ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 244/2019)
31 Οκτωβρίου 2023
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. NOSKOV SERGEI
2. NOSKOVA LIUBOV
Εφεσειόντων
v.
OLGA VASILYEVA
Εφεσίβλητης
------------------------------
Μ.Β. Ιωάννου, για Εφεσείοντες
Χ. Ιωάννου, για Χ.Π. Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Γ. Κυριακίδου, Δ.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.E.: Η Εφεσίβλητη αντιμετώπισε σε ιδιωτική ποινική υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού μαζί με άλλα δυο πρόσωπα 13 κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα της παράνομης εισόδου σε ξένη περιουσία, κατά παράβαση του Άρθρου 280, Κεφ. 154, (1η κατηγορία), της κλοπής, κατά παράβαση του Άρθρου 255, Κεφ. 154, (2η και 8η κατηγορίες), της κλεπταποδοχής κατά παράβαση του Άρθρου 306, Κεφ. 154, (3η και 9η κατηγορίες), της παράνομης κατοχής περιουσίας, κατά παράβαση του Άρθρου 309, Κεφ. 154, (4η και 10η κατηγορίες), της απάτης κατά παράβαση του Άρθρου 300, Κεφ. 154, (5η και 11η κατηγορίες), της εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση του Άρθρου 305, Κεφ. 154 (7η και 13η κατηγορίες), και της απόπειρας απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 298 και 366, Κεφ. 154, (6η και 12 κατηγορίες), αδικήματα που, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, έλαβαν χώρα σε διάφορες ημερομηνίες κατά την περίοδο 25.6.15-17.9.15.
Κατά την ακροαματική διαδικασία οι Παραπονούμενοι προς απόδειξη της υπόθεσης τους στηρίχθηκαν στη μαρτυρία εννέα μαρτύρων κατηγορίας. Βασική μαρτυρία προς απόδειξη της υπόθεσης αποτέλεσε η μαρτυρία του Εφεσείοντος 1 (Παραπονούμενου, Μ.Κ.2).
Η εκδοχή των Εφεσειόντων ως προέκυψε μέσω της μαρτυρίας του Εφεσείοντος 1, η οποία καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, έχει ως ακολούθως:
Ο Παραπονούμενος Εφεσείων 1 και η σύζυγος του γνώρισαν την Εφεσίβλητη το 2006 στη Ρωσία και στη συνέχεια ανέπτυξαν μαζί της στενές φιλικές σχέσεις, τέτοιες που όποτε έρχονταν στην Κύπρο για διακοπές τους φιλοξενούσε στο σπίτι της. Το Διαμέρισμα το αγόρασαν το 2012 από τον υιό της Εφεσίβλητης μέσω της μητέρας του, προς την οποία είχε χορηγήσει γενικό πληρεξούσιο έγγραφο, αντί του ποσού των €250.000. Τον Ιανουάριο του 2013 ενώ ευρίσκοντο στην Κύπρο αποφάσισαν όπως το αγορασθέν Διαμέρισμα εγγραφεί επ΄ ονόματι του ίδιου και της συζύγου του κατά ½ μερίδιο έκαστος. Προς τούτο απευθύνθηκαν στον δικηγόρο της Εφεσίβλητης κ. Ονουφρίου, ο οποίος μεταξύ άλλων ετοίμασε και το σχετικό αγοραπωλητήριο έγγραφο, ημερ. 8.2.13, στο οποίο καταγράφηκε, ως τίμημα πωλήσεως, το ποσό των €140.000.
Περαιτέρω υπέγραψαν και δύο πληρεξούσια, με τα οποία διόριζαν την Εφεσίβλητη ως αντιπρόσωπό τους προκειμένου να ενεργήσει για λογαριασμό τους ούτως ώστε το Διαμέρισμα να εγγραφεί επ΄ ονόματι τους. Τα πληρεξούσια αυτά καταρτίστηκαν στην αγγλική γλώσσα - την οποία δεν γνωρίζουν - και το περιεχόμενο τους δεν τους επεξηγήθηκε στην ολότητά του. Τον Σεπτέμβριο του 2015, διαπίστωσαν μέσω δικηγόρου ότι με αυτά καθιστούσαν την Εφεσίβλητη ως γενική πληρεξούσια αντιπρόσωπο τους στην Κύπρο, ενώ οι ίδιοι ήταν με την αντίληψη ότι την καθιστούσαν αντιπρόσωπο τους ειδικά και μόνο για τη μεταβίβαση του Διαμερίσματος επ΄ ονόματί τους. Στις 16.5.13 το Διαμέρισμα ενεγράφη επ΄ ονόματι τους. Στις 29.5.13, αγόρασαν και αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής LBT xxx, αντί του ποσού των €26.000 το οποίο ενεγράφη επ΄ ονόματι του Εφεσείοντος 1 (Μ.Κ.2).
Το τίμημα αγοράς του Διαμερίσματος ύψους €250.000 το εξόφλησαν με εμβάσματα που έκαναν από τη Ρωσία, στον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσαν στην Ελληνική Τράπεζα, στην Κύπρο, την απόλυτη διαχείριση του οποίου παραχώρησαν με την υπογραφή σχετικών εγγράφων στην Εφεσίβλητη. Συγκεκριμένα μεταξύ 14.5.13 και 3.7.14 έμβασαν στην Κύπρο το συνολικό ποσό των €600.000, από το οποίο το ποσό των €250.000 ήταν προς εξόφληση του τιμήματος αγοράς του Διαμερίσματος και το υπόλοιπο εκ €350.000 ήταν «οικονομική βοήθεια» των ιδίων προς την εφεσίβλητη. Δέχθηκε κατά την αντεξέταση του ότι και η Εφεσίβλητη είχε χορηγήσει γενικό πληρεξούσιο προς όφελος της συζύγου του δυνάμει του οποίου, η σύζυγος του, πώλησε περιουσία της Εφεσίβλητης στη Ρωσία, στις 14.5.13, αντί του ποσού των 33.500.000 ρουβλιών (€820.000), ποσό που ισχυρίστηκε πως η σύζυγος του είχε αποδώσει στην Εφεσίβλητη. Συμφώνησε επίσης πως ρωσικό Δικαστήριο εξέδωσε, στις 18.10.16, απόφαση προς όφελος της Εφεσίβλητης και εναντίον της συζύγου του για το ποσό των 13.700.000 ρουβλιών πλέον τόκους και έξοδα, που αποτελούσε μη καταβληθέν ποσό από τη σύζυγο του προς την Εφεσίβλητη από το προαναφερθέν ποσό των 33.500.000 ρουβλίων. Επικαλέστηκε άγνοια ως προς το κατά πόσον η σύζυγος του εξουσιοδότησε την Εφεσίβλητη να πωλήσει το Διαμέρισμα και το αυτοκίνητο τους για εξόφληση του εκ δικαστικής (ρωσικής) απόφασης χρέος της.
Ήταν περαιτέρω η θέση του ότι τον Ιούνιο του 2015, όταν βρίσκονταν στην Κύπρο, άλλαξαν τον κωδικό του χρηματοκιβωτίου που υπήρχε στο Διαμέρισμα και φεύγοντας για τη Ρωσία είχαν τοποθετήσει στο χρηματοκιβώτιο ό,τι αναφέρεται στις λεπτομέρειες της 2ης κατηγορίας, με μόνη διαφορά ότι στο χρηματοκιβώτιο είχαν βάλει €45.000 και όχι €47.000 (που αναφερόταν στο κατηγορητήριο). Όταν όμως στις 17.9.15 ξαναήλθαν στην Κύπρο διαπίστωσαν ότι είχε εγκατασταθεί ακόμη μία κλειδαριά στην πόρτα εισόδου του Διαμερίσματος και όταν επικοινώνησαν με την Εφεσίβλητη, αυτή τους απέστειλε μήνυμα (sms) ότι «το διαμέρισμα είναι πουλημένο, το αυτοκίνητο είναι πουλημένο» και τους προειδοποίησε να μην ενοχλήσουν την πόρτα γιατί θα είχαν πρόβλημα με την αστυνομία. Σε ό,τι δε αφορά το χρηματοκιβώτιο, ισχυρίστηκε πως αυτό ανοίχθηκε από ειδικό εφόσον μόνον ο ίδιος και η σύζυγός του γνώριζαν τον κωδικό.
Στις 17.9.15 οι Εφεσείοντες κατήγγειλαν την υπόθεση στην αστυνομία και την επομένη μετέβησαν με αστυνομικούς και την Εφεσίβλητη στο Διαμέρισμα, όπου η τελευταία τους παρέδωσε μια σακούλα με άχρηστα πράγματα λέγοντας τους ότι η ίδια και ο Γιάννης (πρώην Κατηγορούμενος 2) έβγαλαν όλα τα πράγματα και τα έβαλαν στο γκαράζ. Ο Γιάννης, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Εφεσείοντος 1, έχει δεσμό με την Εφεσίβλητη και το Διαμέρισμα μεταβιβάστηκε επ΄ ονόματί του από την Εφεσίβλητη στις 2.9.15 αντί του ποσού των €140.000, η οποία χρησιμοποίησε, για τον σκοπό αυτό, τα δύο πληρεξούσια που τής χορήγησαν οι Εφεσείοντες.
Στις 21.9.15 οι Εφεσείοντες καταχώρισαν εναντίον της Εφεσίβλητης και των πρώην συγκατηγορούμενων της την υπ΄ αρ. 3xxx/15 αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, αξιώνοντας διάφορες θεραπείες. Στο πλαίσιο δε της εν λόγω αγωγής, εκδόθηκε μονομερώς και προσωρινό διάταγμα εναντίον του πρώην συγκατηγορούμενου της Εφεσίβλητης, με το οποίο τού απαγορεύτηκε να αποξενώσει το Διαμέρισμα. Την ίδια ημέρα, οι Εφεσείοντες κατήγγειλαν την υπόθεση στο ΤΑΕ και μερικούς μήνες αργότερα, στις 2.6.16, καταχώρισαν και την επίδικη ιδιωτική ποινική υπόθεση.
Η υπόλοιπη προσφερθείσα από τους Εφεσείοντες μαρτυρία αφορούσε τις περιβάλλουσες συνθήκες της υπόθεσης (μαρτυρία Μ.Κ.1 κτηματομεσίτη), το ιδιοκτησιακό καθεστώς και το ιστορικό του Διαμερίσματος και του αυτοκινήτου, καθώς και τα διαδικαστικά θέματα που έλαβαν χώρα κατά την κάθε αγοραπωλησία με βάση τα σχετικά κυβερνητικά αρχεία (μαρτυρία λειτουργών του κτηματολογίου Μ.Κ.4, Μ.Κ.7 και Μ.Κ.8, καθώς και λειτουργού του Τμήματος Οδικών Μεταφορών Μ.Κ.3), την κατάσταση και την αξία του αυτοκινήτου τόσο κατά την αγορά του όσον και κατά τον ουσιώδη χρόνο όταν αυτό πλέον θεωρείτο ως μεταχειρισμένο (μαρτυρία από εκτιμητές αυτοκινήτων Μ.Κ.5, Μ.Κ.6 και Μ.Κ.9). Κατατέθηκαν επίσης 23 τεκμήρια.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την παρουσίαση της μαρτυρίας των Εφεσειόντων με ενδιάμεση απόφαση του, έκρινε ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν στοιχειοθετούσε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον οποιουδήποτε από τους κατηγορουμένους, με αποτέλεσμα να αθωωθούν και να απαλλαχθούν από όλες τις κατηγορίες από το στάδιο του εκ πρώτης όψεως.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ποινική Έφεση Αρ. 159/2017 (σχ. με την 160/2017), ημερ. 11.6.2019 τις οποίες κατεχώρησαν οι Παραπονούμενοι-Εφεσείοντες, επικύρωσε την αθώωση του Κατηγορούμενου 2 σε όλες τις κατηγορίες, καθώς και την αθώωση της Εφεσίβλητης στις δυο (1η και 8η κατηγορίες) από τις τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε η Εφεσίβλητη, ενώ ανέτρεψε την αθώωση της, σε σχέση με την τελευταία κατηγορία, δηλαδή αυτή της κλοπής 2η κατηγορία (παραπέμποντας την υπόθεση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για συνέχιση) με το εξής σκεπτικό:
«Έχουμε ήδη προσδιορίσει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αφορούν οι κατηγορίες 1 και 8. Παρατηρούμε καταρχάς ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι η εφεσίβλητη εισήλθε παράνομα στο Διαμέρισμα ή ότι έκλεψε το αυτοκίνητο των εφεσειόντων, τη στιγμή που οι εφεσείοντες - μεταξύ άλλων - την είχαν εξουσιοδοτήσει με γενικό πληρεξούσιο έγγραφο να πωλεί και μεταβιβάζει την κινητή και ακίνητη περιουσία που είχαν στην Κύπρο. Έπεται ότι σε σχέση με τις δύο αυτές κατηγορίες δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης, όπως ορθώς αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ωστόσο τα πράγματα με τη 2η κατηγορία είναι διαφορετικά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, το χρηματοκιβώτιο που βρισκόταν εντός του Διαμερίσματος άνοιγε μόνο με κωδικό που μόνο αυτός και η σύζυγος του γνώριζαν. Με συνεπακόλουθο να μην καλύπτεται από τα πληρεξούσια που χορήγησαν στην εφεσίβλητη. Περαιτέρω ότι σ' αυτό υπήρχαν ό, τι αναφέρεται στις λεπτομέρειες της 2ης κατηγορίας - με μόνη διαφορά σε σχέση με το ποσό των €47.000 που ήταν €45.000,00 - τα οποία χωρίς την συναίνεση των εφεσειόντων αποκτήθηκαν από το πρόσωπο που είχε πρόσβαση στο Διαμέρισμα, το οποίο δεν είναι άλλο από την εφεσίβλητη. Αποδείχτηκε επομένως εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης αναφορικά με τη 2η κατηγορία, στην οποία εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν την κάλεσε να προβάλει την Υπεράσπιση της».
Με την 2η κατηγορία καταλογίζεται στην Εφεσίβλητη ότι μεταξύ 25.6.15 και 17.9.15, εισήλθε στο Διαμέρισμα και χωρίς τη συναίνεση των Εφεσειόντων έκλεψε από το χρηματοκιβώτιο τους «€47.000.- εις μετρητά ένα κλειδί του διαμερίσματος, 2 κλειδιά αυτοκινήτου αρ. εγγραφής LBT xxx μάρκας MAZDA 6 SALOON, το πρωτότυπο έγγραφο ασφαλιστικού συμβολαίου δια το ίδιο αυτοκίνητο εις την ασφαλιστική εταιρεία AIG LIMITED το οποίο αυτοκίνητο οι παραπονούμενοι αγόρασαν καινούργιο από αντιπροσωπεία για το ποσό των €26.000.-, την πρωτότυπη απόδειξη για αγορά από την αντιπροσωπεία του αυτοκινήτου LBT xxx, 2 τηλεχειριστήρια του γκαράζ που ευρίσκετο εις το ισόγειο της πολυκατοικίας, αποδείξεις πληρωμής των κοινοχρήστων φόρων προς τις αρμόδιες αρχές παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και υδατοπρομήθειας για το διαμέρισμα πρωτότυπα έγγραφα και αποδείξεις που αφορούσαν δοσοληψίες των παραπονουμένων με την κατηγορουμένη 1 εις την Ρωσία».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνεχίζοντας την υπόθεση, μετά το στάδιο του εκ πρώτης όψεως, κάλεσε την Εφεσίβλητη σε απολογία και αφού της εξηγήθηκαν τα δικαιώματα της, αυτή επέλεξε να δώσει ανώμοτη δήλωση (βλ. Έγγραφο Α-Δ) (στην οποία αρνείται την εκδοχή των Εφεσειόντων). Δόθηκε δε, με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 9.9.19, η δυνατότητα στην Εφεσίβλητη να παρουσιάσει ως μέρος της ανώμοτης δήλωσης της, ένορκη δήλωση η οποία κατεχωρήθη στα πλαίσια της Αγωγής υπ΄ αρ. 3xxx/2015 η οποία είχε ήδη καταχωρισθεί, ως Τεκμήριο 23, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής ποινικής διαδικασίας, καθώς και τα επισυνημμένα σε αυτή έγγραφα που καταχώρησε στα πλαίσια της υπ΄ αρ. 3xxx/2015 Αγωγής, Λεμεσού που εκκρεμεί μεταξύ των μερών (Έγγραφα Α-Δ.1) τα οποία όμως δεν είχαν καταχωρηθεί ως μέρος του Τεκμηρίου 23 και δεν κάλεσε άλλη μαρτυρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε στην τελική απόφαση του ότι το επίδικο θέμα που παρέμεινε να εξεταστεί για σκοπούς της 2ης κατηγορίας, ήταν το κατά πόσον η Κατηγορούμενη, ενώ εισήλθε και παρέμεινε νόμιμα στο επίδικο διαμέρισμα, εντός του οποίου βρισκόταν το χρηματοκιβώτιο και ενώ νόμιμα μπορούσε να διαχειριστεί όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία των Παραπονουμένων στην Κύπρο και νόμιμα απέκτησε το αυτοκίνητο των Παραπονουμένων το οποίο στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας τα κλειδιά του και τα τηλεχειριστήρια του γκαράζ, νόμιμα το μετακίνησε από το διαμέρισμα και το πούλησε, έκλεψε εν τη εννοία του Άρθρου 255 Κεφ. 154, τα όσα αναφέρονται στη 2η κατηγορία ότι βρίσκονταν εντός του χρηματοκιβωτίου, ήτοι το κλειδί του διαμερίσματος, τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τα τηλεχειριστήρια του γκαράζ, διάφορα έγγραφα και €47.000 σε μετρητά. Σημειώνεται ότι η μόνη μαρτυρία που αφορούσε την κλοπή από το χρηματοκιβώτιο των εν λόγω αντικειμένων προερχόταν από τον Εφεσείοντα 1 (Παραπονούμενο Μ.Κ.2 στην πρωτόδικη διαδικασία).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την εναπομείνασα 2η κατηγορία, καθοδηγούμενο ορθά από τη νομολογία ως προς την αρχή ότι η μαρτυρία δεν πρέπει να αξιολογηθεί αποσπασματικά ή απομονωμένα παρά την αθώωση σε κάποιες κατηγορίες που αφορούσε το κατηγορητήριο αλλά στο σύνολο της (βλ. Ανδρονίκου Ιωάννης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 486) αφού προσδιόρισε τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα της υπόθεσης περιλαμβανομένου και του γεγονότος ότι η Εφεσίβλητη, αφού εισήλθε στο διαμέρισμα, άνοιξε με κάποιο τρόπο το χρηματοκιβώτιο και πήρε από μέσα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και τα τηλεχειριστήρια του γκαράζ, έστρεψε την προσοχή του στην εκδοχή των Παραπονουμένων ότι αυτοί ουδέποτε ενημέρωσαν την Εφεσίβλητη για τον νέο κωδικό του χρηματοκιβωτίου κάτι το οποίο αμφισβητούσε η υπεράσπιση της Εφεσίβλητης και ουδέποτε συναίνεσαν στο να αποκτήσει τα όσα υπήρχαν σε αυτό, και ότι τα γενικά πληρεξούσια που υπέγραψαν για διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας από την Εφεσίβλητη εξασφαλίστηκαν από αυτή με απάτη και δόλο.
Αξιολογώντας την προσφερθείσα επί του πιο πάνω σημείου μαρτυρία του Εφεσείοντος 1, απέρριψε την εκδοχή των Παραπονουμένων αφού επεσήμανε ότι οι ισχυρισμοί του Μ.Κ.2 σε σχέση με το ύψος του, κατ΄ ισχυρισμό, κλαπέντος ποσού, καθώς και η προέλευση του ήταν αντιφατικοί. Ενώ κατά την κυρίως εξέταση του ο Παραπονούμενος προσδιόρισε το ύψος του κλαπέντος ποσού σε €47.000 και την προέλευση του από σταδιακή συσσώρευση χρημάτων που ανήκαν στους Παραπονούμενους, κατά την αντεξέταση του διαφοροποίησε το ύψος του σε €45.000 και την προέλευση του από ανάληψη μετρητών από δική του τραπεζική κάρτα μέσω ΑΤΜ χωρίς να προσκομίσει προς τούτο κάποια απόδειξη, ενώ αυτό ήταν εφικτό μέσω του τραπεζικού του λογαριασμού. Περαιτέρω, με δεδομένο, ως διεφάνη κατά την αντεξέταση του Παραπονούμενου, ότι η σχέση των Παραπονουμένων με την Εφεσίβλητη δεν περιοριζόταν μόνο στην αγορά του διαμερίσματος, ως η αρχική του θέση (κατά την κυρίως εξέταση του), αλλά επεκτεινόταν σε σωρεία συμφωνιών και δοσοληψιών για τις αντίστοιχες περιουσίες τους σε Κύπρο και Ρωσία, καθώς και το γεγονός ότι δυο γενικά πληρεξούσια που είχαν δοθεί από τους Παραπονούμενους προς την Κατηγορούμενη Εφεσίβλητη που αφορούσαν την διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους στην Κύπρο, η εγκυρότητα των οποίων δεν προσβάλλετο, μέσω των κατηγοριών που αντιμετώπιζε η Εφεσίβλητη, πληρεξούσια τα οποία ετοιμάστηκαν από το δικηγόρο που οι ίδιοι είχαν διορίσει, απέρριψε τη θέση του ότι τα πληρεξούσια που είχαν δοθεί στην Εφεσίβλητη από τον ίδιο και τη σύζυγο του εξασφαλίστηκαν με απάτη και δόλο. Απορρίπτοντας την εκδοχή των Παραπονουμένων ανέφερε ότι αυτή δεν μπορούσε σε κανένα σημείο να θεωρηθεί ασφαλής και αξιόπιστη ώστε το Δικαστήριο να μπορούσε να προέβαινε σε ευρήματα.
Αξιολογώντας περαιτέρω τις θέσεις που προέβαλε η Εφεσίβλητη μέσω της ανώμοτης δήλωσης (Έγγραφα Α-Δ) και των Εγγράφων (Έγγραφο Α έως Δ.1) στην ανώμοτη της κατάθεση, δεν έδωσε σ΄ αυτή καμία βαρύτητα ούτε στα, μέσω αυτής, κατατεθέντα έγγραφα, λόγω του ότι δεν υπεδείχθησαν στον Παραπονούμενο κατά την αντεξέταση του. Τέλος, αφού υπεισήλθε στη νομική πτυχή του αδικήματος της κλοπής, έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η κατηγορία της κλοπής (2η κατηγορία) και αθώωσε την Εφεσίβλητη σε αυτή.
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν με τέσσερεις λόγους Έφεσης την αθώωση της Εφεσίβλητης στην κατηγορία της κλοπής. Ο κάθε ένας από τους λόγους έφεσης περιλαμβάνει εκτεταμένη αιτιολογία. Επειδή όμως αρκετά τμήματα των λόγων έφεσης συμπλέκονται, αυτοί θα εξεταστούν μαζί. Με δεδομένο όμως ότι η μόνη μαρτυρία που αφορούσε την κλοπή από το χρηματοκιβώτιο προερχόταν από τον Παραπονούμενο Εφεσείοντα 1 (Μ.Κ.2) ο οποίος κρίθηκε αναξιόπιστος, οι λόγοι έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης θα πρέπει να εξεταστούν σε συνάρτηση με την εφαρμογή του Άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 το οποίο οριοθετεί το δικαίωμα καταχώρησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης και κατ΄ επέκταση του ζητήματος δικαιοδοσίας να επιληφθούμε αυτών. Το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:
«137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται-
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικατήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων
(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας».
Η εμβέλεια του Άρθρου 137 του Κεφ. 155, έχει αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων, αναφορά στις οποίες γίνεται μεταξύ άλλων, στην Corina Snacks Limited v. Ορφανίδη, Ποιν. Έφ. Αρ. 212/2015, ημερ. 29.5.2018, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το εν λόγω άρθρο έχει ερμηνευθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις οποίες οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν, με τις οποίες το κριτήριο που διέπει το επιτρεπτό έφεσης στα πλαίσια του άρθρου αυτού καθορίστηκε με αναφορά στη διάκριση μεταξύ ευρημάτων επί γεγονότων (πρωτογενή ευρήματα) και συμπερασμάτων από τα διαπιστωθέντα γεγονότα (δευτερογενή ευρήματα), έτσι ώστε να μην παρέχεται δυνατότητα έφεσης προς αμφισβήτηση πρωτογενών ευρημάτων, αλλά σε σχέση με θέματα που ουσιαστικά εγείρουν νομικό σημείο προς εξέταση. Ο όρος «νομικό σημείο» σ'αυτά τα πλαίσια δεν έχει εξαντλητικό ορισμό, αλλά οπωσδήποτε δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις επί των γεγονότων, εκτός εάν αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο. Η έννοια δε του «νομικού σημείου» περιλαμβάνει και την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί και ειδικότερα εκτίμηση περί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων. Η εμβέλεια του άρθρου 137(1)(α) περιλαμβάνει και δικαστική ενέργεια, χωρίς μαρτυρία, αλλά και λανθασμένη αποδοχή ή απόρριψη αποδεικτικού υλικού. Οπωσδήποτε όμως, η συγκεκαλυμμένη αμφισβήτηση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ευρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου 137. Τέλος, η νομολογία υποδεικνύει πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει ο Νόμος».
Προκύπτει από τις ανωτέρω πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α) και τη νομολογία ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από αθωωτική απόφαση περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Δεν επιτρέπεται λόγος έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, ούτε η προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων (βλ. Attorney - General v. Schizas (1983) 2 C.L.R. 328, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.ά. (2010) 2 Α.Α.Δ. 94).
Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (ανωτέρω) στις σελίδες 125-126:
«Είναι θεμελιωμένο πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης προς επανάκριση, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων. Κατά την εξέταση του θέματος, για να αντλήσουμε τα βασικά από τη νομολογία μας, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως, βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου. Το οποίο, στην ουσία, εισάγει τη δυνατότητα έφεσης επί θεμάτων που ουσιαστικά ενέχουν νομικό σημείο, ώστε η διαπίστωση γεγονότος στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή θέματος σχετικού προς αυτή να αποκλείεται».
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρίστου, Ποιν. Έφ. Αρ. 20/2015, ημερ. 28.9.2017 αναφέρονται και τα ακόλουθα ως προς την εμβέλεια του Άρθρου 137(1)(α):
«Το προαναφερθέν άρθρο είναι δικαιοδοτικό. Όπως ήδη λέχθηκε, οι πρόνοιές του θέτουν, κατά τρόπο αυστηρό, περιορισμό στο δικαίωμα καταχώρησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης. Οι υπό αναφορά διατάξεις συνιστούν νομοθετική παρεμβολή πλήρως εναρμονισμένη με τη θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές. Αρχή η οποία ενσωματώνεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Άρθρο 12.2, και συνιστά ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας του ατόμου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 152).»
Και πιο κάτω αναφέρονται και τα ακόλουθα:
«Όπως έχει κατ' επανάληψη τονισθεί στη νομολογία: Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του δικαστηρίου. Ο όρος «γεγονότα» (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο «μαρτυρία» (evidence) υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το δικαστήριο ως υπαρκτά (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (πιο πάνω)). Αν διδόταν ευρεία ερμηνεία γενικά στο άρθρο και ειδικά στον όρο «γεγονότα», ώστε στην ουσία, να περιλαμβάνει και μαρτυρία, τότε κάθε λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας θα ενέπιπτε στην αρχή της πλημμελούς εφαρμογής του νόμου, οδηγώντας σε απεριόριστο δικαίωμα έφεσης για οποιοδήποτε θέμα».
Επανερχόμενοι στους λόγους Έφεσης και μελετώντας την αιτιολογία τους αδυνατούμε να εντοπίσουμε το νομικό ζήτημα που επιδιώκουν να θίξουν οι Εφεσείοντες. Με τον πρώτο λόγο Έφεσης που αφορά ισχυρισμό περί αντικανονικότητας στη διαδικασία, ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη άσχετα με την κατηγορία θέματα, που αφορούν διαδικασίες Ρωσικών Δικαστηρίων και Αγωγής των Εφεσειόντων εναντίον της Εφεσίβλητης. Περαιτέρω, ότι παραγνώρισε τις αναφορές του Εφεσείοντα 1 ότι παραβιάστηκε το διαμέρισμα των Εφεσειόντων, καθώς και ρητή παραδοχή της Εφεσίβλητης ότι άνοιξε το χρηματοκιβώτιο, καθώς και αντιφατική υποβολή συνηγόρου της Εφεσίβλητης σε σχέση με την μεταβίβαση του αυτοκινήτου από την θέση της Κατηγορούμενης στην ανώμοτη δήλωση της. Επιπρόσθετα, ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε πληρεξούσια έγγραφα γιατί ήταν ένα θέμα που θα εξετάζετο στα πλαίσια αστικής διαδικασίας και εσφαλμένα δεν πίστεψε τον Παραπονούμενο λόγω επιτυχίας αξιώσεων της Εφεσίβλητης ενώπιον Ρωσικών Δικαστηρίων και κακώς προκειμένου να μην τον πιστέψει προέβη σε εκτενή αναφορά στο θέμα των πληρεξουσίων.
Είναι ξεκάθαρο από την πιο πάνω αιτιολογία του πρώτου Λόγου Έφεσης, καθώς και των όσων αναπτύχθηκαν στο Διάγραμμα και επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου, ότι τα θέματα τα οποία προσδιορίζονται από τους Εφεσείοντες ως άσχετα, όπως οι διαδικασίες Ρωσικών Δικαστηρίων, η εκκρεμούσα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού Πολιτική Αγωγή καθώς και τα γενικά πληρεξούσια δεν αφορούν ζητήματα αντικανονικότητας της διαδικασίας, αλλά μέρος του μαρτυρικού υλικού το οποίο αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το ότι η απόφαση του Ρωσικού Δικαστηρίου κατατέθηκε όχι για την αλήθεια του περιεχομένου της δεν εμπόδιζε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αναφερθεί στο αποτέλεσμα της ήτοι στην ύπαρξη της, ιδιαίτερα σε συνάρτηση με την αξιοπιστία του Παραπονουμένου αφού ήταν και ο λόγος κατάθεσης της. Περαιτέρω σημειώνουμε ότι το κλητήριο ένταλμα, η έκθεση απαίτησης καθώς και οι ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν στα πλαίσια της, υπό αναφορά, Αγωγής, κατατέθηκαν από τους Εφεσείοντες στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας, ως τεκμήρια, τα οποία ήταν μέρος του μαρτυρικού υλικού που ορθά αξιολογήθηκε. Επιπρόσθετα, τα αναφερθέντα από τον Εφεσείοντα 1 (Μ.Κ.2 πρωτοδίκως) αξιολογήθηκαν και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο. Οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων αποτελούν αμφισβήτηση ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί πρωτογενών γεγονότων και συγκεκαλυμμένη προσπάθεια αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του Άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155.
Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφήρμοσε πλημμελώς τον νόμο και τη νομολογία ως προς τα αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης της μαρτυρίας. Υποστηρίχθηκε αόριστα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν εφήρμοσε νομολογιακές αρχές αξιολόγησης παρέλειψε να λάβει υπόψη του τις αντίθετες εκδοχές της Εφεσίβλητης σε σχέση με τον λόγο που άνοιξε το χρηματοκιβώτιο και να αξιολογήσει ορθά τη μαρτυρία των Μ.Κ.5 και Μ.Κ.3 ως προς την αγορά του επίδικου οχήματος. Παρέλειψε επίσης να αξιολογήσει ορθά και το γεγονός ότι είχε ήδη μεταβιβαστεί το εν λόγω όχημα στο όνομα τρίτου προσώπου πράγμα που υποδείκνυε ότι οι αναφορές της Εφεσίβλητης στην ανώμοτη της δήλωση ότι άνοιξε το χρηματοκιβώτιο για να πάρει τα κλειδιά ήταν ψέμα. Τέλος ισχυρίζονται ότι λανθασμένα απέκλεισε τη μαρτυρία του Παραπονούμενου.
Προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση ότι αξιολογήθηκε η μαρτυρία στο σύνολο της, καταλήγοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο στα συμπεράσματα του. Δεν υπάρχει παράλειψη αξιολόγησης της, πρωτοδίκως προσφερθείσας, μαρτυρίας. Περαιτέρω διαπιστώνεται ότι αξιολογώντας την ανώμοτη δήλωση της Εφεσίβλητης Κατηγορουμένης δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτήν. Ενόψει του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολο της τα όσα υποστηρίχθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων δεν εμπίπτουν σε πλημμελή εφαρμογή του Νόμου ως προς τα αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης αλλά παραπέμπουν επίσης ανεπίτρεπτα σε προσπάθεια αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων του Δικαστηρίου πρωτοδίκως.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας ευλόγως μπορούσε το Δικαστήριο να διαπιστώσει γεγονός το οποίο οδηγούσε σε αθώωση. Υποστηρίχθηκε μέσω της αιτιολογίας και επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του ότι το Εφετείο έκρινε τελεσίδικα ότι δεν ήταν παράνομη ούτε η είσοδος ούτε η παραμονή της Κατηγορουμένης στο διαμέρισμα εντός του οποίου βρισκόταν το χρηματοκιβώτιο αλλά ούτε και η απόκτηση, μετακίνηση και πώληση από την τελευταία του αυτοκινήτου των Παραπονουμένων.
Σημειώνουμε ότι η διατύπωση του, υπό αναφορά, λόγου έφεσης δεν συνάδει με την αιτιολογία αυτού. Παρά την πιο πάνω διαπίστωση, ακόμη και αν ο λόγος αυτός ήταν ορθά διατυπωμένος, προκύπτει από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ποινική Έφεση Αρ. 159/2017 (σχ. με την 160/2017), ημερ. 11.6.2019 ότι επιβεβαιώθηκε η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αθώωση της Εφεσίβλητης στις κατηγορίες 1 και 8 που αντιμετώπιζε και αφορούσαν παράνομη είσοδο της στο επίδικο διαμέρισμα καθώς και την κλοπή του επίδικου οχήματος ως ακολούθως:
«Παρατηρούμε καταρχάς ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι η εφεσίβλητη εισήλθε παράνομα στο Διαμέρισμα ή ότι έκλεψε το αυτοκίνητο των εφεσειόντων, τη στιγμή που οι εφεσείοντες - μεταξύ άλλων - την είχαν εξουσιοδοτήσει με γενικό πληρεξούσιο έγγραφο να πωλεί και μεταβιβάζει την κινητή και ακίνητη περιουσία που είχαν στην Κύπρο. Έπεται ότι σε σχέση με τις δύο αυτές κατηγορίες δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εφεσίβλητης, όπως ορθώς αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο».
Είναι ξεκάθαρο από τα πιο πάνω ότι υπήρξε απόφαση του Εφετείου για τις κατηγορίες που αφορούσαν την παράνομη είσοδο και την κλοπή του αυτοκινήτου (κατηγορίες 1 και 8) στην Ποινική Έφεση Αρ. 159/2017 (σχ. με την 160/2017), ημερ. 11.6.2019, ως προς τα υποστηρικτικά γεγονότα που τις αφορούσαν, τα οποία δεν διαφοροποιήθηκαν από την προσαχθείσα μαρτυρία μέχρι το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας και ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι η παράνομη είσοδος και η κλοπή του επίδικου οχήματος είχαν ήδη κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο τελεσίδικα. Μετά την αθώωση της Εφεσίβλητης σ΄ αυτές τις κατηγορίες δεν υπήρχε δυνατότητα ενασχόλησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τα υποστηρικτικά, σε αυτές, γεγονότα που αφορούσαν τις εν λόγω κατηγορίες ούτε δυνατότητα έκδοσης αντιφατικού συμπεράσματος ως προς την αθώωση της Εφεσίβλητης αναφορικά με την είσοδο και κλοπή του επίδικου οχήματος. Ενόψει των πιο πάνω τα όσα αναφέρονται ως παραλείψεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ευσταθούν. Περαιτέρω, διαπιστώνεται μέσω του λόγου αυτού συγκεκαλυμμένη προσπάθεια αμφισβήτησης της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο η οποία ως έχει επισημανθεί ανωτέρω δεν μπορεί να ελεγχθεί κατ΄ έφεση.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι ίδιοι καθώς και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν με την αιτιολογία ότι, αντί να αξιολογήσει τη μαρτυρία των μαρτύρων που παρουσιάστηκαν, καθώς και το περιεχόμενο των τεκμηρίων, έλαβε υπόψη άσχετα θέματα και επενέβη σε δικαιοδοσίες Ρωσικών Δικαστηρίων και Αγωγής που εκκρεμούσε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Επίσης, ο τελευταίος λόγος έφεσης παραπέμπει σε ζητήματα που αφορούν αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ως ανωτέρω έχουμε επισημάνει δεν εντοπίζεται στην πρωτόδικη απόφαση αποκλεισμός μαρτυρίας των Παραπονουμένων. Προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την προσφερθείσα μαρτυρία επισταμένα. Αξιολόγησε σε βάθος τη μαρτυρία του Παραπονουμένου (Μ.Κ.2) την οποία απέρριψε αιτιολογώντας την απόφαση του. Δεν έλαβε υπόψη άσχετα ζητήματα αλλά ζητήματα που αφορούσαν τις δοσοληψίες των διαδίκων άκρως σχετικές με το κατηγορητήριο που αντιμετώπιζε η Εφεσίβλητη. Με την απόρριψη της εκδοχής των Εφεσειόντων παρέμειναν ως αξιολογικά στοιχεία τα γενικά πληρεξούσια που είχαν υπογράψει οι Εφεσείοντες. Επιπρόσθετα, δεν διαπιστώνεται από την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε διαδικασία Ρωσικών Δικαστηρίων ή της Αγωγής που εκκρεμεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού μεταξύ των διαδίκων οποιαδήποτε επέμβαση του σ΄ αυτές, αλλά αναφορά στις διαφορές των διαδίκων που αναδεικνύονται μέσω αυτών.
Ως εκ των ανωτέρω, ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155 και δεν μπορούν να εξεταστούν κατ΄ έφεση.
Είναι περαιτέρω ισχυρισμός των Εφεσειόντων μέσω μέρους του πρώτου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντικανονικά επέτρεψε στην Εφεσίβλητη να παρουσιάσει, ως μέρος της ανώμοτης δήλωσης της, την ένορκη δήλωση και τα επισυνημμένα σ΄ αυτήν έγγραφα, παραλείποντας να λάβει υπόψη τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την άσκηση τέτοιου δικαιώματος, και ότι στηρίχθηκε σε άσχετες αλλοδαπές αποφάσεις. Παραπονούνται επίσης σε σχέση με την ανώμοτη δήλωση της Εφεσίβλητης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσδιόρισε τα γεγονότα τα οποία έπρεπε να λάβει υπόψη σε σχέση με αυτήν και την βαρύτητα που θα πρέπει να προσδώσει καθώς και ότι παρέλειψε να κρίνει κατά πόσο αυτή ήταν πειστική ή όχι.
Αυτό το μέρος της αιτιολογίας του πρώτου λόγου έφεσης αν και εμπίπτει θεωρητικά στα πλαίσια αντικανονικότητας της πρωτόδικης διαδικασίας, παρατηρούμε ότι τυχόν επιτυχία του δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίδραση στο αποτέλεσμα της αθώωσης της Εφεσίβλητης, με δεδομένο ότι η ένορκος δήλωση και τα επισυναπτόμενα σ΄ αυτήν έγγραφα, καταχωρήθηκαν ως μέρος της ανώμοτης δήλωσης της Εφεσίβλητης και όχι ως μαρτυρία ή κανονικά τεκμήρια σε δίκη. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι η ένορκος δήλωση της Εφεσίβλητης προϋπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου αφού είχε ήδη κατατεθεί από τους Εφεσείοντες ως Τεκμήριο 23 στην υπόθεση και μπορούσε να γίνει αναφορά σε αυτήν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως μέρος του μαρτυρικού υλικού. Η κατάθεση των επισυναπτόμενων σε αυτήν εγγράφων, ως μέρος της ανώμοτης κατάθεσης της Εφεσίβλητης, δεν είχε οποιεσδήποτε ορατές συνέπειες στην υπόθεση των Εφεσειόντων, ούτε μπορούσε να επηρεάσει τη διαδικασία δεδομένου ότι ουδεμία βαρύτητα δόθηκε στα όσα κατεχωρήθηκαν στα πλαίσια της ανώμοτης δήλωσης της Εφεσίβλητης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε επηρέασε με οποιονδήποτε τρόπο την κατάληξη του Δικαστηρίου. Ως εκ των ανωτέρω, η περαιτέρω ενασχόληση μας με το λόγο αυτό, μόνο ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος θα ήταν πράγμα που δεν εξυπηρετεί σε οτιδήποτε. Κατά συνέπεια ούτε ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Ως εκ των ανωτέρω η Έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα συν Φ.Π.Α. υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων.
X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.
Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.Ε.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.Ε.