ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                     (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 51/2019)

 

16 Οκτωβρίου, 2023

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

BUI THI THUY,

                                                                                                               Εφεσείουσα,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

                                                                                                               Εφεσίβλητων.

 

--------------------

 

 

 Χ. Χριστούδιας για Ν.Α Λοίζου & Χ.Γ. Χριστούδια, για Εφεσείουσα.

 Τ. Ιακωβίδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους.

--------------------

 

 

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ Δ.: Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια, καταγωγής από Βιετνάμ, κατά την 21.10.2014 τέλεσε πολιτικό γάμο με Kύπριο πολίτη ο οποίος απεβίωσε κατά την 11.4.2015. 

 

Κατόπιν τούτου, υπέβαλε στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής «οι Υπηρεσίες») αίτηση για σύνταξη χηρείας η οποία, μεταξύ άλλων, επεσύναπτε (ως απαιτούσε το έντυπο της αίτησης) βεβαίωση του οικείου κοινοτάρχη περί του ότι η Εφεσείουσα/Αιτήτρια ήταν παντρεμένη με τον Κύπριο και συζούσαν αρμονικά υπό την ίδια στέγη (μέχρι τον θάνατο του τελευταίου) σε συγκεκριμένη οδό.

 

Η νομική βάση της αίτησης ήταν το Άρθρο 41(1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 59(Ι) του 2010») το οποίο -κατά τον ουσιώδη χρόνο- προέβλεπε τα εξής:

 

«41.-(1) Χήρα, η οποία κατά τον χρόνο θανάτου του συζύγου της συζούσε με αυτόν ή συντηρούνταν από τον αποβιώσαντα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο δικαιούται σύνταξη χηρείας, εάν-

(α) στην περίπτωση της ικανοποιούνται οι σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις και ο σύζυγός της δεν είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία, ή

(β) ο σύζυγός της είχε συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία και ήταν δικαιούχος σύνταξης γήρατος ή θα δικαιούταν σύνταξη γήρατος, εάν είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση.».

 

Εκ του άνω Άρθρου συνάγεται ότι η εξασφάλιση σύνταξης χηρείας προϋπέθετε, μεταξύ άλλων, την πλήρωση της εξής διαζευκτικής προϋπόθεσης: κατά τον χρόνο θανάτου του συζύγου, η χήρα έπρεπε είτε να συζούσε με αυτόν είτε να συντηρείτο από αυτόν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο.

 

Με επιστολή του ημερ. 26.4.2016 προς την Εφεσείουσα/Αιτήτρια, ο Διευθυντής των Υπηρεσιών (εφεξής «ο Διευθυντής») απέρριψε την αίτησή της με την εξής αιτιολογία:

«Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων αφού έλαβαν υπόψη όλα τα διαθέσιμα στοιχεία περιλαμβανομένων και των ισχυρισμών σας ότι συζούσατε με τον αποβιώσαντα συζυγό σας και σας συντηρούσε κατέληξαν ότι αυτοί δεν αποδεικνύονται με βάση τα στοιχεία που προσκομίσατε ή/και καταρρίπτονται οι καταθέσεις άλλων προσώπων που γνώριζαν τον αποβιώσαντα και οι οποίες λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της αίτησής σας.  Ως εκ τούτου, η αίτησή σας για σύνταξη χηρείας δεν μπορεί να εγκριθεί.».

 

Ακολούθως, η Εφεσείσουσα/Αιτήτρια υπέβαλε (περί την 17.5.2016) στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής «η Υπουργός») αίτημα για επανεξέταση της αίτησής της προς εξασφάλιση χηρείας, η οποία έτυχε χειρισμού ως ιεραρχική προσφυγή κατά το Άρθρο 83 του Νόμου 59(Ι) του 2010.  Με επιστολή του ημερ. 4.10.2016 προς την Εφεσείουσα/Αιτήτρια, το Υπουργείο Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής «το Υπουργείο») την ενημέρωσε για την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής της από την Υπουργό, ως εξής:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην Ιεραρχική Προσφυγή που υποβάλατε προς την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την επιστολή σας ημερ. 13/52016 [sic] σχετικά με το πιο πάνω θέμα, και επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι η Υπουργός, μετά από εξέταση της Προσφυγής σας  και αφού έχει λάβει υπόψη τα επιχειρήματα που έχετε καταθέσει στην Προσφυγή, έχει αποφασίσει να την απορρίψει, εφόσον έκρινε ότι με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, κατά το χρόνο του θανάτου του συζύγου σας δεν συζούσατε με αυτόν, ούτε συντηρείστο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτόν, όπως προνοεί το άρθρο 41(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, ώστε να καταστείτε δικαιούχος σε σύνταξη χηρείας.».

Ακολούθως, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια καταχώρησε την Προσφυγή Αρ.1675/2016 κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπουργού επί της ιεραρχικής προσφυγής της, η οποία απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 30.1.2019 του Διοικητικού Δικαστηρίου, την οποία η Εφεσείουσα/Αιτήτρια εφεσιβάλλει με τους ακόλουθους δύο λόγους έφεσης.

 

Πρώτος Λόγος Έφεσης:

Κατά την Εφεσείουσα/Αιτήτρια, η προσβαλλόμενη απόφαση της Υπουργού είναι αναιτιολόγητη (οπότε, εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε πρωτόδικα το αντίθετο) διότι δεν λήφθηκε υπόψη η βεβαίωση του κοινοτάρχη περί της συμβίωσης της ιδίας με τον σύζυγό της έως τον θάνατό του σε συγκεκριμένη διεύθυνση.  Η αγνόηση της εν λόγω βεβαίωσης καθιστούσε την τελευταία ακλόνητη, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση της Υπουργού να μην συνάδει με το περιεχόμενο του φακέλου.  

 

Αποφαινόμαστε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος, για τους ακόλουθους λόγους:

 

Με όλο τον σεβασμό, διαφωνούμε με το σχετικό σκεπτικό του Διοικητικού Δικαστηρίου περί του ότι η βεβαίωση του κοινοτάρχη ήταν άσχετο στοιχείο κρίσης, επειδή ήταν ημερομηνίας προγενέστερης της ιεραρχικής προσφυγής και των αναφορών της Εφεσείουσας/Αιτήτριας σε αυτήν την προσφυγή.

 

Η Υπουργός -στο πλαίσιο εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής- δεν προέβηκε σε καμία τέτοια εκτίμηση, οπότε το Διοικητικό Δικαστήριο υπερέβη της δικαιοδοσίας του, ασκώντας πρωτογενή κρίση η οποία δεν είναι επιτρεπτή στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας το οποίο ασκούσε. 

 

Eντούτοις, η άνω εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνεπάγεται την παρανομία της προσβαλλόμενης απόφασης.  Βάσει του τεκμηρίου της νομιμότητας και κανονικότητας, θεωρείται ότι όντως η Υπουργός έλαβε υπόψη την εν λόγω αίτηση και την συνημμένη σε αυτή βεβαίωση αφού, όχι μόνο τεκμαίρεται ότι είχε στη διάθεσή της τον σχετικό διοικητικό φάκελο, αλλά-

 

(α) το υπηρεσιακό σημείωμα ημερ. 4.10.2016 του Υπουργείου, βάσει του οποίου η Υπουργός απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή, παραπέμπει την Υπουργό σε συγκεκριμένα ερυθρά του οικείου διοικητικού φακέλου, ώστε να εντοπίσει, μεταξύ άλλων, την αίτηση και τη συνημμένη σε αυτή βεβαίωση στις οποίες αναφέρεται ρητά, και

 

 (β) η Υπουργός γραπτώς και ενυπογράφως δηλώνει, κατά την υπ' αυτής απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, ότι έχει λάβει υπόψη τα στοιχεία και τις μαρτυρίες που βρίσκονται στον οικείο διοικητικό φάκελο.

 

Ως εκ τούτου, απορρίπτουμε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας/Αιτήτριας περί του ότι η συγκεκριμένη βεβαίωση δεν λήφθηκε υπόψη από την Υπουργό. 

 

Αυτό που αποκαλύπτεται από το προρρηθέν εσωτερικό σημείωμα, το οποίο συνιστά τη βάση της απορριπτικής απόφασης της Υπουργού και ενισχύει στην αιτιολογία της, ως μέρος του διοικητικού φακέλου (Άρθρο 29 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων), είναι ότι η Υπουργός έλαβε μεν υπόψη την άνω βεβαίωση του κοινοτάρχη, καθώς και τη θέση της Εφεσείουσας/Αιτήτριας -ότι μέχρι τον θάνατο του συμβίου της- αυτός συζούσε μαζί της, αλλά επέλεξε να πιστέψει τις περί του αντιθέτου μαρτυρίες τρίτων.

 

Ως προς τούτο, το γεγονός και μόνο ότι η Διοίκηση -διά του εντύπου της αίτησης για παροχή σύνταξης χηρείας- απαιτούσε την επισύναψη της βεβαίωσης κοινοτάρχη, ουδόλως συνεπάγεται και ότι δεσμεύεται από αυτή τη βεβαίωση άνευ ετέρου.

 

Μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση, θα καθιστούσε τον εκάστοτε κοινοτάρχη καθ' ύλην αρμόδιο για την έγκριση της αίτησης (διά της βεβαίωσής του), κατά παράβαση των προβλεπόμενων στο Άρθρο 79(1) του Νόμου 59(1) του 2010 που χορηγεί στις Υπηρεσίες την αρμοδιότητα απόφασης επί αιτήσεων ως η επίδικη δυνάμει του Νόμου.

 

Κρίνουμε, λοιπόν, ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης είναι νόμιμη, διότι η Εφεσείουσα/Αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι η Υπουργός εξήλθε των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, το δε Δικαστήριο δεν δύναται να υπεισέλθει σε θέμα υποκειμενικής εκτίμησης των ενώπιον της Υπουργού γεγονότων (βλ. Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Δημοκρατίας, (2010) 3 Α.Α.Δ. 90).

 

Επισημαίνουμε πρόσθετα και τα εξής:

Το κατ' ισχυρισμόν αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης προβάλλεται στην ειδοποίηση έφεσης μόνο υπό το επιχείρημα ότι δεν λήφθηκε υπόψη ή δεν υιοθετήθηκε η βεβαίωση του κοινοτάρχη, το οποίο επιχείρημα είναι εσφαλμένο (ως έχουμε ήδη υποδείξει).  Ως εκ τούτου, είναι δικονομικά απαράδεκτη και απορριπτέα η εκ της Εφεσείουσας/Αιτήτριας ανάπτυξη του πρώτου λόγου έφεσης σε σχέση με άλλα γεγονότα, ήτοι σε σχέση με την (δια της ιεραρχικής προσφυγής) προτροπή της Υπουργού να επικοινωνήσει με δύο πρόσωπα που θα μαρτυρούσαν για την κοινή  συμβίωση της Εφεσείουσας/Αιτήτριας με τον θανόντα σύζυγό της.

Δεύτερος Λόγος Έφεσης:

Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση της Υπουργού, επί της ιεραρχικής της προσφυγής, είναι παράνομη, διότι είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας ως προς τα πραγματικά περιστατικά, οπότε εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε το αντίθετο. 

 

Έχοντας δεόντως εξετάσει τον δεύτερο λόγο έφεσης, τον κρίνουμε ως αβάσιμο και τον απορρίπτουμε, για τους εξής λόγους:

 

Καταρχάς, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια καταλογίζει στην Υπουργό ελλιπή δέουσα έρευνα ως προς την βεβαίωση του κοινοτάρχη.  Ως ήδη υποδείχθηκε στο πλαίσιο εξέτασης του πρώτου λόγου έφεσης, η βεβαίωση ήταν ενώπιον της Υπουργού, και λήφθηκε υπόψη από αυτήν και η Εφεσείουσα/Αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει παρανομία εκ του γεγονότος ότι η Υπουργός επέλεξε να μην βασίσει την απόφασή της σε αυτήν την βεβαίωση.

 

Δευτερεύοντως, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια παραπονείται για ελλιπή έρευνα επειδή -με την ιεραρχική της προσφυγή- προέτρεψε την Υπουργό να επικοινωνήσει με δύο άτομα που θα μαρτυρούσαν περί της κοινής της συμβίωσης με τον θανόντα σύζυγό της, αλλά η Υπουργός δεν φαίνεται να το έπραξε. 

Τέτοιο θέμα είναι δικονομικά ανεπίτρεπτο να εγείρεται κατ' έφεση, για το λόγο ότι η ελλιπής έρευνα εγείρεται μεν στην αίτηση ακύρωσης ως λόγος ακύρωσης, αλλά αναπτύχθηκε πρωτόδικα από την Εφεσείουσα/Αιτήτρια μόνο σε σχέση με την βεβαίωση του κοινοτάρχη, και ουδόλως σε σχέση με την παράλειψη της Υπουργού να επικοινωνήσει με αυτά τα άτομα.

 

Περαιτέρω, η μαρτυρία των δύο αυτών ατόμων, ως περιγράφεται στο εφετήριο έγγραφο στο πλαίσιο της αιτιολογίας (γ) του δεύτερου λόγου έφεσης, είναι προδήλως άσχετη με την κατά το Άρθρο 41(1) του Νόμου 59(Ι) του 2010 προϋπόθεση (προς αποδοχή αίτησης για σύνταξη χηρείας) περί κοινής συμβίωσης της Εφεσείουσας/Αιτήτριας με τον θανόντα σύζυγό της κατά το χρόνο θανάτου του τελευταίου (εν προκειμένω, κατά την 11.4.2015).  Αυτό, διότι -κατά την αιτιολογία (γ) του δεύτερου λόγου έφεσης στην ειδοποίηση έφεσης- η μαρτυρία αυτών των προσώπων αφορούσε την κοινή συμβίωση σε συγκεκριμένη διεύθυνση πριν την 30.11.2014, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της ημερομηνίας θανάτου (11.4.2015) που προσδιορίζεται από το Άρθρο 41(1) ως η κρίσιμη ημερομηνία προς εξέταση της κοινής συμβίωσης. 

 

Η Διοίκηση δεν υποχρεούται να διεξάγει έρευνα για στοιχεία που είναι ξένα με τις κατά νόμο προϋποθέσεις προς αποδοχή της αίτησης του διοικούμενου.

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Ενόψει της από πλευράς μας απόρριψης των λόγων έφεσης,  η έφεση απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση επικυρώνεται ως νόμιμη.  Επιδικάζουμε το συνολικό πόσο των 1.500 ευρώ ως κατ' έφεση έξοδα κατά της Εφεσείουσας/Αιτήτριας και υπέρ της Εφεσίβλητης/Καθ'ης η αίτηση.

 

 

 

                                  Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                         Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                                    

                                         Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο