ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 141/2023)

 

20 Οκτωβρίου, 2023

 

[ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/στές]

                       

 

Παναγιώτης Κλεοβούλου

Εφεσείων,

v.

 

Αστυνομίας

Εφεσίβλητης.

 

 

   Φ. Σωφρονίου με Λ. Νεοφύτου και Κ. Ευσταθίου για τον Εφεσείοντα

   Α. Αβρααμίδης με Π. Παμπακά (κα) για Γενικό Εισαγγελέα

   Εφεσείων, παρών

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη ως προς την έφεση εναντίον της καταδίκης. Ως προς την έφεση εναντίον της ποινής, η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνεί και ο Πικής Δ, θα δοθεί από εμένα. Διιστάμενη απόφαση ως προς το θέμα της ποινής θα δοθεί από την Κυριακίδου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(πλειοψηφίας)

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού μετά από ακροαματική διαδικασία, στα αδικήματα της οχλαγωγίας (κατηγορία 2), της πρόκλησης ή διέγερσης βιαιοπραγίας (κατηγορία 4), σε δύο αδικήματα συνομωσίας προς διάπραξη των πιο πάνω πλημμελημάτων (κατηγορίες 1 και 3), στο αδίκημα της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη (κατηγορία 7), στο αδίκημα της ανησυχίας (κατηγορία 8) και στο αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης (κατηγορία 9).

 

Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με πιο αυστηρή αυτή των 10 μηνών για το αδίκημα της οχλαγωγίας στην 2η κατηγορία. Στις κατηγορίες 1 και 3 για το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη πλημμελήματος δεν επιβλήθηκε καμία ποινή. Στην κατηγορία 4 για το αδίκημα της πρόκλησης βιαιοπραγίας επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 μηνών, στην κατηγορία 7 για το αδίκημα της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη, ποινή φυλάκισης 6 μηνών, στην κατηγορία 8 για το αδίκημα της ανησυχίας ποινή φυλάκισης 1 μηνός και στην κατηγορία 9 για το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης, ποινή φυλάκισης 10 ημερών.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην συνέχεια αφού εξέτασε τις προϋποθέσεις αναστολής των πιο πάνω ποινών, έκρινε ότι δεν ενδείκνυται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για αναστολή και διέταξε όπως οι ποινές φυλάκισης εφαρμοστούν άμεσα.

 

Τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου  επί των οποίων στοιχειοθετήθηκαν οι κατηγορίες στις οποίες ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, έχουν συνοπτικά ως εξής:

 

Στις 5.5.2017 και ώρα 19:00 θα διεξαγόταν στην αίθουσα «Πεύκιος Γεωργιάδης» που βρίσκεται στο κτίριο του ΤΕΠΑΚ στην Λεμεσό, ανοικτή συζήτηση, την οποία συνδιοργάνωσαν οι οργανώσεις «Γρανάζι» και «Αριστερή Κίνηση Θέλουμε Ομοσπονδία» (ΑΚΘΟ). Θέμα της εκδήλωσης ήταν: «Η αριστερά μπροστά στην επανένωση και μπροστά στη διχοτόμηση». Περί τις 18:30 είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στο ΤΕΠΑΚ πρόσωπα, τα οποία θα λάμβαναν μέρος στην εκδήλωση. Περί τις 18:45, μια ομάδα κουκουλοφόρων βρέθηκε συγκεντρωμένη σε χώρο στάθμευσης που απέχει περί τα 100 μέτρα από τον χώρο όπου θα γινόταν η εκδήλωση. Τρεις από τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση (Μ.Κ.4, Μ.Κ.5, Μ.Κ9) μετέβησαν στο εν λόγω σημείο για να δουν τι συμβαίνει. Τότε, οι κουκουλοφόροι, οι οποίοι κρατούσαν ρόπαλα, ξύλα και πέτρες, χωρίστηκαν σε 2 ομάδες. Η μια εξ αυτών κινήθηκε προς τον Μ.Κ.5, τον περικύκλωσε και κάποιοι από τους κουκουλοφόρους τον κτύπησαν δύο φορές με κλωτσιά και μία φορά με γροθιά. Από την επίθεση αυτή, ο Μ.Κ.5 υπέστη αιμάτωμα δεξιού οφθαλμού. Ακολούθως, οι κουκουλοφόροι κινήθηκαν ομαδικά προς το κτίριο του ΤΕΠΑΚ, φωνάζοντας συνθήματα όπως «Τούρκοι θα πεθάνετε» και αποκαλούσαν τους συμμετέχοντες «Τουρκόσπορους», «Κομμούνια», «προδότες», «πουστότουρκους» και «ανθέλληνες». Αφού προσέγγισαν το κτίριο του ΤΕΠΑΚ, οι κουκουλοφόροι στάθηκαν μπροστά από τα πρόσωπα που θα συμμετείχαν στην εκδήλωση, κτυπώντας με τα αντικείμενα που κρατούσαν, τα σκαλιά για εκφοβισμό. Παράλληλα, φώναζαν ότι δε θα αφήσουν τους διοργανωτές να κάνουν την εκδήλωση. Κάποιοι από αυτούς πέταξαν 2-3 πλαστικούς κάδους, ενώ άλλοι πέταξαν 2-3 πέτρες, οι οποίες κτύπησαν δύο άτομα. Από την πρώτη στιγμή που οι κουκουλοφόροι πήγαν στο προαύλιο του κτιρίου όπου θα γινόταν η εκδήλωση, ο εφεσείων ήταν στο μέρος, χωρίς να φέρει κουκούλα και χωρίς να κρατά επιθετικό όργανο. Αποκάλεσε όσους συμμετείχαν στην εκδήλωση «κομμούνια», «ανθέλληνες» και «τουρκόσπορους» και είπε τη φράση «Δεν θα σας επιτρέψουμε να γίνει αυτή η εκδήλωση, να σηκωστείτε να φύγετε». Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι λέξεις «ανθέλληνες» και «τουρκόσποροι», υπό τις περιστάσεις που λέχθηκαν στην παρούσα περίπτωση, είχαν ως σκοπό να περιφρονήσουν τις πεποιθήσεις των συμμετεχόντων στην εκδήλωση και υπό αυτό το πρίσμα κρίθηκαν υβριστικές. Σε κάποια στιγμή ο εφεσείων είπε στους κουκουλοφόρους να σταματήσουν και να φύγουν, κάτι που εκείνοι έπραξαν.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω ευρημάτων, κρίθηκε πρωτόδικα ότι οι κουκουλοφόροι είχαν συναθροιστεί με πρόθεση να ματαιώσουν την εκδήλωση, κάτι για το οποίο είχαν πάει προετοιμασμένοι, κρατώντας επιθετικά όπλα. Κρίθηκε επίσης ότι ο εφεσείων ασπαζόταν τον κοινό σκοπό της συνάθροισης των κουκουλοφόρων και ότι είχε ηγετικό ρόλο σε αυτή. Κινείτο ανάμεσα στους κουκουλοφόρους χωρίς να κάνει προσπάθεια να αμυνθεί και χωρίς να τρομοκρατείται. Οι κουκουλοφόροι υπάκουαν σε εντολές του ενώ μετά που αυτοί αποχώρησαν, ο εφεσείων συστήθηκε ως ο επικεφαλής τους. Με τις πράξεις του, ο εφεσείων στόχευε να πλήξει τις πολιτικές και ιδεολογικές απόψεις των διοργανωτών και των συμμετεχόντων στην εκδήλωση, κατά τρόπο που προκαλεί μίσος, απαξίωση και κατ' επέκταση αμοιβαία διχόνοια και πνεύμα μισαλλοδοξίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε συνωμοτήσει με άγνωστα άτομα, ήτοι κάποιους ή και όλους από τους κουκουλοφόρους, προκειμένου να πετύχει τους πιο πάνω σκοπούς.

 

Τέλος, αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι μετά που αποχώρησαν οι κουκουλοφόροι και αφού ο εφεσείων συστήθηκε ως επικεφαλής, o Μ.Κ.12, ο οποίος μόλις είχε καταφθάσει στον χώρο του ΤΕΠΑΚ, προσέγγισε τον εφεσείοντα και του είπε «Αυτή είναι η δημοκρατικότητα σας;». Αμέσως, ο εφεσείων κινήθηκε προς το μέρος του Μ.Κ.12, τον άρπαξε από τον λαιμό και τον γρονθοκόπησε στο πρόσωπο και το κεφάλι. Επενέβησαν άλλα άτομα που απώθησαν τον εφεσείοντα. Από την επίθεση που δέχθηκε από τον εφεσείοντα, ο Μ.Κ.12 υπέστη ερυθρότητα δεξιού ζυγωματικού, τρεις εκδορές στην τραχηλική χώρα, εκδορά ώμου και εκδορά ωμοπλάτης.

 

Με την παρούσα έφεση όπως έχει τροποποιηθεί, ο εφεσείων με 15 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω καταδίκη του. Με άλλους 6 λόγους έφεσης, αμφισβητεί επίσης τις επιβληθείσες σε αυτόν ποινές αλλά και την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην διατάξει την αναστολή τους.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας αφού ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης λόγω δηλώσεων, του  τότε Υπουργού Δικαιοσύνης που δημοσιεύτηκαν στα ΜΜΕ αλλά και ως αποτέλεσμα άλλων δημοσιευμάτων σχετικά με την υπόθεση για τα οποία εσφαλμένα κατά τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούν να το επηρεάσουν. Να σημειωθεί ότι ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης αφού σημείωσε ότι για πρώτη φορά συλλαμβάνεται κάποιος για τέτοιου είδους επεισόδια, στην συνέχεια ανέφερε ότι ελπίζει να στοιχειοθετηθεί υπόθεση γιατί ο εφεσείων είναι επικίνδυνο άτομο.

 

Σχετικός με τον ισχυρισμό για παραβίαση δίκαιης δίκης είναι και ο 2ος λόγος έφεσης. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε τις προαναφερόμενες δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης που επηρέασαν την ανακριτική διαδικασία με σκοπό την ποινική δίωξη του εφεσείοντος. Γίνεται επίσης αναφορά σε πλημμελή ανακριτική διαδικασία λόγω παράλειψης της αστυνομίας να διώξει και άλλα πρόσωπα που εμπλέκονταν στο επεισόδιο και που κρίθηκαν συνωμότες με τον εφεσείοντα και ειδικά ένα εξ' αυτών που χαρακτηρίστηκε πρώτος τη τάξει. Αντιθέτως, τα πρόσωπα αυτά αφέθηκαν ελεύθερα χωρίς να καταχωρηθεί εναντίον τους υπόθεση ενώ ο εφεσείων, τον οποίο το δικαστήριο χαρακτηρίζει ως «δεύτερο τη τάξει», διώχθηκε ποινικά. Τέλος αναφέρεται ότι δεν λήφθηκε κατάθεση από τον εφεσείοντα για παράπονο του εναντίον των Μ.Κ.12 και Μ.Κ.9, ότι αυτοί του επιτέθηκαν, τον εξύβρισαν και τον απείλησαν.

 

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν όπως αναλυτικά θα εξηγήσουμε πιο κάτω.

 

Το τεκμήριο αθωότητας κατοχυρώνεται από το άρθρο 6.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με τον Νόμο 110(Ι)/2018 εισήχθησαν στο Κεφ. 155 τα άρθρα 3Α και 3Β που συνιστούν πρόνοιες προς ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2016/343 που στοχεύει στην ενίσχυση του τεκμηρίου αθωότητας. Σημειώνεται εντούτοις ότι οι επίμαχες δηλώσεις του Υπουργού, έγιναν πριν την έναρξη ισχύος του Νόμου 110(I)/2018. Όμως το ζήτημα του επηρεασμού δίκαιης δίκης λόγω δηλώσεων κρατικών λειτουργών, είχε ήδη εξεταστεί σε αρκετές υποθέσεις τόσο από την Κυπριακή νομολογία όσο και από αυτήν του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ).

 

Στην υπόθεση Allenet De Ribemont v. France (1995) 20 E.H.R.R.557 αποφασίστηκε ότι το τεκμήριο της αθωότητας πιθανόν να παραβιαστεί όχι μόνο από το Δικαστήριο αλλά και από άλλους δημόσιους αξιωματούχους. Όπως το ίδιο Δικαστήριο ανέφερε όμως στη Ilgar Mammadov ν. Azerbaijan Appl. No. 15172/13, ημερ. 22/5/2014, το άρθρο 6.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν μπορεί να εμποδίσει τις αρμόδιες αρχές του Κράτους από το να ενημερώνουν το κοινό για την πορεία ποινικών ανακρίσεων, απλώς επιβάλλει όπως τέτοια ενημέρωση γίνεται με προσοχή και διακριτικότητα. Στην υπόθεση Dactaras v. Lithuania app. No 42095/98 ημερ. 10.10.2000, γίνεται διαχωρισμός των δηλώσεων που αντανακλούν την πεποίθηση ότι κάποιος είναι ένοχος με αυτές που απλά περιγράφουν κάποιον ως ύποπτο. Στην υπόθεση Konstas v. Greece, Appl. No. 53466/07 ημερ. 24.5.11 στην παρ. 37, λέχθηκε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο τα σχόλια έγιναν υπό τέτοιες περιστάσεις και με τέτοιο τρόπο που να μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι δυνατό να επηρεάσουν το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου η υπόθεση εκκρεμεί.

 

Στην πρόσφατη απόφαση Σαββαΐδου κατά Ελλάδας ημ.  31.1.2023 (αρ. προσφ. 58715/15), εξετάστηκαν δηλώσεις της εκπροσώπου τύπου της Ελληνικής Κυβέρνησης με τις οποίες η αιτήτρια που ήταν Γενική Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, κατηγορήθηκε για παράβαση καθήκοντος, διαφθορά και διαπλοκή και απολύθηκε από τη  θέση της, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

Το Ε.Δ.Α.Δ. αποφάσισε ότι οι επίμαχες δηλώσεις παραβίασαν το τεκμήριο της αθωότητας της αιτήτριας καθώς δόθηκαν από την κυβερνητική εκπρόσωπο και ως εκ τούτου από ανώτατη αξιωματούχο του Κράτους, η οποία  είχε  μία αυξημένη δέσμευση λόγω της θέσης της για σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας, και μάλιστα ενώ εκκρεμούσαν ποινικές διώξεις σε βάρος της προσφεύγουσας. Επιπλέον, ο τρόπος της διατύπωσης των δηλώσεων, ήτοι χωρίς καμία επιφύλαξη, δημιούργησαν την εντύπωση ότι η προσφεύγουσα ενεπλάκη σε πράξεις αντίθετες προς το δημόσιο συμφέρον και ότι είχε σχέσεις με τη διαφθορά. Οι επίμαχες δηλώσεις μπορούσαν να επηρεάσουν την προκαταρκτική εξέταση που διενεργούνταν σε βάρος της. Δεδομένου δε, ότι έλαβαν χώρα κατά την έξοδο της Κυβερνητικής εκπροσώπου από το Υπουργικό Συμβούλιο,  δημιουργήθηκε  στο κοινό η εντύπωση ότι αντικατόπτριζαν τις θέσεις της ίδιας της Κυβέρνησης.

 

Ωστόσο, και στην υπόθεση Σαββαΐδου (ανωτέρω) επαναλήφθηκε η αρχή ότι το κατά πόσον δήλωση ενός δημόσιου λειτουργού συνιστά παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, πρέπει να κριθεί στο πλαίσιο των συγκεκριμένων περιστάσεων υπό τις οποίες έγινε η επίμαχη δήλωση.

 

Η θέση της νομολογίας του ΕΔΑΔ επί του προκειμένου συνοψίζεται στο κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στην G.C.P. v Romania, Appl. No. 20899/03, ημερ. 20.11.2011.

«54.  The Court reiterates that Article 6 § 2, in its relevant aspect, is aimed at preventing the undermining of a fair criminal trial by prejudicial statements made in close connection with those proceedings. The presumption of innocence enshrined in paragraph 2 of Article 6 is one of the elements of the fair criminal trial that is required by paragraph 1 (see Allenet de Ribemont v. France, 10 February 1995, § 35, Series A no. 308). It not only prohibits the premature expression by the tribunal itself of the opinion that the person "charged with a criminal offence" is guilty before he has been so proved according to law (see Minelli v. Switzerland, 25 March 1983, § 38, Series A no. 62), but also covers statements made by other public officials about pending criminal investigations which encourage the public to believe the suspect guilty and prejudge the assessment of the facts by the competent judicial authority (see Allenet de Ribemont, cited above, § 41; Daktaras v. Lithuania, no. 42095/98, §§ 41-43, ECHR 2000-X; and Samoilă and Cionca v. Romania, no. 33065/03, § 92, 4 March 2008). The Court stresses that Article 6 § 2 cannot prevent the authorities from informing the public of criminal investigations in progress, but it requires that they do so with all the discretion and circumspection necessary if the presumption of innocence is to be respected (see Allenet de Ribemont, cited above, § 38).

 

55.  It has been the Court's consistent approach that the presumption of innocence will be violated if a judicial decision or a statement by a public official concerning a person charged with a criminal offence reflects an opinion that he is guilty before he has been proved guilty according to law. It suffices, even in the absence of any formal finding, that there is some reasoning suggesting that the court or the official regards the accused as guilty. A fundamental distinction must be made between a statement that someone is merely suspected of having committed a crime and a clear declaration, in the absence of a final conviction, that an individual has committed the crime in question. The Court has consistently emphasised the importance of the choice of words by public officials in their statements before a person has been tried and found guilty of a particular criminal offence (see Khuzhin and Others v. Russia, no. 13470/02, § 94, 23 October 2008, with further references). Whether a statement of a public official is in breach of the principle of the presumption of innocence must be determined in the context of the particular circumstances in which the impugned statement was made (see Butkevičius v. Lithuania, no. 48297/99, § 49, ECHR 2002-II). (Υπογράμμιση δική μας)»

 

Στην υπόθεση Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Εφέσεις 53/17, 64/17, 66/17 και 68/17, το Ανώτατο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το ζήτημα της πιθανότητας παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης, μετά από αναφορές του Γενικού Εισαγγελέα σε ανακριτικό πόρισμα που αποκάλυπτε την διάπραξη ποινικών αδικημάτων από τον κατηγορούμενο. Λέχθηκε με παραπομπή στην πιο πάνω νομολογία του ΕΔΑΔ ότι οι αναφορές είχαν ως βάση το ίδιο το λεκτικό του πορίσματος που αντικρίσθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα, ως «ενδεχόμενο» διάπραξης ποινικών αδικημάτων, αφήνοντας το ζήτημα ανοικτό. Δεν διαπιστώθηκε ως εκ τούτου παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.

 

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο παρότι χαρακτήρισε ως ατυχή την δήλωση του Υπουργού ότι ο εφεσείων είναι άτομο επικίνδυνο, δεν αποδέχθηκε την θέση ότι η δήλωση αυτή προδίκαζε την έκβαση της Δίκης ή προεξοφλούσε την ενοχή του εφεσείοντος.

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην παρούσα περίπτωση, η ταυτόχρονη δήλωση του Υπουργού ως προς την επικινδυνότητα του εφεσείοντος ότι ελπίζει να στοιχειοθετηθεί υπόθεση στο ανακριτικό στάδιο, άφηνε το ζήτημα ανοικτό ως προς την θεμελίωση και πρόσαψη κατηγοριών από την αστυνομία, πόσο δεν μάλλον ως προς την τελική έκβαση της Δίκης.

 

Στην υπόθεση Σαββαΐδου (ανωτέρω) στην οποία μας παρέπεμψαν οι συνήγοροι του εφεσείοντα, επαναλήφθηκε η αρχή ότι η δήλωση του Δημόσιου Λειτουργού θα πρέπει να κριθεί στο πλαίσιο των συγκεκριμένων περιστάσεων υπό τις οποίες έγινε. Σε εκείνη την περίπτωση κρίθηκε ότι οι επίμαχες δηλώσεις της κυβερνητικής εκπροσώπου για την υπόθεση, προδίκαζαν και τη μελλοντική απόφαση που θα εκδοθεί, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση για τους λόγους που εξηγήσαμε ανωτέρω.

 

Κρίνουμε ενόψει των πιο πάνω, ότι δεν έχει αποδειχθεί η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του εφεσείοντος στην παρούσα υπόθεση, λόγω των προαναφερθέντων ατυχών κατά τα άλλα, δηλώσεων του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης.

 

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι παρατηρήθηκε σωρεία δυσμενών δημοσιευμάτων εναντίον του, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί το τεκμήριο αθωότητας και συνεπακόλουθα το δικαίωμα του σε δίκαιη Δίκη.

 

Ούτε αυτή η θέση ευσταθεί. Παραθέτουμε επί του προκειμένου το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ερωτοκρίτου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω):

 

«. να επαναλάβουμε ότι διαχρονική είναι η προσέγγιση της νομολογίας μας ότι η δίκη δεν καταργείται λόγω δημοσιευμάτων, έστω και δυσμενών, όσο έντονα και να είναι, ούτε και τα οποιαδήποτε δημοσιεύματα εξισούνται άνευ ετέρου με μη δίκαιη δίκη (Αστυνομία ν. Φάντη κ.ά. (1994) 2 ΑΑΔ 160 και Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232).»

 

 

Λέχθηκε επίσης στην πιο πάνω υπόθεση ότι το τεκμήριο αθωότητας δεν παραβιάζεται και η Δίκη δεν καθίσταται αυτοτελώς μη δίκαιη, με μόνη την απόδειξη δυσμενών δημοσιευμάτων. Θα πρέπει να καταδειχθεί ότι τα δημοσιεύματα είχαν δυσμενή επίδραση στην Δικαστική διαδικασία (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Ευσταθίου (2010) 2 ΑΑΔ 94). Κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση αφού όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν έχει καταδειχθεί κατά την ακροαματική διαδικασία, επηρεασμός οιουδήποτε μάρτυρα κατηγορίας από δυσμενή δημοσιεύματα.

 

Ο εφεσείων παραπονείται ακόμα ότι παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας κατά το στάδιο της ανακριτικής διαδικασίας. Προβάλει συγκεκριμένα παράπονα ότι δεν αφέθηκε να τελειώσει την κατάθεση του και για κατ' ισχυρισμό ψέματα του ανακριτή στην διαδικασία προσωποκράτησης. Στοιχεία όμως που δεν αποδείχθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν έχει καταδειχθεί με ποιο τρόπο, επηρέασαν το δικαίωμα δίκαιης δίκης.

 

Όπως προαναφέρθηκε, το κατά πόσο παραβιάσθηκε το δικαίωμα για δίκαιη δίκη δεν εξετάζεται αφηρημένα (in abstracto) αλλά συγκεκριμένα υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας (in concreto). Στην υπόθεση, Hossam Taleb Yaacoub ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 72/2012 ημερ. 19 Μαρτίου 2014, ECLI:CY:AD:2014:D992, λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

 

« ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης. Είναι επίσης απόλυτα ορθή η παρατήρηση ότι για να στοιχειοθετηθεί ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης θα πρέπει να αποδειχθεί ότι πράγματι ο Εφεσείων είχε επηρεαστεί δυσμενώς.»

 

 (βλ. επίσης μεταξύ άλλων Κυπριανού ν Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 318/15, ημερ. 7.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:B285, Ονουφρίου ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 208/15, ημερ. 12.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:B229, Δημοκρατία ν Σταυρινού, Ποιν. Εφ. 266/18 ημερ. 8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B139, Δημοκρατία ν Κουρουζίδη, Ποινικές Εφέσεις 19/20 κ.α., ημερ. 29.7.2022).

 

Το δικαίωμα δίκαιης δίκης επεκτείνεται και στο ανακριτικό στάδιο (βλ. Ibrahim a.o. v United Kingdom Application No 50541/08, 50571/08, 5057/08 and 40351/09 ημερ. 13.9.2016 [Grand Chamber], παρ. 254, 255). Για να υπάρξει επηρεασμός του δικαιώματος δίκαιης δίκης λόγω παραλείψεων των ανακριτικών αρχών, οι παραλείψεις θα πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, θέτοντας τον κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής, το δε βάρος απόδειξης στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων βρίσκεται στους ώμους του κατηγορούμενου (βλ. Νικολάου ν Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 376 Ζωδιάτης ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 236/17, ημερ. 9.7.2018, και Γ.Π.Β. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 5/20, ημερ. 30.7.2021). Συμφώνως της απόφασης στην  Ibrahim (ανωτέρω) το κατά πόσο υπήρξε επηρεασμός του δικαιώματος δίκαιης δίκης, κρίνεται υπό το φως του συνόλου της ποινικής διαδικασίας (βλ. παρ. 191-196), θέση η οποία αντανακλάται και στη δική μας νομολογία.

 

Εν προκειμένω δεν έχει καταδειχθεί ότι οποιαδήποτε ενέργεια ή πράξη των αστυνομικών οργάνων κατά την διερεύνηση της υπόθεσης, είχε ως αποτέλεσμα τον δυσμενή επηρεασμό της υπεράσπισης, θέτοντας τον εφεσείοντα σε μειονεκτική θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής. Δεν έχουμε επίσης διαπιστώσει να υπήρξε ελλιπής διερεύνηση της υπόθεσης, ούτε οποιαδήποτε μεμπτή συμπεριφορά εκ μέρους των ανακριτικών αρχών και ειδικότερα, αυτή που τους καταλογίζεται από τον εφεσείοντα, η οποία να οδηγεί σε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης.

 

Αλλά ούτε η μη καταχώρηση υπόθεσης εναντίον των Μ.Κ.9 και Μ.Κ.12 που είναι παραπονούμενοι στην παρούσα, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης. Υπενθυμίζεται ότι τίποτε από τα όσα καταλόγισε σε αυτούς ο εφεσείων και τα οποία εξετάστηκαν στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας δεν έχει στοιχειοθετηθεί. Επιπλέον δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να συναρτά τη μη δίωξη των εν λόγω μαρτύρων κατηγορίας, με την ύπαρξη δυσμενούς επηρεασμού του δικαιώματος του εφεσείοντος για δίκαιη δίκη.

 

Σε σχέση με τη μη δίωξη κάποιων εκ των συνωμοτών του εφεσείοντος,  είναι γεγονός ότι παρά την ύπαρξη σχετικής μαρτυρίας, ο εφεσείων ήταν ο μόνος που οδηγήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Όπως όμως έχει νομολογηθεί, η ανισότητα στην μεταχείριση των παραβατών δεν απαλλάσσει τον κατηγορούμενο από την ποινική του ευθύνη. Δεν μπορεί επομένως να αποτελέσει λόγο ακύρωσης της καταδικαστικής απόφασης. Επενεργεί εντούτοις ως σοβαρός μετριαστικός παράγοντας στην επιβολή ποινής, όπως έχει αναγνωριστεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σχετική είναι η υπόθεση Κάττου & ’λλος ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 498, Δημητρίου ν Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 141, Λοΐζου ν. Κωνσταντίνου (2000) 2 ΑΑΔ 371).

 

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει ότι η επιλογή του Γενικού Εισαγγελέα να μην κατηγορηθούν άλλα πρόσωπα που θεωρούνταν συνωμότες του εφεσείοντος, λήφθηκε υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας κατά την επιβολή της ποινής. Επί του θέματος αυτού θα επανέλθουμε κατά την εξέταση των λόγων έφεσης εναντίον των ποινών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα, δεδομένου ότι το εν λόγω στοιχείο, αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα στην επιμέτρηση της ποινής.  

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι πληρείται στο πρόσωπο του, η αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων της οχλαγωγίας, της βιαιοπραγίας και της συνομωσίας προς διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων αλλά και της ανησυχίας, ως εκ του γεγονότος ότι αυτός κινείτο ανάμεσα στους κουκουλοφόρους ατάραχος.

 

Υποστηρίζει ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προβαίνει στο εύρημα της συμμετοχής του στην επίδικη οχλαγωγική εκδήλωση, μόνο επί τη βάσει της μη ταραχής του και του υποτιθέμενου παγερού βλέμματος του παρότι από τις 13 μαρτυρίες που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή, μόνο μια, η μαρτυρία του Μ.Κ.13, αναφέρει ότι ο εφεσείων κατηύθυνε τους κουκουλοφόρους με τα χέρια και τις κινήσεις του κεφαλιού του.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Αυτό που αρχικά θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι η καταδίκη του εφεσείοντος στα πιο πάνω αδικήματα δεν στηρίχθηκε μόνο στην μαρτυρία του Μ.Κ.13. Ούτε η συμμετοχή του στην οχλαγωγική εκδήλωση στοιχειοθετήθηκε μόνο στην βάση της μη ταραχής του και του υποτιθέμενου παγερού βλέμματός του. Δόθηκε σωρεία μαρτυρίας στο Δικαστήριο, η οποία όχι μόνο εμπλέκει τον εφεσείοντα στα επεισόδια αλλά του προσδίδει και ηγετικό ρόλο. Εντοπίζουμε συγκεκριμένα την μαρτυρία της Μ.Κ.8, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων συστήθηκε με το όνομα του και ανέφερε ότι ήταν αρχηγός των κουκουλοφόρων. Τα ίδια κατέθεσαν η Μ.Κ.3 και ο Μ.Κ.4. Η Μ.Κ.8 κατέθεσε επίσης ότι είδε τον εφεσείοντα να επιτίθεται στον Μ.Κ.12. Σημειώνουμε περαιτέρω την μαρτυρία του Μ.Κ.12 που δέχθηκε την επίθεση από τον εφεσείοντα όπως και αυτήν του Μ.Κ.11. Αλλά και η μαρτυρία του Μ.Κ.13 δεν περιορίστηκε σε ισχυρισμούς ότι εφεσείων κατηύθυνε τους κουκουλοφόρους με τα χέρια και τις κινήσεις του κεφαλιού του. Ανέφερε επίσης ότι τον άκουσε να λέει ότι δεν θα επιτρέψει να γίνει η εκδήλωση και ότι έδινε οδηγίες όχι μόνο με νοήματα αλλά και με λόγια, δίδοντας την εντύπωση ότι ηγείτο των κουκουλοφόρων. Επιπλέον, στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο κέντρο των κουκουλοφόρων και όταν φώναζε κάτι, αυτοί το επαναλάμβαναν.

 

Δεν ισχύει ως εκ τούτου η θέση του εφεσείοντος ότι η αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε, στηρίχθηκε μόνο στην μαρτυρία του Μ.Κ.13 ότι αυτός κινείτο ανάμεσα στους κουκουλοφόρους ατάραχος.

 

Όλη η πιο πάνω μαρτυρία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ ταυτόχρονα απορρίφθηκε η εκδοχή του εφεσείοντος ως προς το σκοπό της παρουσίας του στον χώρο και στο ότι δεν είχε καμία σχέση με τους κουκουλοφόρους. Το πρωτόδικο δικαστήριο, προέβη στην συνέχεια καθηκόντως σε εξαγωγή ευρημάτων αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης, στην βάση της μαρτυρίας που αποδέχθηκε. Ακολούθως ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων και αφού ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία των υπό κρίση αδικημάτων, κατέληξε ότι οι κατηγορίες που ο εφεσείων αντιμετώπιζε ενώπιον του, αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Ενόψει των πιο πάνω και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης ως προς την καταδίκη, σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο. Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποτίμησε την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής και έκρινε επαρκή τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας σχετικώς με την ενοχή του εφεσείοντος, παραβλέποντας με αυτό τον τρόπο τις νομολογημένες αρχές περί της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Επαναλαμβάνονται επίσης ισχυρισμοί για μη στοιχειοθέτηση των υπό κρίση κατηγοριών, στην βάση της δοθείσας μαρτυρίας.

 

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί, έφεση επί πραγματικών ζητημάτων, ήτοι κατά της αξιολόγησης και των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν είναι επιτρεπτή, παρά μόνο όταν η κρίση ως προς την αξιοπιστία και τα ευρήματα του δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολο της (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104, 120, Παπακοκκίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1Β ΑΑΔ 634, 648).

 

Στην πρόσφατη απόφαση Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 215/2020, ημερ. 4.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B374, λέχθηκαν τα πιο κάτω από το Ανώτατο Δικαστήριο:

 

« Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επε΅βαίνει. Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.

 

Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται ιδιαίτερος λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. ΑΡ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος, ενώ στην Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 166/2015, ημερ. 8.7.2016, ότι χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας και ότι το Εφετείο επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη.»

 

Είναι σε αυτά τα στενά πλαίσια που οφείλουμε να εξετάσουμε όσους λόγους έφεσης σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την διατύπωση ευρημάτων από το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

 Αναφορικά με τους ανωτέρω λόγους έφεσης σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ο εφεσείων ισχυρίζεται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

 

·        Η αναφορά μέρους των μαρτύρων κατηγορίας π.χ. Μ.Κ.3 και Μ.Κ.6, ότι αντιλήφθηκαν ότι ο εφεσείων ήταν επικεφαλής των κουκουλοφόρων, έπρεπε να αντιμετωπισθεί με σκεπτικισμό, καθόσον οι μάρτυρες κατηγορίας, εστιάζουν την εν λόγω αναφορά τους, στο γεγονός ότι αυτός έδειχνε ατάραχος και ότι δεν φοβόταν.

 

·        Μόνο τρεις μάρτυρες κατηγορίας αναφέρονται σε επίθεση του εφεσείοντος εναντίον του Μ.Κ.12 και το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποτίμησε το γεγονός ότι οι υπόλοιποι μάρτυρες κατηγορίας δεν υποστήριξαν αυτόν τον ισχυρισμό. Επίσης, με βάση τα διδάγματα της κοινής λογικής, το αναμενόμενο θα ήταν ο εφεσείων να επιχειρούσε να χτυπήσει τον Μ.Κ.9, ο οποίος απευθύνθηκε σε αυτόν κατά προκλητικό τρόπο, και όχι τον Μ.Κ.12, ο οποίος απευθύνθηκε σε αυτόν με πολύ πιο ήπια λόγια.

 

·        Το γεγονός ότι η εκδήλωση θα διοργανωνόταν από περιθωριακά άτομα, κατά τον εφεσείοντα, των οποίων οι απόψεις δεν θα είχαν απήχηση στην κοινωνία, δεν συνιστά από μόνο του απόδειξη ότι ο εφεσείων μετέβη στην εκδήλωση για πρόκληση οχλαγωγίας, εφόσον κάλλιστα, θα μπορούσε να μεταβεί προκειμένου να αντικρούσει τα επιχειρήματα των διοργανωτών με τις δικές του θέσεις.

 

·        Οι μαρτυρίες των παραπονουμένων ήταν εν πολλοίς προσυνεννοημένες αλλά ταυτόχρονα και αντιφατικές και συγκρουόμενες, οι οποίες κατέτειναν από κοινού στον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων συντόνιζε και καθοδηγούσε τους κουκουλοφόρους για να επιτεθούν εναντίον τους και να διαλύσουν την εκδήλωσή τους.

 

·        Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να κρίνει ως αξιόπιστο τον Μ.Κ.2 που περιέπεσε σε σειρά αντιφάσεων, ήταν εσφαλμένη, επισφαλής και αντινομική και περαιτέρω συνιστούσε εύρημα δυσμενές για τον εφεσείοντα και εξουδετέρωση των ισχυρισμών του περί πλημμελούς διερεύνησης και συνεπώς του δικαιώματος του να τύχει δίκαιης δίκης.

 

·        Το πρωτόδικο δικαστήριο απαξίωσε την πραγματική μαρτυρία, ήτοι βίντεο που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή, θεωρώντας ότι αυτή δεν αναπαριστά όλα τα γεγονότα αλλά στιγμιότυπα και παρέλειψε να αξιολογήσει το γεγονός ότι οι μάρτυρες κατηγορίας, επέλεξαν να προσκομίσουν την εν λόγω πραγματική μαρτυρία επιλεκτικά, διότι, προφανώς, ήταν το πλέον ενοχοποιητικό για τον εφεσείοντα.

 

·        Λανθασμένα και αντινομικά, το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται να υιοθετεί σε διάφορα σημεία της απόφασής του με εξυπακουόμενο τρόπο, ότι ο εφεσείων συμμετείχε σε εγκληματική οργάνωση, κατά την έννοια του άρθρου 63 Α του Κεφ. 154, γεγονός που επηρέασε την κρίση του κατά τρόπο αντινομικό και τούτο γιατί πρώτον καμία κατηγορία δεν προσήχθη κατά του εφεσείοντος δυνάμει του ως άνω άρθρου. Αλλά επίσης και γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο εν τη απουσία τέτοιας κατηγορίας, υπεισέρχεται στην αποδοχή χαρακτηρισμών περί «δευτέρου τη τάξει» για τον εφεσείοντα, που δεν επιτρέπεται, αφού μόνο επί κατηγορίας για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση οφείλεται να γίνει με βάση τη νομολογία, διάκριση σε αρχηγό, υπαρχηγό και εκτελεστικά όργανα.

 

·        Δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ουδόλως αξιολογήθηκε ή σχολιάστηκε, η εκ προοιμίου και εμφανής και η δεδηλωμένη στις καταθέσεις, εμπάθεια και προκατάληψη των μαρτύρων κατηγορίας εναντίον του εφεσείοντος.

 

·        Η λέξη «ανθέλληνας» χαρακτηρίζει πολιτική συμπεριφορά και δεν συνιστά εξύβριση, η δε προσκομισθείσα μαρτυρία δεν είναι αξιόπιστη για να αποδείξει το αδίκημα της εξύβρισης.

 

Έχουμε εξετάσει με πολύ προσοχή τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την εξαγωγή ευρημάτων από το πρωτόδικο δικαστήριο με παραπομπή και στα πρακτικά της διαδικασίας. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής στην αξιολόγηση από το πρωτόδικο δικαστήριο ή ότι η κατάληξη του δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη δοθείσα μαρτυρία για τα γεγονότα της υπόθεσης. Ούτε διαπιστώνεται καμία λογική ανακολουθία ή πλημμελής αξιολόγηση από το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την διαδικασία της κρίσης επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.

 

Αντιθέτως, κρίνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η εξαγωγή ευρημάτων από το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν εντός των πλαισίων που ορίζει η νομολογία. Επιπλέον, το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε πειστικούς λόγους γιατί αποδέχθηκε την μαρτυρία που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή και απέρριψε την εκδοχή που παρουσίασε ο εφεσείων.

 

Σημειώνουμε ότι το εύρημα ότι ο εφεσείων ήταν επικεφαλής των κουκουλοφόρων δεν στηρίζεται μόνο στην μαρτυρία των Μ.Κ. 3 & 6, ότι αυτός έδειχνε ατάραχος και ότι δεν φοβόταν. Υπάρχει σαφής μαρτυρία των Μ.Κ.8 και Μ.Κ.9 σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων συστήθηκε με το όνομα του και ανέφερε ότι ήταν ο αρχηγός των κουκουλοφόρων και του Μ.Κ.4 ότι ήταν ο υπεύθυνος τους. Σχετική είναι και η μαρτυρία του Μ.Κ.13, ο οποίος ανέφερε ότι άκουσε τον εφεσείοντα να λέει ότι δεν θα επιτρέψει να γίνει η εκδήλωση και ότι έδινε οδηγίες όχι μόνο με νοήματα αλλά και με λόγια, δίδοντας την εντύπωση ότι ηγείτο των κουκουλοφόρων. Τα ίδια ανέφεραν και οι  Μ.Κ.5 και Μ.Κ.6.

 

Επιπλέον, το γεγονός ότι μόνο τρείς μάρτυρες κατηγορίας αναφέρονται σε επίθεση του εφεσείοντος εναντίον του Μ.Κ.12 δεν σημαίνει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποτίμησε ορθά την δοθείσα μαρτυρία. Είναι σαφές ότι σε ένα περιστατικό που εμπλέκονται πολλά πρόσωπα δεν είναι δυνατόν να παρακολουθήσουν άπαντες όλα τα συμβάντα. Το γεγονός ότι όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας δεν αναφέρθηκαν στην επίθεση και μόνο τρεις κατέθεσαν για αυτήν, δεν σημαίνει ότι η επίθεση δεν έγινε. Γεγονός παραμένει ότι τρεις μάρτυρες κατηγορίας αναφέρθηκαν λεπτομερώς στην επίθεση του εφεσείοντος εναντίον του Μ.Κ.12, των οποίων η μαρτυρία κρίθηκε ως αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επιπλέον το γεγονός της επίθεσης ενισχύεται και από ιατρική εξέταση του Μ.Κ.12 στην οποία υποβλήθηκε την επομένη του επεισοδίου όπου διαπιστώθηκε ο τραυματισμός του.

 

Όσον αφορά το βίντεο (τεκμ.9), πολύ ορθά το Δικαστήριο ανέφερε ότι αυτό είναι διαρκείας λίγων δευτερολέπτων και παρά το ότι προσφέρει μόνο μια εικόνα της κατάστασης, σίγουρα δεν μπορεί να ρίξει φως σε όλα όσα έλαβαν χώρα κατά το επεισόδιο. Ούτε έχουμε εντοπίσει να προκύπτει από την απόφαση, εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είναι μέλος εγκληματικής οργάνωσης.

 

Αναφορικά με την εμπάθεια και προκατάληψη των μαρτύρων κατηγορίας, το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά σε αρνητικά αισθήματα αποστροφής κάποιων από τους μάρτυρες κατηγορίας για το πρόσωπο του εφεσείοντος, τον οποίο χωρίς υπεκφυγές απεκάλεσαν φασίστα. Όμως η διαπίστωση αυτή για τους λόγους που εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογεί εύρημα ότι οι μάρτυρες αυτοί προσήλθαν στο Δικαστήριο για να μην πουν την αλήθεια, σε σχέση με τα όσα βίωσαν κατά το επίδικο επεισόδιο.

 

Αναφορικά με το αδίκημα της εξύβρισης, σημειώνουμε ότι αυτό δεν αφορούσε μόνο την λέξη «ανθέλληνες» αλλά την φράση «ανθέλληνες, τουρκόσποροι». Όπως πολύ σωστά αναφέρθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, όταν οι πιο πάνω λέξεις εκτοξεύονται εναντίον ελληνοκύπριου υπό τις συνθήκες που αφορά η παρούσα υπόθεση αλλά και υπό συνθήκες ημικατοχής της πατρίδας μας από την Τουρκία, το νόημα τους καθίσταται χωρίς αμφιβολία υβριστικό, καθότι προσβάλει την εθνική καταγωγή του αποδέκτη και τον ταυτίζει με τον κατακτητή. Είναι δε άσχετο αν ο αποδέκτης εξέλαβε το νόημα των λέξεων ως υβριστικό αφού το κριτήριο είναι πάντα αντικειμενικό.

 

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη το σύνολο της δοθείσας μαρτυρίας δεν διαπιστώνουμε λανθασμένη προσέγγιση κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την αποτίμηση της αναγκαίας βαρύτητας σε αυτήν από το πρωτόδικο δικαστήριο. Τα όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω από τον εφεσείοντα στην προσπάθεια του να πείσει για την πλημμελή εκτέλεση του έργου του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν είναι τέτοιας δυναμικής ή εμβέλειας ώστε να ανατρέψουν το στέρεο και συγκροτημένο υπόβαθρο της όλης διεργασίας που ακολούθησε το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο εξέτασε κάθε τι που είχε τεθεί ενώπιον του, συσχετίζοντας το με τις περί αντιθέτου θέσεις του εφεσείοντος, ώστε να καταλήξει σε θετικό εύρημα αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας, των οποίων η εκδοχή παρέμεινε αλώβητη.

 

Θεωρούμε ως απόσταγμα της προαναφερθείσας νομολογίας σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας ότι αυτή πρέπει να εξετάζεται στο σύνολο της και όχι να γίνεται μια μικροσκοπική και αποσπασματική αντίκριση, όπως ουσιαστικά μας καλεί να πράξουμε ο εφεσείων.

 

Κρίνουμε για όλους τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω, ότι και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης δεν ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται. 

 

Η έφεση στρέφεται και κατά των ποινών που επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο. Προβάλλονται συνολικά έξη λόγοι έφεσης κατά των ποινών, οι οποίοι συνοψίζονται στον ισχυρισμό ότι οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με υψηλότερη αυτή των 10 μηνών στην κατηγορία της οχλαγωγίας κατά παράβαση του άρθρου 72 του Κεφαλαίου 154, είναι έκδηλα υπερβολικές, λαμβανομένων υπόψιν των μετριαστικών και ελαφρυντικών παραγόντων που συνέτρεχαν και ειδικότερα του λευκού ποινικού μητρώου σε συνδυασμό με την ηλικία του εφεσείοντα και των υπολοίπων προσωπικών του περιστάσεων. Παράλληλα, υπάρχει ουσιώδης απόκλιση της ποινής που επιβλήθηκε από το πλαίσιο που οριοθετεί  η υπάρχουσα νομολογία.

 

Αναφέρεται επίσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν τον χρόνο που παρήλθε από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων, μέχρι και την ημερομηνία επιβολής της ποινής. Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο καλείτο να επιβάλει ποινή 6 και πλέον χρόνια μετά την διάπραξη των αδικημάτων και μάλιστα χωρίς οιονδήποτε υποτροπιασμό του εφεσείοντος στο μεταξύ διάστημα.

 

Ο εφεσείων προβάλει επίσης ως εσφαλμένη την παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να παραθέσει προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις, αναφορικά με ποινές που επιβλήθηκαν σε κατηγορούμενους σε παρόμοιες υποθέσεις, ούτως ώστε, να αντλήσει καθοδήγηση αναφορικά με την ποινολογική μεταχείριση του εφεσείοντος. Αντιθέτως, το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατά τον εφεσείοντα, επικαλείται την απόφαση R. ν. Chapman (2002) EWCA Crim 2346, που αφορά χούλιγκανς, και την απόφαση Kiraly ν. Ουγγαρίας, Αρ. Προσφ. 6340/11, ημερ. 17/01/17, που αφορά υπόθεση αθίγγανων. Επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο παραπέμπει σε νομολογία, η οποία αφορά ρατσισμό και είναι άσχετη με τα περιστατικά της παρούσης υπόθεσης.

 

Αναφέρεται τέλος στους λόγους έφεσης κατά της ποινής ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν άσκησε την διακριτική του εξουσία να εκδώσει διάταγμα αναστολής των ποινών φυλάκισης που επέβαλε.

 

Θεωρούμε ορθό να τονίσουμε ότι όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, η εκλογή του είδους της ποινής και ο προσδιορισμός του ύψους της, επαφίεται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η έφεση δεν αποτελεί μέσο επανακαθορισμού της ποινής (βλ. μεταξύ άλλων Ismen Bora v Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 79/2017, ημερ.13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, Ιωάννου ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 110/2019, ημερ. 29.9.2019). Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν:

 

(1)  Υπάρχει εσφαλμένη καθοδήγηση αναφορικά με το Νόμο ή  τα γεγονότα ή και τα δύο,

 

(2) Έχει αποδοθεί σημασία σε εξωγενείς παράγοντες και

 

(3) Η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής.

 

Όσον αφορά το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή, υποδεικνύεται στη Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, 531 ότι αυτό πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα. Μπορεί δε να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από τους δύο πιο κάτω αναφερόμενους παράγοντες ή/και σε συνδυασμό των δύο:

 

(1)    Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται,  και

 

(2)  Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου.

 

Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 η οποία παραπέμπει στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, όπου επαναλήφθηκε ότι η δυνατότητα  επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή, βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου.

 

Εξετάσαμε με πολύ προσοχή τους λόγους έφεσης εναντίον των ποινών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα.

 

Σχετικά με την αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις του Εφετείου, θεωρούμε ορθό να επισημάνουμε ότι αυτές είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας σε παρόμοιας φύσης αδικήματα, χωρίς να αποτελούν σταθερό δείκτη καθορισμού ποινής, καθότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση είναι αλληλένδετη με τα χαρακτηριστικά των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123, Σάμπη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 100, Μαυρόλουκα ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 30 και Παναγή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2016, ημερ. 23.11.2018), ECLI:CY:AD:2018:B510.

 

Στην παρούσα υπόθεση, πολύ ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο η σοβαρότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα, η οποία προκύπτει όχι μόνον από τις προβλεπόμενες υπό του Νόμου ποινές αλλά και την ίδια την φύση των αδικημάτων και τις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτά διαπράχθηκαν. Ο προσχεδιασμός του επεισοδίου και ο ηγετικός ρόλος του εφεσείοντος, προσθέτουν στην σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε καθώς και το γεγονός ότι η εγκληματική συμπεριφορά του, στόχο είχε να πλήξει το δικαίωμα έκφρασης των διοργανωτών της εκδήλωσης, στοιχείο που δεν έχει θέση σε μια Δημοκρατική κοινωνία. Σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, οι απόψεις όλων πρέπει να γίνονται σεβαστές όσο περιθωριακές και να είναι και πολύ σωστά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσείων, σκοπό είχαν να πλήξουν τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως την ελευθερία της έκφρασης και του συνέρχεσθαι ειρηνικώς.

    

Αυτή η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης, καθιστούσε τα αδικήματα ιδιαζόντος σοβαρά και επέβαλλε την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικής ποινής, ώστε να δοθεί το μήνυμα ότι η βία που έχει κίνητρο την προκατάληψη ή την μισαλλοδοξία δεν είναι ανεκτή από τον Νόμο και αντιμετωπίζεται με αυστηρές ποινές.

 

Παραπέμπουμε στην υπόθεση Αστυνομία ν. Α.Α κα Ποιν. Εφέσεις 4/2021 και 5/2021 ημ. 1.7.2021 όπου εξετάστηκαν αδικήματα που εμπεριείχαν το στοιχείο της απαξίωσης και του μίσους εναντίον του θύματος, επειδή είναι διαφορετικό λόγω εθνικότητας, γλώσσας, θρησκείας, φυλής κα. Λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τα πιο κάτω χαρακτηριστικά:

 

 « Μόνο με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές μπορεί να δοθεί το μήνυμα στους επίδοξους δράστες ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές από την κοινωνία αλλά και μήνυμα ελπίδας και υποστήριξης σε όσους κινδυνεύουν από τέτοιες συμπεριφορές ώστε να αισθάνονται ασφάλεια.»

 

Σημειώνουμε επίσης ότι πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο παραπέμπει στο άρθρο 35Α του Ποινικού Κώδικα, προκειμένου να καταδείξει την σοβαρότητα των αδικημάτων, το οποίο έχει ως εξής:

 

Το Δικαστήριο στα πλαίσια άσκησης των εξουσιών του κατά την επιμέτρηση και επιβολή ποινής, δύναται να λαμβάνει υπόψη ως επιβαρυντικό παράγοντα το κίνητρο της προκατάληψης κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, των θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, των γενεαλογικών καταβολών, του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η όλη εγκληματική συμπεριφορά του εφεσείοντος εμπεριείχε σαφώς το στοιχείο της απαξίωσης και προκατάληψης κατά της ομάδας που διοργάνωσε την υπό κρίση εκδήλωση και των απόψεων που αυτοί εξέφραζαν, με αποτέλεσμα να προσλαμβάνει τον ιδιαίτερο επιβαρυντικό χαρακτήρα του άρθρου 35Α του Ποινικού Κώδικα. Η αναγκαιότητα ως εκ τούτου επιβολής αποτρεπτικής ποινής ήταν κάτι περισσότερο από ενδεδειγμένη, προκειμένου να δοθεί το μήνυμα ότι τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές και θα πρέπει να βρίσκουν πάντοτε αντιμέτωπο τους τον Νόμο.  

 

Αναφορικά με τους μετριαστικούς παράγοντες, σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν παρέλειψε να προσμετρήσει στο πλαίσιο αποτίμησης των ελαφρυντικών στοιχείων της υπόθεσης, τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος, το λευκό του ποινικό μητρώο και τις δυσχέρειες που θα προκύψουν στην δικηγορική εταιρεία που διατηρεί από την επιβολή ποινής, στερητικής της ελευθερίας.

 

Το ζήτημα του χρόνου που διέρρευσε από την διάπραξη των αδικημάτων, λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο, τονίζοντας όμως ταυτόχρονα ότι ο παράγοντας χρόνος δεν μπορεί να εξουδετερώσει την αναγκαιότητα για αποτρεπτική ποινή, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων, καίτοι επενεργεί στον περιορισμό του εύρους της ποινής. Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο ότι δεν υπήρξε διαφοροποίηση στις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντος.

 

Επισημαίνουμε ότι η διεξαγωγή της δίκης εντός εύλογου χρόνου διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα στην επιβολή ποινής, κυρίως λόγω (α) της απόστασης που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267), και (β) της μεταβολής των προσωπικών συνθηκών του αδικοπραγούντος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Πεγειώτη (2001) 2 ΑΑΔ 617, Αβραάμ ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365).

 

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με την καθυστέρηση, είναι το μεγάλο χρονικό διάστημα για το οποίο ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε κατάσταση αγωνίας και αβεβαιότητας για τη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης (βλ. Stogmuller v Austria (1969) 1 EHRR 155, Mills v HM Advocate (2004) 1 AC 441, (Lord Hope par. 54), R v Prenga [2017] EWCA Crim 2149, par. 39, Andreas Sophocleous & Sons Ltd ν. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Ποιν. Έφεση 109/2015 ημ. 06/12/2017).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, παρότι δεν υπήρξε ουσιαστική μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντος, γεγονός παραμένει ότι η ποινή επιβλήθηκε 6 έτη μετά την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης. Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην διάγνωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντος, είχε ως συνεπακόλουθο (α) την μεγάλη χρονική απόσταση της τιμωρίας από τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων και (β) την κατάσταση αβεβαιότητας στην οποία τελούσε ο εφεσείων για την ποινική του ευθύνη επί σειρά ετών. Κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή του στις πιο πάνω αρνητικές συνέπειες της καθυστέρησης με αποτέλεσμα να μην προδώσει σε αυτήν την πρέπουσα βαρύτητα κατά την επιμέτρηση της ποινής. 

 

Επιπλέον το πρωτόδικο δικαστήριο τονίζει ότι λήφθηκε υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας, το γεγονός ότι δεν διώχθηκαν άλλα πρόσωπα που συμμετείχαν μαζί με τον εφεσείοντα στο επεισόδιο, ώστε να αμβλυνθεί η ανισοσκέλια στη μεταχείριση των παραβατών και να μετριαστεί τυχόν αίσθημα αδικίας που αισθάνεται ο εφεσείων.

 

Κρίνουμε επί του προκειμένου ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση λόγω της μη δίωξης άλλων συνεργών του εφεσείοντος που έλαβαν μέρος στο επεισόδιο, ορισμένοι εξ' αυτών μάλιστα ενεργά και χωρίς να φορούν κουκούλα όπως και ο εφεσείων, με αποτέλεσμα να μπορούσαν με ευκολία να αναγνωριστούν. Το στοιχείο αυτό, μπορεί όπως προαναφέρθηκε να μην αναιρεί την ποινική ευθύνη του εφεσείοντος, συνιστά όμως σοβαρό μετριαστικό παράγοντα που επενεργεί υπέρ την μείωσης της ποινής, η οποία άλλως πως θα δικαιολογείτο λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων, προς μετριασμό του αισθήματος αδικίας που αισθάνεται ο διωκόμενος, λόγω της μη προσαγωγής όλων των παρανομούντων ενώπιον της δικαιοσύνης.

 

Η θέση της νομολογίας επί του θέματος συγκεφαλαιώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Πική Δ., όπως ήταν τότε, στην Κάττου & ’λλος ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 498:

 

«Το γεγονός ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του ’ρθρου 113.2 δεν απαλλάττει τις δικαστικές αρχές από την υποχρέωση για αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, περιλαμβανομένης και της ισότητας που κατοχυρώνει το ’ρθρο 28. Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται. Επενεργεί όμως (η μη δίωξη) ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλιας στη μεταχείριση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείριση. Η ισότητα στη μεταχείριση έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα. Εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείριση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος.»

Όπως τέθηκε επιγραμματικά στην Δημητρίου ν Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 141, σελ. 152, η αρχή της ίσης μεταχείρισης προκειμένου περί μη δίωξης συνεργού ή διακοπής δίωξης συγκατηγορουμένου, «... έχει βαθιές ρίζες στο δίκαιο. Αποτελεί μέρος του σκληρού πυρήνα της Δικαιοσύνης». Εξίσου σημαντική είναι η επισήμανση στην ίδια υπόθεση:

«Όταν δύο εγκληματούν και ο ένας προσάγεται στο δικαστήριο ενώ ο άλλος όχι, η εφαρμογή του νόμου καθίσταται ανισομερής, ο νόμος τραυματίζεται και το κράτος δικαίου εξασθενεί.».

 (βλ. επίσης και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Λοΐζου κ.ά(2000) 2Α.Α.Δ. 371, Βασιλείου v. Δημοκρατίας (2002) 2Α.Α.Δ. 104 και Χαρίτου v. Δημοκρατίας (2008) 2Α.Α.Δ. 225, Νικήτας ν Δημοκρατίας (2012) 2ΑΑΔ 156, Φλώρου ν Δημοκρατίας (2016) 2ΑΑΔ 595, Μιχαηλίδης κ.α. ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 125/17 κ.α., ημερ. 26.4.2018).

 

Η σημαντικότητα της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, τονίζεται και στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Πική Π., στην Λοΐζου ν. Κωνσταντίνου (2000) 2 ΑΑΔ 371:

« Η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να μείνει ουδέτερη μπροστά στη χρήση διάφορου μέτρου στη μεταχείριση των παραβατών. Το ’ρθρο 35 του Συντάγματος δεν το επιτρέπει. όπως δεν το επιτρέπει η φύση της δικαστικής αποστολής συνυφασμένη κατά πάντα χρόνο με την ισότητα. Δεν διαγράφει βέβαια το έγκλημα των καταδικασθέντων ούτε αφίσταται του καθήκοντος να τους τιμωρήσει για το αδίκημα το οποίο διέπραξαν. Μπορεί να μειώσει την ποινή των καταδικασθέντων στο βαθμό που να μετριάζει το αίσθημα αδικίας το οποίο προκαλεί η διάφορη μεταχείριση των παραβατών. Με τον τρόπο αυτό μετριάζεται αφενός η ανισότητα στη μεταχείριση των παραβατών και αφετέρου η Δικαιοσύνη εκπληρώνει, στο βαθμό που της παρέχεται η δυνατότητα, το καθήκον το οποίον επιβάλλει το ’ρθρο 35 του Συντάγματος, που δεσμεύει τις Δικαστικές όπως και τις άλλες αρχές (νομοθετική και εκτελεστική) να διασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβανομένου του δικαιώματος της ισότητας (’ρθρο 28 του Συντάγματος).»

 

Στην προκείμενη περίπτωση παρότι το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει ότι λαμβάνει υπόψη την καθυστέρηση στην επιβολή ποινής και την ύπαρξη άνισης μεταχείρισης, εντούτοις το συνολικό ύψος της επιβληθείσας ποινής δεν αντανακλά στον απαιτούμενο βαθμό την έκπτωση στην ποινή την οποία επιβάλλει η συνύπαρξη των δυο πιο πάνω σημαντικών μετριαστικών παραγόντων, με αποτέλεσμα η ποινή να καθίσταται κατά την κρίση μας, έκδηλα υπερβολική.

 

Ως εκ τούτου η ποινή φυλάκισης 10 μηνών για το αδίκημα της οχλαγωγίας στην 2η  κατηγορία, μειώνεται σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών. Οι ποινές φυλάκισης για τα υπόλοιπα αδικήματα επικυρώνονται. Όλες οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν ώστε η συνολική ποινή φυλάκισης να ανέρχεται στους 6 μήνες, η οποία αντανακλά κατά την κρίση μας στα γενικότερα περιστατικά της υπόθεσης, τόσο ως προς την σοβαρότητα των αδικημάτων, όσο και στους προαναφερθέντες μετριαστικούς παράγοντες.    

 

Παραμένει η εξέταση του λόγου έφεσης εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την μη αναστολή των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα.

 

Στην πρόσφατη υπόθεση Απέργη ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφεση 64/2023 ημ. 22/6/2023 λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Πεδίο για επέμβαση από το Εφετείο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου να αναστείλει ή όχι την έκτιση ποινής φυλάκισης που έχει επιβάλει, παρέχεται μόνο όπου διαπιστώνεται ότι αυτή ασκήθηκε εσφαλμένα ή το Δικαστήριο υπερέβη τα ακραία όρια της εξουσίας του (Αστυνομία ν. Μιχαήλ, Ποιν. Εφ. Αρ.78/2019, ημερ.15.10.2020, Αστυνομία ν. Βρυώνης, Ποιν. Εφ. Αρ.92/2017 και 93/2017, ημερ.19.7.2019, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, 261 και Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24, 27). Η αποτίμηση των σχετικών παραγόντων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.»

 

Επιπλέον στην Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ.9/2021, ημερ.29.7.2021, εξηγήθηκε ότι ποινή φυλάκισης, ακόμα και εκεί όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του ύψους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα.

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει περιθώριο που θα δικαιολογούσε την παρέμβαση μας στην κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην αναστείλει τις ποινές φυλάκισης που επέβαλε στον εφεσείοντα. Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, αιτιολόγησε επαρκώς στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας, την απόφαση του να μη εκδώσει διάταγμα αναστολής των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν, με αποτέλεσμα να μην χωρεί επέμβαση του Εφετείου στο ζήτημα αυτό. 

 

Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω αποφασίζουμε τα εξής:

·        Η έφεση εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντα σε όλες τις κατηγορίες, απορρίπτεται.

·        Η ποινή φυλάκισης 10 μηνών για το αδίκημα της οχλαγωγίας της 2ης κατηγορίας, μειώνεται σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών. Οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης για τις υπόλοιπες κατηγορίες επικυρώνονται. Όλες οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

·        Η έφεση εναντίον της απόφασης για μη αναστολή των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα απορρίπτεται.

                                                         

 

 

                                                 Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

 

                                                 Μ.Γ. Πικής, Δ.

 

 


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΙΝΗ)

 

      ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ: Συμφωνώ με το μέρος της απόφασης που αφορά την καταδίκη όμως με όλο το σέβας προς την απόφαση της πλειοψηφίας αναφορικά με τη μείωση της ποινής, θεωρώ ότι δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης στην επιβληθείσα πρωτοδίκως ποινή.

 

      Στην υπόθεση Ορέστης Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφέσεις 12/2015-17/2015, ημερ. 4.7.2017 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

        «Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014, και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015).

 

        Το ερώτημα αν μια ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, σε βαθμό που να δικαιολογείται και η επέμβαση του Εφετείου, αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης σε αριθμό υποθέσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 232, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

        «Το κριτήριο για τη διαπίστωση υπερβολής στην ποινή είναι αντικειμενικό, όπως έχει επανειλημμένα αποφασιστεί - (βλ., μεταξύ άλλων, Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245. Σαρίδης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 465).

 

        Όπως υποδεικνύεται στη Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα. Μπορεί δε να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από τους δύο πιο κάτω αναφερόμενους παράγοντες ή/και με συνδυασμό των δύο:- (σελ. 531)

 

        «(1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και

 

        (2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου.»»

 

        Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε στη συνέχεια στις υποθέσεις Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 1 και Κκούτα ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 331, όπου επαναλήφθηκε ότι δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου».

 

      Η σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Εφεσείων κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας είναι δεδομένη. Δεδομένος είναι και ο ηγετικός ρόλος του Εφεσείοντα στην όλη υπόθεση. Το ότι η συνάθροιση των κουκουλοφόρων και η μετεξέλιξη της σε οχλαγωγία με βιαιοπραγίες, ύβρεις και ρίψη αντικειμένων έγινε με προσχεδιασμό, χωρίς πρόκληση εκ μέρους των θυμάτων, που στόχο είχε να πλήξει το δικαίωμα ελευθερίας στην έκφραση και του συνέρχεσθαι ειρηνικώς, με κίνητρο την προκατάληψη για τις διαφορετικές πολιτικές απόψεις των θυμάτων ήταν επιβαρυντικά στοιχεία τα οποία πρωτοδίκως λήφθηκαν υπόψη.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη σοβαρότητα των αδικημάτων. Αφού αναφέρθηκε στις προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές εντόπισε την ανάγκη αποτροπής σε αυτού του είδους τα αδικήματα. Περαιτέρω επεσήμανε και τα ακόλουθα σχετικά:

 

        «Έχω περαιτέρω την άποψη ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η ποινή που θα επιβληθεί πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μεταφέρεται με σαφήνεια το μήνυμα ότι η βία που έχει ως κίνητρο την προκατάληψη, ή την μισαλλοδοξία δεν είναι ανεκτή στην κοινωνία μας. Τέτοιας φύσης αδικήματα έχουν πολύ βαθύτερο ψυχολογικό αντίκτυπο στην ιδιωτική ζωή του θύματος, αλλά και στην κοινωνία ευρύτερα. Στην υπόθεση Király και Dömötör ν. Ουγγαρίας, Αρ. Προσφ. 63409/11, ημερ. 17.1.2017, η οποία αφορούσε εγκλήματα μίσους, αναφέρθηκε ότι:

 

      «Κάθε αρνητικό στερεότυπο σε σχέση με μια ομάδα, όταν φθάνει σε ένα ορισμένο επίπεδο, είναι ικανό να επηρεάσει την αίσθηση ταυτότητας της ομάδας και τα συναισθήματα της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησης των μελών της ομάδας. Με αυτή την έννοια μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει την ιδιωτική ζωή των μελών της ομάδας».

 

        Στην Αστυνομία ν. Α. Α. κ.α., Ποινική Έφεση Αρ. 4/2021, 5/2021 ημερ. 1.7.2021, στα πλαίσια εξέτασης εγκλημάτων που εμπεριέχουν το στοιχείο της απαξίωσης μέχρι μίσους εναντίον άλλου επειδή είναι διαφορετικός λόγω εθνικότητας ή εθνοτικής προέλευσης, γλώσσας, θρησκείας και φυλής, σεξουαλικού προσανατολισμού, φύλου, σωματικής ή και ψυχικής αναπηρίας, λέχθηκαν τα εξής:

 

        «Μόνο με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές μπορεί να δοθεί το μήνυμα στους επίδοξους δράστες ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές από την κοινωνία, αλλά και μήνυμα ελπίδας και υποστήριξης σε όσους κινδυνεύουν από τέτοιες συμπεριφορές ώστε να αισθάνονται ασφάλεια».

 

        Τα πιο πάνω, θεωρώ ότι εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στην παρούσα, όπου το κίνητρο των δραστών περιλαμβανομένου του Κατηγορουμένου, ήταν η απαξίωση και το μίσος για τις πολιτικές πεποιθήσεις άλλων. Σχετικό με τα πιο πάνω είναι και το άρθρο 35Α του Κεφ. 154, σύμφωνα με το οποίο:

 

      «Το Δικαστήριο, στα πλαίσια άσκησης των εξουσιών του κατά την επιμέτρηση και επιβολή ποινής, δύναται να λαμβάνει υπόψη ως επιβαρυντικό παράγοντα το κίνητρο της προκατάληψης κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, των θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων...».

(υπογράμμιση και τονισμός του Δικαστηρίου)

 

        Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η ανάγκη για αυστηρή και αποτρεπτική ποινή πρέπει να θεωρείται δεδομένη, τόσο για τα αδικήματα της οχλαγωγίας και επίθεσης, αλλά και για τα αδικήματα της ανησυχίας και της πρόκλησης βιαιοπραγιών. Σε σχέση με το τελευταίο αδίκημα, παραπέμπω στην υπόθεση Hjinicolaou ν. The Police (1976) 2 CLR 63 στην οποία επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 3 μηνών στον Κατηγορούμενο ο οποίος είχε προβεί σε δημοσίευση προκλητικού άρθρου σε εφημερίδα και είχε 3 προηγούμενες καταδίκες για ανάλογα αδικήματα. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι το δικαίωμα έκφρασης που κατοχυρώνεται τόσο στο Σύνταγμα, όσο και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δύναται να υπαχθή, διά νόμου, σε περιορισμούς και κυρώσεις που αποτελούν αναγκαία μέτρα για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων του πολίτη, την εθνική ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος. Εν προκειμένω, δεν υπήρχε τίποτε που να δικαιολογεί τον τρόπο με το οποίο εκφράστηκαν οι δράστες, μεταξύ των οποίων και ο Κατηγορούμενος. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε ίχνος δημοκρατικής έκφρασης εκ μέρους του Κατηγορουμένου. Επρόκειτο για μια απρόκλητη κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματος έκφρασης άλλων.

 

        Σημειώνω ότι αναφορικά με τα αδικήματα της οχλαγωγίας, ανησυχίας και της πρόκλησης βιαιοπραγιών λαμβάνεται υπόψη το ότι ο Κατηγορούμενος σε κάποιο στάδιο κάλεσε τους κουκουλοφόρους να σταματήσουν και να φύγουν, κάτι που οι τελευταίοι έπραξαν. Από την άλλη όμως, οι επιθετικές ενέργειες των οχλαγωγούντων είχαν ουκ ευκαταφρόνητη διάρκεια. Η απόφαση τους να αποχωρήσουν δεν οφείλεται θεωρώ στην συνειδητοποίηση του αποτρόπαιου των πράξεων τους, αλλά στην ανάγκη να αποφύγουν τον εντοπισμό ή τη σύλληψη τους από όργανα τήρησης της τάξης, που κάθε νοήμων άνθρωπος θα ανέμενε ότι θα είχαν κληθεί από τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση.

 

        Όσσν αφορά την επίθεση στον ΜΚ12, σημειώνω ότι ήταν επίσης απρόκλητη. Δεν υπήρχε κανένας ουσιαστικός λόγος για τον οποίο ο Κατηγορούμενος να δικαιολογείτο να χάσει τον αυτοέλεγχο του και να συμπεριφερθεί με τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε. Ευτυχώς, οι τραυματισμοί που προκλήθηκαν από τη βίαιη συμπεριφορά του Κατηγορουμένου ήταν επιπόλαιοι και δεν άφησαν μόνιμα κατάλοιπα. Από την άλλη, η επίθεση έλαβε χώρα σε δημόσιο χώρο και πέρα από τους τραυματισμούς που επέφερε, καταρράκωσε και την αξιοπρέπεια του θύματος. Εξάλλου, αυτό ήταν εμφανές μέσα από την μαρτυρία του ΜΚ12 στο Δικαστήριο. Όπως λέχθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέα Τόκκαλου (2001) 2 ΑΑΔ 95:

 

«Η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας, πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το ’ρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του».

 

        Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 327, λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την επιβληθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ποινή φυλάκισης:

 

        «Στην παρούσα περίπτωση, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν αποτέλεσμα σφάλματος. Η επιβολή ποινής φυλάκισης ήταν η πρέπουσα, ενόψει της βίαιης συμπεριφοράς του εφεσείοντα, παρά την ύπαρξη των ελαφρυντικών που υπήρχαν. Και τούτο, γιατί η εξατομίκευση δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή αποδυναμώνει την μέριμνα για την προστασία του κοινωνικού συνόλου.

 

        Η χρήση τέτοιας έκτασης βίας, σε δημόσιο χώρο, στην παρουσία τρίτων, εκτός από το σωματικό τραυματισμό, επέφερε και βάναυσο τραυματισμό της προσωπικότητας του θύματος. Η επίλυση προσωπικών διαφορών με τη χρήση βίας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Επιεικής μεταχείριση του εφεσείοντα θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα».

 

      Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στάθμισε τις προσωπικές περιστάσεις καθώς και το σύνολο των ελαφρυντικών παραγόντων του Εφεσείοντα αφού έλαβε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο, τις προσωπικές του συνθήκες καθώς και τις δυσχέρειες που θα προκύψουν στις υποθέσεις που χειρίζεται ως δικηγόρος και κάθε τι σχετικό επέβαλε την ποινή. Ειδικότερα, ως προς το χρόνο που διέρρευσε από την διάπραξη των αδικημάτων, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Στρέφομαι στον χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων, παράγοντας που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355). Τα επίδικα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 5.5.2017 και η ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε λίγες μέρες μετά, ήτοι στις 11.5.2017. Μετά την απάντηση στις κατηγορίες, η υπόθεση ορίστηκε, για πρώτη φορά, για ακρόαση στις 28.11.2017. Ακολούθησαν όμως αναβολές, κατόπιν αιτημάτων είτε της Κατηγορούσας Αρχής, είτε της Υπεράσπισης και άλλες λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου ή λόγω των λειτουργικών δυσκολιών κατά την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού. Έχω την άποψη ότι η καθυστέρηση δεν μπορεί να βαρύνει, τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο της μέρος, τον Κατηγορούμενο. Πέραν τούτου, είναι αντικειμενικό γεγονός ότι έχουν παρέλθει 6 έτη από τη διάπραξη των αδικημάτων. Η πάροδος τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος μειώνει ουσιαστικά την ανάγκη για αποτρεπτικότητα της ποινής και για αναμόρφωση του παραβάτη. Από την άλλη, σημειώνεται ότι ο παράγοντας χρόνος δεν μπορεί, από μόνος του, να εξουδετερώσει κάθε σχετικό και επιβαρυντικό παράγοντα, όπως τη σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη επιβολής ποινής για γενική αποτροπή (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Γενεθλίου, Ποιν. Έφ. 5.2016, ημερομ. 1.3.2016). Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης παρά την ύπαρξη μεγάλης καθυστέρησης. Παραπέμπω ενδεικτικά στην Λεωνίδου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 85/20, ημερ. 28.6.21, ECLI:CY:AD:2021:B284 (καθυστέρηση 12 ετών), στην Φελλά ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 8/21, ημερ. 3.6.21 (καθυστέρηση 14 ετών) και στην Διεθνές Κέντρο Υγείας Ολιστικής Ιατρικής Βιόραμα Λτδ ν. Καρβελλά, Ποιν. Εφ. 288 και 289/19, ημερ. 12.3.19 (καθυστέρηση 7 και πλεόν ετών, με ουσιαστική αλλαγή στις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου). Πρέπει να σημειωθεί εξάλλου, ότι ένας από τους βασικούς λόγους για τον οποίο η καθυστέρηση προσμετράται ως ελαφρυντικό στοιχείο, είναι διότι στο μεταξύ οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου έχουν αλλάξει. Εν προκειμένω, δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να δεικνύει ουσιαστική διαφοροποίηση στις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορουμένου. Το γεγονός ότι αυτός δεν έχει πλέον ενεργό συμμετοχή στην πολιτική ζωή δεν είναι παράγοντας που μπορεί να ενταχθεί σε αυτό το πλαίσιο. Κρίνω λοιπόν ότι στην παρούσα, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων και των περιστατικών της υπόθεσης, η καθυστέρηση, αν και είναι σοβαρός μετριαστικός παράγοντας, δεν είναι αρκετή για να διαφοροποιήσει το είδος της ποινής που πρέπει να επιβληθει. Θα ληφθεί επίσης υπόψη στο εύρος της ποινής».

 

        Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η παράλειψη των διωκτικών αρχών για μη δίωξη άλλων προσώπων, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης είναι ισχυρός μετριαστικός παράγοντας ο οποίος λαμβάνεται υπόψη. Από ανασκόπηση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρατηρείται επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις επιβληθείσες ποινές όταν αυτός ο παράγοντας δεν εξετάζεται πρωτοδίκως  (βλ. Φλούρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 27/15, ημερ. 29.6.2016, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοίζου (2000) 2 Α.Α.Δ., 373, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σενέκη (2012) 2 Α.Α.Δ. 285, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 157, Χαρίτου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ., 225), ή δεν έχει εξηγηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο η σημασία που απέδωσε σ΄ αυτόν (βλ. Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (2014) 2Β Α.Α.Δ. 965), ή δεν δόθηκε η ορθή σημασία του (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104) καθώς και στην περίπτωση που δεν έτυχε σχετικής αντανάκλασης ο παράγοντας αυτός στην ποινή (βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας κ.α., Ποιν. Έφ. 125/2017, ημερ. 26.4.2018). Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τον παράγοντα αυτό ο οποίος αντανακλάται στην επιβληθείσα ποινή αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«Τελειώνω με αναφορά στην εισήγηση της υπεράσπισης ότι η παράλειψη των διωκτικών αρχών να διώξουν και άλλα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονταν στα επίδικα επεισόδια και ειδικά εκείνα για τα οποία υπήρχε μαρτυρία, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών. Το Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια εκπλήρωσης του καθήκοντος που του επιβάλλει το ’ρθρο 35 του Συντάγματος πρέπει να διασφαλίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβανομένου του δικαιώματος της ισότητας (βλ. Georghiou & Others ν. Republic (1986) 2 CLR 109, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, Κάττου κ.α. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498 Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοίζου (2000) 2 Α.Α.Δ, 373, Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (2014) 2Β Α.Α.Δ. 965 και Φλούρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 27/15, ημερ. 29.6.16). Όντως, μέσα από τη μαρτυρία προέκυψε εμπλοκή τουλάχιστον ενός συγκεκριμένου προσώπου. Βεβαίως, δεν προβαίνω σε οποιοδήπρτε σχετικό εύρημα, πόσω μάλλον σε οποιοδήποτε εύρημα ενοχής του εν λόγω προσώπου. Προφανώς, η απόφαση των διωκτικών αρχών ήταν να μη διωχθεί το εν λόγω πρόσωπο. Αν και η απόφαση αυτή δεν ελέγχεται, εντούτοις το ότι, παρά την ύπαρξη μαρτυρίας, ο Κατηγορούμενος ήταν ο μόνος που οδηγήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας, ώστε να ατταμβλυνθεί η ανισοσκέλια στη μεταχείριση των παραβατών και να μετριαστεί τυχόν αίσθημα αδικίας που αισθάνεται ο Κατηγορούμενος.

 

        Ο Κατηγορούμενος εξέφρασε παράπονο και για την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να μην διώξει τους ΜΚ9 και ΜΚ12. Είναι γεγονός ότι το ζήτημα της ίσης μεταχείρισης παραβατών δεν περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις συνεργών, αλλά είναι ευρύτερο και ανακύπτει όποτε οι περιστάσεις δικαιολογούν αίσθημα αδικίας στο Κατηγορούμενο. Το κριτήριο δεν είναι το κατά πόσον ένα άλλο πρόσωπο θα μπορούσε να κατηγορηθεί για το ίδιο αδίκημα, αλλά το κατά πόσο ένα άλλο πρόσωπο θα μπορούσε να κατηγορηθεί στα πλαίσια της επίδικης ιστορίας με τρόπο, ώστε αν δεν κατηγορηθεί να δημιουργείται αίσθημα αδικίας σε όσους κατηγορήθηκαν, αλλά και η εντύπωση στο μέσο πολίτη για, αυθαιρέτως, διαφορετική μεταχείριση. Σε σχέση με τη μη δίωξη των ΜΚ9 και ΜΚ12, θεωρώ ότι δεν προκύπτει άνιση μεταχείριση σε βάρος του Κατηγορουμένου, τουλάχιστον τέτοια που να δικαιολογεί τυχόν αισθήματα αδικίας. Και τούτο διότι τίποτε από όσα ο Κατηγορούμενος καταλόγισε στα εν λόγω πρόσωπα, και τα οποία εξετάστηκαν στην παρούσα υπόθεση, δεν έχει στοιχειοθετηθεί. Θα ήταν σχήμα οξύμωρο να αναγνωριστεί άνιση μεταχείριση του Κατηγορουμένου έναντι προσώπων που με βάση τα ευρήματα του παρόντος Δικαστηρίου, δεν διέπραξαν οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα».

 

      Έχοντας υπόψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε όλους τους σχετικούς, προς την επιβολή ποινής, παράγοντες στην ορθή διάσταση τους, κρίνω ότι στις επιβληθείσες ποινές, δεν διαπιστώνεται το στοιχείο της υπερβολής από τον συσχετισμό της ποινής με το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης ούτε πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας τους και της ποινής. Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι μεν ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας σε παρόμοιας φύσης αδικήματα χωρίς όμως να αποτελούν σταθερό δείκτη καθορισμού ποινής καθότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση είναι αλληλένδετη με τα χαρακτηριστικά των γεγονότων που την συνθέτουν και της ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη. Σημειώνω ότι δεν εντοπίζεται απόφαση που να έχει τέτοια κοινά στοιχεία με την υπό εκδίκαση υπόθεση ώστε να δύναται να κριθεί ότι υπάρχει ουσιώδης απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

      Ως εκ των ανωτέρω βρίσκω ότι οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης σε καμία περίπτωση δεν κρίνονται έκδηλα υπερβολικές ώστε να δικαιολογούν την επέμβαση του Εφετείου. Ως προς το ζήτημα της αναστολής, συμφωνώ με την απόφαση της πλειοψηφίας.

 

      Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                 Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο