ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 192/21)
31 Οκτωβρίου 2023
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΔΡΟΣ ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ
Εφεσείων
‑ v ‑
1. ΒΑΓΙΑΝΟΣ & ΠΡΟΜΑΧΩΝΑΣ ΛΤΔ
2. ΑΝΤΩΝΗ ΒΑΓΙΑΝΟΥ
Εφεσιβλήτων
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Ν. Τσαρδελλής με Α. Αντωνέλλο για Η. Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα
Ε. Ευαγγέλου για Θ. Θωμά και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.: Με τον μοναδικό λόγο έφεσης ο οποίος εν τέλει προωθήθηκε, ήτοι τον πρώτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων προβάλλει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας λανθασμένα κατέληξε ότι δεν είχε συντελεστεί η έκδοση της επίμαχης επιταγής και ότι ελλείπει το πρώτο συστατικό στοιχείο του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, με αποτέλεσμα να αθωώσει τους Κατηγορούμενους 1 και 2 (Εφεσίβλητους).
Τα πρωτογενή γεγονότα ήταν ότι ο Εφεσίβλητος 2 είχε, κατόπιν εξουσιοδότησης μεσολαβήσει για την πώληση ενός διαμερίσματος κάποιου πελάτη του νυν Εφεσείοντος δικηγόρου, ένεκα της οποίας συναλλαγής, όταν αποκαλύφθηκε η είσπραξη του τιμήματος πώλησης, εξέδωσε μέσω μιας άλλης εταιρείας του, επ' ονόματι Κτηματομεσιτικά Προμαχώνας Λτδ, μεταχρονολογημένη επιταγή ύψους €59.000. Αυτή η επιταγή επιστράφηκε ανεξαργύρωτη από την τράπεζα οπότε καταχωρίστηκε μια πρώτη ποινική υπόθεση (4413/13). Στις 4.6.15 αυτή η πρώτη υπόθεση απεσύρθη αφού ο Εφεσίβλητος 2 μέσω άλλης εταιρείας στην οποία είναι διευθυντής επίσης, ήτοι της Βαγιανός & Προμαχώνας Λτδ κατέβαλε κάποια μετρητά και περαιτέρω για το υπόλοιπο παρέδωσε νέα επιταγή ύψους €44.000 πληρωτέα στις 4.9.15. Ούτε όμως αυτή εξαργυρώθηκε αφού η τράπεζα την επέστρεψε απλήρωτη με την ένδειξη «Drawer's signature missing or insufficient authority». Πρόκειται για την επιταγή για την οποία καταχωρίστηκε η δεύτερη υπόθεση, στην οποία και αφορά η παρούσα έφεση.
Η μαρτυρία και το αντίστοιχο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι ως είχε δηλωθεί στην τράπεζα για σκοπούς έκδοσης επιταγών απαιτούντο οι υπογραφές τόσο του Εφεσίβλητου 2 όσο και ακόμα ενός προσώπου, ήτοι του κατηγορουμένου 3 στην υπόθεση, ο οποίος είχε απαλλαγεί κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο. Η θέση του Εφεσείοντος ήταν ότι κατά την έκδοση της επιταγής ο Εφεσίβλητος 2 είχε διαβεβαιώσει πως ήταν διευθυντής της Εφεσίβλητης 1 και εξουσιοδοτημένος να υπογράψει την επιταγή εκ μέρους της. Εξ ου και είχαν συμπεριληφθεί κατηγορίες για εξασφάλιση πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις (κατηγορίες 6, 7), καθώς και συνωμοσίας προς καταδολίευση (κατηγορία 8) όταν αργότερα είχε επιστραφεί απλήρωτη η επιταγή λόγω απουσίας υπογραφής ή ανεπαρκούς εξουσιοδότησης. Σχετική μαρτυρία για τις διαβεβαιώσεις του Εφεσίβλητου 2 είχε δώσει εργοδοτούμενος δικηγόρος στο γραφείο του Εφεσείοντος, η οποία και είχε επίσης γίνει δεκτή. Οι κατηγορίες 6 και 7 όμως απερρίφθησαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρότι δέχθηκε την ύπαρξη ψευδών παραστάσεων, επειδή κρίθηκε πως αφού η επιταγή δόθηκε για την απόσυρση υπόθεσης δεν θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συνιστά εξασφάλιση πίστωσης. Ο σχετικός με τα ζητήματα αυτά δεύτερος λόγος έφεσης έχει αποσυρθεί και δεν κρίνουμε αναγκαία οποιαδήποτε εξέταση του θέματος. Η κατηγορία 8 απερρίφθη επί τω ότι στη βάση της υπόθεσης Ερωτοκρίτου κ.ά v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 53/2017, ημερ. 15.12.17, ECLI:CY:AD:2017:B465, δεν θα μπορούσε να υπάρξει συνωμοσία μιας εταιρείας με τον ένα και μοναδικό διευθυντή της, θέμα το οποίο επίσης (ορθώς) δεν προσβάλλεται.
Με την έφεση εγείρεται ζήτημα μόνο σε σχέση με το αδίκημα της πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής (κατηγορία 1) για το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «με την υπογραφή μόνο από τον Κατηγορούμενο 2 και όχι και από τον Κατηγορούμενο 3 ως απαιτείτο, δεν έχει συντελεστεί η έκδοση της επιταγής με αποτέλεσμα να ελλείπει το πρώτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας» (δηλαδή της «έκδοσης επιταγής»).
Η έφεση λοιπόν προωθείται πλέον μόνον εναντίον της ως άνω κατάληξης. Ο Εφεσείων προβάλλει ότι αυτή είναι λανθασμένη διότι το συστατικό στοιχείο της έκδοσης επιταγής συντελείται με την υπογραφή της από πρόσωπο το οποίο είναι εξουσιοδοτημένο να υπογράψει την εν λόγω επιταγή ανεξαρτήτως αν ο δικαιούχος του λογαριασμού κατά το άνοιγμά του καθόρισε ότι οι επιταγές είναι πληρωτέες μόνον όταν φέρουν την υπογραφή όλων των εξουσιοδοτημένων στην αίτηση προσώπων, όπως είχε γίνει στην παρούσα. Σύμφωνα με την εισήγηση, η επίδικη επιταγή έφερε επί του σώματός της όλα τα εκ του Νόμου απαιτούμενα «εξωτερικά γνωρίσματα» και συγκεκριμένα: (i) γραπτή εντολή της εταιρείας προς την τράπεζα, (ii) υπογραφή από τον Εφεσίβλητο 2 ως το αποκλειστικά φερόμενο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο της Εφεσίβλητης 1, στην παρουσία του Μ.Κ.1, (iii) εντολή για πληρωμή καθορισμένου ποσού, (iv) εκδόθηκε επί φυσικού προσώπου και (v) ήταν πληρωτέα σε μεταγενέστερο χρόνο.
Είναι προφανές ότι τα πιο πάνω πέντε στοιχεία παραπέμπουν στο ερμηνευτικό Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικος και στον παρατιθέμενο εκεί σχετικό ορισμό, της «επιταγής». Είναι επίσης γεγονός πως, σύμφωνα με τον εν λόγω ορισμό, «επιταγή» σημαίνει πρωτίστως γραπτή εντολή του εκδότη προς τράπεζα για πληρωμή καθορισμένου ποσού σε άλλον. Απαραίτητη προϋπόθεση συνεπώς για την ύπαρξη επιταγής είναι η υπογραφή της από τον εκδότη ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Παυλόπουλος v. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261, στις περιπτώσεις επιταγών εταιρείας, εκδότης είναι η ίδια η εταιρεία και όχι ο διευθυντής ή σύμβουλός της ο οποίος υπογράφει την επιταγή και ο οποίος γενικά θεωρείται ως αντιπρόσωπος της εταιρείας. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι μια εταιρεία (ή και άλλο νομικό πρόσωπο) εκδίδει επιταγή διά της υπογραφής εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου της. Τέτοια ήταν η περίπτωση της συζύγου του εκτελεστικού συμβούλου εταιρείας στην υπόθεση Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ v. Ορφανίδης (2015) 2(Β) Α.Α.Δ. 721. Σε ποινικές δε υποθέσεις εν σχέσει με επιταγές ο κατήγορος οφείλει να αποδείξει την πατρότητα της επιταγής και δη ότι είναι ο κατηγορούμενος αυτός ο οποίος την έχει εκδώσει (Χ"Iωάννου v. Δημητρίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 62). Αυτό βέβαια ισχύει και στην περίπτωση που κατηγορούμενη είναι κάποια εταιρεία (Βούρα v. Ανδρέα, Λουκά, Ματθαίου (Α. Λ. M.) Γενικές Μεταφορές Λτδ (2003) 2 Α.Α.Δ 135).
Ο Εφεσείων, με παραπομπή στο σύγγραμμα Τραπεζική Επιταγή, Χ. Λουκά, 2η έκδοση, 2006, σελ. 389, προβάλλει ότι από τη στιγμή που η επίδικη επιταγή έφερε μια υπογραφή και ανεξαρτήτως εάν η Εφεσίβλητη 1 εταιρεία είχε καθορίσει δύο αντιπροσώπους προς υπογραφή των επιταγών της, είναι αδιάφορο το ότι η επίδικη επιταγή δεν έφερε την υπογραφή και του έτερου εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου της. Με όλο τον σεβασμό διευκρινίζουμε ότι στο εν λόγω σύγγραμμα δεν υποστηρίζεται τέτοια θέση αλλά μάλλον η αντίθετη αφού αναφέρεται (στη σελ. 389): «Σίγουρα η μη υπογραφή του εκδότη, δεν καθιστά το έγγραφο επιταγή».
Αλλά ούτε και η θέση ότι επειδή υπήρχαν όλα τα «εξωτερικά γνωρίσματα επιταγής» (ήτοι μια υπογραφή, ποσό κ.λπ) είναι αποδεκτό ότι ισοδυναμεί με έκδοση επιταγής από την εταιρεία της οποίας εμφαίνεται το όνομα στον χώρο υπογραφής εκδότη. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως ακόμα και στην περίπτωση πλαστογραφίας ή μη εξουσιοδοτημένης υπογραφής θα υπήρχε έκδοση επιταγής δεδομένου ότι θα υπήρχαν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενώ βάσει του Άρθρου 24 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262 (το οποίο άρθρο τυγχάνει εφαρμογής και σε επιταγές βάσει του άρθρου 73) «... η πλαστογραφημένη ή η μη εξουσιοδοτημένη υπογραφή είναι εξ ολοκλήρου ανενεργή» (βλ. και Byles on Bills on Exchange, 26η έκδοση, σελ. 14: «The forgery of a signature on a bill is not a signature at all; It is a nullity»).
Κατά τη γνώμη μας, συνάγεται αβίαστα από τα πιο πάνω ότι η υπογραφή από οποιοδήποτε μη δεόντως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο δεν συνιστά έγκυρη και νόμιμη έκδοση επιταγής εν τη εννοία του Ποινικού Κώδικα και του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262. Το ζήτημα στην παρούσα περίπτωση δεν είναι το εάν ο Εφεσίβλητος 2 είχε ο ίδιος την εξουσιοδότηση να υπογράψει επιταγή εκ μέρους της εταιρείας αλλά το κατά πόσον, όχι μόνον η υπογραφή αλλά και η παράδοσή της, χωρίς αυτή η επιταγή να φέρει τη δεύτερη εξουσιοδοτημένη και απαραίτητη υπογραφή, συνιστά έκδοση εκ μέρους της εταιρείας.
Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, «έκδοση» σημαίνει «την πρώτη παράδοση συναλλαγματικής, γραμματίου ή επιταγής, συμπληρωμένης κατά τύπο σε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει αυτή «ως κάτοχος» (βλ. Πέτρος Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387). Όταν η επιταγή εκδίδεται από εταιρεία, εκδότης της επιταγής είναι η εταιρεία και όχι ο διευθυντής ή διευθυντές που υπογράφουν ως εξουσιοδοτημένοι σύμβουλοι, οι οποίοι θεωρούνται ως αντιπρόσωποι της εταιρείας νοουμένου ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένοι από το διοικητικό συμβούλιο να υπογράφουν εκ μέρους της εταιρείας (βλ. Τραπεζική Επιταγή του Χ. Λουκά, Τόμος 1, παρ. 91, σελ. 227-229). Εάν φερ' ειπείν μια εταιρεία έχει δυο διοικητικούς σύμβουλους και η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου προβλέπει ότι για να εκδοθεί επιταγή από την εταιρεία θα πρέπει να φέρει την υπογραφή και των δυο, τότε σε περίπτωση θανάτου του ενός, ο επιζών σύμβουλος δεν μπορεί να υπογράφει επιταγές της εταιρείας και θα πρέπει να προχωρήσει σε έκτακτη συνέλευση με σκοπό τον διορισμό νέου συμβούλου (βλ. Τραπεζική Επιταγή του Χ. Λουκά, Τόμος 1, παρ. 92, σελ. 230, 231).
Η άποψή μας είναι ότι μια τέτοια υπογραφή επιταγής, μόνο από τον ίδιο τον Εφεσίβλητο 2 δηλαδή, ήταν μη εξουσιοδοτημένη από την εταιρεία και ως τέτοια εμπίπτει στις πρόνοιες του Άρθρου 24 του Κεφ. 262, ήτοι είναι ανενεργή (inoperative) και πάντως δεν συνιστά έκδοση επιταγής από την εταιρεία. Άλλωστε το αμέσως επόμενο Άρθρο 25 του Κεφ. 262 ξεκαθαρίζει τελειωτικά το θέμα ορίζοντας ότι «.υπογραφή κατ' εξουσιοδότηση ισχύει ως ειδοποίηση ότι ο αντιπρόσωπος έχει μόνο περιορισμένη εξουσία να υπογράφει και ο αντιπροσωπευόμενος δεσμεύεται από την υπογραφή αυτή μόνο αν ο αντιπρόσωπος που υπέγραψε με τον τρόπο αυτό ενήργησε εντός των πραγματικών ορίων της εξουσίας του».
Καταληκτικά, σημειώνουμε ότι κατά τη γνώμη μας η παρούσα περίπτωση διακρίνεται από τα γεγονότα της υπόθεσης Μαυρουδή v. Chrysses Demetriades & Co LLC, Ποιν. Έφ. Άρ. 156/18, ημερ. 21.2.19 την οποία έχει επικαλεστεί ο Εφεσείων. Εκεί η τράπεζα είχε μεν επιστρέψει την επιταγή επειδή η υπογραφή εκδότη διέφερε από το δείγμα και επειδή ο λογαριασμός είχε κλείσει, πλην όμως κατά τη δίκη είχαν εξαχθεί ευρήματα ότι ο εφεσείων την είχε υπογράψει και παραδώσει. Τα ευρήματα αυτά δεν είχαν προσβληθεί με την έφεση και ήταν εντός αυτού του πλαισίου που το Εφετείο είπε αφενός ότι η υπογραφή είχε αποδειχθεί έστω και αν δεν ανταποκρίνετο στο δείγμα και αφετέρου ότι το δείγμα το οποίο έχουν οι τράπεζες εξυπηρετεί σκοπούς των τραπεζών και όχι τον Νόμο. Με αυτά τα δεδομένα ήταν που λέχθηκε ότι η επιταγή έφερε «όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα επιταγής» και ότι «οι παρατηρηθείσες διαφορές στο δείγμα σε καμμία περίπτωση δεν επηρέαζαν την εγκυρότητα και υπόσταση της επιταγής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης». Με άλλα λόγια αποδειχθείσας της δέουσας υπογραφής ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν ουδέτερο ή και αδιάφορο πλέον γεγονός το ότι η τράπεζα στα πλαίσια της δικής της λειτουργίας και ευθύνης είχε τη γνώμη ότι διέφερε η υπογραφή από το δείγμα.
Αντιθέτως, σε σχέση με την παρούσα και στη βάση των όσων έχουμε εξηγήσει, κρίνουμε ότι δεν υπήρχε δέουσα έκδοση έγκυρης επιταγής της εταιρείας. Το πρωτόδικο συμπέρασμα επ' αυτού ήταν ορθό.
Ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000 συν Φ.Π.Α προς όφελος των Εφεσιβλήτων 1 και 2 αλληλεγγύως και ή κεχωρισμένως και εις βάρος του Εφεσείοντος.
X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.
Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.Ε.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.Ε.