ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 137/22)
8 Νοεμβρίου 2024
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Z. A. H.
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
(Ποινική Έφεση Αρ.: 138/22)
Z. A. H.
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
(Ποινική Έφεση Αρ.: 139/22)
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
v.
Z. A. H.
Εφεσιβλήτου
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Μ. Νεοφύτου (κα) με Χ. Χατζηελευθερίου, για Μαρία Νεοφύτου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα στις Π.Ε. 137/22 και Π.Ε. 138/22 και Εφεσίβλητο στην Π.Ε. 139/22
Ε. Σάββα, για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη στις Π.Ε. 137/22 και Π.Ε. 138/22 και Εφεσείοντα στην Π.Ε. 139/22
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων στις Π.Ε. 137/22 και Π.Ε. 138/22 και Εφεσίβλητος στην Π.Ε. 139/22 (εφεξής «ο Κατηγορούμενος») αντιμετώπιζε ενώπιον του Κακουργοδικείου Πάφου 16 Κατηγορίες, οι οποίες μπορούν να διαχωριστούν σε τέσσερεις ενότητες ως εξής:
(α) Για τις ημερομηνίες μεταξύ 19 - 20.8.2019
(i) Μία κατηγορία Βιασμού κατά παράβαση των ’ρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα (Κατηγορία 1)
(ii) Τρεις κατηγορίες Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού, ήτοι κατά παράβαση του ’ρθρου 6(3) του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορία 2), του ’ρθρου 6(4)(γ) του Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορία 3) και του ’ρθρου 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορία 4)
(iii) Μία κατηγορία ’σεμνης Επίθεσης κατά παράβαση του ’ρθρου 151 του Π.Κ. (Κατηγορία 5), και
(iv) Μία κατηγορία Διαφθοράς Νεαρής Γυναίκας ηλικίας δεκατριών έως δεκαεπτά ετών κατά παράβαση του ’ρθρου 154 του Π.Κ. (Κατηγορία 6).
(β) Για την ημερομηνία 20.8.2019
(i) Μία κατηγορία Απόπειρας Βιασμού κατά παράβαση των ’ρθρων 144 και 146 του Π.Κ.
(ii) Τρεις κατηγορίες Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού, ήτοι κατά παράβαση του ’ρθρου 6(3) του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορία 8), του ’ρθρου 6(4)(γ) του Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορία 9) και του ’ρθρου 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορία 10)
(iii) Μία κατηγορία ’σεμνης Επίθεσης κατά παράβαση του ’ρθρου 151 του Π.Κ. (Κατηγορία 11), και
(iv) Μία κατηγορία Διαφθοράς Νεαρής Γυναίκας ηλικίας δεκατριών έως δεκαεπτά ετών κατά παράβαση του ’ρθρου 154 του Π.Κ. (Κατηγορία 12).
(γ) Κατηγορίες που σχετίζονται με παιδική πορνογραφία
(i) Μία κατηγορία Απόκτησης ή Κατοχής υλικού παιδικής πορνογραφίας κατά παράβαση του ’ρθρου 8(1) του Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορία 13)
(ii) Μία κατηγορία Διανομής ή Μετάδοσης υλικού παιδικής πορνογραφίας κατά παράβαση του ’ρθρου 8(3) του Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορία 14), και
(iii) Μία κατηγορία Παραγωγής υλικού παιδικής πορνογραφίας κατά παράβαση του ’ρθρου 8(5) του Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορία 15).
Τέλος, ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει κατηγορία ’γρας Παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς κατά παράβαση του ’ρθρου 9(2) του Ν.91(Ι)/14, που αναφέρεται σε χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 2017 μέχρι 2019. Όλα τα πιο πάνω αδικήματα αφορούν την ίδια Παραπονούμενη, γεννηθείσα στις 25.7.2004.
Μετά από ακροαματική διαδικασία το Κακουργοδικείο έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή (εφεξής «Κ.Α.») ενώ δεν αποδέχτηκε την εκδοχή του Κατηγορούμενου. Ο Κατηγορούμενος καταδικάστηκε στις Κατηγορίες 1 - 6, 11 και 13 - 16, αλλά αθωώθηκε στις Κατηγορίες 7 - 10 και 12. Του επιβλήθηκαν ποινές σε όλες τις Κατηγορίες στις οποίες είχε βρεθεί ένοχος, με μεγαλύτερη αυτή των 6 ετών στις Κατηγορίες 1, 3 και 4.
Με την Ποιν. Έφ. αρ. 137/22 ο Κατηγορούμενος προσβάλλει την καταδίκη του στις προαναφερόμενες Κατηγορίες. Με την Ποιν. Εφ. 138/22 ο Κατηγορούμενος προσβάλλει με ένα Λόγο Έφεσης την ποινή που επιβλήθηκε στις Κατηγορίες 1 έως 4 ως έκδηλα υπερβολική, ενώ με την Ποιν. Εφ. 139/22 η Κ.Α. προσβάλλει την επιβληθείσα στις ίδιες Κατηγορίες ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή. Σημειώνουμε ότι από πλευράς Κ.Α. δεν εφεσιβλήθηκε η αθώωση του Κατηγορουμένου στις Κατηγορίες 7 - 10 και 12.
Έφεση κατά της καταδίκης
Η καταδίκη προσβάλλεται με 12 Λόγους Έφεσης. Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (α) Αξιολόγησε λανθασμένα την μαρτυρία της Παραπονούμενης, καταλήγοντας σε αυθαίρετα συμπεράσματα και ευρήματα, χωρίς αξιολόγηση των αντιφάσεων στις οποίες αυτή υπέπεσε (Λόγοι Έφεσης 1, 2, 7 και 8), (β) Προέβη σε αντινομικά και αυθαίρετα συμπεράσματα και ευρήματα και λανθασμένα στηρίχτηκε στο βίντεο Τεκμήριο 24 (εφεξής το «Βίντεο») δίδοντας του τη βαρύτητα της υποστηρικτικής μαρτυρίας, ενώ λόγω των λανθασμένων ευρημάτων στα οποία προέβη σχετικά με το Βίντεο επηρεάστηκε η κρίση του κατά την αξιολόγηση της Παραπονούμενης και του Κατηγορούμενου (Λόγοι Έφεσης 3, 4, 5, 10 και 11), (γ) Δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία της Μ.Κ.8 μητέρας της Παραπονούμενης, εσφαλμένα θεώρησε αυτήν ως υποστηρικτική της μαρτυρίας της Παραπονούμενης (Λόγοι Έφεσης 6 και 9), και (δ) Λανθασμένα και κατόπιν πλάνης περί τα γεγονότα καταδίκασε τον Κατηγορούμενο (Λόγος Έφεσης 12).
Χρήσιμη κρίνεται η σύνοψη των ευρημάτων του Κακουργοδικείου, όπως αυτά προκύπτουν από την Πρωτόδικη Απόφαση.
Η Παραπονούμενη ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο και ερχόταν διακοπές με την οικογένεια της στην Πάφο. Το 2018, ενώ η Παραπονούμενη ήταν με τη θεία της, γνώρισε τον Κατηγορούμενο και άρχισαν να συναντιούνται ως παρέα, οπότε Κατηγορούμενος είπε στη θεία της Παραπονούμενης ότι η ανήλικη του άρεσε και ήθελε να είναι μαζί της. Η θεία εξήγησε στον Κατηγορούμενο ότι η Παραπονούμενη ήταν 14 ετών (Τεκμήριο 8). Ο Κατηγορούμενος πήρε τους λογαριασμούς της Παραπονούμενης στο Snapchat και στο Instagram και της έστελνε μηνύματα. Σε δύο περιπτώσεις τον Απρίλιο 2018 ο Κατηγορούμενος ζήτησε από την Παραπονούμενη μέσω SnapChat να του στείλει γυμνές φωτογραφίες της αλλά αυτή αρνήθηκε. Ο Κατηγορούμενος παρουσιαζόταν στην Παραπονούμενη ως καλός φίλος και αυτή του εκμυστηρευόταν προσωπικά της ζητήματα.
Το 2019, πριν η ανήλικη έρθει στην Κύπρο, ο Κατηγορούμενος (τότε 20 ετών) της έστειλε μήνυμα ζητώντας της να τον συναντήσει και στις 18.8.2019 τής ξαναέστειλε μήνυμα για να συναντηθούν την επομένη.
Στις 19.8.2019 αργά το βράδυ ο Κατηγορούμενος παρέλαβε με αυτοκίνητο την Παραπονούμενη από το διαμέρισμα της και στάθμευσαν κάπου στην παραλία. Ο Κατηγορούμενος προσπαθούσε να βρεθεί πάνω από την Παραπονούμενη και αυτή του είπε «όχι φύγε από πάνω μου, έχω φίλο». Αυτός συνέχισε, πήγε προς το μέρος της και μετακίνησε προς τα πίσω την καρέκλα που καθόταν η ανήλικη. Η καρέκλα έγειρε προς τα πίσω, ο Κατηγορούμενος πήγε πάνω από την Παραπονούμενη η οποία προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν μπόρεσε επειδή αυτός ήταν πολύ βαρύς. Η Παραπονούμενη προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου με το πόδι της αλλά δεν το πέτυχε. Ο Κατηγορούμενος μετακίνησε το εσώρουχο της και έβαλε το πέος του μέσα της. Η Παραπονούμενη προσπάθησε με όλη της τη δύναμη να σηκωθεί και να τον διώξει μακριά της αλλά ο Κατηγορούμενος άρπαξε το πόδι της και την ξαναέβαλε κάτω. Τότε η ανήλικη σταμάτησε να παλεύει διότι φοβήθηκε ότι θα την πλήγωνε περισσότερο, συνέχισε όμως να λέει «όχι» αλλά ο Κατηγορούμενος δεν σταματούσε. Μετά από πέντε λεπτά περίπου ο Κατηγορούμενος σηκώθηκε, πήγε στη θέση του και επέστρεψε την Παραπονούμενη στο σπίτι της.
Την επόμενη μέρα η ανήλικη τηλεφώνησε σε Κέντρο Βοήθειας για Θύματα Βιασμού (Rape Crisis Centre) στο Λονδίνο ζητώντας συμβουλή. Παρά το ότι την συμβούλεψαν να πάει σε γιατρό στην Κύπρο αυτή δεν το έπραξε επειδή ήταν φοβισμένη και δεν ήθελε να το μάθει η μητέρα της.
Η Παραπονούμενη ήταν πολύ μπερδεμένη επειδή θεωρούσε τον Κατηγορούμενο πραγματικό και πολύ καλό της φίλο. Γι' αυτό την επόμενη μέρα, στις 20.8.2019, τού τηλεφώνησε να συναντηθούν ώστε «.να βεβαιωθεί ότι αυτό συνέβη στα αλήθεια, επειδή δεν ήθελε να πιστέψει ότι ένας φίλος της τη βίασε». Εκείνο το βράδυ ο Κατηγορούμενος βιντεογράφησε κάποιες σκηνές και έστειλε το προαναφερθέν Βίντεο στο κινητό της Παραπονούμενης μία εβδομάδα περίπου μετά.
Εφόσον το περιεχόμενο του Βίντεο επηρέασε την από το Κακουργοδικείο αξιολόγηση της όλης μαρτυρίας, κρίνουμε χρήσιμο όπως εξεταστούν αρχικά όλοι οι Λόγοι Έφεσης που σχετίζονται με αυτό.
Το Τεκμήριο 24 κατατέθηκε από την Αστυφύλακα Μ.Κ.1, η οποία επεξήγησε ότι το Βίντεο εντοπίστηκε στο πλαίσιο ελέγχου του κινητού τηλεφώνου της Παραπονούμενης και το εξήγαγε το Δικανικό Εργαστήριο Εξέτασης Ηλεκτρονικών Δεδομένων. Σύμφωνα με τον Αστυφύλακα Μ.Κ.4 ο Κατηγορούμενος είχε αναφέρει ότι ήταν η Παραπονούμενη που του ζήτησε να βιντεογραφήσει και να τής στείλει το Βίντεο, πράγμα που ο Κατηγορούμενος έπραξε την ίδια μέρα.
Βασικό μέρος των επιχειρημάτων της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Κατηγορούμενο αποτέλεσε η θέση ότι η εικόνα σχετικά με το Βίντεο είναι «θολή» αφού δεν προκύπτει ξεκάθαρα ποιας ημερομηνίας γεγονότα αποτυπώνει. Το επιχείρημα εδράζεται στο ότι στην έκθεση του Δικανικού Εργαστηρίου, Τεκμήριο 50, αναγράφεται ότι το Βίντεο λήφθηκε στις 27.8.2019. Το Κακουργοδικείο κατέγραψε τα εξής σε σχέση με το θέμα της ημερομηνίας:
«Αποδεχόμαστε επίσης τη μαρτυρία της L. ότι το βίντεο της το απέστειλε ο κατηγορούμενος, χωρίς να το ζητήσει, αφού δεν ήταν βέβαιη, πιθανότατα μια βδομάδα περίπου από τις 20.8.2019 οπόταν αυτό είχε τραβηχτεί. Το γεγονός ότι στην έκθεση - Τεκμήριο 50 - αναγράφεται πως η αιτούμενη εξέταση αφορούσε στον εντοπισμό συγκεκριμένου βίντεο που λήφθηκε στις 27.08.2019, δημιουργεί κάποια ερωτηματικά. Παρ' ότι αυτή η μαρτυρία δεν υποστηρίζει τη θέση της L., δεν υποστηρίζει ούτε τη θέση του κατηγορούμενου, αφού και αυτός αποδέχεται μέσα από τη μαρτυρία του, ότι το εν λόγω βίντεο τραβήκτηκε τη δεύτερη φορά που συναντήθηκε με την L., δηλαδή στις 20.08.2019. Η δε αναφορά του για τρίτη συνάντηση δεν καθορίστηκε στις 27.08.2019, πολύ δε περισσότερο αυτή η συνάντηση δεν περιλάμβανε οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη, ως αυτός δήλωσε, συνεπώς δεν θα μπορούσε να είχε σταλεί την ίδια ημέρα, ως μαρτύρησε, αφού ως ημερομηνία λήψης αναφέρεται στο Τεκμήριο 50 η 27.08.2019. Φρονούμε πως κάποια εξήγηση περαιτέρω οφειλόταν για την ημερομηνία 27.08.2019 που αναφέρθηκε στο Τεκμήριο 50, η οποία πιθανολογούμε ότι σχετίζεται με την ημερομηνία επεξεργασίας του βίντεο πριν σταλεί στην L. Εν πάση περιπτώσει, αποδεχόμαστε το λόγο της L. η οποία μας ικανοποίησε για την ειλικρίνεια της».
Όπως λέχθηκε στην Δ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 57/20, ημερ. 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B432:
«Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξ' αρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που απεκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Πρέπει δε οι αντιφάσεις να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας).
Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208)».
Παρά το άστοχο της πιθανολόγησης από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ότι η ημερομηνία που αναφέρεται στο Τεκμήριο 50 σχετίζεται με την ημερομηνία επεξεργασίας του Βίντεο πριν σταλεί στην Παραπονούμενη, η κατάληξη του πως αυτό είχε ληφθεί στις 20.8.2019 ήταν καθόλα επιτρεπτή. Όπως αναφέρει το Κακουργοδικείο, η μαρτυρία της Παραπονούμενης είχε ήδη γίνει δεκτή ως ειλικρινής. Αποτέλεσε θέση και του ίδιου του Κατηγορούμενου ότι με την Παραπονούμενη ξανασυναντήθηκαν στις 20.8.2019. Αποδέχτηκε επίσης ότι το Βίντεο το είχε τραβήξει ο ίδιος με το κινητό του, ότι αυτό απεικονίζει τους δύο τους, καθώς και ότι της το έστειλε στο κινητό της. Δεν πρέπει δε, να παραγνωρίζεται ότι η αποδεκτή μαρτυρία της Παραπονούμενης συνιστούσε άμεση μαρτυρία (από πρόσωπο που τα είχε βιώσει), ως προς το ότι τα απεικονιζόμενα στο βίντεο έλαβαν χώρα την επόμενη νύκτα από το πρώτο περιστατικό σε αντίθεση με την όποια υπηρεσιακή καταγραφή σε μια έκθεση, η οποία εκ των πραγμάτων δεν ήταν τέτοιου είδους. Όσον αφορά στο κατά πόσο η Παραπονούμενη είχε δει τα γεννητικά του όργανα, η σχετική ερώτηση αφορούσε ξεκάθαρα στη «δεύτερη φορά» που οι δύο συναντήθηκαν και σε αυτό είναι που επισημαίνει το Κακουργοδικείο ότι η αναφορά σε 27.8.2019 «.δεν υποστηρίζει ούτε τη θέση του κατηγορούμενου.».
Τα πιο πάνω, σε συνάρτηση με την απόρριψη της εκδοχής του Κατηγορούμενου για τους λόγους που εξήγησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του, επέτρεπαν κατάληξη ότι ευσταθούσε η θέση της Παραπονούμενης πως το Βίντεο τραβήχτηκε από τον Κατηγορούμενο στις 20.8.2019 και δεν χωρεί επί τούτου οποιαδήποτε επέμβαση μας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως το περιεχόμενο του Βίντεο αποτελούσε υποστηρικτική της εκδοχής της Παραπονούμενης, μαρτυρία. Η διαφορά της υποστηρικτικής μαρτυρίας από την ενισχυτική μαρτυρία επεξηγήθηκε στην Δ.Α. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) ως ακολούθως:
«Η πιο πάνω θέση, με κάθε σεβασμό, είναι άνευ ερείσματος και, ενδεχομένως, να είναι το αποτέλεσμα παρανόησης και/ή σύγχυσης μεταξύ υποστηρικτικής και ενισχυτικής μαρτυρίας. Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι ενισχυτική μαρτυρία είναι μαρτυρία που τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι, όχι μόνο διαπράχθηκε αδίκημα, αλλά και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο Εφεσείων (Meitanis v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 31), ενώ υποστηρικτική μαρτυρία (supportive evidence), είναι η μαρτυρία που δυνατόν να τεκμηριώνει και να στηρίζει τη μαρτυρία ενός μάρτυρα - στην προκείμενη περίπτωση της Παραπονούμενης - ως προς τα επίδικα ζητήματα (Hadjisavva alias Koutras v. The Republic (1976) 2 C.L.R. 13, Κουσουλίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 10/2018, ημερ. 9/11/2018 και Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω))».
Επισημαίνουμε, λοιπόν, ότι τέτοια υποστηρικτική μαρτυρία δεν είναι απαραίτητο να αφορά στον κατηγορούμενο αλλά οποιοδήποτε επίδικο ζήτημα καλείται κάποιο Δικαστήριο να αποφασίσει.
Εύρημα του Κακουργοδικείου αποτέλεσε πως στο Βίντεο είναι εμφανές ότι ο Κατηγορούμενος χειραγωγεί τις κινήσεις της ανήλικης και ότι αυτή τοποθετεί το χέρι της μπροστά από τα μάτια και το στόμα της (με την παλάμη στο πρόσωπο). Κατέληξε ότι το γεγονός της απομάκρυνσης της Παραπονούμενης από τον Κατηγορούμενο όταν αυτός επιχείρησε προώθηση σεξουαλικής πράξης προς το στόμα της «.ικανοποιεί ότι αποδεικνύεται η έλλειψη συναίνεσης της».
Μελέτη της Πρωτόδικης Απόφασης στο σύνολο της οδηγεί στο ότι προφανώς το Κακουργοδικείο δεν έκρινε πως τα όσα διαδραματίζονται στο Βίντεο αποδεικνύουν την έλλειψη συναίνεσης της Παραπονούμενης για όσα έλαβαν χώρα στις 19.8.2019. Εξάλλου ζήτημα συναίνεσης δεν τίθεται ενόψει και της ηλικίας της Παραπονούμενης και κακώς εγείρεται έστω και ως προβληματισμός. Εκείνο το οποίο καταγράφει το Κακουργοδικείο είναι πως τα απεικονιζόμενα στο Βίντεο υποστηρίζουν το ειλικρινές της εκδοχής που έθεσε η Παραπονούμενη ενώπιον του Δικαστηρίου.
Από το περιεχόμενο του Βίντεο δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού όντως σε αυτό φαίνεται η Παραπονούμενη να κρατά με το αριστερό της χέρι κλειστά τα μάτια και το στόμα της, ενώ ο Κατηγορούμενος πιέζει το χέρι της με το πέος του και προσπαθεί να της μετακινήσει το χέρι από τα μάτια. Έτσι και το Κακουργοδικείο, έχοντας την πραγματική μαρτυρία αυτή κατά νουν, διαπιστώνει πως στο Βίντεο η συμπεριφορά της Παραπονούμενης δεν ήταν τέτοια που να υποδηλώνει εθελούσια συμμετοχή σε σεξουαλικές πράξεις. Η διαπίστωση αυτή υποστήριζε τη φιλαλήθεια της Παραπονούμενης γενικά, και κατέρριπτε επιπλέον ειδικά τους ισχυρισμούς του Κατηγορούμενου σε σχέση με τα διαδραματισθέντα στις 20.8.2019 όπως φαίνονται στο Βίντεο (και όχι με τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δεν διαπιστώνουμε κάποιο σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ούτε και συμφωνούμε με τη θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Κατηγορούμενο ότι το Κακουργοδικείο «βρισκόταν σε σύγχυση» αναφορικά με το ποιαν ημερομηνία εννοούσε ο Κατηγορούμενος όταν αρνήθηκε πως η Παραπονούμενη είχε δει τα γεννητικά του όργανα. Η απάντηση πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο της ενότητας ερωτήσεων που του τέθηκαν και όχι απομονωμένα. Ο Κατηγορούμενος προέβαλε την θέση πως η Παραπονούμενη τον «ήθελε» και πως ο ίδιος δεν έκανε κάτι χωρίς τη θέληση της. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Ε. Με τη θέληση της έκανες κάτι;
Α. Είχαμε φιληθεί, αυτά.
Ε. Δεν είχες σεξουαλική επαφή μαζί με αυτήν την κοπέλα;
Α. Όχι, σεξουαλική επαφή όχι.
Ε. Καμία φορά;
Α. Καμία φορά.
Ε. Ούτε την άγγιξες κάπου χωρίς τη θέληση της;
Α. Ναι, είχαμε, αγγίζαμε ο ένας τον άλλο. Αλλά χωρίς τη θέληση της δεν την άγγιξα. Δεν την πείραξα χωρίς τη θέληση της.
Ε. Η κοπέλα αυτή είδε τα γεννητικά σου όργανα;
Α. Όχι».
Είναι γεγονός ότι σε μεταγενέστερο σημείο, ερωτηθείς κατά πόσο την επόμενη μέρα η Παραπονούμενη είδε τα γεννητικά του όργανα είπε πως «Είχε κάτι έτσι...». Δεν συμφωνούμε, όμως, με τη θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του ότι προκύπτει σύγχυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το χρονικό σημείο που αφορούσε η κάθε μια εκ των δύο απαντήσεων. Στο πλαίσιο της πρώτης ενότητας ερωτήσεων ο Κατηγορούμενος ερωτάτο γενικά σε ποιο στάδιο είχε φτάσει η σχέση του με την Παραπονούμενη και απερίφραστα δήλωσε ότι αυτή δεν είχε δει τα γεννητικά του όργανα. Συνεπώς δεν χωρεί επέμβαση μας στην αναφορά του Κακουργοδικείου ότι, ενώ ο Κατηγορούμενος αρχικά μαρτύρησε πως η Παραπονούμενη δεν είχε δει τα γεννητικά του όργανα, όταν διαψεύστηκε από το Βίντεο προσπάθησε να διορθώσει αμήχανα τη μαρτυρία του, πράγμα που προκάλεσε «αλγεινή εντύπωση» στο εκδικάζον Δικαστήριο.
Οι Λόγοι Έφεσης 3, 4, 5, 10 και 11 της Ποιν. Εφ. 137/22 απορρίπτονται.
Με τους Λόγους Έφεσης 1, 2, 7 και 8 προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης ενώ με τους Λόγους Έφεσης 6 και 9 η αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας της (Μ.Κ.8).
Σημειώνουμε και πάλι την καλά εδραιωμένη στη νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Αναστάση ν. Φυσέντζου, Πολ. Έφ. 354/14, ημερ. 5.10.2023, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 705, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/22, ημερ. 29.2.2024). Όπως λέχθηκε στην Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 99/21, ημερ. 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B183:
«Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες. Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, αναφέρεται ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του ΅άρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επε΅βαίνει. Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.
Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται ιδιαίτερος λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.45/2014, ημερ.5.10.2016, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος, ενώ στην xxx Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.166/2015, ημερ.8.7.2016, ότι χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας και ότι το Εφετείο επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη».
Έχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε το οποίο να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία της Παραπονούμενης και της μητέρας της. Το Κακουργοδικείο παρέθεσε τις αρχές αξιολόγησης μαρτυρίας, καταγράφοντας τη σημασία της αποδοχής ή μη των λεγόμενων της Παραπονούμενης. Επεσήμανε ότι η μαρτυρία ενός παιδιού χρήζει ιδιαίτερης αντίκρυσης και κατέγραψε ότι αντίκρυσαν τη μαρτυρία της Παραπονούμενης με «.ιδιαίτερη προσοχή και εγρήγορση ενόψει της ηλικίας της.» ενώ στάθμισε και το γεγονός ότι αυτή δεν είχε αναφέρει αμέσως στη μητέρα της το επίδικο περιστατικό. Αναφερόμενο στο ουσιαστικό μέρος των γεγονότων, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι διέκρινε σταθερότητα και αμεσότητα στον λόγο της Παραπονούμενης και κατηγορηματικότητα στα λεγόμενα της χωρίς επιφυλάξεις και ασάφειες.
Εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στο ότι η Παραπονούμενη δεν χρειαζόταν να επικαλεστεί ψευδή γεγονότα ή ψευδή καταγγελία, το Κακουργοδικείο κατέγραψε με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους θεώρησε αληθή τα όσα η Παραπονούμενη ανέφερε, τόσο ως προς τη σεξουαλική πράξη της 19.8.2019, αλλά και ως προς την ενέργεια της να ξανασυναντήσει τον Κατηγορούμενο την επόμενη μέρα. Αυτοί περιελάμβαναν αναφορά στην ηλικία της Παραπονούμενης σε συνάρτηση με την αιτιολογία που αυτή έδωσε ως προς το γιατί ήθελε να ξαναβρεθεί με τον Κατηγορούμενο μια μέρα μετά που την είχε βιάσει, στο περιεχόμενο του Βίντεο μέσα στο πλαίσιο που καταγράψαμε πιο πάνω, στην επικοινωνία της Παραπονούμενης με κέντρο στήριξης στο Λονδίνο, καθώς και στους λόγους που έδωσε ως προς το γιατί φοβόταν αρχικά να αναφέρει στη μητέρα της τι είχε γίνει. Σημείωσε περαιτέρω την ακριβή και λεπτομερή περιγραφή της σεξουαλικής πράξης από μέρους της. Όλα τα πιο πάνω, έχοντας μελετήσει και τα πρακτικά της διαδικασίας, οδηγούν στο ότι δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης.
Το ίδιο ισχύει και για την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Κ.8, μητέρας της Παραπονούμενης. Το Κακουργοδικείο επεσήμανε ότι η μαρτυρία αυτής ήταν σημαντική ως προς το μέρος που αφορούσε στην προσωπικότητα και στις αντιδράσεις της Παραπονούμενης τόσο πριν όσο και μετά το επίδικο περιστατικό. Εξ αρχής επεσήμανε την ανάγκη για προσοχή ένεκα της ιδιότητας της Μ.Κ.8 ως μητέρας της Παραπονούμενης, καταγράφοντας ότι διέκρινε αποστασιοποίηση από τα γεγονότα του επίδικου περιστατικού και κρίνοντας ότι η Μ.Κ.8 έδωσε πειστική μαρτυρία για τα γεγονότα που περιήλθαν στην αντίληψη της, χωρίς το Δικαστήριο να εντοπίσει κάποια ουσιώδη αντίφαση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ήταν καθόλα επιτρεπτό για το Κακουργοδικείο να θεωρήσει τη μαρτυρία της Μ.Κ.8 ως υποστηρικτική αυτής της Παραπονούμενης. Όπως λέχθηκε στην Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 147/16, ημερ. 20.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B477 τέτοια μαρτυρία είναι «.μαρτυρία που δυνατόν να τεκμηριώνει και να στηρίζει τη μαρτυρία άλλου μάρτυρα ως προς τα επίδικα ζητήματα».
Ούτε οι Λόγοι Έφεσης 1, 2, 6, 7, 8 και 9 μπορούν να πετύχουν.
Με τον Λόγο Έφεσης 12 ο Κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το Κακουργοδικείο λανθασμένα και αντινομικά τον έκρινε ένοχο στην Κατηγορία 11 η οποία αφορούσε σε γεγονότα που κατ' ισχυρισμό είχαν συμβεί στις 20.8.2019, ενώ τον αθώωσε στις Κατηγορίες 7, 8, 9, 10 και 12 που αφορούσαν το ίδιο περιστατικό κρίνοντας την μαρτυρία της Παραπονούμενης ως προς αυτά ανεπαρκή και χωρίς τις αναγκαίες λεπτομέρειες.
Αρχικά επισημαίνουμε ότι το Κακουργοδικείο κατέγραψε σε διάφορα μέρη της Πρωτόδικης Απόφασης το περιεχόμενο του Βίντεο, όπως και το ότι από αυτό προκύπτει τέτοια αντίδραση και συμπεριφορά της Παραπονούμενης που δεν υποδηλοί εθελούσια συμμετοχή σε σεξουαλικές πράξεις. Στην υπόθεση Πετρίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 153/21, ημερ. 14.11.2023 λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης βάσει του ’ρθρου 151 του Π.Κ.:
«Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης του Π.Κ. 151 απαιτείται να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) Επιτέθηκε (assault), (β) ’σεμνα (indecently), (γ) Παράνομα (unlawfully), (δ) Εναντίον γυναίκας.
Εν πρώτοις θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πιο πάνω αδίκημα είναι όμοιο με το αντίστοιχο αδίκημα του άρθρου 14(1) του προϊσχύσαντος αγγλικού Sexual Offences Act 1956 («indecent assault on a woman»). Αναγκαία είναι επίσης και η υπενθύμιση ότι στην ημεδαπή έννομη τάξη ο όρος «επίθεση» περιλαμβάνει και τα δύο είδη επιθέσεων που είναι γνωστά στο κοινοδίκαιο ως «assault» και «battery» (Γενικός Εισαγγελέας v. Ηροδότου (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 128), αν και γενικά είναι δεκτό ότι σε πλείστες όσες περιπτώσεις ο όρος «assault» χρησιμοποιείται ως περιέχων και τα δύο αυτά αδικήματα του κοινοδικαίου (Archbold 2023, §19‑ 221). Ειδικά ως προς την άσεμνη επίθεση θεωρούμε πως αποδίδει τα ισχύοντα το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση R v. Court (1989) Α.C. 28 H.L.:
«. it is self evident, that the first stage in the proof of the offence is for the prosecution to establish an assault. The «assault» usually relied upon is a battery, the species of assault, conveniently described by Lord Lane C.J. in Faulkner v. Talbot [1981] 1 W.L.R. 1528, 1534 as «any intentional touching of another person without the consent of that person and without lawful excuse. It need not necessarily be hostile or rude or aggressive, as some of the cases seem to indicate». But the «assault» relied upon need not involve any physical contact but may consist merely of conduct which causes the victim to apprehend immediate and unlawful personal violence. In the case law on the offence of indecent assault, both categories of assault feature».
........
Όσον αφορά το δεύτερο συστατικό στοιχείο, το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει κατά πόσον οι ορθώς σκεπτόμενοι άνθρωποι θα θεωρούσαν την επίμαχη συμπεριφορά άσεμνη ή όχι. Το δε κριτήριο είναι κατά πόσον το αποτέλεσμα της επίμαχης συμπεριφοράς ήταν τόσο προσβλητικό στα εκάστοτε ισχύοντα επίπεδα σεμνότητας (ευπρέπειας) και ιδιωτικότητας, ούτως ώστε να καθίσταται άσεμνη (απρεπής). Καθοδηγητική θεωρείται η υπόθεση R v. Court (1989) Α.C. 28 H.L, σύνοψη της οποίας παρατίθεται στο σύγγραμμα Archbold 2023, §20‑364.
Σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της «παρανομίας» συνάγεται από την υπόθεση Faulkner v. Talbot (1981) 1 WLR 1528 πως στοιχειοθετείται όταν καταδειχθεί ότι η επίμαχη συμπεριφορά του δράστη έγινε χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη δικαιολογία (lawful excuse). Σχετική είναι η υπόθεση R v. Kimber (1983) 3 All E.R. 316, καθώς και η R v. Court (ανωτέρω).
Από πλευράς απαιτούμενης νοητικής κατάστασης (mens rea) θα πρέπει να σημειώσουμε πως το αδίκημα διαπράττεται είτε εκ προθέσεως είτε απερισκέπτως (intentionally or recklessly), ως έχει κριθεί στην υπόθεση R v. Venna (1975) 3 All E.R. 788».
Δεν υφίσταται κάποια δυσκολία στο να κριθεί πως το περιεχόμενο του Βίντεο (όπως αυτό περιγράφεται πιο πάνω) καταδεικνύει συμπεριφορά από μέρους του Κατηγορούμενου την οποία ορθώς σκεπτόμενοι άνθρωποι θα θεωρούσαν άσεμνη. Δεδομένου του ευρήματος του Κακουργοδικείου πως δεν υπήρξε «εθελούσια συμμετοχή» της Παραπονούμενης, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως συναίνεση ένεκα της ηλικίας της, η πράξη του Κατηγορούμενου να σπρώχνει με το πέος του το χέρι της ανήλικης που κάλυπτε το στόμα της αναμφίβολα οδηγεί στο ότι συνέτρεχαν όλα τα συστατικά στοιχεία για απόδειξη του αδικήματος της άσεμνης επίθεσης.
Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα του Κακουργοδικείου στο να καταδικάσει τον Κατηγορούμενο στην Κατηγορία 11. Όσον αφορά στην συσχέτιση που γίνεται στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης 12 της καταδίκης στην Κατηγορία 11 με την αθώωση στις Κατηγορίες 7 - 10 και 12 που αφορούν στα γεγονότα της ίδιας ημερομηνίας, περιοριζόμαστε στο να αναφέρουμε ότι η αθώωση στις προαναφερόμενες Κατηγορίες δεν έχει προσβληθεί από μέρους της Κ.Α. και άρα δεν θα προβούμε σε περαιτέρω εξέταση του ζητήματος.
Ο Λόγος Έφεσης 12 απορρίπτεται.
Η Ποινική Έφεση 137/22 απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Εφέσεις κατά της Ποινής στις Κατηγορίες 1 έως 4
Το Κακουργοδικείο επέβαλε στον Κατηγορούμενο ποινές φυλακίσεως 6 χρόνων σε κάθε μία από τις κατηγορίες του Βιασμού, Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού με χρήση βίας ή εξαναγκασμού και Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού κατά κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης (Κατηγορίες 1, 3 και 4) και 5 χρόνων στην κατηγορία της Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού (Κατηγορία 2). Οι ποινές που επιβλήθηκαν στις λοιπές Κατηγορίες δεν εφεσιβάλλονται.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής αλλά απλώς εξετάζει κατά πόσο αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο που καθορίζεται από τη Νομολογία και που αρμόζει στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Terzelaki, Ποιν. Έφ. 6/23 κ.ά., ημερ. 4.6.2024).
Όπως επισημάνθηκε και πρωτόδικα, οι Κατηγορίες στις οποίες ο Κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος, ιδιαίτερα αυτές στις οποίες αφορούν οι υπό κρίση Εφέσεις, είναι πολύ σοβαρές, πράγμα αυταπόδεικτο και από τις προβλεπόμενες ποινές. Ειδικότερα, για τα αδικήματα του Βιασμού και της Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού με τη χρήση εξαναγκασμού και κατά κατάχρηση θέσης εμπιστοσύνης προβλέπεται στο ’ρθρο 144 του Π.Κ. και στα ’ρθρα (4)(γ) και 6(4)(α) του Ν.91(Ι)/14 αντίστοιχα ποινή φυλάκισης δια βίου, ενώ για το αδίκημα της Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού που δεν είχε φτάσει στην ηλικία συναίνεσης στο ’ρθρο 6 (3) του Ν.91(Ι)/14 ποινή φυλακίσεως μέχρι 20 χρόνια.
Στην απόφαση Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 59/16, ημερ. 23.3.2017 λέχθηκε ότι ο Ν.91(Ι)/14 θεσπίστηκε με σκοπό την προστασία των παιδιών από συμπεριφορές σεξουαλικής κακοποίησης. Παρά τις διαφορετικές βαθμίδες τέτοιας κακοποίησης, εκείνο που μένει ως σταθερή παράμετρος είναι «.το ίδιο το θύμα και η ηλικία του, που το κοινωνικό σύνολο θέλει να προστατεύσει, ως ένα πολύτιμο αγαθό». Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα:
«Επιβαλλόταν, συνεπώς, η ποινή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του εφεσείοντα να αντανακλά ακριβώς την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων από επίδοξους παραβάτες. (Βλ. Σύγγραμμα Rook & Ward On Sexual Offences, Law and Practice, 4th ed. p.205 κ.επ. και στο Σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2016, p.340 κ.επ. όπου καταγράφονται οι ρυθμίσεις που αφορούν παρόμοια αδικήματα με τα επίδικα στην αγγλική νομοθεσία και καταγράφονται οι δείκτες και οι αρχές με βάση τις οποίες το Δικαστήριο πρέπει να λειτουργεί κατά την επιβολή τέτοιων ποινών - βλ. ειδικά s.9 του Sexual Offences Act 2003).
Εκείνο δε που πρέπει να επισημανθεί ιδιαιτέρως σε σχέση με το άρθρο 6 του πιο πάνω Νόμου είναι ότι τα αδικήματα αυτά στοιχειοθετούνται με προνοούμενη αυστηρή ποινή γιατί ακριβώς δεν είναι συμβατή με την ηλικία των θυμάτων, η έννοια της συναίνεσης, γι΄ αυτό και το άρθρο 6(3) ποινικοποιεί τη σεξουαλική πράξη με «παιδί το οποίο δεν έχει φθάσει στην ηλικία συναίνεσης», δηλαδή ανεξάρτητα από τη συναίνεση. (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αναστάσιος Ηροδότου, ποιν.έφ.120/13 ημερ. 30.3.2015, ειδικά σελ.3 και 4). Με αυτό το δεδομένο λοιπόν, δεν μπορεί να είναι σχετικό το θέμα της ύπαρξης προηγούμενων σεξουαλικών σχέσεων από το θύμα».
Παρά τις προσπάθειες του Νομοθέτη, όμως, δεν έχει παρατηρηθεί κάμψη στη διάπραξη τέτοιων ειδεχθών αδικημάτων. Αντιθέτως διαπιστώνουμε πως αδικήματα τέτοιας φύσης με θύματα παιδιά βρίσκονται σε ανησυχητική έξαρση σε βαθμό που να μπορούν να χαρακτηριστούν κοινωνική μάστιγα. Τα Δικαστήρια, συνεπώς, οφείλουν να επιβάλλουν αποτρεπτικές ποινές ως έκφραση της απαξίας προς τέτοιες συμπεριφορές (βλ. μεταξύ άλλων, Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/22, ημερ. 20.10.2023). Όπως λέχθηκε πρόσφατα στην D.G.S. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 148/23, ημερ. 20.9.2024:
«Είναι επίσης πολύ γνωστή η νομολογία ότι σεξουαλικής φύσης αδικήματα τα οποία στρέφονται κατά παιδιών αντιμετωπίζονται με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές και ότι οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου είναι δευτερεύουσας σημασίας (βλ. Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 178/17, ημερ. 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457). Από την άλλη όπως λέχθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14, «η ανάγκη για αποτροπή όσο και αν μειώνει ανάλογα τη δυνατότητα εξατομίκευσης της ποινής δεν την καταργεί ως υπαρκτή επιδίωξη στο πλαίσιο του συνόλου των στοιχείων ούτε εξουδετερώνει τους ιδιαίτερους παράγοντες που κατά περίπτωση δικαιολογούν μείωση της ποινής» [βλ. Μ.C.T. v. Δημοκρατίας, (ανωτέρω].
Στην υπόθεση Ν.Δ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 184/15, ημερ. 13.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B72, με αναφορά στην ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιας φύσης αδικήματα, επισημαίνεται ότι «όσο νεαρότερο είναι ένα παιδί, εξ αντικειμένου, το αδίκημα καθίσταται σοβαρότερο».
Ατυχή θεωρούμε την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Κατηγορούμενο πως αυτός εκτίμησε εσφαλμένα την «.προθυμία της (Παραπονούμενης) να πάνε μαζί με το αυτοκίνητο του ως πράξη συγκατάθεσης». Επρόκειτο για ανήλικο κορίτσι 15 ετών. Κατ' επέκταση δεν παρείχετο καμία ευχέρεια στον Κατηγορούμενο να προβληματιστεί περί του κατά πόσο υπήρχε συναίνεση ή όχι, εφόσον τέτοια δεν θα μπορούσε δια Νόμου να υπήρχε υπό οποιαδήποτε περίσταση. Ούτως ή άλλως η Παραπονούμενη εξέφρασε και λεκτικά την άρνηση της, πράγμα το οποίο ο Κατηγορούμενος αγνόησε επιβάλλοντας επί αυτής τη θέληση του.
Ούτε και η διαφορά ηλικίας των 5 χρόνων μεταξύ Κατηγορούμενου και Παραπονούμενης μπορούσε να έχει ιδιαίτερη σημασία ως εισηγείται η συνήγορος, αφού υπό τις περιστάσεις της παρούσας αναγνώριση ενός τέτοιου στοιχείου ως καθοριστικού παράγοντος θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα. Το ότι η ηλικιακή διαφορά εν προκειμένω δεν ήταν εκ των ακραίων περιπτώσεων που συναντώνται στη Νομολογία λήφθηκε εν πάση περιπτώσει δεόντως υπόψη πρωτόδικα.
Στην υπόθεση ΚΑΜ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 127/21, ημερ. 4.11.2022, ECLI:CY:AD:2022:B419 η παραπονούμενη 15 ετών διατηρούσε δεσμό με τον κατηγορούμενο 25 ετών αλλά δεν επιθυμούσε σεξουαλική επαφή. Ο κατηγορούμενος την εξανάγκασε σε συνουσία με απειλές και τραβώντας την από τα μαλλιά. Οι 11ετείς ποινές φυλακίσεως που επιβλήθηκαν πρωτόδικα για τα αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση του ’ρθρου 6(1)(3) (4)(α)(γ) του Ν.91(Ι)/2014 επικυρώθηκαν κατ' Έφεση.
Στην υπόθεση Selmani και Viorel ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 854 όπου ενήλικη γυναίκα βιάστηκε από άτομα φιλικά της, ποινές 10χρονης φυλάκισης επικυρώθηκαν κατ' Έφεση.
Έχοντας υπόψη μας τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση όπως αυτά καταγράφονται πιο πάνω, την ηλικία του θύματος και την εκμετάλλευση από μέρους του Κατηγορούμενου της σχέσης εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ τους, καταλήγουμε ότι οι επιβληθείσες ποινές στις Κατηγορίες 1, 2, 3 και 4 δεν αντικατοπτρίζουν ορθά τη σοβαρότητα των αδικημάτων και κρίνονται έκδηλα ανεπαρκείς.
Η Ποινική Έφεση αρ. 139/22 επιτυγχάνει και οι πρωτοδίκως επιβληθείσες στον Κατηγορούμενο ποινές για τις Κατηγορίες 1 έως 4 ακυρώνονται και αντικαθίστανται με τις ακόλουθες ποινές:
Στις Κατηγορίες 1, 3 και 4: ποινή φυλακίσεως 9 ετών σε κάθε Κατηγορία.
Στην 2η Κατηγορία: ποινή φυλακίσεως 8 ετών.
Οι ποινές να συντρέχουν.
Οι Ποινικές Εφέσεις αρ. 137/22 και 138/22 αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.