ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 159/2018)
10 Νοεμβρίου, 2023
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΝΑΜΣΙΔΗΣ
Εφεσείοντας
v.
ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΥ
Εφεσίβλητων
-----------------------------
Ε. Νικολάου (κα), για Ζένιο Νικολάου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Χ. Καστάνας, για Γενικό Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών («το πρωτόδικο Δικαστήριο») με την οποία αποφασίστηκε ότι το αγώγιμο δικαίωμα του Εφεσείοντα να καταχωρίσει την επίδικη αίτηση για πληρωμή από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού («τους Εφεσίβλητους» ή «το Ταμείο») είχε παραγραφεί.
Δεδομένου του παραδεκτού γεγονότος ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόλυση του Εφεσείοντα έγινε κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε τελεολογική ερμηνεία του Άρθρου 12 (10 Α) του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 1967 («του Νόμου 8/1967») για να αποφασίσει ότι εφόσον ο Εφεσείοντας καταχώρισε την επίδικη αίτηση 2 χρόνια και 10 μήνες μετά τον τερματισμό της απασχόλησής του, προκύπτει ότι αυτή καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα. Διαπιστώθηκε τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον μας ότι δεν υπάρχει νομολογία που να ερμηνεύει το εν λόγω άρθρο.
Από τα παραδεκτά γεγονότα προκύπτει ότι η απασχόληση του Εφεσείοντα τερματίσθηκε από τους εργοδότες του στις 20.12.2012 και αυτή πράγματι οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού. Στις 17.1.2014 ο Εφεσείοντας υπέβαλε αίτηση στο Ταμείο για πληρωμή και στις 2.5.2014 το Ταμείο την απέρριψε ως εκπρόθεσμη με τον ισχυρισμό ότι υποβλήθηκε μετά από παρέλευση 12 και πλέον μηνών από την ημερομηνία τερματισμού της απασχόλησης του Εφεσείοντα.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείοντας υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το Άρθρο 12(10 Α) του Νόμου 8/1967 ώστε να αποφασίσει ότι το αγώγιμο δικαίωμα του να καταχωρίσει την επίδικη αίτηση παραγράφηκε. Στην αιτιολογία αναπτύσσει τη θέση ότι η ως άνω πρόνοια είναι ξεκάθαρη και σαφής και δεν επιδέχεται καμίας άλλης ερμηνείας παρά μόνο του ότι η επίδικη αποσβεστική προθεσμία συσχετίζεται ξεκάθαρα μόνο με την ημερομηνία «απάντησης» του Ταμείου, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη ή προϋποθέσεις. Υποστηρίζει ότι η τελεολογική ερμηνεία στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενδείκνυται όταν το λεκτικό μιας διάταξης είναι σαφές και ότι εν πάση περιπτώσει η τελεολογική μέθοδος δεν καθιστά εφικτή ούτε και δικαιολογεί την απόκλιση από ρητές διατάξεις της νομοθεσίας.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου βάσει του οποίου λήφθηκαν υπόψη οι Περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Ταμείον δια Πλεονάζον Προσωπικόν) Κανονισμοί του 1977 έως 1996, («οι Κανονισμοί») για την ερμηνεία του ως άνω Άρθρου 12 (10 Α). Υποστηρίζεται ότι οι Κανονισμοί ως δευτερογενής νομοθεσία καμία σχέση έχουν και προπάντων δεν αποτελούν προϋπόθεση για την εφαρμογή του Άρθρου 12 (10 Α). Υποστηρίζεται επίσης, ότι οι Κανονισμοί είχαν ως μόνο σκοπό να ρυθμίσουν διαδικαστικά θέματα που άπτονται της λειτουργίας του Ταμείου Πλεονασμού και ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα τους έλαβε υπόψη για να ερμηνεύσει το Άρθρο 12 (10 Α) του Νόμου 8/67.
Θα εξετάσουμε πρώτα όσα αναφέρονται στον δεύτερο λόγο έφεσης αναφορικά με την ισχύ των Κανονισμών.
Το Ταμείο καθιδρύθηκε με τον Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο του 1967 («Νόμο 24/67») στο Άρθρο 25 του οποίου προβλέπεται σχετικά:
"25.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον εκδίδει Κανονισμούς διά την ρύθμισιν και την διοίκησιν του Ταμείου. Το Ταμείον ενεργεί πάσας τας πράξεις αυτού συμφώνως προς τους κανονισμούς:
(2) Οι κανονισμοί δύνανται να καθορίζωσι, μεταξύ άλλων-.(γ) τον τρόπον κατά τον οποίον πληρωμή εκ του Ταμείου θα καταβάλληται εις εργοδοτούμενον και τας περιστάσεις υπό τας οποίας το προς λήψιν της τοιαύτης πληρωμής δικαίωμα απόλλυται·»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο.)
Βάσει του Άρθρου 25 εκδόθηκαν οι Κανονισμοί (οι οποίοι αντικατέστησαν τους αντίστοιχους Κανονισμούς του 1968). Ο Κανονισμός 12 προβλέπει ότι «πάσα αίτησις προς χορήγησιν πληρωμής λόγω πλεονασμού δυνάμει του άρθρου 16 του Νόμου δέον όπως υποβάλλεται εντός τριών μηνών από της ημέρας του σχετικού τερματισμού της απασχολήσεως». Επίσης ο Κανονισμός 13 προβλέπει ότι «Ουδείς δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού εκτός εάν- (α) υποβάλει αίτησιν ως προνοείται υπό του Κανονισμού 12.».
Να σημειωθεί ότι ο Κανονισμός 12 προβλέπει ότι αν ο αιτών αποδείξει εύλογη αιτία για τη μη υποβολή εμπρόθεσμης αίτησης, η προθεσμία παρατείνεται για όσο χρόνο υφίσταται η εύλογος αιτία, αλλά «εν ουδεμία περιπτώσει» πέραν των δώδεκα μηνών. Προβλέπεται περαιτέρω η επιφύλαξη ότι η υποβολή αίτησης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, για τον σχετικό τερματισμό της απασχόλησης αποτελεί εύλογη αιτία για την οποία η προθεσμία παρατείνεται και πέραν των δώδεκα μηνών. Στην παρούσα υπόθεση κανένας ισχυρισμός δεν τέθηκε αναφορικά με οποιαδήποτε εύλογη αιτία για την οποία ενδεχομένως ο Εφεσείοντας να δικαιούταν παράταση.
Επίσης, σχετικός είναι και ο Κανονισμός 11 που προβλέπει ότι «Άπασαι αι απαιτήσεις δια πληρωμάς λόγω πλεονασμού» εξετάζονται από εξεταστή του Ταμείου και «οσάκις ο εξεταστής απορρίψει απαίτηση» εάν ο αιτών δεν είναι ικανοποιημένος εκ της εκδοθείσης αποφάσεως «δύναται να εκκαλέσει ταύτην ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών».
Στην Mεγάλεμου Iωάννης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 667 αποφασίστηκε ότι Κανονισμός θεωρείται παραδεκτός αναφορικά με τον διακανονισμό του θέματος το οποίο πραγματεύεται όταν υπάρχει ρητή εξουσιοδότηση στον Νόμο βάσει του οποίου εκδόθηκε. Κρίθηκε περαιτέρω ότι η εμβέλεια του σχετικού εξουσιοδοτικού άρθρου του εκεί υπό εξέταση Νόμου «περιορίζεται στη ρύθμιση θεμάτων που άπτονται της εφαρμογής του νόμου προς καλύτερη ή πληρέστερη ευόδωση των σκοπών του» και ότι η σχετική ρυθμιστική εξουσία η οποία παρεχόταν με τον εν λόγω Νόμο, δεν εκτείνεται σε περιορισμό δικαιωμάτων ή στην παραγραφή τους. Διαπιστώθηκε ότι ο εν λόγω Νόμος «δεν παρέχει εξουσία για τη θεσμοθέτηση κανόνα χρονικά ανατρεπτικού για τη διεκδίκηση του παρεχόμενου δικαιώματος· οπόταν η γενομένη με τον Κ5Α, ρύθμιση κρίθηκε ότι εξερχόταν των προνοιών του εξουσιοδοτικού νόμου με επακόλουθο την ακυρότητά της.»
Επίσης, σε παρόμοια περίπτωση, στην Αθηνάς Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Υπόθεση αρ. 1028/97, 17 Φεβρουαρίου, 2000 αποφασίσθηκαν τα εξής: «Είναι δεκτό πως ο νόμος μπορεί να προβλέψει την ανατρεπτική παραγραφή δικαιώματος που δημιουργεί, αν τούτο δεν διεκδικηθεί μέσα σε καθορισμένο χρονικό διάστημα. Ακόμη ο νόμος μπορεί να εξουσιοδοτήσει να γίνει τούτο με τις πρόνοιες κανονισμών. Στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση η εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ρητή, δεδομένου ότι θα εισάγει εξάλειψη δικαιώματος που δίδει ο νόμος. Τέτοια εξουσιοδότηση δεν δίδεται από το άρθρο 76 του Νόμου, ούτε από οποιαδήποτε άλλη πρόνοια του. Η γενικότητα του άρθρου εξουσιοδοτεί μεν τη θέσπιση κανονισμών για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου και ρύθμιση της Ε.Ε.Υ., της εκπαιδευτικής υπηρεσίας και λειτουργούς της, όχι όμως και την δια ανατρεπτικής προθεσμίας εξάλειψη δικαιωμάτων που δημιουργεί»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο.)
Παρατηρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση, σε αντίθεση με τους Νόμους που εξετάστηκαν στις Μεγάλεμου, και Ονουφρίου ανωτέρω, υπάρχει ρητή πρόνοια στον αντίστοιχο εξουσιοδοτικό Νόμο 24/1967 στο Άρθρο 25 όπως θεσμοθετηθούν με Κανονισμούς οι περιστάσεις υπό της οποίες το δικαίωμα για λήψη πληρωμής «απόλλυται». Επομένως, κατά την άποψη μας, υπάρχει το νομοθετικό υπόβαθρο ώστε οι πιο πάνω Κανονισμοί 12 και 13 να θεσμοθετούν «κανόνα χρονικά ανατρεπτικού για τη διεκδίκηση δικαιώματος».
Εν όψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί όσον αφορά τη θέση ότι οι Κανονισμοί δεν δύνανται εκ της φύσεως τους ως δευτερογενής νομοθεσία να εισάγουν αποσβεστική προθεσμία.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται επιπλέον ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε το Άρθρο 12 (10 Α) λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που αφορούν τα δικαιώματα ενός απολυθέντα λόγω πλεονασμού. Θα εξετάσουμε τον ισχυρισμό αυτό στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης πιο κάτω:
Σχετικά με τον πρώτο λόγο έφεσης θεωρούμε χρήσιμη μία σύντομη αναφορά στο ιστορικό της εξέλιξης της νομοθεσίας: Με τον Νόμο 8/67 καθιδρύθηκε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Ο Νόμος 8/67 τροποποιήθηκε με τον Νόμο 169/2002 με τον οποίο εισάχθηκε το πιο κάτω εδάφιο 10 Α στο Άρθρο 12:
«(10Α) Αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υποβάλλεται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε το προς υποβολήν αιτήσεως δικαίωμα ή εντός εννέα μηνών από την απάντηση του Ταμείου για πλεονάζον προσωπικό:..»
(Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο.)
Θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση η φράση «η απάντηση του Ταμείου για πλεονάζον προσωπικό», πρέπει να ερμηνευτεί στο πλαίσιο της εργατικής νομοθεσίας συνολικά, διαφορετικά ενδεχομένως να οδηγούμασταν σε παράλογα αποτελέσματα και σε μη λειτουργική εφαρμογή του Νόμου 8/1967 αλλά και των σχετικών Κανονισμών.
Στην Δημοκρατία ν. Αντωνίου & άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 325 λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«. Η ερμηνεία πρέπει να είναι τέτοια που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα αλλά στη λειτουργικότητα των νόμων.».
Θεωρούμε ότι με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, η καταλληλότερη μέθοδος ερμηνείας είναι η «συστηματική ερμηνεία». Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Δ. Χριστόφια και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 421 έγινε αναφορά στους κανόνες ερμηνείας που εφαρμόζονται στο κυπριακό δίκαιο στους οποίους περιλήφθηκε και η συστηματική ερμηνεία: «Η προσέγγιση αυτή τοποθετεί τον ερμηνευόμενο κανόνα μέσα στο όλο σύστημα του δικαίου, τον αντιμετωπίζει ως τμήμα της ενότητας αυτής και συναρτά το νόημά του με το νόημα του συστήματος.»
Ερμηνεία νομοθεσίας η οποία λαμβάνει υπόψη τις πρόνοιες άλλης νομοθεσίας εφαρμόζεται και στο αγγλοσαξονικό δίκαιο. Στο σύγγραμμα Maxwell On The Interpretation of Statutes, Twelfth Edition, σελ. 66, αναφέρονται τα εξής: «Light may be thrown on the meaning of a phrase in a statute by reference to a specific phrase in an earlier statute dealing with the same subject-matter». Παρατίθεται στην ίδια σελίδα, απόσπασμα από την απόφαση του Lord Mansfield C.J. στην R v. Loxdale (1758) 1 Burr 445: «Where there are different statutes in pari materia though made in different times, or even expired, and not referring to each other, they shall be taken and construed together, as one system, and as explanatory of each other.»
Επίσης στην ίδια σελίδα εξηγείται: «Statutes are said to be in pari materia when they deal with the same person or thing or class: it is not enough that they deal with a similar subject matter.»
Η θέση μας ότι η πιο πάνω φράση πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της εργατικής νομοθεσίας συνολικά, ταυτίζεται με την προσέγγιση στην Attorney General v. Prince Ernst Augustus of Hanover [1957] A.C. 436, όπου o Δικαστής Simonds ανέφερε: «For words, and in particular general words, cannot be read in isolation: their colour and content are derived from their context. So it is that I conceive it to be my right and duty to examine every word of a statute in its context, and I use 'context' in its widest sense, which I have already indicated as including not only other enacting provisions of the same statute, but its preamble, the existing state of the law, other statutes in pari materia, and the mischief which I can, by those and other legitimate means, discern the statute was intended to remedy.»
Εν προκειμένω, η έννοια της ως άνω φράσης πρέπει να ερμηνευθεί προς ευόδωση του σκοπού του Άρθρου 12 (10 Α), με αναφορά στο ευρύτερο πλαίσιο όπου αυτή απαντάται (context) και στον γενικότερο σκοπό του νομοθέτη.
Είμαστε της άποψης ότι το Άρθρο 12 (10Α) προστέθηκε στον Νόμο με σκοπό όπως προσδώσει μια αποσβεστική προθεσμία στο αστικό δικαίωμα του εργοδοτουμένου σε περίπτωση τερματισμού της απασχολήσεως του.
Επίσης, θεωρούμε ότι οι πιο πάνω Κανονισμοί αποτελούν νομοθεσία in pari materia με τον επίδικο Νόμο και ως εκ τούτου δύνανται να ληφθούν υπόψη στην ερμηνεία του επίδικου Άρθρου 12 (10Α). Επισημαίνουμε σχετικά ότι στους Κανονισμούς, προβλέπεται ότι «αιτών» σημαίνει «πρόσωπον προβάλλον δυνάμει του Νόμου απαίτηση δια πληρωμήν λόγω πλεονασμού». Είμαστε της άποψης ότι στην παρούσα υπόθεση το ως άνω Άρθρο 12 (10Α) αφορά την ίδια κατηγορία προσώπων οπότε ο Νόμος 8/1967 και οι Κανονισμοί αποτελούν νομοθεσίες in pari materia, πρέπει να ερμηνευθούν μαζί ως ένα σύστημα και η μια πρέπει να ερμηνευθεί ως επεξηγηματική της άλλης.
Είναι ουσιώδες να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι βάσει του Κανονισμού 11 (ανωτέρω), το Ταμείο υποχρεούται να εξετάζει την κάθε απαίτηση και να αποστέλλει γνωστοποίηση στον αιτούντα σε κάθε περίπτωση που υποβάλλεται. Με άλλα λόγια, δεν παρέχεται από τους Κανονισμούς η δυνατότητα προς τον Ταμείο να μην παραλάβει εκπρόθεσμα αιτήματα ή να μην απαντήσει σε αυτά. Συναφώς, αν γινόταν δεχτή η ερμηνεία που υποστηρίζει ο Εφεσείοντας, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα ο απολυθείς να μπορεί να παρακάμψει την προθεσμία που τίθεται από τη νομοθεσία με το να υποβάλει εκπρόθεσμα απαίτηση στο Ταμείο. Το Ταμείο υποχρεωτικά θα απαντούσε και η απάντηση του Ταμείου θα αποτελούσε νέα αφετηρία για προσμέτρηση του χρόνου παραγραφής, χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, πράγμα που θα καταστρατηγούσε τον σκοπό της νομοθεσίας. Εμφανώς ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν παράλογο.
Επομένως, ο πρώτος λόγος και δεύτερος έφεσης αποτυγχάνουν.
Συμφωνούμε ενόψει των πιο πάνω με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ότι το αγώγιμο δικαίωμα του Εφεσείοντα να καταχωρίσει την επίδικη αίτηση παραγράφηκε την 21.12.2013.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία.
Όπως αναφέρθηκε στην Φεσσάς κ.α. ν. Κασάπη (1994) 1 ΑΑΔ 337 το ορθό διατακτικό στις περιπτώσεις παραγραφής αγώγιμου δικαιώματος είναι η αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας. Πιο πρόσφατα, στην Άντρη (Κατίρη) Λάμπρου ν. Χριστόδουλου Φαίδωνος, εμπορευόμενου με την Εμπορική Επωνυμία CSP CITY LIVING , Πολ. Εφ. Αρ. Ε196/2017, ημερ. 5.10.2023, έγινε παραπομπή στην Κασάπη αναφορικά με το ζήτημα της αναστολής. Περαιτέρω λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με τον περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012, Ν.66(Ι)/2012:
«Να υπενθυμίσουμε πως με την παραγραφή, μία αξίωση παύει να είναι δικαστικά επιδιώξιμη, επειδή ο δικαιούχος παρέλειψε να την ασκήσει εντός του χρόνου που προβλέπει ο νόμος. Με άλλα λόγια, ο υπόχρεος δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να εκπληρώσει την υποχρέωση του. Ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012, Ν.66(Ι)/2012, ρυθμίζει το θέμα της παραγραφής. Οι αξιώσεις παραγράφονται μετά από χρονικό διάστημα που ορίζει ο νόμος και τούτο για να προστατευθεί μία κατάσταση που διαμορφώθηκε λόγω της μακροχρόνιας απραξίας του δικαιούχου. Να σημειώσουμε πως με την συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, δεν αποσβένεται η αξίωση, εξού και ο νόμος στο άρθρο 19 ρητά ορίζει, πως «πληρωμές που έγιναν από τον οφειλέτη εν αγνοία της συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής δεν είναι ανακτήσιμες».
Θεωρούμε ότι κατ' αναλογία το ίδιο σκεπτικό εφαρμόζεται και στην περίπτωση της παραγραφής που προβλέπεται με την εργατική νομοθεσία.
Εν όψει των πιο πάνω και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Εφόσον δεν υπήρχε καθοριστική για το ενώπιον μας ζήτημα νομολογία, δεν εκδίδεται οιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Αλ. Παναγιώτου, Δ.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.