ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 32/2019)

 

6 Οκτωβρίου, 2023

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

AΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

                                                                                                                Εφεσείων,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,  

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ

                                                                                                               Εφεσίβλητων.

 

--------------------

 

   Κ. Χατζηθεοδώρου (κα), για Εφεσείοντα.

 Θ. Χατζηλούκα & Α. Δρουσιώτη (κα) εκ μέρους του Γενικού  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητους.

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου   

   θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Aπόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 17/1/2019 στην Προσφυγή αρ. 1135/2012,  με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση των Εφεσιβλήτων ημερομηνίας 29/5/2012, για τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του Εφεσείοντα για το έτος 2005.

 

Τα γεγονότα της περίπτωσης συνοψίζονται στην πρωτόδικη Απόφαση και σε συντομία είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Εφεσείων, μόνιμος Αξιωματικός του Όπλου του Πεζικού του Στρατού Ξηράς της Δημοκρατίας, κατείχε από την 1/9/2004 τον βαθμό του Συνταγματάρχη.  Στη συνεδρία του ημερομηνίας 1/11/2005, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων αποφάσισε τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας αριθμού Αξιωματικών, μεταξύ των οποίων και του Εφεσείοντα.  Εναντίον της απόφασης αυτής, ο Εφεσείων άσκησε την Προσφυγή με αρ. 215/2006.  Η πιο πάνω απόφαση ανακλήθηκε από τη διοίκηση μετά από την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 44

Ακολούθησε στις 20/2/2009 επανεξέταση, που είχε σαν αποτέλεσμα τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του Εφεσείοντα για το έτος 2005.  Ο Εφεσείων αμφισβήτησε την πιο πάνω απόφαση με την Προσφυγή αρ. 460/2009, εξασφαλίζοντας ακυρωτική απόφαση ημερομηνίας 20/4/2012.  Κατά τη νέα διαδικασία επανεξέτασης, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 26/4/2012, αποφάσισε και πάλι τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας αριθμού Αξιωματικών για το έτος 2005, συμπεριλαμβανομένου και του Εφεσείοντα, απόφαση η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας ότι δεν μπορούσαν να στοιχειοθετηθούν οι προβληθέντες από τον Εφεσείοντα λόγοι ακύρωσης, απέρριψε την Προσφυγή.

 

Η ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης προσβάλλεται με τέσσερις Λόγους Έφεσης. 

 

Με τους Λόγους Έφεσης 1 και 2 προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στα νομολογηθέντα, τόσο στην πρωτόδικη (Προσφυγή αρ. 548/2009) όσο και κατ΄έφεση στην, Ηλία ν. Δημοκρατίας, ΑΕ αρ. 56/12, ημερομηνίας 8/6/2018 και εσφαλμένα έκρινε ότι η πιο πάνω απόφαση έχει επιλύσει τα ζητήματα που θέτει ο Εφεσείων προς εξέταση.

Με τον λόγο Έφεσης 3, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι είναι εσφαλμένη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν παρεβιάσθη το inter partes δεδικασμένο της προηγηθείσας απόφασης της διοίκησης, που αποτέλεσε το αντικείμενο της Προσφυγής αρ. 460/2009, η οποία είχε επιτυχή κατάληξη για τον Εφεσείοντα.  Τέλος, με τον λόγο Έφεσης 4, ο Εφεσείων μέμφεται την πρωτόδικη κρίση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν δέουσας και επαρκούς έρευνας.

 

Λόγω της συνάφειάς τους, οι προβληθέντες Λόγοι Έφεσης θα τύχουν εξέτασης σωρευτικά.

 

Κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας του Εφεσείοντα, είναι ότι η περίπτωση του διαφοροποιείται από τις περιπτώσεις που κάλυψε η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ηλία (ανωτέρω), οι οποίες αφορούσαν περιπτώσεις ανάκλησης, ενώ στην περίπτωση του προηγήθηκε η έκδοση της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου στην Προσφυγή του με αρ. 460/2009, ημερομηνίας 20/4/2012.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού καταλήξει στη διαπίστωσή του ότι δεν έχει παραβιαστεί το δεδικασμένο που απορρέει από την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή αρ. 460/2009 και ότι η παρούσα περίπτωση καλύπτεται από τα νομολογηθέντα στην Ηλία (ανωτέρω), αντιπαρέβαλε τα πρακτικά του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων ημερομηνίας 20/2/2009, τα οποία είχαν κριθεί ως ανεπαρκή από άποψης έρευνας και αιτιολογίας, με τα πρακτικά του ίδιου Σώματος που λήφθηκαν στην επίδικη συνεδρίαση ημερομηνίας 26/4/2012.  Διαπίστωσε ότι οι Εφεσίβλητοι συμμορφώθηκαν με τις κρίσεις του Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 460/2009, αφού παρέθεσαν και αξιολόγησαν όλους τους παράγοντες που απαιτούνται να εξεταστούν στη βάση του Κανονισμού 51(4) των Περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 90/1990, προκειμένου να εξετασθεί και αποφασιστεί ο ευδόκιμος τερματισμός υπηρεσιών Αξιωματικού. 

 

Ειδικότερα αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στις σελ. 21-22 της πρωτόδικης Απόφασης:

«Στην προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 26.4.2012, το αρμόδιο όργανο, προέβη σε αξιολόγηση της εν γένει κατάστασης, των εξειδικευμένων αναγκών της υπηρεσίας κατά Κλάδο και σε αξιολόγηση της ανάγκης παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη, τις προσωπικές επαγγελματικές συνθήκες ενός εκάστου Αξιωματικού εν σχέση με το στράτευμα.

 

Αναφέρθηκε συγκεκριμένα εν σχέση με τον αιτητή ότι:-

                                          

«Το Συμβούλιο αποφάσισε, ομόφωνα, τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του, επειδή δεν διαθέτει την ολοκληρωμένη εξειδικευμένη εκπαίδευση, οι οποίες, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθόσον δεν είναι απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ούτε έχει φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το Συμβούλιο έκρινε ότι τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του και η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών.»

 

Τούτων δοθέντων, καταλήγω ότι προ της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το αρμόδιο όργανο προέβη σε δέουσα έρευνα όλων των καθοριζομένων στη δευτερογενή νομοθεσία, λαμβανομένων υπόψη και των κρίσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ακυρωτική απόφαση επί της υπόθ. αρ. 459/2009. Αλλά ούτε και ζήτημα πλάνης, ούτε και ανεπαρκούς αιτιολογίας εντοπίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση».

 

Δεν διακρίνουμε σφάλμα στη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό μονομελή σύνθεση, στην Προσφυγή αρ. 460/2009, είχε κάνει αποδεκτή την Προσφυγή του Εφεσείοντα λόγω ελλιπούς και/η μη δέουσας έρευνας, παραπέμποντας στα αποφασισθέντα από το ίδιο Δικαστήριο στην Προσφυγή αρ. 456/2009.  Μεταφέρεται το απόσπασμα από την απόφαση στην Προσφυγή αρ. 460/2009, που ενδιαφέρει:

«Επανερχόμενος στην προσφυγή 456/2009, παραθέτω το σκεπτικό με βάση το οποίο το παρόν Δικαστήριο κατέληξε να κάμει δεκτή την προσφυγή και να ακυρώσει την εκεί προσβαλλόμενη απόφαση λόγω ελλιπούς και/ή μη δέουσας έρευνας, ανάλογα προσαρμοσμένο για σκοπούς της παρούσας προσφυγής:

     "Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης συζητήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή στη βάση της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεοδώρου (πιο πάνω). Συγκεκριμένα, ο κ. Οικονομίδης παραπέμποντας στην υπόθεση Θεοδώρου, υποστηρίζει ότι ούτε στα πλαίσια της επανεξέτασης που έλαβε χώρα ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης της Ολομέλειας διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα και που είναι, σύμφωνα με τον κ. Οικονομίδη, η έρευνα που η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεοδώρου αναφέρεται. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Θεοδώρου [..]

 

   Διεξήλθα προσεκτικά τους φακέλους και γενικά το ενώπιον μου υλικό. Παρατηρώ τα εξής:

     Ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθεση Θεοδώρου, οι καθ'ων η αίτηση ανακάλεσαν την εκεί προσβαλλόμενη απόφαση και προέβησαν σε επανεξέταση της υπόθεσης του εδώ αιτητή.

 

     Στην κρίσιμη συνεδρία της 20/2/2009, κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων αφού έλαβε υπόψη, όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Θεοδώρου, τις πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού, όπως και τη νομική συμβουλή της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, αρχικά προέβη στην ανάκληση της προσβαλλόμενης στην υπόθεση Θεοδώρου και των άλλων Αξιωματικών, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, απόφασης. Ακολούθως, προέβη στη λήψη της επίδικης στην παρούσα προσφυγή απόφασης. [.]

 

     Είναι προφανές ότι για σκοπούς λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάστηκαν και λήφθηκαν υπόψη οι υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος, για τις οποίες κρίθηκε ότι εξυπηρετούνται καλύτερα από Αξιωματικούς απόφοιτους Ανώτερων Σχολών. Επίσης διαπιστώθηκε η ανάγκη να δοθεί η δυνατότητα ανέλιξης των Αξιωματικών των κατώτερων βαθμών, η πλειοψηφία των οποίων είναι απόφοιτοι Ανώτατων Σχολών. Όσα όμως σχετικά αναφέρουν οι καθ'ων η αίτηση, είναι γενικής μορφής και δεν εξειδικεύονται κατά κλάδο όπως προνοείται στον Κανονισμό και όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Θεοδώρου. Δεν προέβηκαν δηλαδή οι καθ'ων η αίτηση σε έρευνα για να διαπιστώσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά κλάδο και εάν θα υπήρχε η δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατά κλάδο αλλά γενικά για όλο το στράτευμα. Περαιτέρω, δεν έγινε η δέουσα έρευνα ως προς το κατά πόσο με τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή θα παρείχετο η δυνατότητα ανέλιξης κατώτερων Αξιωματικών και εάν στο σώμα στο οποίο ανήκε ο αιτητής υπήρχαν τέτοιοι κατώτεροι Αξιωματικοί. Ούτε και έγινε η δέουσα έρευνα ως προς τον αριθμό των Αξιωματικών που απαιτείτο όπως αφυπηρετήσουν. Έχουν εξεταστεί οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, χωρίς όμως να στοιχειοθετηθούν εκ των προτέρων οι γενικότεροι παράγοντες κατά τον ουσιώδη χρόνο, ώστε να μπορεί να διαπιστωθούν στο πλαίσιο του αναθεωρητικού ελέγχου οι λόγοι για τον ευδόκιμο τερματισμό του με βάση τον πιο πάνω Κανονισμό».

 

Στην παρούσα υπόθεση, κατά την επανεξέταση, στο πρακτικό της συνεδρίας του  Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων ημερομηνίας 26/4/2012, αναφέρεται ότι, για τους σκοπούς της επανεξέτασης εξετάστηκαν και αξιολογήθηκαν, οι «εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε Αξιωματικούς κατά Κλάδο» και κατά την κρίση του Συμβουλίου «οι εν λόγω εξειδικευμένες ανάγκες δεν διαφοροποιούνται στους τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων».

 

 Έγινε αναφορά στις θεσμοθετημένες θέσεις των Αξιωματικών στον Στρατό της Δημοκρατίας, όπως προβλέπονταν στον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 2005 καθώς επίσης και στους  Αξιωματικούς που υπηρετούσαν το έτος αυτό, κατά Κλάδο.  Έλαβε επίσης υπόψη του το Συμβούλιο ότι, το έτος 2005 «υπήρχε δυνατότητα προαγωγής μόνο 4 Ταγματαρχών και μικρού αριθμού Αξιωματικών βαθμού Λοχαγού και κάτω» και επισημάνθηκε ότι λόγω έλλειψης αντίστοιχων κενών θέσεων, δεν ήταν δυνατό να προαχθούν αρκετοί από τους Αξιωματικούς βαθμού Αντισυνταγματάρχη μέχρι και Ανθυπολοχαγού, οι οποίοι κατείχαν εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, κάτι που κατά την εκτίμηση του Συμβουλίου κατεδείκνυε ότι παρεμποδίζεται η δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερου βαθμού και των τριών Κλάδων του Στρατού. 

 

Με βάση δε τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο, το Συμβούλιο έκρινε ότι υπήρχε ανάγκη στο στράτευμα όπως αφυπηρετήσουν Αξιωματικοί βαθμού Υποστράτηγου, Ταξιάρχη και Συνταγματάρχη, σε αριθμό που να μην  εμποδίζεται η ομαλή λειτουργία του στρατεύματος, αλλά και να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερου βαθμού.  Με τη συγκεκριμενοποίηση δε των αφυπηρετησάντων, συγκεκριμενοποιήθηκε τόσο ο  αριθμός όσο και ποιοι θα αφυπηρετούσαν, προς συμμόρφωση προς το δεδικασμένο της Προσφυγής 460/2009 (βλ. ανωτέρω).

 

Στη βάση των πιο πάνω αναφορών του αρμοδίου οργάνου, κρίνουμε ότι, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί παραβίασης του δεδικασμένου, εφόσον διαπιστώνεται πλήρης συμμόρφωση της διοίκησης με αυτό, με τη διόρθωση των σφαλμάτων που είχαν διαπιστωθεί από το Δικαστήριο σε σχέση με την επάρκεια της έρευνας και κατ' επέκταση αιτιολογίας.

 

Αναφορικά με τις λοιπές αιτιάσεις του Εφεσείοντα, θεωρούμε ότι  η απόφαση στην Ιωάννου και Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ αρ. 80/14, ημερομηνίας 2/12/20, έχει επιλύσει οριστικά τα ζητήματα που εγείρονται στην παρούσα περίπτωση.  Στην πιο πάνω υπόθεση, όπως και στην παρούσα, είχε προηγηθεί απόφαση Δικαστηρίου και ηγέρθησαν τα ίδια με τα εδώ επίδικα ζητήματα.  Μεταφέρονται τα σχετικά αποσπάσματα της απόφασης που τυγχάνουν απόλυτης εφαρμογής στη υπό εξέταση περίπτωση και τα οποία υιοθετούνται για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης:

 

«Ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης αφορούν στον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου και λανθασμένα υιοθέτησε επ΄αυτής της πτυχής την Ηλία ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

 

Ο εφεσείων πρωτοδίκως είχε εισηγηθεί ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο, προκύπτον από την προσφυγή υπ΄αριθ.682/11.

 

Στην εν λόγω προσφυγή (απόφαση Νικολάτου Δ, ημερ.29.2.2012) αφού τίθεται η ανάγκη να εξετάζονται συγκεκριμένες πρόνοιες για τον τερματισμό ευδόκιμου υπηρεσίας δυνάμει του ως άνω Κανονισμού, το Δικαστήριο κατέληξε πως η έρευνα επί της τότε πράξης ημερ. 21.2.09 δεν ήταν επαρκής.  Επίσης θεώρησε πως ούτε η αιτιολογία συνήδε με τη Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).  Συγκεκριμένα, κρίθηκε πως δόθηκε μια γενική αιτιολογία και δεν έγινε εξειδίκευση αναγκών, ως εξηγήθηκε στη Θεοδώρου. 

 

΄Εχουμε μελετήσει τους δύο πρώτους λόγους έφεσης με την αλληλένδετη αιτιολογία και τα αντίστοιχα επιχειρήματα των δύο πλευρών.  Με όλο το σεβασμό, δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα.  Εν αντιθέσει προς την απόφαση στην προσφ.682/11, εν προκειμένω σε συνάρτηση με την υπό κρίση διοικητική πράξη, υπήρξε πλήρης και αναλυτική αιτιολογία απορρέουσα από δέουσα έρευνα.  Δεν τίθετο θέμα παραβίασης δεδικασμένου.

Εκτός από τις ειδικές συνθήκες που αφορούσαν τον ίδιο τον εφεσείοντα που επίσης αναλύθηκαν, υπήρξε πλήρης και εκτενή αιτιολογία ως προς: (α) την εν γένει κατάσταση του στρατεύματος (β) την εξειδικευμένη ανάγκη της Υπηρεσίας κατά κλάδο και (γ) της ανάγκης παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμίδων.

Σ΄αυτό λοιπόν το πλαίσιο τηρήθηκαν αφενός οι αρχές της Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας[1](ανωτέρω)αλλά και αφετέρου δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου.

 

Το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προς επίρρωση της θέσης για τη δέουσα έρευνα και αιτιολογία επικαλέστηκε την Ηλία ν. Δημοκρατίας δεν σημαίνει ότι παραβίασε το δεδικασμένο inter partes προερχόμενο από την απόφαση στην προσφυγή 682/11.

 

Η απόφαση στην προσφυγή Ηλία ν. Δημοκρατίαςη οποία επικυρώθηκε εφετειακά με την Ηλία ν. Δημοκρατίας, ΑΕ56/12,8.6.2018έδωσε το ορθό πλαίσιο άσκησης της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης του Στρατού, δυνάμει του ως άνω Κανονισμού.  Παραθέτουμε στη συνέχεια σχετικό απόσπασμα από την εφετειακή απόφαση που θέτει τα πράγματα στην ορθή τους διάσταση:

 

«Κατά τα άλλα, το Συμβούλιο κατά την επανεξέταση είχε υποχρέωση να συμμορφωθεί προς τα κριθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να προχωρήσει στη λήψη νέας απόφασης, απαλλαγμένης από τη νομική πλημμέλεια που εντοπίστηκε (βλ. Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517). Δηλαδή τη διόρθωση του σφάλματος που διαπιστώθηκε στη Θεοδώρου, το οποίο αφορούσε την παράλειψη των εφεσιβλήτων να διενεργήσουν την προβλεπόμενη από τον Κανονισμό 51(4) προκαταρκτική έρευνα και να παραθέσουν στοιχεία τα οποία να δικαιολογούν τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας των 26 αξιωματικών, μεταξύ των οποίων και του εφεσείοντα. Όπως σχετικώς είχε παρατηρηθεί από την Ολομέλεια, οι Εφεσίβλητοι αρκέστηκαν, εκεί, στην επανάληψη των προνοιών του Κανονισμού γεγονός που κατέστησε την απόφαση τους υποκείμενη σε ακύρωση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ωστόσο, από το απόσπασμα του πρακτικού που παραθέσαμε πιο πάνω, προκύπτει ότι κατά την επανεξέταση, το Συμβούλιο συμμορφώθηκε στα όσα είχαν παρατηρηθεί στην Θεοδώρου, θεραπεύοντας τις πλημμέλειες που υποδείχθηκαν. Συγκεκριμένα:-

 

Η έρευνα του Συμβουλίου αυτή τη φορά ήταν επαρκής, όπως έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, επεκτεινόμενη προς όλες τις παραμέτρους του Κανονισμού 51(4). Επί τούτου στηρίχθηκε στην έκθεση του Διοικητή της Εθνικής Φρουράς, ο οποίος ήταν και μέλος του. Η διεξαγωγή έρευνας από τον κατ' εξοχήν εμπειρογνώμονα ήταν και εύλογη και σύμφωνη με τη νομολογία, η οποία δεν επιβάλλει την διεξαγωγή της έρευνας από το ίδιο το αποφασίζον όργανο. Καθήκον και υποχρέωση του Συμβουλίου ήταν η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης, το δε κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας συνίσταται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270). Το σκεπτικό επομένως του Συμβουλίου, όπως διατυπώθηκε στο πρακτικό του έχει καλύψει όλες τις πτυχές του θέματος, συμπεριλαμβανομένης της εν γένει κατάστασης των υπηρετούντων κατά το 2005 αξιωματικών στις κατώτερες και ανώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε απόφοιτους ανώτερων σχολών για τη στελέχωση των νευραλγικών διοικητικών θέσεων και τη δυνατότητα ανέλιξης των κατώτερων αξιωματικών.

 

Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω δεν ήταν αναγκαία η αναφορά σε κάθε κλάδο ξεχωριστά, όπως εισηγείται ο εφεσείων, εφόσον με την έρευνα που προηγήθηκε προέκυψε ότι οι ανάγκες για στελέχωση των διοικήσεων και των επιτελείων μεγάλων μονάδων και σχηματισμών, καθώς και κρίσιμων θέσεων στο Υπουργείο, στις διπλωματικές αποστολές και τους Διεθνείς Οργανισμούς, κάλυπταν το σύνολο του στρατεύματος και πάνω σε αυτή τη βάση αξιολογήθηκαν. Το Συμβούλιο έκρινε επί του σημείου αυτού, ότι οι εξειδικευμένες ανάγκες κατά κλάδο, όπως αυτές επιβάλλονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί Ενόπλων Δυνάμεων και ανταπόκρισης σε μελλοντικές προκλήσεις, επέβαλλαν τη στελέχωση του στρατεύματος με προσωπικό που να έχει το υπόβαθρο παρακολούθησης των εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο και στα σύγχρονα οπλικά συστήματα, ως απόρροια της εκπαίδευσης τους στα ΑΣΕΙ και στις άλλες Σχολές. Και αυτό με παράλληλη αναφορά στην επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε περαιτέρω εξειδίκευση να ήταν υπό τις περιστάσεις πλεονασμός.

 

Επιπροσθέτως των πιο πάνω, το Συμβούλιο δεν παρέλειψε την ειδική αξιολόγηση της περίπτωσης του εφεσείοντα σ΄ ό,τι αφορά τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του, την οποίαν - όπως ευλόγως έκρινε - περιόριζε το γεγονός της μη κατοχής ακαδημαϊκών προσόντων ενώ η συνέχιση της παραμονής του στην υπηρεσία θα εμπόδιζε και την ανέλιξη άλλων ιεραρχικά κατώτερων αξιωματικών που διέθεταν υπέρτερη ακαδημαϊκή μόρφωση. Σχετικές επί του ζητήματος είναι οι Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 74, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (πιο πάνω), Σολωμού κ.ά. v. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 271, σύμφωνα με τις οποίες η έκταση και η μορφή της δέουσας έρευνας είναι συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Εξάλλου δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η κρίση της διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων είναι ανέλεγκτη όταν δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929 -1959 σελ. 227, Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων v. Περικλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 619First Elements Euroconsultants Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας. Αναθ. Έφεση Αρ. 34/12, ημερ. 15.12.17).

 

Στην παρούσα περίπτωση το Συμβούλιο έκρινε ότι, για τους λόγους που περιγράφονται με σαφήνεια στο πρακτικό του, η αποστράτευση αριθμού αξιωματικών θα καθιστούσε αποτελεσματικότερη τη λειτουργία του στρατεύματος. Από τη στιγμή που εκτίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην επίδικη απόφαση του Συμβουλίου και παρατίθενται τα κριτήρια βάσει των οποίων άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, δεν υπάρχει έδαφος για δικαστική επέμβαση».

 

Δεν θα μπορούσαμε να το θέσουμε πιο σωστά.  Τα πιο πάνω ισχύουν πλήρως και για την υπό κρίσιν περίπτωση και όσα η πλευρά του εφεσείοντα προβάλλει δεν είναι πειστικά, αφού και εδώ το σκεπτικό του Συμβουλίου όπως διατυπώθηκε στο πρακτικό κάλυψε όλες τις πτυχές του θέματος και τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε αποφοίτους Ανωτέρων Σχολών για τη στελέχωση των νευρολογικών θέσεων.  Σύμφωνα δε με το εκτενές σκεπτικό του Συμβουλίου οι εξειδικευμένες ανάγκες δεν διαφοροποιούνται στο Στρατό Ξηράς, στο Ναυτικό και στην Αεροπορία, όπως προσδιορίζονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις για τη διακλαδικότητα των ενόπλων δυνάμεων.  Το ίδιο επεξηγηματικό ήταν το σκεπτικό σε συνάρτηση με τις βαθμίδες.  Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρούμε πως:

«...το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων στην υπό κρίση περίπτωση, έθεσε στο πρακτικό του όλες τις παραμέτρους ορθής κρίσης που αποδείκνυαν ορθή έρευνα, ορθή αξιολόγηση και επαρκή αναφορά σ΄ ό,τι θα ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη, για σκοπούς ατομικής κρίσης. Βρίσκεται λοιπόν σε συμφωνία με τα αναφερθέντα στην Ανδρέας Ηλία - ανωτέρω -. Όπως ορθά εκεί καταγράφεται, η επάρκεια της έρευνας έχει αναφορά προς τα δεδομένα του θέματος, όπως είναι άλλωστε γνωστό κατά τις ευρύτερες αρχές του διοικητικού δικαίου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης ή επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (MotorwaysLtd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447Καμηλέρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατίας ν. C. CassinosConstructionsLtd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835)».».

Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.»

 

Εν προκειμένω, όπως έχει αναφερθεί, στο πρακτικό της επίδικης συνεδρίας ημερομηνίας 26.4.2012 έγινε αναφορά σε όλους τους παράγοντες που απαιτούνται να εξεταστούν στη βάση του σχετικού Κανονισμού (ανωτέρω) και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εύλογο.  Προς αποφυγή δε επαναλήψεων, για τους ίδιους πιο πάνω λόγους, όλοι οι προβληθέντες Λόγοι Έφεσης, δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.

 

Συνακόλουθα κρίνεται ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000 υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

                                                          Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο