ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 39/2019)
6 Οκτωβρίου 2023
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΕΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Εφεσείουσα,
v.
ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ
ΔΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΆΛΛΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΚΛΑΔΩΝ
Εφεσίβλητου.
--------------------
Σ. Χαραλάμπους (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείουσα.
Ρ. Πασιουρτίδη (κα) & κ Φ. Χριστοφίδης για Α. Τριανταφυλλίδη & Υιοι ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
--------------------
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Το Άρθρο 12 των περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 52 του 1980»), ως αυτός ο Νόμος είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι πριν τις δύο τελευταίες τροποποιήσεις του δια των Νόμων 119(Ι) του 2013 και 65(Ι) του 2016, προέβλεπε τα εξής:
«Δήλωσις διαθέσεως ιδιοκτησίας.
12. - (1) Ο διαθέτης ιδιοκτησίας οφείλει δι' εκάστην διάθεσιν ιδιοκτησίας να δίδη εις τον Διευθυντήν, εντός ενός μηνός από της τοιαύτης διαθέσεως αλλά εν πάση περιπτώσει προ της μεταβιβάσεως της ιδιοκτησίας, δήλωσιν περί ταύτης και τοιαύτα έτερα στοιχεία οία δυνατόν να απαιτηθώσι δια τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και να καταβάλλει το υπ' αυτού υπολογιζόμενο ποσό φόρου
(2) Η δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου απαιτουμένη δήλωσις δέον να είναι εν τύπω εγκεκριμένω υπό του Διευθυντού.»
Χρησιμοποιώντας έντυπο του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «ΔΗΛΩΣΗ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ (Σύμφωνα με το Άρθρο 12 των περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών του 1980 -1999)», το Ταμείο Προνοίας των Εργατοϋπαλλήλων της Οικοδομικής και Δομικής Βιομηχανίας και Άλλων Συναφών Κλάδων Κύπρου (εφεξής «το Ταμείο»), το οποίο είναι ο Εφεσίβλητος/Αιτητής, υπέβαλε στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων (εφεξής «το ΤΕΠ») τις ακόλουθες 6 δηλώσεις διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας:
- την υπό του ΤΕΠ αριθμηθείσα ως . η οποία, αφενός, υποβλήθηκε την 16.12.2003 αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία που διατέθηκε την 22.4.2002 και, αφετέρου, καταγράφει το ποσό των . ως τον καταβλητέο φόρο κεφαλαιουχικών κερδών βάσει συντελεστή 20% επί του κέρδους που προκύπτει από την εν λόγω διάθεση (προφανώς, κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 4 του Νόμου 52 του 1980),
- την υπό του ΤΕΠ αριθμηθείσα ως .., η οποία, αφενός, υποβλήθηκε την 16.12.2003 αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία που διατέθηκε την 26.5.2003 και, αφετέρου, καταγράφει το ποσό των . ως τον καταβλητέο φόρο κεφαλαιουχικών κερδών βάσει του προρρηθέντος συντελεστή 20%,
- την υπό του ΤΕΠ αριθμηθείσα ως . η οποία, αφενός, υποβλήθηκε την 16.12.2003 αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία που διατέθηκε την 17.11.2003 και, αφετέρου, καταγράφει το ποσό των . ως τον καταβλητέο φόρο κεφαλαιουχικών κερδών βάσει του προρρηθέντος συντελεστή 20%,
- την υπό του ΤΕΠ αριθμηθείσα ως . η οποία, αφενός, υποβλήθηκε την 27.8.2004 αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία που διατέθηκε την 26.4.2004 και, αφετέρου, καταγράφει το ποσό των . ως τον καταβλητέο φόρο κεφαλαιουχικών κερδών βάσει του προρρηθέντος συντελεστή 20%,
- την υπ' αρ. ., η οποία, αφενός, υποβλήθηκε την 13.12.2004 αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία που διατέθηκε την ίδια ημερομηνία και, αφετέρου, καταγράφει το ποσό των . ως τον καταβλητέο φόρο κεφαλαιουχικών κερδών βάσει του προρρηθέντος συντελεστή 20%,
- την υπ' αρ. . η οποία, αφενός, υποβλήθηκε την 19.4.2005 αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία που διατέθηκε την 11.4.2005 και, αφετέρου, καταγράφει το ποσό των . ως τον καταβλητέο φόρο κεφαλαιουχικών κερδών βάσει του προρρηθέντος συντελεστή 20%.
Επιπροσθέτως, σε σχέση με τις άνω δηλώσεις διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας, το Ταμείο υπέβαλε, στον Έφορο Φόρου Εισοδήματος (εφεξής «ο Έφορος») 6 επιστολές ημερ. 10.11.2003, 11.11.2003, 27.11.2003, 23.8.2004, 13.12.2004 και 15.4.2005, αντίστοιχα (εφεξής «οι 6 επίδικες επιστολές»).
Οι 6 επίδικες επιστολές εισάγοντο δια της φράσης «ΑΝΕΥ ΒΛΑΒΗΣ» και παρέθεταν (με την ίδια ή παρόμοια, ως επί το πλείστον, διατύπωση) τα εξής:
«Αναφερόμαστε στην προς εσάς επιστολή μας ημερ. 22/5/91 το περιεχόμενο της οποίας επαναβεβαιούμεν.
Επειδή προτιθέμεθα να μεταβιβάσουμε ακίνητη περιουσία του Ταμείου και συγκεκριμένα τα οικόπεδα υπό στοιχεία [.] δυνάμει πωλήσεως, το Ταμείο θα καταβάλει, Άνευ Βλάβης των Δικαιωμάτων του, τον αναλογούντα Φόρο Κεφαλαιουχικών Κερδών τον οποίο θα διεκδικήσει να επιστραφεί μόλις το όλο θέμα διευθετηθεί.».
Είναι, λοιπόν, κοινό έδαφος των ενώπιόν μας αντιδίκων ότι οι 6 επίδικες επιστολές αναφέρονται και επαναβεβαιώνουν την επιστολή ημερ. 22.5.1991 του Ταμείου προς τον Έφορο, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής:
«22 Μαΐου, 1991
ΑΝΕΥ ΒΛΑΒΗΣ
Έφορο Φόρου Εισοδήματος
Τμήμα Ακίνητης Ιδιοκτησίας &
Κεφαλαιουχικών Κερδών,
Λευκωσία.
Κύριε,
Αναφέρομαι σε σημερινή τηλεφωνικήν επικοινωνία μας και παραθέτω πιο κάτω τα γεγονότα που αφορούν το θέμα μας ως η παράκλησή σας:
Το Ταμείο μας βρίσκεται από αρκετό καιρό σε επαφή τόσο με τον Υπουργόν Οικονομικών όσο και με το Τμήμα σας για απαλλαγή του από την υποχρέωση καταβολής Φόρου Κεφαλαιουχικών Κερδών. Σήμερα το θέμα βρίσκεται στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα για γνωμάτευση. Επειδή προτιθέμεθα να μεταβιβάσουμε ακίνητην περιουσία του Ταμείου και συγκεκριμένα το οικόπεδο με στοιχεία:
....
δυνάμει πωλήσεως, το Ταμείο θα καταβάλει άνευ βλάβης των δικαιωμάτων του, τον αναλογούντα Φόρον Κεφαλαιουχικών Κερδών, τον οποίο θα διεκδικήσει να του επιστραφεί μόλις το όλο θέμα διευθετηθεί.
Με τιμή,
[.]».
Παρότι στις 6 επίδικες επιστολές (αλλά και στην προγενέστερη της 22.5.1991) το Ταμείο χρησιμοποίησε τη φράση «Άνευ Βλάβης των Δικαιωμάτων» και ουδόλως τον όρο «ένσταση», το Ταμείο απέστειλε στο ΤΕΠ επιστολή ημερ. 15.4.2010, τηλεομοιότυπο ημερ. 8.11.2010 και επιστολή ημερ. 24.10.2011.
Με αυτές τις τρεις γραπτές τοποθετήσεις του, το Ταμείο προέβαλε καταρχάς προς το ΤΕΠ τη θέση ότι οι, μεταξύ άλλων, 6 επίδικες επιστολές του συνιστούσαν ενστάσεις (εν τη εννοία του Άρθρου 20(1) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων, εφεξής «ο Νόμος 4 του 1978») κατά των 6 αντίστοιχων φορολογιών κεφαλαιουχικών κερδών τις οποίες το Ταμείο κατέβαλε. Το Ταμείο προέβαλε τη θέση ότι η προθεσμία των τριών ετών από την ημερομηνία υποβολής τους είχε λήξει χωρίς ο Διευθυντής του ΤΕΠ (εφεξής «ο Διευθυντής») να είχε εκδώσει απόφαση επ' αυτών, οπότε το Άρθρο 20(6) του Νόμου 4 του 1978 υποχρέωνε τον τελευταίο (κατά το Ταμείο, πάντα) να αποδεχτεί αυτές τις ενστάσεις, τροποποιώντας αυτές τις 6 φορολογίες σύμφωνα με τη δήλωση του αντικειμένου του φόρου η οποία έγινε από το Ταμείο, επιστρέφοντας κατά προέκταση στο Ταμείο τις 6 καταβληθείσες φορολογίες πλέον τόκους.
Ως προς τούτο, ο Διευθυντής αντέδρασε διά επιστολής του ημερ. 23.3.2012 προς τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου στην οποία ανέφερε τα ακόλουθα:
«Κύριοι,
Αίτημα για επιστροφή φόρων και τόκων σε σχέση με τις Φορολογίες Κεφαλαιουχικών Κερδών με αρ. αναφοράς 1-2003-247733-1, 1-2003-247734-1, 1-2003-247736-1, 1-2004-201456-1, 1-2004-254104-1, 1-2005-45671-1, 1-2006-44752-1, 1-2007-44749-1 και 1-2007-44751-1
Αναφέρομαι στην επιστολή του φορολογικού σας συμβούλου κ. Ανδρέα Γρηγορίου με ημερομηνία 24 Οκτωβρίου 2011 σχετικά με το πιο πάνω αίτημα του Ταμείου σας και σας πληροφορώ τα πιο κάτω:
Όσον αφορά τις επιστολές σας με ημερομηνία 10/11/2003, 11/11/2003, 27/11/2003, 23/8/2004, 13/12/2004 και 15/4/2005, οι οποίες αναφέρονται στις φορολογίες κεφαλαιουχικών κερδών με αρ. αναφοράς .., .., ..., ..., ... και ..., το αίτημα σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί καθ' ότι:
(α) Οι πληρωμές με αυτοφορολογία του Φόρου κεφαλαιουχικών κερδών ήταν οικειοθελείς και χωρίς καμία επιφύλαξη εκ μέρους σας ότι το κέρδος δεν ήταν κεφαλαιουχικής φύσης. Η μόνη επιφύλαξή σας ήταν ότι θα διεκδικούσατε την επιστροφή όταν και εφόσον τα Ταμεία Προνοίας θα απαλλάσσοντο από την καταβολή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών.
(β) Για τις πιο πάνω φορολογίες δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε ένσταση. [.]».
Κατ' αυτής της επιστολής (με την οποία ο Διευθυντής τοποθετήθηκε και επί άλλων φορολογιών κεφαλαιουχικών κερδών, οι οποίες όμως δεν συνιστούν ενώπιόν μας επίδικο θέμα), το Ταμείο καταχώρισε (περί την 2.5.2012) την Ιεραρχική Προσφυγή Αρ. 4/2012 ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου βάσει του Άρθρου 20Α του Νόμου 4 του 1978 (ως δηλοί, στην εισαγωγή του, το έντυπο ιεραρχικής προσφυγής το οποίο χρησιμοποίησε το Ταμείο).
Σε συνεδρία του ημερ. 29.5.2012, το Εφοριακό Συμβούλιο αποφάσισε να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή του Ταμείου, στην έκταση που αυτή αφορούσε τις 6 επίδικες επιστολές, με το σκεπτικό ότι (παρά την περί αντιθέτου θέση του Ταμείου) αυτές οι επιστολές δεν συνιστούσαν «ενστάσεις», υπό την έννοια ότι δεν πληρούσαν τις συναφείς προϋποθέσεις του Άρθρου 20(1) και (5) και του Άρθρου 20Α(1) του Νόμου 4 του 1978. Το Εφοριακό Συμβούλιο έλαβε αυτή του την απόφαση κατά πλειοψηφία και ανέλυσε το σκεπτικό της σε επιστολή του ημερ. 6.6.2012 την οποία διαβίβασε στον φορολογικό σύμβουλο του Ταμείου.
Κατά της νομιμότητας αυτής της πλειοψηφικής απόφασης, το Ταμείο καταχώρισε την Προσφυγή Αρ. 1093/2012 Ταμείο Πρόνοιας των Εργατοϋπαλλήλων της Οικοδομικής και Δομικής Βιομηχανίας και Άλλων Συναφών Κλάδων v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 28.3.2014, στο πλαίσιο της οποίας το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την άνω απόφαση λόγω παράνομης σύνθεσης του Εφοριακού Συμβουλίου.
Μετά από αυτήν τη ακυρωτική δικαστική απόφαση, το Εφοριακό Συμβούλιο συνήλθε (με άλλη συγκρότηση) για να αποφασίσει εκ νέου επί της Ιεραρχικής Προσφυγής Αρ. 4/2012 του Ταμείου. Ως προς τούτο, το Εφοριακό Συμβούλιο κάλεσε (με επιστολή του ημερ. 26.9.2014) το Ταμείο όπως παρουσιαστεί σε ακρόαση ενώπιόν του, όμως ανέβαλε την ορισθείσα ακρόαση (κατόπιν αιτήματος ημερ. 21.10.2014 της δικηγόρου του Ταμείου) και τελικώς προχώρησε στη λήψη απόφασης χωρίς τη διεξαγωγή τέτοιας ακρόασης.
Συγκεκριμένα, το Εφοριακό Συμβούλιο συνήλθε κατά την 12.11.2014 και ομόφωνα αποφάσισε ότι οι 6 επίδικες επιστολές, οι οποίες ερείδονται στην προγενέστερη επιστολή του Ταμείου ημερ. 22.5.1991, δεν τηρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 20(1) και (5) και του Άρθρου 20Α(1) του Νόμου 4 του 1978 και, συνεπώς, δεν αποτελούν ενστάσεις, κρίνοντας γι' αυτό τον λόγο ως αβάσιμη την Ιεραρχική Προσφυγή Αρ. 4/2012 του Ταμείου.
Το Εφοριακό Συμβούλιο κοινοποίησε (με επιστολή του ημερ. 5.12.2014) στο Ταμείο τη νέα του απόφαση την οποία εξέδωσε στις 3.12.2014 με ανεπτυγμένη την αιτιολογία της.
Κατά της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης του Εφοριακού Συμβουλίου, το Ταμείο καταχώρησε περί την 9.2.2015 την Προσφυγή Αρ. 142/2015, Ταμείο Προνοίας των Εργατοϋπαλλήλων της Οικοδομικής και Δομικής Βιομηχανίας και Άλλων Συναφών Κλάδων v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Εφοριακού Συμβουλίου, στο πλαίσιο της οποίας το Διοικητικό Δικαστήριο (με την πρωτόδικη απόφασή του ημερ. 30.1.2019) ακύρωσε την προαναφερόμενη απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου με το σκεπτικό ότι αναμφίβολα το Ταμείο κατέβαλλε τις 6 σχετικές φορολογίες κεφαλαιουχικών κερδών υπό ένσταση. Έκρινε, δηλαδή, ότι οι 6 επίδικες επιστολές του Ταμείου συνιστούσαν ενστάσεις που πληρούσαν τις προϋποθέσεις των Άρθρων 20 και 20Α του Νόμου 4 του 1978 και, κατά προέκταση, έκρινε πεπλανημένη την περί του αντιθέτου αντίληψη του Διευθυντή, όπως εκφράστηκε με την επιστολή του ημερ. 23.3.2012, και του Εφοριακού Συμβουλίου, όπως εκφράστηκε με την επί της Ιεραρχικής Προσφυγής αρ. 4/2012 απορριπτική απόφασή του ημερ. 3.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:D845.
Η απόφαση ημερ. 30.1.2019 του Διοικητικού Δικαστηρίου εφεσιβάλλεται δια της παρούσας έφεσης από την Δημοκρατία, η οποία προτάσσει ότι η πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, προβάλλοντας προς τούτο τους δύο ακόλουθους λόγους έφεσης.
Πρώτος Λόγος Έφεσης:
Η Εφεσείουσα Δημοκρατία έχει τη θέση πως εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε πρωτόδικα ότι οι 6 επίδικες επιστολές του Ταμείου συνιστούσαν (σε σχέση με τις φορολογίες κεφαλαιουχικών κερδών τις οποίες έκαστη αφορούσε) «ενστάσεις», καθότι αυτές οι επιστολές δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 20(1) και (5) και του Άρθρου 20Α του Νόμου 4 του 1978 σε ό,τι αφορά την υποβολή ένστασης, και διότι δεν υφίσταται νομοθετική διάταξη που να χορηγεί σε πρόσωπο δικαίωμα υποβολής ένστασης ταυτόχρονα με την καταβολή αυτοφορολογίας.
Αναφορικά με το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας του πρώτου λόγου έφεσης, για να κριθεί κατά πόσο οι 6 επίδικες επιστολές του Ταμείου πληρούσαν τις προρρηθείσες απαιτήσεις του Άρθρου 20(1) του Νόμου 4 του 1978 ώστε να θεωρηθούν ως βάσιμες ενστάσεις, η διατύπωσή τους δέον να κριθεί στη βάση των πάγιων ερμηνευτικών αρχών οι οποίες ακολουθούνται κατά την ερμηνεία άλλων κειμένων, όπως νομοθετικών ή συμβατικών· ιδίως, δέον να εφαρμοστεί η ερμηνευτική αρχή της γραμματικής ερμηνείας η οποία ακολουθείται, έχοντας υπόψη τα συμφραζόμενα, στην ερμηνεία των νόμων (Εκλογική αίτηση Αρ. 1/2021 Κωνσταντίνου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών κ.α., απόφαση ημερ. 2.5.2022) και των συμβάσεων (Πολύβιος Γ. Πολυβίου, Ερμηνεία στο Κυπριακό Δίκαιο (2023) σελ. 111).
Βάσει, λοιπόν, της γραμματικής ερμηνείας αυτών των επιστολών και των συμφραζομένων τους (δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη το φυσικό νόημα το οποίο προκύπτει τόσο από τη διατύπωση των 6 επίδικων επιστολών όσο και από τη διατύπωση της προγενέστερης επιστολής του Ταμείου ημερ. 22.5.1991 στην οποία οι 6 επιστολές παραπέμπουν και επιβεβαιώνουν), αποφαινόμαστε ότι αυτές οι επιστολές δεν αποτελούν ενστάσεις. Συγκεκριμένα, με όλες τις προαναφερόμενες επιστολές το Ταμείο δηλώνει ότι θα καταβάλλει μεν τον φόρο κεφαλαιουχικών κερδών τον οποίο αφορά η εκάστοτε διάθεση περιουσίας του Ταμείου σε τρίτο, πλην όμως το πράττει υπό την επιφύλαξη του ότι θα διεκδικήσει την επιστροφή του καταβαλλόμενου φόρου «μόλις το όλο θέμα διευθετηθεί». Το θέμα το οποίο εγειρόταν στην επιστολή του Ταμείου ημερ. 22.5.1991 συνίστατο στην υπ' αυτού αιτηθείσα τροποποίηση της νομοθεσίας ώστε να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής φόρου κεφαλαιουχικών κερδών, κατά τρόπο ώστε να δύναται να διεκδικήσει τέτοιο φόρο τον οποίο είχε καταβάλει στον Διευθυντή προ αυτής της τροποποίησης.
Συνάγεται ότι ουδέποτε το Ταμείο απαλλάγηκε από τη νομική του υποχρέωση προς καταβολή του εν λόγω φόρου (βάσει του Άρθρου 4 του Νόμου 52 του 1980) και, αντιστοίχως, ουδέποτε ήρθη το αντανακλώμενο δικαίωμα του Υπουργείου Οικονομικών να εισπράξει αυτόν τον φόρο, ώστε το Ταμείο να νομιμοποιείται να εγείρει το «θέμα» το οποίο επικαλείτο, ως λόγο ένστασης. Τα να θεωρηθούν ως «ενστάσεις» τέτοιου είδους επιστολές θα ήτο αντίθετο, με το Άρθρο 20(1) του Νόμου 4 του 1978 το οποίο -κατά τον ουσιώδη χρόνο- προέβλεπε ότι η ειδοποίηση ένστασης έπρεπε να εκθέτει επακριβώς τους λόγους της ένστασης στη φορολογία και το οποίο Άρθρο 20(1) χρήζει αυστηρής ερμηνείας, ως εξαίρεση στον κανόνα της καθολικότητας (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 197/2010 Δημοκρατία ν. JOANNOU & PARASKEVAIDES (OVERSEAS) LTD, (2018) 3 A.A.Δ. 389).
Συνεπώς, έχοντάς τον δεόντως εξετάσει, κρίνουμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης, είναι βάσιμος και επιτυγχάνει. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, η πρόσθετη θέση της Δημοκρατίας ότι δεν υφίσταται δικαίωμα υποβολής ένστασης σε περίπτωση αυτοφορολογίας, δεν απαιτείται να τύχει εξέτασης.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης:
Η Εφεσείουσα Δημοκρατία προβάλλει πως το Διοικητικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα, κρίνοντας πρωτόδικα ότι «Το ΤΕΠ, εξάλλου, στην απόφασή του ημερομηνίας 23.3.2012 αναγνώρισε ότι η καταβολή του φόρου έγινε υπό επιφύλαξη αλλά θεώρησε ότι επειδή η επιφύλαξη δεν αφορούσε ισχυρισμό ότι το κέρδος δεν ήταν κεφαλαιουχικής φύσης, δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο που θα έπρεπε να εξεταστεί».
Συναφώς, αν ληφθεί υπόψιν αυτούσια η επιστολή ημερομηνίας 23.3.2012 του Διευθυντή, το εύλογο νόημα που προκύπτει από τη διατύπωσή της (ως αυτή η διατύπωση ερμηνεύεται βάσει της συνήθους γραμματικής ερμηνείας) είναι ότι ο Διευθυντής αναγνώρισε μεν τις 6 επίδικες επιστολές ως εκφράζουσες επιφύλαξη του Ταμείου προς διεκδίκηση της επιστροφής των καταβληθέντων φόρων κεφαλαιουχικών κερδών (όταν και εφόσον το Ταμείο θα απαλλάσσετο από την υποχρέωση αυτής της καταβολής, μέσω νομοθετικής ρύθμισης), αλλά δεν θεώρησε αυτήν την εκπεφρασθείσα επιφύλαξη ως «ένσταση» κατά την έννοια την οποία της προσέδιδε το ίδιο το Ταμείο, ήτοι κατά την έννοια του Άρθρου 20(1) του Νόμου 4 του 1978.
Βάσει του ιδίου σκεπτικού με το οποίο έχουμε αποδεχθεί ως βάσιμο τον πρώτο λόγο έφεσης, κρίνουμε ως εύλογη, ορθή και νόμιμη την προσέγγιση του Διευθυντή, κατά την οποία η επιφύλαξη η οποία επαναλαμβανόταν στις 6 επίδικες επιστολές δεν συνιστούσε «ένσταση» για τους σκοπούς του Άρθρου 20(1) του Νόμου 4 του 1978 και, κατά προέκταση, για τους σκοπούς καταχώρησης ιεραρχικής προσφυγής βάσει του Άρθρου 20Α του ιδίου Νόμου.
Ως εκ τούτου, κρίνουμε, με όλο το σεβασμό στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι εσφαλμένα αυτό έκρινε ότι, αρχικά, ο Διευθυντής και, τελικώς, το Εφοριακό Συμβούλιο υπέπεσαν σε πλάνη.
Για τους πιο πάνω λόγους, έχοντας εξετάσει δεόντως τον δεύτερο λόγο έφεσης, τον κρίνουμε επίσης βάσιμο.
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Ενόψει της από πλευράς μας αποδοχής των λόγων έφεσης, η έφεση επιτυγχάνει. Επικυρώνεται ως νόμιμη η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση της Εφεσείουσας/Καθ΄ ης η Αίτηση. Η πρωτόδικη απόφαση (περιλαμβανομένου του σκέλους της ως προς τον επιδικασμό εξόδων) ημερ. 30.1.2019 του Διοικητικού Δικαστηρίου επί της Προσφυγής Αρ. 142/2015 παραμερίζεται.
Επιδικάζουμε το ποσό των 3.000 ευρώ υπέρ της Εφεσείουσας/Καθ' ης η Αίτηση και κατά του Εφεσίβλητου/Αιτητή, για το σύνολο των εξόδων πρωτόδικα και κατ' έφεση.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.