκμηριωμένη.

 

          Σημειώνουμε ότι στην υπόθεση Οικονομίδου κ.α. v. Κουβέλλα κ.α. (2012) 1Α.Α.Δ. 2299, το Εφετείο επικύρωσε πρωτόδικη απόφαση με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αφαιρέσει από το επιδικασθέν ποσό υπό μορφή απώλειας υπερωριών ποσοστό 25% για τη φορολογική επιβάρυνση την οποία θα είχε ο διάδικος εάν κέρδιζε τα εισοδήματα εκείνα. Επομένως, και ο 14ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Με τον δέκατο πέμπτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας δικαιούται το ποσό των €9.581,25 ως ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια εισοδημάτων από υπερωρίες και λανθασμένα αποφάσισε να αποκόψει ποσοστό 25% από τα οποία θα έπρεπε να πληρωθούν τα διάφορα ταμεία και λανθασμένα αφαίρεσε από το σύνολο των 26 μηνών που βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια τον μήνα Μάϊο του 2009. Οι εφεσίβλητοι με τη σειρά τους έχουν καταχωρίσει ειδοποίηση εφεσίβλητου όπου προσβάλλουν την επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού αποζημιώσεων αναφορικά με υπερωρίες.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 42 και 43 της απόφασης του, σημειώνει ότι από το έτος 2001 ο εφεσείοντας είχε ανελλιπώς απολαβές από υπερωριακή απασχόληση στην εφεσίβλητη. Αυτή η θέση δεν αμφισβητήθηκε από την εφεσίβλητη. Το τι η εφεσίβλητη προέβαλε, ήταν ότι λόγω της συγχώνευσης πια των Τσιμεντοποιείων Βασιλικού και Μονής της εφεσίβλητης, οι ανάγκες για υπερωριακή απασχόληση στο μέλλον θα ήταν σε πολύ μικρό βαθμό, αλλά όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο η θέση αυτή παρέμεινε σε απλή υποβολή χωρίς να παρουσιαστεί μαρτυρία που να την τεκμηριώνει.

 

          Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, λαμβάνοντας υπόψη το εύρημα του ότι από το 2001 είχε ανελλιπώς απολαβές από υπερωριακή απασχόληση, θέση η οποία δεν αντικρούεται από πλευράς εφεσίβλητης ούτε πρωτόδικα αλλά ούτε κατ' έφεση, ορθά προχώρησε στους υπολογισμούς του και ορθά επιδίκασε στον εφεσείοντα το πιο πάνω ποσό. Οι παραπομπές σε νομολογία που έχουν γίνει από την εφεσίβλητη, προωθώντας ουσιαστικά την αντέφεση της, κρίνουμε ότι δεν εφαρμόζονται στα γεγονότα και τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, αφού η υπόθεση 406/2008, απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Πάφου, ημερομηνίας 24.9.2010, πέραν του ότι είναι πρωτόδικη, αναφέρεται ότι εκεί ο αιτητής υπερωριακά εργαζόταν όποτε του ζητείτο ανάλογα με τις ανάγκες των καθ' ων η αίτηση και δεν πληρωνόταν τακτικά κάθε μήνα οποιοδήποτε ποσό ως υπερωρίες, σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση όπου υπάρχει το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας ανελλιπώς από το 2001 πληρωνόταν υπερωρίες.

 

          Στη δε υπόθεση Γερολέμου v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.α., Πολιτική Έφεση 486/2012, ECLI:CY:AD:2019:A358, ημερομηνίας 10.9.2019, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν δικαιούτο έκτακτες υπερωρίες οι οποίες δεν αποδείχθηκαν και πάλι σε αντίθεση με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, όπου αναφέρεται ξεκάθαρα ότι ο εφεσείοντας εργαζόταν για 12 ώρες κατά τις προγραμματισμένες υπερωρίες, τόσο για ανάγκες του εργοστασίου, όσο και για το δικό του όφελος και οι υπερωρίες αυτές προγραμματίζονταν εκ των προτέρων. Επομένως, ο 15ος λόγος έφεσης απορρίπτεται, όπως και απορρίπτεται σχετικά ο 4ος λόγος της ειδοποίησης εφεσίβλητης.

 

          Ο δέκατος έκτος λόγος έφεσης αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ποσό των €630 το οποίο επιδίκασε στον εφεσείοντα σχετικά με το κόστος των φυσιοθεραπειών στις οποίες υποβλήθηκε. Παραπονείται ο εφεσείοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να του αποδώσει το ποσό των €8.900 για φυσιοθεραπείες στις οποίες υποβλήθηκε μέχρι την ημέρα που έδιδε τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, καθώς και επιπρόσθετο ποσό €9.100 ως τα έξοδα για μελλοντικές φυσιοθεραπείες, δηλαδή για τα επόμενα 5 χρόνια μία φορά την εβδομάδα προς €35 η κάθε επίσκεψη.

          Όπως έχει αναφερθεί και προηγουμένως, όταν πραγματευόμασταν το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.7, του φυσιοθεραπευτή δηλαδή, ήταν έντονα αρνητική από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σχετικές είναι οι σελίδες 23‑25 της πρωτόδικης απόφασης. Έχουμε ήδη αναφέρει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος επέμβασης μας με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και επομένως στη βάση της ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας το ποσό το οποίο επιδικάστηκε για το θέμα της φυσιοθεραπείας υπέρ του εφεσείοντα, στηρίζεται πλήρως από την πρωτόδικη απόφαση, έτσι και ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

          Ο δέκατος έβδομος λόγος έφεσης αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το αξιούμενο κονδύλι του εφεσείοντα για νοσηλευτικές δαπάνες, δεν μπορούσε να του επιδικαστεί. Είναι η θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα ότι δεν θα έπρεπε να εφαρμοστεί η απόφαση Οικονομίδου Ανδρούλλα κ.α. v. Σωτήρη Κουβέλλα κ.α. (ανωτέρω) στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο είχε διαφοροποιήσει τη θέση του από την προηγούμενη νομολογία αναφορικά με τις νοσηλευτικές δαπάνες που παρέχει μέλος της οικογένειας σε άλλο. Ειδικότερα στην εν λόγω απόφαση έχει αναφερθεί ότι: «Με την επιδίκαση αποζημιώσεων για τη φροντίδα συγγενών δεν επιτρέπεται στον αδικοπραγήσαντα να επωφεληθεί από την ετοιμότητα των στενών συγγενών να προσφέρουν χαριστικές υπηρεσίες, ούτε, στην αντίθετη περίπτωση, δίδεται η ευκαιρία στον τραυματία ενάγοντα να ανταμείψει τους οικείους του για τη φροντίδα που του προσφέρουν... το δικαίωμα των συγγενών για αποζημίωση για υπηρεσίες και φροντίδες που προσφέρουν στον τραυματισθέντα, είναι αυτοτελές και μπορούν να το αξιώσουν προσωπικά. Μόνο εάν ένας ενάγοντας έχει πληρώσει τους συγγενείς του μπορεί να διεκδικήσει το σχετικό κονδύλι που κατέβαλε...». Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και δεν υπάρχει κανένας λόγος παρέμβασης στην απόφαση του. Επομένως ο 17ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Ο δέκατος όγδοος λόγος έφεσης αφορά την απόφαση του Δικαστηρίου ότι το αξιούμενο κονδύλι του εφεσείοντα για εξειδικευμένη απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων, δεν θα μπορούσε να επιδικασθεί από το Δικαστήριο. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη σελίδα 47 της απόφασης του, με το συγκεκριμένο κονδύλι αξιώνεται από τον εφεσείοντα ποσό €250.000 ως απώλεια εισοδημάτων του ως τεχνίτης πελεκάνος (€25.000 ετησίως επί 10 χρόνια) και από τις αγροτικές του ασχολίες (€1.500 επί 10 χρόνια). Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τις αρχές της νομολογίας ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, σαφήνεια και συγκεκριμένα στοιχεία, (βλ. Παπαϊωάννου v. Κωνσταντίνου (2008) 1Β Α.Α.Δ. 1083), ορθά αποφάσισε ότι δεν έχουν παρουσιαστεί οποιαδήποτε στοιχεία ή αποδείξεις επί των οποίων θα μπορούσε να βασιστεί το Δικαστήριο για να επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό. Η γενική και αόριστη αναφορά του εφεσείοντα σε κάποια ποσά τα οποία ισχυρίζεται ότι θα κέρδιζε από τις ως άνω εργασίες, δεν ικανοποιεί τη νομολογιακή αρχή ότι ειδικές αποζημιώσεις θα πρέπει να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, με σαφήνεια και συγκεκριμένα στοιχεία. Επομένως και αυτός ο λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.

 

          Ο δέκατος ένατος λόγος έφεσης αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει υπέρ του εφεσείοντα το αξιούμενο κονδύλι για μελλοντικά έξοδα ‑έξοδα σε οικιακή βοηθό. Είναι η θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να του επιδικασθεί το εν λόγω κονδύλι, αφού η μαρτυρία του σε σχέση με το θέμα αυτό παρέμεινε αναντίλεκτη. Σ' αυτή οποία ανάφερε ότι λόγω των σοβαρών επιπτώσεων που είχε το ατύχημα στην υγεία του, αλλά και στην οικογενειακή και κοινωνική του ζωή, αναγκάστηκε τα τελευταία 7 χρόνια να εργοδοτεί οικιακή βοηθό μία φορά την εβδομάδα στην οποία καταβάλλει €25 κάθε φορά. Ισχυρίστηκε επίσης ότι επιβάλλεται να προσλάβει μόνιμα οικιακή βοηθό, η οποία θα διαμένει στο σπίτι του και θα τον βοηθά για το υπόλοιπο της ζωής του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 48 και 49 της απόφασης του, αναφέρει ότι δεν έχει παρουσιαστεί οποιαδήποτε απόδειξη αναφορικά με την πληρωμή του ποσού των €25 εβδομαδιαίως σε οικιακή βοηθό και δεν έχει αναφέρει ποιες ήταν οι συγκεκριμένες υπηρεσίες που του πρόσφερε. Επίσης, με το δεδομένο ότι κατέληξε σε εύρημα ότι ο ίδιος είναι σε θέση να αυτοεξυπηρετηθεί, κατέρριψε τη θέση του εφεσείοντα ότι η κατάσταση της κοιλιάς του επιδεινώνεται με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αυτοσυντηρηθεί στο μέλλον και να είναι επάναγκες να εργοδοτήσει οικιακή βοηθό.


          Οι δικηγόροι της εφεσίβλητης αναφέρουν ότι η θέση των συνηγόρων του εφεσείοντα ότι αυτός δεν αντεξετάστηκε για το συγκεκριμένο κονδύλι, είναι λανθασμένη και παραπέμπουν στις σελίδες 96 και 97 των πρακτικών, όπου φαίνεται ότι όντως ο εφεσείοντας έχει αντεξεταστεί σε σχέση με την αξίωση του για εργοδότηση οικιακής βοηθού και επίσης όπως έχει αναφέρει στα πρακτικά σελίδα 97, την οικιακή βοηθό τη θέλει για τον Μιχάλη, τον γιο του, και για τη γυναίκα του. Παραδέχτηκε δε ότι ο ίδιος ουδέποτε ασχολήθηκε με τις οικιακές εργασίες. Σχετική είναι η σελίδα 96 των πρακτικών. Και αυτός ο λόγος είναι έκθετος σε απόρριψη.

          Με τον εικοστό και τελευταίο λόγο έφεσης, οι δικηγόροι του εφεσείοντα ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του για τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 

          Με βάση τη νομολογία που παραθέτουν και οι ίδιοι οι εφεσείοντες στην αγόρευση τους, οι παραδειγματικές αποζημιώσεις επιδικάζονται από τα δικαστήρια, μεταξύ άλλων, για αστικά αδικήματα που διαπράττονται για προσπορισμό οφέλους με πλήρη αδιαφορία του ζημιωθέντος μέρους.

          Στην υπόθεση Νικολάου v. Επίσημου Παραλήπτη ως διαχειριστή της περιουσίας του πτωχεύσαντος Λούη Αιμιλίου (2009) 1Β Α.Α.Δ. 1339, λέχθηκαν τα ακολούθα:

 

«Οι παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, αποσκοπούν στο να τιμωρήσουν τον εναγόμενο και να τον αποτρέψουν από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Δεν αποσκοπούν στην αποκατάσταση του θύματος, όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις. Όμως όπου οι περιστάσεις διάπραξης αστικού αδικήματος είναι τέτοιες, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να επιδικάσει επ' αυξημένες (aggravated) αποζημιώσεις αν διαπιστώσει βλάβη στα αισθήματα αξιοπρέπειας του ενάγοντα... ».

 

          Η αγγλική υπόθεση Rookes v. Barnard (1964) 1 All E.R. 367, η οποία υιοθετήθηκε στην υπόθεση Papakokkinou and others v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, αναφέρει ότι επιτρέπεται η επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων για αστικά αδικήματα όπου η διαγωγή του εναγόμενου είναι τόσο αξιόμεμπτη ώστε να αρμόζει η επιβολή τιμωρίας από Πολιτικό Δικαστήριο.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 49 και 50 της απόφασης του, αφού καταγράφει τη νομολογία σύμφωνα με την οποία υπάρχει δυνατότητα επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων με αναφορά στην υπόθεση Ερωτοκρίτου v. Θεοδώρου κ.α. (1997) 1Α.Α.Δ. 1800, αναφέρει ότι η διαπίστωση ότι η μέθοδος εργασίας την οποία χρησιμοποιούσε ο ενάγοντας κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν ασφαλής. Προσθέτει όμως ότι:

 

«Το γεγονός όμως ότι το ακολουθούμενο σύστημα εργασίας δεν ήταν ασφαλές, από μόνο του, δεν αποτελεί παράγοντα τέτοιο ώστε να οδηγήσει στην επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων εναντίον της εναγόμενης.»

 

           Όπως και οι δικηγόροι της εφεσίβλητης σημειώνουν στο περίγραμμα αγόρευσης τους, η εφεσίβλητη παραδέχτηκε την ευθύνη. Έφερε μάλιστα μαρτυρία για να δείξει ότι οι συνθήκες του ατυχήματος δεν μαρτυρούν ακραία, αξιόμεμπτη ή αδιάφορη συμπεριφορά για να δικαιολογεί την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων. Το σφάλμα της εφεσίβλητης, υποστηρίζουν, δεν ισοδυναμεί με αδιαφορία και πολύ περισσότερο προκλητική αδιαφορία για την ασφάλεια των εργαζόμενων, λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία που χρησιμοποιούσαν οι υπάλληλοι της για να μπαίνουν και να βγαίνουν στην ανθρωποθυρίδα του σφαιρόμυλου, δηλαδή με την ανύψωση στην κούπα ενός εκσκαφέα, γινόταν για πάνω από 20 χρόνια, δεν υπήρξε προηγουμένως ατύχημα, ενώ η εφεσίβλητη λάμβανε όλα τα μέτρα για τους απαιτούμενους ελέγχους συντήρησης των οχημάτων. Ο συγκεκριμένος εκσκαφέας είχε περάσει από έλεγχο πολύ πρόσφατα και ουδέποτε η εφεσίβλητη είχε ειδοποιηθεί για οποιαδήποτε βλάβη στο χειρόφρενο, αφού αυτή δεν είχε δηλωθεί από τους οδηγούς. Επομένως, ορθά το Δικαστήριο δεν προχώρησε να επιδικάσει τιμωρητικές αποζημιώσεις εναντίον της εφεσίβλητης και δη του ύψους που ισχυρίζεται ο εφεσείων, ήτοι €500.000.

 

          Η αποτίμηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα, η οποία επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα στον εφεσείοντα και η όλη συμπεριφορά της εφεσίβλητης, δεν καταδεικνύουν ότι η εφεσίβλητη επέδειξε τέτοια συμπεριφορά και κίνητρα ή αδιαφορία για τυχόν βλάβη που μπορούσε να προκληθεί για να τους αποτρέψουν από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Επομένως, και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

           Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η εφεσίβλητη προχώρησε και καταχώρισε ειδοποίηση ζητώντας τροποποίηση της απόφασης που έχει εκδοθεί για 5 λόγους. Ο πρώτος λόγος που αφορά την εσφαλμένη κατάληξη του Δικαστηρίου για επιδίκαση αποζημιώσεων ύψους €155.000 προς όφελος του ενάγοντα, ως καθίσταται σαφές από την απόφαση μας πιο πάνω κατά την εξέταση του 13ου λόγου έφεσης, επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ανάλογα.

 

          Με τον δεύτερο και τρίτο λόγο της ειδοποίησης της εφεσίβλητης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει νόμιμο τόκο επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία γέννησης του αγώγιμου δικαιώματος με το δεδομένο ότι η αγωγή καταχωρήθηκε 30 περίπου μήνες και όχι 20 όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, από την ημερομηνία του επίδικου ατυχήματος και η Έκθεση Απαίτησης δε, καταχωρήθηκε στις 21.5.2012, δηλαδή 5 μήνες από την καταχώριση του Γενικού Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος που ήταν στις 6.12.2011. Είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώριση τόσο του Κλητηρίου Εντάλματος, αλλά και μετέπειτα της Έκθεσης Απαίτησης και επομένως θεωρούν ότι θα ήταν δίκαιο όπως για τις γενικές αποζημιώσεις επιδικαστεί νόμιμος τόκος από την ημέρα καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης, δηλαδή τις 21.5.2012, και όχι από τις 22.4.2009. Δεν θεωρούμε ότι ο λόγος αυτός μπορεί να επιτύχει, όπως και η ίδια η εφεσίβλητη υποστηρίζει. Η καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης έγινε περίπου 5 μήνες μετά την καταχώριση του Γενικά Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος. Ο χρόνος που παρήλθε μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών δεν είναι ιδιαίτερα μακρύς, λαμβάνοντας υπόψη μας τη φύση της αξίωσης και το πολυσέλιδο δικόγραφο του εφεσείοντα. Λαμβάνοντας υπόψη επίσης την ταλαιπωρία του εφεσείοντα, τη νοσηλεία του, τις αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις στις οποίες υποβλήθηκε, τον χρόνο ανάρρωσης, το είδος της επέμβασης και την κατάσταση στην οποία παρέμεινε ο εφεσείων, δηλαδή μεγάλη κοιλιοκήλη για την οποία απαιτείται η διόρθωση μεγάλου ελλείμματος των κοιλιακών του τοιχωμάτων, δεν θεωρούμε ότι υπήρξε καθυστέρηση στην προώθηση και καταχώριση της αγωγής του, γι' αυτό και αυτό το μέρος της ειδοποίησης της εφεσίβλητης απορρίπτεται.

 

           Με τον τέταρτο λόγο η εφεσίβλητη παραπονείται για την επιδίκαση του ποσού των €9.581,25 ως απώλεια υπερωριών ως μέρος των ειδικών αποζημιώσεων υπέρ του εφεσείοντα. Το θέμα αυτό έχει τύχει εξέτασης στα πλαίσια της εξέτασης του 15ου λόγου έφεσης, και έτσι ο λόγος αυτός απορρίπτεται.

 

           Ο πέμπτος και τελευταίος λόγος της ειδοποίησης της εφεσίβλητης αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταδικάσει την εφεσίβλητη σε όλα τα έξοδα της διαδικασίας και στηρίζεται στο γεγονός ότι η εφεσίβλητη είχε καταθέσει στο Δικαστήριο ποσό €140.000 δυνάμει της Δ.22 θ.7. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, είναι η εισήγηση της εφεσίβλητης, στο ποσό των €155.000 ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον €30.000 ως ειδικές αποζημιώσεις, είναι η θέση τους ότι δεν θα έπρεπε να καταδικαστούν σε όλα τα έξοδα της διαδικασίας.

 

           Η επιδίκαση εξόδων αποτελεί άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και ο γενικός κανόνας είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.

 

          Λαμβάνοντας υπόψη την έκταση της δικαστικής διαδικασίας ακρόασης, τα ποσά που έχουν επιδικαστεί σε σχέση με το ποσό που είχε κατατεθεί από πλευράς εφεσίβλητης στο Δικαστήριο συμφώνως της Δ.22 θ.7 και το οποίο ήταν €140.000, θεωρούμε ότι η απόφαση του Δικαστηρίου αναφορικά με τα έξοδα θα πρέπει να τροποποιηθεί και να αντικατασταθεί με διαταγή για έξοδα υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα €10.000 ‑ €50.000.


          Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση του εφεσείοντα απορρίπτεται στην ολότητα της. Σε ό,τι αφορά την ειδοποίηση της εφεσίβλητης, πετυχαίνει ο πρώτος λόγος της ειδοποίησης, όπου το ποσό των €155.000 στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντικαθίσταται με το ποσό των €120.000. Οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος της ειδοποίησης της εφεσίβλητης επίσης απορρίπτονται, ενώ ο πέμπτος λόγος της ειδοποίησης επιτυγχάνει μερικώς και τροποποιείται σχετικά η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα έξοδα, ως ανωτέρω αναφέρεται.

 

   ΣΤ. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

                      ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο