ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 153/2021)
14 Νοεμβρίου 2023
[Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ (Πρ.), Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXX ΠΕΤΡΙΔΗΣ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
------------------------------
Ε.Κ. Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου, για Εφεσείοντα
Σ. Χατζηκωνσταντή (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α΄, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη
ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Χ.Β. Χαραλάμπους, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει με τρεις λόγους έφεσης την καταδίκη του από το Ε.Δ. Λευκωσίας σε δύο εκ των τριών κατηγοριών για άσεμνη επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα («Π.Κ.»). Στην τρίτη εξ αυτών αθωώθηκε με την τελική απόφαση ενώ τρεις άλλες, οι οποίες αφορούσαν διαφθορά γυναικός μειωμένου νοητικού (imbecile), βάσει του Π.Κ.155, είχαν ανακοπεί στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, δεδομένου ότι η προσκομισθείσα ιατρική μαρτυρία, εν σχέσει με τις γνωστικές ικανότητες της Παραπονούμενης (Μ.Κ. 9), υποστήριζε ότι αυτή παρουσίαζε μόνον «ήπια, ελαφρά νοητική στέρηση» (και όχι βαριά ή έστω μέτρια), οπότε δεν θα μπορούσε να κριθεί ως μειωμένου νοητικού, ως απαιτεί το εν λόγω άρθρο (Π.Κ.155). Δεν έχει εφεσιβληθεί η φυλάκιση ενός έτους με αναστολή.
Προς τον σκοπό απόδειξης της υπόθεσης η Κατηγορούσα Αρχή είχε καλέσει εννέα μάρτυρες ενώ ο Εφεσείων, μετά την κλήση του σε απολογία, προέβη σε δήλωση ανωμοτί, χωρίς να καλέσει οποιονδήποτε μάρτυρα. Στην πορεία της υπόθεσης κατέστη σαφές ότι μεγάλο μέρος των γεγονότων συνιστούσαν κοινό υπόβαθρο, πράγμα το οποίο καθηκόντως είχε επισημάνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Συνιστούσε λοιπόν κοινό υπόβαθρο ότι ο Εφεσείων είναι γαμπρός επ' αδελφή της Παραπονούμενης (κουνιάδας του). Μετά τον θάνατο του συζύγου της η Παραπονούμενη αντιμετώπισε προβλήματα ψυχικής υγείας ένεκα των οποίων τόσο κατά το 2012 όσο και κατά το 2013 νοσηλεύτηκε σε Ψυχιατρική Κλινική ενώ μέχρι και την πρωτόδικη διαδικασία (2021) εποπτεύετο από το Γραφείο Ευημερίας. Από τον σύζυγό της είχε κληρονομήσει χρήματα και διαμέρισμα, στο οποίο συνέχισε να διαμένει μέχρι και τη σύναψη γραπτής συμφωνίας ημερ. 31.1.13 με την αδελφή της. Η ουσία της συμφωνίας ήταν ότι η Παραπονούμενη θα έδιδε ποσόν €110.000, καθώς και το ήμισυ του ενοικίου από το διαμέρισμά της στην αδελφή της και η τελευταία θα φρόντιζε να ανεγείρει βοηθητική οικία δίπλα από το δικό της σπίτι, παρέχοντας στην Παραπονούμενη διαμονή, διατροφή και γενικά φροντίδα εφ' όρου ζωής. Βάσει αυτής της συμφωνίας η Παραπονούμενη μετακόμισε αρχικά στο σπίτι της αδελφής της (και του Εφεσείοντος) και ακολούθως στη βοηθητική οικία, μόλις αυτή ολοκληρώθηκε.
Αναντίλεκτο παρέμενε και το γεγονός ότι η διερεύνηση της υπόθεσης προέκυψε όταν στις 17.7.14 το μεσημέρι η Παραπονούμενη, συνοδευόμενη από λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας (Μ.Κ. 6), μετέβη στην Αστυνομία όπου έδωσε την πρώτη κατάθεσή της (Τεκμήριο 10) και το απόγευμα της ίδιας μέρας τη δεύτερη κατάθεσή της (Τεκμήριο 13), ενώ στις 5.1.15 έδωσε και τρίτη κατάθεση (Τεκμήριο 14).
Ας σημειωθεί ότι κατά την πρώτη επίσκεψη στην Αστυνομία και στο ενδιάμεσο των δύο καταθέσεων της Παραπονούμενης, είχε δώσει κατάθεση και η συνοδεύουσα λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας (Μ.Κ. 6), η οποία εξήγησε πως ήταν από τις αρχές Ιουνίου του 2014 που είχε ενημερωθεί από άλλη λειτουργό (Μ.Κ.5) για σχετικό παράπονο της Παραπονούμενης, την οποία (Παραπονούμενη) και προέτρεψε στις 8.7.14 να καταγγείλει, πλην όμως αυτή ήθελε τότε να δώσει ακόμη μια ευκαιρία στον Εφεσείοντα. Η Μ.Κ. 6 κατέληγε λέγοντας αφενός ότι στις 17.7.14 η Παραπονούμενη την είχε ενημερώσει πως νωρίτερα το πρωί της είχε ζητήσει στοματικό έρωτα ο Εφεσείων και αφετέρου ότι ως οικογενειακή σύμβουλος επιθυμούσε την ποινική δίωξη του Εφεσείοντος.
Στην πρώτη κατάθεσή της η Παραπονούμενη είχε αναφερθεί σε δύο περιστατικά, ήτοι ένα στις αρχές Ιουνίου 2014 και ένα στις 17.7.14, ημέρα της καταγγελίας. Στη δεύτερη της κατάθεση είχε αναφερθεί σε τρία περιστατικά, ήτοι στα δύο ανωτέρω και σε ακόμα ένα το οποίο κατ' ισχυρισμόν είχε γίνει δύο‑τρεις εβδομάδες μετά από το πρώτο. Στην τρίτη της κατάθεση είχε αναφερθεί μόνο στο πρώτο από τα πιο πάνω περιστατικά, προσδιορίζοντας την ημερομηνία σε 12.6.14. Ήταν στη βάση αυτών των καταθέσεων που είχαν συνταχθεί οι τρεις κατηγορίες 1, 3 και 5, στις οποίες ο Εφεσείων κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπισή του.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, ως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αποδεκτό από τον Εφεσείοντα ότι στις τρεις περιπτώσεις του κατηγορητηρίου είχε προβεί σε ενέργειες προς την Παραπονούμενη αλλά αρνείτο ότι είχε επιτεθεί αφού οτιδήποτε έγινε μεταξύ τους ήταν κατόπιν συγκατάθεσης. Είναι ενδεικτικά από την ανωμοτί δήλωσή του τα ακόλουθα:
«5. Θέλω να σας δηλώσω ότι ουδέποτε επιτέθηκα εναντίον της ΧΧΧ με στόχο να πετύχω άσεμνες πράξεις εις βάρος της. Οτιδήποτε εσυνέβηκε μεταξύ μας ήταν με τη συγκατάθεσή της, αφού προηγουμένως της το ζητούσα και αυτή το αποδεχόταν».
(έμφαση δοθείσα)
Αξιολογώντας τη μαρτυρία η πρωτόδικη Δικαστής έκρινε ως αξιόπιστους όλους τους μάρτυρες. Τα μέλη της Αστυνομίας Μ.Κ. 1, Μ.Κ. 2 και Μ.Κ. 3 είχαν δώσει τυπική μαρτυρία. Οι Μ.Κ. 4, Μ.Κ. 7 και Μ.Κ. 8, ειδική ψυχίατρος, ψυχίατρος και κλινική ψυχολόγος αντίστοιχα, εξήγησαν εμπεριστατωμένα τη νοητική κατάσταση και τις κάποιες ελλείψεις όσον αφορά τις γνωστικές ικανότητες της Παραπονούμενης. Η Μ.Κ. 5 ήταν η λειτουργός στον Σύνδεσμο Καρδιοπαθών η οποία πρώτη εντός του καλοκαιριού άκουσε το παράπονο και ενημέρωσε τη Μ.Κ. 6 του Γραφείου Ευημερίας, η οποία και μίλησε προσωπικά στις 8.7.14 με την Παραπονούμενη και αργότερα στις 17.7.14 πήγε μαζί της στην Αστυνομία, όταν πλέον έμαθε για το τελευταίο περιστατικό.
Σε σχέση με την Παραπονούμενη το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι παρουσιάστηκε απολύτως ικανή να συμμετέχει σε συζήτηση, να κατανοεί, να απαντά και να θυμάται γεγονότα. Όσον αφορά την ουσία των γεγονότων κρίθηκε πως η Παραπονούμενη τα είχε περιγράψει με πολλή σαφήνεια και αποτελούσε κατάληξη πως τα γεγονότα των τριών περιστατικών είχαν εξελιχθεί όπως τα περιέγραψε η ίδια. Είναι δε γεγονός ότι οι βασικές περιγραφές των περιστατικών προέκυπταν μέσα από τις γραπτές καταθέσεις της Παραπονούμενης, τις οποίες και είχε υιοθετήσει. Έχει ήδη καταστεί αντιληπτό πως, δεδομένης της υπερασπιστικής γραμμής, δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφωνία ως προς τα διαδραματισθέντα.
Σε σχέση με το πρώτο περιστατικό, το οποίο έγινε στις 12.6.14, τα γεγονότα ήταν ότι ο Εφεσείων με την Παραπονούμενη είχαν πάει πρώτα σε τράπεζα και κατά την επιστροφή ο Εφεσείων πρότεινε να επιθεωρήσουν το διαμέρισμα της αδελφής στην οδό Ιφιγενείας. Η Παραπονούμενη δέχθηκε και, σύμφωνα με την περιγραφή της στο Τεκμήριο 13, όταν έφτασαν εκεί ο Εφεσείων: «... άρχισε να με αγγίζει πάνω στο σώμα μου πάνω από τα ρούχα μου και να με χαϊδεύει με τα χέρια του. Μετά άνοιξε το παντελόνι του και έβγαλε το πράμα του και μου είπε να κάνουμε σεξ. Εγώ του είπα ότι δεν ήθελα να κάνουμε σεξ και τον άφησα να με αγγίζει μόνο». Στην πρώτη της κατάθεση, Τεκμήριο 10, είχε πει: «Όταν φτάσαμε στο διαμέρισμα με πήρε στην κρεβατοκάμαρα και άρχισε να με χαϊδεύει και ήθελε να κάμουμε σεξ αλλά εγώ δεν ήθελα και έβαλα τα χέρια μου μπροστά από τα γεννητικά μου όργανα και του είπα δεν θέλω να κάμω σεξ μαζί σου».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι αναμφίβολα υπήρξε επαφή, ότι και προφορικά η Παραπονούμενη υπέδειξε τον τρόπο που έβαλε τα χέρια της μπροστά της (σταυρώνοντάς τα) και κατέληξε ως εξής:
«Η μαρτυρία της δεν αφήνει αμφιβολία ότι δεν επιθυμούσε και δεν συμφωνούσε να έχει σεξουαλική επαφή με τον κατηγορούμενο στη συγκεκριμένη περίσταση. Κατά την αντεξέταση, όταν ρωτήθηκε εάν είχε αφήσει τον κατηγορούμενο να τη χαϊδεύει απάντησε «έτσι ήθελε ο κύριος, να με χαϊδεύει». Κάθε άλλο παρά ελεύθερη συναίνεση δείχνει η απάντησή της. Δείχνει ακριβώς το αντίθετο.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η αναφορά της ότι «τον άφησα να με αγγίζει μόνο» καθόλου μπορεί να ερμηνευτεί ως συναίνεση. Δεν επιτρέπεται να απομονωθεί η συγκεκριμένη φράση. Αποτελεί μέρος της όλης περιγραφής της ΧΧ που ξανά και ξανά δηλώνει στον κατηγορούμενο ότι δεν ήθελε να έχει σεξουαλική επαφή μαζί του και χρησιμοποιούσε τα χέρια της σαν ασπίδα. Κανένα νόμιμο έρεισμα δεν εντοπίζεται για τις ενέργειες αυτές του κατηγορουμένου, οι οποίες συνεπώς ήταν παράνομες. Οι ενέργειες του παραπονούμενου και η αντίδραση που προκάλεσε στην ΧΧ, συνθέτουν χωρίς αμφιβολία το αδίκημα της επίθεσης».
Σε σχέση με το μεταγενέστερο δεύτερο περιστατικό ήταν δεκτό ότι κάποιο πρωινό, δύο‑ τρεις εβδομάδες μετά, ο Εφεσείων επισκέφθηκε την Παραπονούμενη στη βοηθητική οικία και όπως το έθεσε η ίδια στο Τεκμήριο 13:
«Εγώ του άνοιξα και όταν μπήκε μέσα ξεκούμπωσε το παντελόνι του και έβγαλε έξω το πράμα του και μου είπε να του το γλείψω. Εγώ του είπα ότι δεν ήθελα γιατί εν γαμπρός μου αλλά τζιείνος είπε μου ότι θέλει να την γλείψω και ότι η αδελφή μου εν πελλή. Τότε εγώ δέκτηκα και σαν εκάθουμουν στο κρεβάτι μου ήρθε μπροστά μου και σαν εστέκετουν έγλειψα του το πράμα του...».
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το δεύτερο περιστατικό ήταν ότι η Παραπονούμενη είχε συναινέσει στην πράξη την οποία ζητούσε ο Εφεσείων με συνέπεια να μην μπορούσε να στοιχειοθετηθεί επίθεση, οπότε και οδηγήθηκε στην αθώωση στη σχετική κατηγορία 3.
Σε σχέση με το τρίτο περιστατικό ήταν επίσης δεκτό ότι ο Εφεσείων επισκέφθηκε ξανά την Παραπονούμενη στις 17.7.14 το πρωί και όπως το έθεσε η ίδια και πάλι στο Τεκμήριο 13:
«Μετά που τζιείνο, ήρτε ξανά σήμερα τζιαί μου φώναξε τζιαί του άνοιξα. Μόλις του άνοιξα μπήκε μέσα, έφκαλε έξω το πράμα του τζιαί είπε μου «εν καθαρή, έπλυνα την, έλα» τζιαί με τα χέρια του εκρατούσε το πράμα του τζιαί ελάλεν μου «έλα». Εγώ του είπα «εν θέλω, αντροπή, είσαι γαμπρός μου» τζιαί τζιείνος ελάλεν μου «έλα» και μου ένευκε να πάω να του την γλείψω. Ελάλεν μου «έλα» τζιαί έδειχνε μου το πράμα του τζιαί εκατάλαβα ότι ήθελε να του το γλείψω. Εγώ είπα του ότι εν θέλω έτσι πράμα τζιαί έντζισα του λλίον πάνω στο πράμα του. Εν του το έγλειψα, απλά έντζισα του τζιαί μετά ετάραξα που τη θέση μου. Εκάθουμουν στο κρεβάτι μου τζιαί έφυα που τζιαμαί. Μετά έφυε που μόνος του που το σπίτι. Εν με τράβησε καμιά φορά να του το γλείψω. Απλά ελάλεν μου ότι εν εντάξει».
Στην προφορική της μαρτυρία η Παραπονούμενη είχε προσθέσει πως όταν του άνοιξε την πόρτα τον είχε ρωτήσει τι ήθελε, ότι εκείνος κατέβασε το φερμουάρ του και έβγαλε το «πράμα» του έξω, ότι της είχε πει «εν καθαρή, εν εντάξει», ότι της είχε κάνει νόημα για να του τη «γλείψει» και ότι η ίδια δεν δέχθηκε αλλά το έκανε (ακούμπησε) χωρίς τη θέλησή της, με το χέρι της.
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το τρίτο περιστατικό ήταν ότι:
«Στο συγκεκριμένο περιστατικό δεν φαίνεται ο κατηγορούμενος να άγγιξε ο ίδιος την ΧΧ . Επίθεση όμως μπορεί να διενεργηθεί χωρίς να απαιτείται επαφή με τον επιτιθέμενο προς το θύμα. Φαίνεται από την περιγραφή της ΧΧ η αναστάτωση και ο φόβος που της προκάλεσε η παρουσία και οι ενέργειες του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος, αφού ήρθε στο σπιτάκι όπου διέμενε, ενώ ήξερε ότι ήταν μόνοι τους στο σπίτι, αμέσως άρχισε να ζητά επίμονα στοματικό έρωτα, η ΧΧ του έλεγε ότι δεν ήθελε και εκείνος επέμενε. Ενώ συνέβαιναν αυτά ο κατηγορούμενος άνοιξε το παντελόνι του και έβγαλε έξω και κρατούσε τα γεννητικά του όργανα. Η ΧΧ περιέγραψε ότι η πίεση που αισθάνθηκε ήταν τέτοια που τον ακούμπησε «χωρίς τη θέλησή μου με το χέρι μου». Η κατάσταση της προκάλεσε ανασφάλεια αρκετή ώστε να αναγκαστεί να σηκωστεί η ίδια από το σημείο που καθόταν, στο κρεβάτι της, και να απομακρυνθεί για να τον αποφύγει. Εν όψει αυτών των δεδομένων κρίνω ότι συντελέστηκε επίθεση».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφώνησε με το επιχείρημα ότι γενικά η ως άνω συνολική ήταν συμπεριφορά που παρατηρείται πάντοτε όταν ενήλικοι επιθυμούν σεξουαλική σχέση, προσπαθούν να πείσουν το άλλο πρόσωπο να συγκατατεθεί με ένα λεκτικό τρόπο τον οποίο επιλέγουν τα ίδια τα πρόσωπα. Ήταν η θέση του Δικαστηρίου ότι το να βγάζει κάποιος, απρόκλητος, τα γεννητικά του όργανα, να τα προτάσσει και να ζητά πεολειχία, να ζητά σεξουαλική επαφή και να επιμένει όταν η απάντηση είναι αρνητική, δεν είναι συμπεριφορά που εμπίπτει στη φυσιολογική κοινωνική συναναστροφή μεταξύ των δύο φύλων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στον κανόνα πρακτικής περί της αναγκαιότητας ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας και αφού αυτοπροειδοποιήθηκε για τους πιθανούς κινδύνους έκρινε ότι, λόγω της ποιότητας της μαρτυρίας, ήταν απολύτως ασφαλές να στηριχθεί μόνο σε αυτή και να καταδικάσει στις κατηγορίες 1 και 5. Παρά ταύτα και ανεξαρτήτως της κρίσης αυτής υπέδειξε ότι η μαρτυρία της Παραπονούμενης ενισχύετο από την αξιόπιστη και ανεξάρτητη μαρτυρία των δύο λειτουργών (Μ.Κ. 5, Μ.Κ. 6), των δύο εκ των τριών ιατρών (Μ.Κ. 7, Μ.Κ. 8) και της Λοχ. 970 (Μ.Κ. 2).
Με την έφεσή του ο Εφεσείων προβάλλει ότι:
1. Ελλείπει το στοιχείο της επίθεσης διότι οι προτάσεις του δεν προκάλεσαν στην Παραπονούμενη το αίσθημα ότι θα ασκηθεί βία εναντίον της αλλά απλώς είχε ηθικές αναστολές πριν συγκατατεθεί (Λόγος Έφεσης αρ. 1).
2. Υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας διότι η Παραπονούμενη ουδέποτε κατήγγειλε και είναι η Μ.Κ.6 η οποία προέβη σε καταγγελία (Λόγος Έφεσης αρ. 2).
3. Διέλαθε την προσοχή του Δικαστηρίου ότι οι εμπλεκόμενοι ενεργούσαν κοινή συναινέσει (Λόγος Έφεσης αρ. 3).
Εξέταση Λόγων Έφεσης
Ακολουθώντας τη σειρά ανάπτυξης των επιχειρημάτων του Εφεσείοντος στο διάγραμμά του, κρίνουμε ότι όντως προέχει η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, ο οποίος αφορά την εισήγηση περί ύπαρξης κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας.
Λόγος Έφεσης Αρ. 2
Κατ' αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ζητήματα κατάχρησης εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως από τα Δικαστήρια. Κατάχρηση υπάρχει συνήθως όταν η διαδικασία καταστρατηγεί την καλή πίστη, είναι άσχετη, εκδικητική ή καταπιεστική (Scattergood v. Γενικού Εισαγγελέως (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 142, Χατζηχάννας v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 599). Έχουμε εξετάσει τις διάφορες εισηγήσεις του Εφεσείοντος πλην όμως δεν συμφωνούμε ότι στην παρούσα περίπτωση τίθεται βάσιμα ζήτημα κατάχρησης, για τους λόγους που εξηγούμε κατωτέρω.
Εν πρώτοις, δεν ευσταθεί η θέση ότι η «φερόμενη ως παραπονούμενη» ουδέποτε υπέβαλε καταγγελία αφού το αντίθετο είναι που συνάγεται ως αυταπόδεικτο συμπέρασμα από την εμφάνισή της σε Αστυνομικό Σταθμό στις 17.7.14, όπου και έδωσε δύο ξεχωριστές καταθέσεις, με απόσταση επτά ωρών η μια από την άλλη και σε δύο διαφορετικούς αστυφύλακες ενώ στις 5.1.15 έδωσε και τρίτη κατάθεση, συμπληρώνοντας τις προηγούμενες και παραδίδοντας σχετικά έγγραφα.
Δεν παραγνωρίζουμε καθόλου τις αναφορές της Παραπονούμενης οι οποίες αφενός εμπλέκουν στοιχεία οικονομικών διαφορών («... να μου δώσουν πίσω τα λεφτά που μου έπιασαν, να βγει η αδελφή μου από διαχειρίστρια και να πάω πίσω στο διαμέρισμά μου», Τεκμήριο 10) και αφετέρου τείνουν να δείξουν ότι επιθυμούσε να γίνει παρατήρηση στον Εφεσείοντα («... θέλω ο γαμπρός μου να σταματήσει να μου ζητά αυτά τα πράγματα... Αν δεν σταματήσει θέλω να πάει δικαστικώς», στο Τεκμήριο 10 και «Εγώ δεν θέλω να τον πάρω στο Δικαστήριο γιατί έχει οικογένεια. Θέλω μόνο να του πει η Αστυνομία να μην με ξαναενοχλήσει γιατί είναι γαμπρός μου», Τεκμήριο 13).
Παράλληλα όμως έχουμε υπ' όψιν ότι στην ημεδαπή έννομη τάξη την αποκλειστική αρμοδιότητα εν σχέσει με ποινικές διώξεις την έχει, βάσει του Άρθρου 113 του Συντάγματος, ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος αποφασίζει για την έναρξη, διεξαγωγή, συνέχιση ή διακοπή τους. Ο θεσμός της «κατ' έγκληση» δίωξης, στον οποίο έχει αναφερθεί ο κ. Ευσταθίου, τυγχάνει εφαρμογής συνήθως σε κάποια Ηπειρωτικά συστήματα δικαίου (π.χ. Ελλάδα) και αποτελεί εξαίρεση του κανόνα της αυτεπάγγελτης δίωξης αλλά αυτό γίνεται στη βάση ρητών νομοθετικών προνοιών οι οποίες απαριθμούν εξαντλητικά ορισμένα αδικήματα (ήσσονος συνήθως βαρύτητας) τα οποία διώκονται μόνον κατόπιν έγκλησης (υποβολής μήνυσης) από τον παθόντα, ο οποίος μάλιστα έχει το απόλυτο δικαίωμα να την ανακαλέσει ανά πάσα στιγμή (βλ. Άρθρο 117 του Ελληνικού Π.Κ.).
Κατά συνέπειαν έχουμε την άποψη πως από τη στιγμή που είχαν δοθεί γραπτές καταθέσεις το θέμα ενέπιπτε πλέον στην αρμοδιότητα των διωκτικών αρχών, υπό τις οδηγίες του έχοντος την αποκλειστική αρμοδιότητα Γενικού Εισαγγελέως, να αξιολογήσουν και προχωρήσουν με ποινική δίωξη ακόμα και αυτεπαγγέλτως, ήτοι ασχέτως της επιθυμίας οποιουδήποτε εμπλεκόμενου. Υπενθυμίζουμε ότι η δίκη άρχισε μετά από επτά έτη και ότι η Παραπονούμενη εμφανίστηκε οικειοθελώς ως μάρτυρας στο Δικαστήριο.
Κατά δεύτερον, δεν συμφωνούμε ούτε με την εισήγηση ότι υπήρχαν αλλότρια κίνητρα εκ μέρους του Γραφείου Ευημερίας. Είναι γεγονός ότι η Μ.Κ. 6 είχε πει στο Τεκμήριο 17 πως η Παραπονούμενη είχε ζητήσει από τις Υπηρεσίες τους «να αναλάβουν τη διαχείριση των χρημάτων της», πλην όμως εξίσου σαφές ήταν και το ότι με την προώθηση ποινικής υπόθεσης δεν επιτυγχάνετο κάτι τέτοιο, όπως ορθώς επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Άλλωστε ακολούθησαν αγωγές από την Παραπονούμενη κατά το 2017, (ήτοι πριν την έναρξη της ποινικής ακρόασης).
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω θα πρέπει να προσθέσουμε πως ο Εφεσείων παραπονείται και για το ότι η ίδια λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας είχε πει στην κατάθεσή της (Τεκμήριο 17) πως ως οικογενειακή σύμβουλος επιθυμούσε την ποινική δίωξή του για την παρενόχληση της Παραπονούμενης. Επ' αυτού σημειώνουμε ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι η Μ.Κ. 6 ήταν διορισμένη δεόντως ως οικογενειακή σύμβουλος με βάση το Άρθρο 6 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Ν.119(Ι)/2000. Με τη διαμονή της σε βοηθητική οικία μαζί με τον Εφεσείοντα και τη σύζυγό του η Παραπονούμενη αποτελούσε κατά τη γνώμη μας «μέλος της οικογένειας» τους εν τη εννοία του σχετικού ορισμού (Άρθρο 2). Η καταγγελία αφορούσε άσεμνη επίθεση, η οποία εμπίπτει στα αδικήματα που ο εν λόγω Νόμος καθορίζει ως «άκρως σοβαρή βία» (Άρθρο 4) και συνεπώς η Μ.Κ.6 είχε την εξουσία, ως προνοεί το Άρθρο 6, «να προβαίνει σε καταγγελία στην Αστυνομία για τη διερεύνηση τυχόν διάπραξης ποινικού αδικήματος». Η μεταγενέστερη διαγραφή του Ν.119(Ι)/2000 από την έκθεση αδικήματος δεν επηρεάζει τις αρχικές ενέργειες της Μ.Κ. 6.
Στη βάση των πιο πάνω δεν συμφωνούμε ότι τίθεται θέμα κατάχρησης διαδικασίας στην παρούσα περίπτωση και ως εκ τούτου ο λόγος έφεσης αρ. 2 απορρίπτεται.
Λόγοι Έφεσης Αρ.1 και 3
Έχουμε την άποψη ότι οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης αρ. 1 και 3 συσχετίζονται, δεδομένου ότι άπτονται των συστατικών στοιχείων και της στοιχειοθέτησης των αδικημάτων στη βάση της μαρτυρίας που είχε γίνει δεκτή. Ως εκ τούτου θα συνεξεταστούν.
Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης του Π.Κ. 151 απαιτείται να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) Επιτέθηκε (assault), (β) Άσεμνα (indecently), (γ) Παράνομα (unlawfully), (δ) Εναντίον γυναίκας.
Εν πρώτοις θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πιο πάνω αδίκημα είναι όμοιο με το αντίστοιχο αδίκημα του άρθρου 14(1) του προϊσχύσαντος αγγλικού Sexual Offences Act 1956 («indecent assault on a woman»). Αναγκαία είναι επίσης και η υπενθύμιση ότι στην ημεδαπή έννομη τάξη ο όρος «επίθεση» περιλαμβάνει και τα δύο είδη επιθέσεων που είναι γνωστά στο κοινοδίκαιο ως «assault» και «battery» (Γενικός Εισαγγελέας v. Ηροδότου (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 128), αν και γενικά είναι δεκτό ότι σε πλείστες όσες περιπτώσεις ο όρος «assault» χρησιμοποιείται ως περιέχων και τα δύο αυτά αδικήματα του κοινοδικαίου (Archbold 2023, §19‑ 221). Ειδικά ως προς την άσεμνη επίθεση θεωρούμε πως αποδίδει τα ισχύοντα το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση R v. Court (1989) Α.C. 28 H.L.:
«. it is self evident, that the first stage in the proof of the offence is for the prosecution to establish an assault. The «assault» usually relied upon is a battery, the species of assault, conveniently described by Lord Lane C.J. in Faulkner v. Talbot [1981] 1 W.L.R. 1528, 1534 as «any intentional touching of another person without the consent of that person and without lawful excuse. It need not necessarily be hostile or rude or aggressive, as some of the cases seem to indicate». But the «assault» relied upon need not involve any physical contact but may consist merely of conduct which causes the victim to apprehend immediate and unlawful personal violence. In the case law on the offence of indecent assault, both categories of assault feature».
Σε απόλυτη συνάφεια με τα ανωτέρω προσθέτουμε πως η επίθεση είναι δυνατόν να διαπραχθεί και διά λόγων ή ακόμα και διά της σιωπής υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αναλόγως των περιστάσεων. Επ' αυτού σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση R v. Ireland, Burstow (1998) A.C. 147 H.L.:
«The proposition that a gesture may amount to an assault, but that words can never suffice, is unrealistic and indefensible. A thing said is also a thing done. There is no reason why something said should be incapable of causing an apprehension of immediate personal violence, e.g. .».
Όσον αφορά το δεύτερο συστατικό στοιχείο, το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει κατά πόσον οι ορθώς σκεπτόμενοι άνθρωποι θα θεωρούσαν την επίμαχη συμπεριφορά άσεμνη ή όχι. Το δε κριτήριο είναι κατά πόσον το αποτέλεσμα της επίμαχης συμπεριφοράς ήταν τόσο προσβλητικό στα εκάστοτε ισχύοντα επίπεδα σεμνότητας (ευπρέπειας) και ιδιωτικότητας, ούτως ώστε να καθίσταται άσεμνη (απρεπής). Καθοδηγητική θεωρείται η υπόθεση R v. Court (1989) Α.C. 28 H.L, σύνοψη της οποίας παρατίθεται στο σύγγραμμα Archbold 2023, §20‑364.
Σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της «παρανομίας» συνάγεται από την υπόθεση Faulkner v. Talbot (1981) 1 WLR 1528 πως στοιχειοθετείται όταν καταδειχθεί ότι η επίμαχη συμπεριφορά του δράστη έγινε χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη δικαιολογία (lawful excuse). Σχετική είναι η υπόθεση R v. Kimber (1983) 3 All E.R. 316, καθώς και η R v. Court (ανωτέρω).
Από πλευράς απαιτούμενης νοητικής κατάστασης (mens rea) θα πρέπει να σημειώσουμε πως το αδίκημα διαπράττεται είτε εκ προθέσεως είτε απερισκέπτως (intentionally or recklessly), ως έχει κριθεί στην υπόθεση R v. Venna (1975) 3 All E.R. 788.
Ερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας θα πρέπει να επαναλάβουμε πως ο Εφεσείων στην πραγματικότητα παραδεχόταν όλες τις ενέργειές του οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να κριθούν ως άσεμνες. Κανονικά μάλιστα, εξαιτίας της μη αμφισβήτησης αυτής, δεν ετίθετο ούτε ζήτημα αυτοπροειδοποίησης περί καταδίκης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία διότι η πιθανή ανάγκη αναζήτησης, όταν αυτή δεόντως προκύπτει, σχετίζεται ακριβώς με το άσεμνο των πράξεων όταν αυτό αμφισβητείται (βλ. R v. Rolfe (1952) 36 Cr.App.R4).
Βασικά ο Εφεσείων είχε προβάλει στην πρωτόδικη διαδικασία όσα προέβαλε και ενώπιόν μας με τους λόγους έφεσης αρ.1 και 3. Αρνείται ουσιαστικά ότι είχε στοιχειοθετηθεί επίθεση στη βάση των πιο πάνω αρχών σε σχέση με οποιοδήποτε περιστατικό και τούτο επειδή ό,τι έγινε ήταν με τη συναίνεση της Παραπονούμενης. Αυτή είναι νομίζουμε, και η ουσία των θέσεών του, όπως και της υπόθεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε ορθά το εγειρόμενο ζήτημα της συναίνεσης και κατέγραψε επαρκέστατα τις σχετικές εισηγήσεις, όπως και τη νομική πτυχή. Δεν μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε με την Εφεσίβλητη ότι υπήρξε ορθή ανάλυση των γεγονότων και αντίστοιχη εφαρμογή των σχετικών αρχών, όπως εξηγούμε κατωτέρω.
Το πρώτο περιστατικό έλαβε χώρα στις 12.6.14. Τα γεγονότα αυτά ως τα πρώτα τέτοιας φύσης μεταξύ των δύο εμπλεκόμενων είχαν κάποια αυξημένη σημασία τόσον ως προς το ίδιο το περιστατικό όσον και ως προς τα επόμενα, υπό την έννοια ότι έπρεπε να εξεταστούν λεπτομερέστερα και σε συνάρτηση με όσα ακολούθησαν, για το ενδεχόμενο να ανεδείκνυαν ή να φώτιζαν πτυχές τόσο της αναγκαίας ένοχης διάνοιας όσο και της τυχόν συναίνεσης από την ίδια την Παραπονούμενη.
Όπως διαπιστώνεται και από το απόσπασμα που έχουμε παραθέσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε εξειδικευμένα με τα γεγονότα τα οποία συνιστούσαν την έναρξη του πρώτου περιστατικού και δεν τα ενέταξε ως έπρεπε στην ορθή σειρά των διαδραματισθέντων. Αρκέστηκε στο να επισημάνει για σκοπούς συστατικών στοιχείων ότι υπήρξε επαφή αφού ο Εφεσείων «την άγγιζε και τη χαΐδευε» και ότι είχε εκθέσει τα γεννητικά του όργανα, ζητώντας να έχουν σεξουαλική επαφή. Όμως η ακριβής εξέλιξη και πορεία των γεγονότων είχε τη σημασία της τόσο σε σχέση με την πρόθεση του Εφεσείοντος όσο και σε σχέση με την πιθανή συναίνεση της Παραπονούμενης.
Η ορθή και ακριβής σειρά των γεγονότων είναι πως η Παραπονούμενη και ο Εφεσείων είχαν πάει αρκετές φορές μαζί στην τράπεζα. Εκείνη μόνο τη μέρα όμως κατά την επιστροφή τους τής είχε προτείνει να μεταβούν στο διαμέρισμα και αυτή δέχθηκε. Ήταν ουσιώδες το ότι όταν εισήλθαν ο Εφεσείων άρχισε πρώτα να την αγγίζει πάνω από τα ρούχα και να τη χαϊδεύει με τα χέρια του. Στην τρίτη της κατάθεση προσέθεσε ότι την πήρε στην κάμαρα. Σε κανένα σημείο δεν αντέδρασε στα αγγίγματα ή στα χάδια του Εφεσείοντος, ούτε και προέκυψε να επιχείρησε να φύγει από την κάμαρα αλλά να την εμπόδισε ο Εφεσείων.
Ήταν λοιπόν ουσιώδες ότι τα αγγίγματα και τα χάδια είχαν αρχίσει πριν ανοίξει το παντελόνι του ο Εφεσείων. Ιδιαίτερα εν όψει των όσων ακολούθησαν, καθότι κατεδείκνυαν ότι δεν ενίστατο σε αυτά η Παραπονούμενη. Κάποια στιγμή, αργότερα, όντως το άνοιξε και έβγαλε το πέος του, λέγοντάς της να κάνουν έρωτα. Με αυτό όντως διαφώνησε η Παραπονούμενη αλλά όχι με οτιδήποτε άλλο. Αυτό ακριβώς σημαίνει η φράση της ότι «εγώ του είπα ότι δεν ήθελα να κάνουμε σεξ και τον άφησα να με αγγίζει μόνο». Η φράση αυτή πάντως σημαίνει σίγουρα πως ο Εφεσείων συνέχισε να αγγίζει την Παραπονούμενη, με την έγκρισή της, πράγμα το οποίο διαπιστώνεται και πάλι από το ότι ούτε μετά από αυτό το σημείο υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση ή κίνηση απομάκρυνσης. Γνωρίζοντας ότι όταν αρνήθηκε να κάνουν έρωτα έβαλε (σταύρωσε) τα δικά της χέρια μπροστά στα γεννητικά της όργανα, θα ανέμενε ευλόγως κάθε ορθώς σκεπτόμενος πως αν επιθυμούσε θα εύρισκε κάποια κίνηση ή χειρονομία αντίδρασης και στα αγγίγματα ή χάδια του Εφεσείοντος.
Η άλλη φράση από την αντεξέτασή της ότι «[Έ]τσι ήθελε ο κύριος, να με χαϊδέψει» θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί με τις ερωτήσεις που προηγήθηκαν και ειδικά με την υποβολή του αντεξετάζοντος, στην οποία συνιστούσε το σχόλιο της Παραπονούμενης, η οποία (υποβολή) ήταν «[Τ]ον άφησες μόνο να σε χαϊδέψει». Η ουσία είναι πως στο διαμέρισμα είχε την ευχέρεια να αρνηθεί και αυτά τα αγγίγματα και τα χάδια. Όμως δεν το έπραξε και έχει τη σημασία του πως ήταν κάποια στιγμή μετά που ο Εφεσείων είχε έλθει σε στύση και ενόσω τη χαΐδευε, εκείνος έτρεξε στο αποχωρητήριο όπου και εκσπερμάτωσε. Η ίδια δεν τον άγγιξε καθόλου μεν πλην όμως είχε πλήρη εικόνα και αντίληψη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο φαίνεται να έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο ότι η Παραπονούμενη δεν συμφωνούσε σε σεξουαλική επαφή πλην όμως πέραν από τη λεκτική προτροπή του Εφεσείοντος ενώ την χαΐδευε να έχουν σεξουαλική επαφή, δεν φαίνεται από τα ευρήματα ο Εφεσείων να είχε δώσει συνέχεια στο θέμα αυτό, στοιχείο που έχει τη σημασία του σε σχέση με την πρόθεση του. Ουσιαστικά η Παραπονούμενη τον άφησε να τη χαϊδεύει μέχρι που εκείνος ήλθε σε στύση και εκσπερμάτωσε.
Η όλη πορεία και εξέλιξη των γεγονότων του πρώτου περιστατικού επιβεβαίωνε ότι ο Εφεσείων δεν επιχείρησε και ούτε υπερέβη τα όρια που τού είχε θέσει η Παραπονούμενη. Ουσιαστικά, αφενός η Παραπονούμενη δεν είχε ένσταση στα αγγίγματα και στα χάδια του ακόμα και μετά που εκείνος εξέθεσε το πέος του και αφετέρου ο Εφεσείων αντιλήφθηκε τη σαφή συναίνεσή της για ό,τι γινόταν μέχρι αυτό το σημείο, μη έχοντας πρόθεση ο ίδιος να πράξει οτιδήποτε για το οποίο εκείνη δεν συναινούσε. Η δική μας αντίληψη είναι πως παρά την όποια απροθυμία της Παραπονούμενης για ηθικούς λόγους, οι δύο ευρίσκοντο σε μια διαδικασία ερωτοτροπιών και το ουσιώδες είναι ότι έγινε σεβαστή η απόφασή της. Όπως δηλαδή ακριβώς αναφέρεται στο σύγγραμμα Rook & Word on Sexual Offences, 2η έκδοση (1997), §1. 17, σελ. 7: «...when a woman says no, even at so late a stage in proceedings, that is a decision she is entitled to take and is to be respected».
Το βάρος απόδειξης της απουσίας συναίνεσης ανήκε στην Κατηγορούσα Αρχή και υπό τις περιστάσεις της παρούσας δεν συμφωνούμε ότι το είχε αποσείσει. Όπως ειδικότερα αναφέρεται στην υπόθεση R v. Kimber (1983) 3 All E.R. 316:
«In most cases, however, the prosecution tries to prove that the complainant did not consent to what was done. The burden of proving lack of consent rests on the prosecution: see R v May [1912] 3 KB 572 at 575 per Lord Alverstone CJ. The consequence is that the prosecution has to prove that the defendant intended to lay hands on his victim without her consent. If he did not intend to do this, he is entitled to be found not guilty and if he did not so intend because he believed she was consenting, the prosecution will have failed to prove the charge. It is the defendant' s belief, not the grounds on which it was based, which goes to negative the intent.
In analysing the issue in this way, we have followed what was said by the majority in DPP v Morgan [1975] 2 All ER 347 at 361-362, 382, [1976] AC 182 at 214, 237 PER Lord Hailsham and Lord Fraser. If, as we adjudge, the prohibited act in indecent assault is the use of personal violence to a woman without her consent, then the guilty state of mind is the intent to do it without her consent».
Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε πως δεν είχε στοιχειοθετηθεί η κατηγορία 1 και η καταδίκη σε αυτήν υπόκειται σε ακύρωση.
Σε σχέση με το τρίτο περιστατικό αυτό το οποίο αναδύεται έντονα είναι ότι ο Εφεσείων έδρασε ακριβώς όπως και στο δεύτερο περιστατικό. Κτύπησε την εξώπορτα της Παραπονούμενης και όταν αυτή του άνοιξε εισήλθε, εξέθεσε το πέος του και ζήτησε πεολειχία. Στο προηγηθέν δεύτερο περιστατικό είχε δεχθεί η Παραπονούμενη την πεολειχία και έχουμε ήδη πει ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε στη συγκεκριμένη κατηγορία (αρ. 3) ακριβώς λόγω της εκεί συναίνεσής της και χωρίς να είχε τεθεί θέμα πρωτοδίκως από το γεγονός και μόνον ότι είχε εκθέσει το πέος του μόλις εισήλθε. Το ζήτημα το οποίο εδώ ανακύπτει είναι ότι εκείνα, τα προηγηθέντα γεγονότα, έπρεπε να συνεκτιμηθούν με τα γεγονότα του τρίτου περιστατικού όσον αφορά το θέμα της απαιτούμενης πρόθεσης και της τυχόν συναίνεσης.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στο ότι η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της άσεμνης επίθεσης πληρούται όταν αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος έδρασε με πρόθεση να διαπράξει επίθεση την οποία οι ορθώς σκεπτόμενοι άνθρωποι θα θεωρούσαν άσεμνη (βλ. Kimber, ανωτέρω). Στην παρούσα περίπτωση ούτε για το τρίτο περιστατικό υπάρχει αμφιβολία για το άσεμνο της πράξης του. Δεν ήταν όμως αυτό το ζητούμενο στην υπόθεση. Ούτε το κατά πόσον ζήτησε από την Παραπονούμενη κάτι αναμφίβολα ερωτικό, στοιχείο το οποίο ήταν επίσης αναντίλεκτο.
Σημειώνουμε δε πως εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης το κατά πόσο η έκθεση γεννητικού οργάνου (exposed person) συνιστά από μόνη της επίθεση στα πλαίσια του υπό συζήτηση αδικήματος. Στην υπόθεση Beal v. Kelley (1952) 2 All ER 763 υπήρξε καταδίκη αλλά ο κατηγορούμενος είχε πιάσει και τραβήξει το θύμα («...then got hold of the boy' s arm and pulled him towards himself») και στην R v. Rolfe (1952) 36 Cr. App. Rep. 4 επίσης υπήρξε καταδίκη αλλά ο κατηγορούμενος εξέθεσε το πέος του ενόσω περπατούσε προς το θύμα («...had exposed himself wilst walking towards the victim»). Στο δε σύγγραμμα Archbold 2023, §20‑366, με αναφορά στην υπόθεση Fairclough v. Whipp (1951) 35 Cr. App. R. 138 DC (όπου μάλιστα το ανήλικο θύμα υπάκουσε και άγγιξε), παρατίθενται τα ακόλουθα:
«Held, an invitation to another person to touch the invitor could not amount to an assault on the invitee, and that therefore there had been no assault and consequently no indecent assault by the respondent: Applied in DPP v. Rogers (1953) 37 Cr. App. R. 137, DC; And Dunn [2015] EWCA Crim 724; [2015] 2 CR. App. R13»
Στην παρούσα περίπτωση τα γεγονότα ήταν πως ο Εφεσείων δεν προέβη σε οποιαδήποτε άλλη κίνηση προς την Παραπονούμενη. Η ίδια δήλωσε πως δεν την ακούμπησε ο Εφεσείων και στην κατάθεση της ότι ήταν η ίδια που τον άγγιξε λίγο, αν και προφορικά προέβαλε την εν πολλοίς αντιφατική θέση ότι ακούσια η ίδια άγγιξε το πέος του. Ήταν πάντως δεκτό ότι εκείνος μετά έφυγε.
Ανεξαρτήτως όμως των πιο πάνω, ούτως ή άλλως παρέμεινε ανοικτό το θέμα της πίστης του Εφεσείοντος για τη συναίνεση της Παραπονούμενης. Ο Εφεσείων γνώριζε βέβαια για τις ηθικές αναστολές και τη διστακτικότητα της Παραπονούμενης και τούτο λόγω της εξ αγχιστείας σχέσης τους, πλην όμως είχε προηγηθεί το πρώτο περιστατικό όπου τον άφησε, ενώ είχε εκτεθειμένο το πέος του, να τη χαϊδεύει μέχρι που εκσπερμάτωσε, καθώς και το δεύτερο περιστατικό όπου υπό παρόμοιες ακριβώς περιστάσεις η Παραπονούμενη είχε εκουσίως προσφέρει στοματικό έρωτα. Διεφάνη όντως βέβαια ότι η Παραπονούμενη είχε αμέσως μετά το δεύτερο περιστατικό (στις 8.7.14) μιλήσει σχετικά στη λειτουργό (Μ.Κ. 6) πλην όμως αυτό δεν ήταν εις γνώσιν του Εφεσείοντος. Αυτό το οποίο προέκυπτε από το σύνολο των γεγονότων ήταν πως ο Εφεσείων πίστευε ότι είχε τη συναίνεση και όπως περαιτέρω αναφέρεται στο σύγγραμμα Archbold 2023, §20‑ 364:
«It follows that no offense will be committed where the man believes that the woman is consenting to his conduct, whether his belief is based on reasonable grounds or not: This was the effect of the earlier Court of Appeal decision in Kimber (1983) 77 Cr. App. R. 225».
Σύμφωνα με την υπόθεση Morgan v. D.P.P. (1976) A.C. 182 η γνήσια πίστη περί συναίνεσης αποκλείει την ύπαρξη πρόθεσης διάπραξης του αδικήματος («... honest belief clearly negatives intent...», Lord Hailsman, σ. 214). Το δε βάρος αποκλεισμού της ύπαρξης τέτοιας πίστης ή ακόμα και της πιθανότητας ύπαρξης πεποίθησης περί συναίνεσης ανήκει στην Κατηγορούσα Αρχή και αν αυτό δεν αποκλειστεί τότε το αδίκημα δεν στοιχειοθετείται. Στην υπόθεση Morgan (ανωτέρω) προστέθηκαν σχετικά και τα εξής (Lord Fraser, σ. 237):
«If the effect of the evidence as a whole is that the defendant believed, or may have believed, that the woman was consenting, then the Crown has not discharged the onus of proving the commission of the offence as fully defined and, as it seems to me, no question can arise as to whether the belief was reasonable or not. Of course, the reasonableness or otherwise of the belief will be important as evidence tending to show whether it was truly held by the defendant, but that is all».
Στην παρούσα περίπτωση έχουμε την άποψη πως δεν είχε αποκλειστεί στον απαιτούμενο βαθμό, και τούτο στη βάση των όσων είχαν προηγηθεί μεταξύ των δύο εμπλεκομένων, ότι ο Εφεσείων είχε αυτή τη γνήσια πίστη ή έστω ότι πιθανότατα την είχε. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα το βέβαιο είναι πως δεν είχε την πρόθεση να προχωρήσει σε οποιαδήποτε περαιτέρω κίνηση (που θα στοιχειοθετούσε επίθεση) χωρίς τη συναίνεση της Παραπονούμενης. Αυτό είναι αυταπόδεικτο από το ότι σεβάστηκε, ως ώφειλε, την επιθυμία της και αποχώρησε. Ως εκ τούτου κρίνουμε πως ούτε σε αυτή την κατηγορία έπρεπε να καταδικαστεί.
Στη βάση όλων των πιο πάνω η καταδίκη στις κατηγορίες 1 και 5 ακυρώνεται και ο Εφεσείων αθωώνεται σε αυτές.
Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Π.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.