ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 286/19)
18 Σεπτεμβρίου 2023
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
DEMETRIS ELIA PROPERTIES LTD,
Εφεσειόντων / Εναγομένων,
ΚΑΙ
ΚΩΣΤΑΚΗ Α. ΚΟΥΡΡΗ,
Εφεσιβλήτου / Ενάγοντα.
----------------------------------
Αίτηση για ασφάλεια εξόδων ημερομηνίας 20.2.2023
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Γιώργος Πιττάτζης, για Γιώργος Φ. Πιττάτζης Δ.Ε.Π.Ε, για τον Εφεσίβλητο ‑ Αιτητή
Χρίστος Μουαΐμης, για Μουαΐμης & Μουαΐμης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες ‑ Καθ' ων η αίτηση
---------------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Μ. Τουμαζή, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Στις 28.6.2019 το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσιβλήτου/ενάγοντα για το ποσό των €157.204,00 με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα. Αντικείμενο αντιπαράθεσης ήταν συμφωνία με βάση την οποία οι εναγόμενοι πώλησαν στον ενάγοντα μία κατοικία την οποία προτίθεντο να ανεγείρουν επί του ακινήτου τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμφωνία τερματίστηκε εξ' υπαιτιότητας των εφεσειόντων/εναγομένων και ότι ο ενάγοντας, μη έχοντας οποιαδήποτε ευθύνη για τη ματαίωση της συμφωνίας, δικαιούτο την επιστροφή του πιο πάνω ποσού το οποίο είχε δώσει, πλέον τόκους και έξοδα. Περαιτέρω, απέρριψε την ανταπαίτηση χωρίς έξοδα.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης. Ο εφεσίβλητος στις 07.10.2020 καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε την έκδοση διατάγματος ασφάλειας εξόδων με την κατάθεση στον Πρωτοκολλητή ποσού ύψους €3.000 ή τραπεζική εγγύηση για το ίδιο ποσό. Η νομική βάση της αίτησης στηριζόταν στη Δ.35 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απλή αναγραφή στην στηρικτική ένορκη δήλωση της αίτησης ότι είχε εκδοθεί ένταλμα κατάσχεσης κινητών το οποίο επεστράφη ανεκτέλεστο, η γενική αναφορά ότι υπάρχει πιθανότητα να μην πετύχει η έφεση και το γεγονός ότι η ακίνητη περιουσία των εφεσειόντων ήτο υποθηκευμένη, δεν συνιστούσαν «ειδικές περιστάσεις» εν τη εννοία της Δ.35 θ.2 και απέρριψε την αίτηση με έξοδα ύψους €700, πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσειόντων/καθ' ων η αίτηση. (Demetris Elia Properties Ltd v. Κωστάκη Κουρρή, Πολιτική Έφεση Αρ. 286/19, ημερ. 19.05.2021, ECLI:CY:AD:2021:A211 ECLI:CY:AD:2021:A211)
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε στις 20.2.2023 την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητά την έκδοση διατάγματος ασφάλειας εξόδων με κατάθεση αυτή τη φορά ποσού ύψους €10.000 ή τραπεζική εγγύηση για το ίδιο ποσό, διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία έφεσης μέχρι να δοθεί η αιτούμενη ασφάλεια και διάταγμα απόρριψης της έφεσης, εάν η ασφάλεια δεν παρασχεθεί στην καθορισθείσα χρονική περίοδο.
Η υπό κρίση αίτηση βασίζεται στη Δ.35, θ.1 και 2, στη Δ.60 θ1 έως 6, στον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ.113 Άρθρα 327, 372, 382 και 391 και στη Δ.48 θ.1-9 και υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση γραμματειακής λειτουργού στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων του εφεσιβλήτου.
Η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, ημερομηνίας 28.06.2019, εξεδόθη ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας κατά των εφεσειόντων, το οποίο στις 12.8.2020 επεστράφη ανεκτέλεστο λόγω του ότι οι εφεσείοντες στερούντο κινητής περιουσίας που υπόκειτο σε κατάσχεση στη διεύθυνση που δόθηκε (Τεκμ. 2). Στις 14.2.2020 ο εφεσίβλητος κατέθεσε εμπράγματο βάρος (memo) στην ακίνητη περιουσία των εφεσειόντων, η οποία βαρύνετο από προγενέστερες υποθήκες (Τεκμ. 3). Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση έρευνας στην οποία οι εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση και συμπληρωματική ένορκη δήλωση ενός εκ των διευθυντών της εταιρείας όπου αναφέρετο ότι η ακίνητη περιουσία της εταιρείας αγοράστηκε από τρίτους προγενέστερους ενυπόθηκους δανειστές και συγκεκριμένα από την Gordian Holdings Ltd με βάση τον Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο του 1965, ως τροποποιήθηκε, ότι η εταιρεία αντιμετώπιζε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και ήτο σε άσχημη οικονομική κατάσταση και ότι δεν δύνατο να αποπληρώσει το εξ' αποφάσεως χρέος της (Τεκμ.4 Α‑Δ). Ενόψει της οικονομικής κατάστασης των εφεσειόντων, η αίτηση έρευνας αποσύρθηκε άνευ βλάβης.
Η ενόρκως δηλούσα στην υπό κρίση αίτηση, αναφέρει επίσης ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν υποβάλει στον Έφορο Εταιρειών ετήσια έκθεση από το 2004 (Τεκμ. 5). Επιπρόσθετα, στις 26.3.2021 δημοσιεύτηκε γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα για διαγραφή των εφεσειόντων από το μητρώο του Εφόρου Εταιρειών (Τεκμ. 6). Οι εφεσείοντες έχουν διαγραφεί ή υπόκεινται σε διαγραφή από το Μητρώο Εφόρου Εταιρειών και συνεπώς η έφεση πιθανόν να μην είναι δυνατό να προωθηθεί και γι' αυτό θα πρέπει να απορριφθεί.
Οι εφεσείοντες δεν κατέβαλαν μέχρι σήμερα οποιοδήποτε ποσό έναντι του εξ αποφάσεως χρέους τους και των εξόδων, δεν έχουν οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία υποκείμενη σε εκτέλεση και είναι παντελώς αφερέγγυοι να πληρώσουν στον εφεσίβλητο τα πρωτόδικα έξοδα και τα έξοδα της έφεσης, σε περίπτωση που απορριφθεί. Οι εφεσείοντες δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας στην έφεση. Τα έξοδα της έφεσης, ως αναφέρεται, αναμένεται να ανέλθουν στα €10.223,29, σύμφωνα με τον προκαταρκτικό κατάλογο εξόδων ο οποίος επισυνάφθηκε (Τεκμ. 7).
Είναι η θέση της ενόρκως δηλούσας ότι από την καταχώρηση της προηγούμενης αίτησης για ασφάλεια εξόδων και την απόρριψη της από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχουν προκύψει τα πιο πάνω νέα γεγονότα, ήτοι η εκποίηση και ανάκτηση των δύο ακινήτων των εφεσειόντων από τον ενυπόθηκο δανειστή. Τα δύο αυτά ακίνητα ήταν η μοναδική περιουσία των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως, προβάλλοντας ως λόγους ένστασης ότι η αίτηση είναι καταχρηστική λόγω του ότι έχει καταχωρηθεί προηγουμένως αίτηση στις 7.10.2020 με ταυτόσημο αίτημα, ότι ενώ έχουν προκύψει νέα γεγονότα, εντούτοις αυτά δεν δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος για ασφάλεια εξόδων, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσει η νομοθεσία για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, ότι η αίτηση είναι παραπλανητική διότι προβάλλει λανθασμένα και/ή ψευδή δεδομένα, ότι το αιτούμενο ποσό για ασφάλεια εξόδων είναι δυσανάλογο και αδικαιολόγητο και ότι η έφεση έχει μεγάλες πιθανότητες να πετύχει.
Η ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως συνοδεύεται από την ένορκο δήλωση, ενός εκ των διευθυντών της εφεσείουσας εταιρείας, μέρος της οποίας αναλώνεται σε νομική επιχειρηματολογία. Ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι το ένταλμα κατάσχεσης κινητών επεστράφη ανεκτέλεστο στις 12.08.2020 λόγω του ότι δόθηκε λανθασμένη διεύθυνση της εταιρείας. Η τελευταία αλλαγή διεύθυνσης του εγγεγραμμένου γραφείου τους έγινε περί το 2017, όπως εμφανίζεται από το ηλεκτρονικό αρχείο του Εφόρου Εταιρειών (Τεκμ. 1). Ο ενόρκως δηλών παραδέχεται ότι η ακίνητη περιουσία της εταιρείας έχει αγοραστεί από τους ενυπόθηκους δανειστές της. Σύμφωνα με τη θέση του υπήρχαν οικονομικά προβλήματα λόγω της πανδημίας και η εταιρεία ήτο αδρανής για μεγάλο χρονικό διάστημα, όμως με την επιστροφή στην κανονικότητα, η εταιρεία επανήλθε στις συνήθεις δραστηριότητες της. Ο εφεσίβλητος έπρεπε να γνωρίζει ότι η εταιρεία είναι ενεργή, εφόσον προέβη σε έρευνα στον Έφορο Εταιρειών. Επομένως, τα νέα δεδομένα που ισχυρίζεται η άλλη πλευρά ότι έχουν επισυμβεί, δεν είναι ουσιαστικής σημασίας. Περαιτέρω, το ποσό που αξιώνεται ως ασφάλεια εξόδων των €10.000,00 είναι υπερβολικό.
Κατά την ακρόαση, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υποστήριξαν τις θέσεις τους με γραπτές αγορεύσεις. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου - αιτητή δήλωσε τη διάθεση του αιτητή να αποδεχθεί ως ποσό ασφάλειας εξόδων το ποσό των €6.500,00.
Αρχίζοντας από τον πρώτο λόγο ένστασης, ότι η αίτηση είναι καταχρηστική και/ή ενοχλητική λόγω του ότι έχει καταχωρηθεί προηγούμενη αίτηση για ασφάλεια εξόδων από τους εφεσίβλητους και έχει απορριφθεί από το Δικαστήριο, επισημαίνουμε τα ακόλουθα: Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε στις 19.05.2021, έχοντας ως βάση τα τότε ενώπιον του δεδομένα, όπως προέκυπταν από την αίτηση ημερ. 07.10.2020 και την ένσταση ημερ. 15.01.2021. Όμως έχουν προκύψει νέα γεγονότα, όπως η πώληση όλης της περιουσίας των εφεσειόντων και η γνωστοποίηση ημερομηνίας 26.3.2021 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για διαγραφή από το μητρώο εταιρειών της εφεσείουσας εταιρείας μετά τη λήξη τριών μηνών, εκτός αν αποδεικνύετο λόγος για το αντίθετο. Κρίνουμε ότι ο εφεσίβλητος νομιμοποιείται στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, εφόσον προέκυψαν νέα δεδομένα. Η απόρριψη της προηγούμενης αίτησης δεν αποτελεί δεδικασμένο εφόσον επρόκειτο για ενδιάμεση απόφαση η οποία εκδόθηκε στη βάση άλλων δεδομένων. Όπως τονίστηκε στην απόφαση Recnex Trading Ltd v. Τράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 866:
«Οι ενδιάμεσες αποφάσεις, πλην ειδικών περιπτώσεων, δεν θεωρούνται τελεσίδικες ακόμη και αν αποφασίζεται τελικώς ένα ζήτημα το οποίο κρίνεται δεσμευτικό για τη μετέπειτα διαδικασία. Η απόρριψη μιας ενδιάμεσης αίτησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελική και ως εκ τούτου καταχώρηση νέας δεν μπορεί να προσκρούσει στην αρχή του δεδικασμένου. Εναπόκειται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αν θα εγκρίνει τη δεύτερη Αίτηση ή αν θα την απορρίψει ελλείψει νέων στοιχείων.»
Η υπό κρίση αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων στη Δ.35 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η Δ.35 θ.2 προνοεί για παροχή ασφάλειας για τα έξοδα που δημιουργούνται λόγω οποιασδήποτε έφεσης, ως ήθελε διαταχθεί κάτω από ειδικές περιστάσεις. Οι νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας ισχύουν για τις διαδικασίες ενώπιον του Εφετείου από 03.07.2023 (Μέρος 60(1)). Το Μέρος 41.12 (1) προβλέπει ότι «Σε σχέση με έφεση το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του κατώτερου Δικαστηρίου». Το ζήτημα παροχής ασφάλειας εξόδων από διάδικο ρυθμίζεται ειδικότερα στο Μέρος 26 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023.
Το ζήτημα παροχής ασφάλειας εξόδων από διάδικο o οποίος είναι εταιρεία, ρυθμίζεται ειδικά από το Άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο «πρέπει να αποτελεί την αφετηρία εξέτασης τέτοιων αιτήσεων όταν στρέφονται εναντίον εταιρειών» (G. K. Theonell Building & Construction Ltd v. AIG Europe Limited, Πολιτική Έφεση 98/17, ημερ. 03.06.2019, ECLI:CY:AD:2019:A249, ECLI:CY:AD:2019:A249).
Το Άρθρο 382 του Κεφ. 113 προνοεί τα ακόλουθα:
«Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε Δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγόμενου αν αυτός πετύχει στην Υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.»
Στην απόφαση G. K. Theonell Building & Construction Ltd v. AIG Europe Limited (ανωτέρω), τονίστηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με το Άρθρο 382 του Κεφ. 113:
«Οι πρόνοιες του άρθρου 382 εξετάστηκαν πρόσφατα στην Y. Liasides Developers Ltd v. Mιχαήλ κ.α., Πολιτική Έφ. 123/2012, ημερ. 2.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:A211, ECLI:CY:AD:2017:A211, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Θα πρέπει, κατ΄ αρχάς, να λεχθεί ότι, σε αντιδιαστολή προς τη γενική ρύθμιση περί παροχής ασφάλειας εξόδων δια της Διαταγής 60 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, το εν λόγω άρθρο 382 αποτελεί ειδική πρόνοια, με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα της παροχής ασφάλειας εξόδων από εταιρείες.
Αναφορικά µε φυσικά πρόσωπα, αποκρυσταλλωμένη είναι η αρχή ότι δεν εκδίδεται διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον ενάγοντα ο οποίος στερείται µέσων. Όπως ετέθη στην Cowell ν. Taylor (1885) 31 Ch D 34, 38 «the general rule is that poverty is no bar to a litigant, that, from time immemorial, has been the rule at common law, and also, in equity». Άλλως η διαταγή για παροχή ασφάλειας εξόδων θα απέληγε σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο (Conway v. Ηλία (2002) 1 ΑΑΔ 1653).
Τέτοια αρχή, όμως, δεν ισχύει προκειμένου περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, όπου ο κανόνας αντιστρέφεται. Το ζήτημα εξηγείται από τον Megarry V‑C στην υπόθεση Pearson ν. Naydler [1977] 3 ΑΙΙ ER 531, 532, µε αναφορά στο άρθρο 447 του Companies Act 1948[1], το οποίο αντιστοιχούσε στο άρθρο 382 του δικού µας Νόµου:
"In the case of a limited company, there is no basic rule conferring immunity from any liability to give security for costs. The basic rule is the opposite; section 447 applies to all limited companies, and subjects them all to the liability to give security for costs. The whole concept of the section is contrary to the rule developed by the cases that poverty is not to be made a bar to bringing an action. There is nothing in the statutory language (the substance of which goes back at least as far as the Companies Act 1862, section 69) to indicate that there are any exceptions to what is laid down as a broad and general rule for all limited companies. Nor is it surprising that there should be such a rule. A man may bring into being as many limited companies as he wishes, with the privilege of limited liability; and section 447 provides some protection for the community against litigious abuses by artificial persons manipulated by natural persons. One should be as slow to whittle away this protection as one should be to whittle away a natural person's right to litigate despite poverty."»
Η νομοθετική πρόνοια του άρθρου 382, ερμηνευόμενη ως άνω, κατισχύει της διαδικαστικής ρύθμισης της Δ.35, κ.2 η οποία προϋποθέτει «ειδικές περιστάσεις» ώστε να διαταχθεί η παροχή ασφάλειας.»
Στην απόφαση Λεωνίδας Κίμωνος, ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 147, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Ως προς το ουσιαστικό μέρος της αίτησης, αν δηλαδή η εφεσείουσα εταιρεία είναι ικανή ή όχι να πληρώσει τα έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης, όντως το Άρθρο 382* του περί Εταιρειών Νόμου προβλέπει πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διατάξει την παροχή ασφάλειας εξόδων προϋποθέτει ότι ο αιτητής έχει αποσείσει το βάρος των ισχυρισμών του περί αφερεγγυότητας της εταιρείας με αξιόπιστη μαρτυρία. Στην υπό κρίση όμως περίπτωση η εφεσείουσα εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση και το γεγονός αυτό αποτελεί prima facie μαρτυρία ότι αδυνατεί να καταβάλει τα έξοδα, εκτός αν δοθεί προς το αντίθετο σχετική μαρτυρία (βλ. Genemp Trading Ltd (ανωτέρω) η οποία παραπέμπει στην Northhampton Goal, Iron & Waggon Co. v. Midland Wagon Co. [1878] 7 Ch.D. 500). Tο βάρος επομένως απόδειξης ότι η εφεσείουσα εταιρεία έχει τη δυνατότητα να καταβάλει τα έξοδα της εφεσίβλητης σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης μετήλθε σ' αυτή...»
Στην υπό κρίση αίτηση οι εφεσείοντες παρουσιάζονται εκ των πραγμάτων ανίκανοι να πληρώσουν τα έξοδα των εφεσιβλήτων. Στις ένορκες δηλώσεις τους ημερομηνίας 14.3.2022 και 10.6.2022, οι οποίες συνοδεύουν την ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως στην αίτηση έρευνας (Τεκμ. 4Α και 4Β), αναφέρουν ότι η εταιρεία βρίσκεται σε άσχημη οικονομική κατάσταση και ότι αδυνατεί να καταβάλει το εξ αποφάσεως χρέος. Στην υπό κρίση αίτηση, οι εφεσείοντες αναφέρουν ότι η εταιρεία είχε περιέλθει σε άσχημη οικονομική κατάσταση και ότι ήτο αδρανής. Παρόλο που προβάλλουν ότι η εταιρεία τώρα είναι ενεργή, πουθενά δεν αναφέρουν ότι η οικονομική κατάσταση τους έχει βελτιωθεί, ή ότι έχει τη δυνατότητα να καταβάλει τα έξοδα των εφεσιβλήτων σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, ούτε έχουν επισυνάψει οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, ούτε έχει προσκομίσει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ώστε να είναι σε θέση το Δικαστήριο να αξιολογήσει την οικονομική τους δυνατότητα.
Δεν αμφισβητείται από πλευράς της εφεσείουσας εταιρείας ότι κανένα ποσό δεν έχει καταβληθεί έναντι της πρωτόδικης απόφασης και των εξόδων στα οποία καταδικάστηκε. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 19.5.2021, η εφεσείουσα εταιρεία είχε ακίνητη περιουσία η οποία ήταν υποθηκευμένη με χρέη σε σχέση με τράπεζες. Στην υπό κρίση αίτηση είναι παραδεκτό ότι η εφεσείουσα εταιρεία δεν έχει πλέον οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία, λόγω του ότι αυτή έχει εκποιηθεί από τους ενυπόθηκους δανειστές, επομένως υπάρχει πρακτική αδυναμία εκτέλεσης εναντίον τους.
Όσον αφορά τη δύναμη της υπόθεσης, η έφεση στρέφεται ουσιαστικά εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας, όπου σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει. Έχει νομολογηθεί ότι όπου οι πιθανότητες επιτυχίας είναι μικρές ή αν οι λόγοι έφεσης στηρίζονται κυρίως στην αξιολόγηση, τότε η διακριτική ευχέρεια συνήθως ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης ασφάλειας εξόδων (βλ. Μοναχή Μαρκέλλα κ.α. v. Αρχιμανδρίτη Σεβαστιανού Σταύρου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 9/2016 ημερ. 29.01.2021, ECLI:CY:AD:2021:A28 ECLI:CY:AD:2021:A28)
Καταλήγουμε ότι ο εφεσίβλητος - αιτητής έχει αποσείσει το βάρος των ισχυρισμών του περί αφερεγγυότητας της εταιρείας και ότι οι εφεσείοντες - καθ' ων η αίτηση δεν απέσεισαν το μετατοπισθέν σε αυτούς βάρος να αποδείξουν ότι είναι σε θέση να πληρώσουν τα έξοδα του εφεσιβλήτου σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης τους.
Ενόψει των πιο πάνω και έχοντας υπόψη και τον προκαταρκτικό κατάλογο εξόδων, βρίσκουμε ότι το ποσό των €6.500,00 το οποίο εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων είναι εύλογο.
Εκδίδεται διάταγμα όπως οι εφεσείοντες - καθ' ων η αίτηση καταθέσουν υπό μορφή τραπεζικής εγγύησης που θα ικανοποιεί τον Πρωτοκολλητή, ή σε μετρητά, ασφάλεια εξόδων στο ποσό των €6.500,00 εντός 60 ημερών από σήμερα. Ενόψει του διατάγματος, κάθε περαιτέρω διαδικασία στην έφεση αναστέλλεται μέχρις ότου κατατεθεί η εν λόγω ασφάλεια και σε περίπτωση που δεν κατατεθεί μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, τότε η έφεση θα θεωρείται ως εγκαταληφθείσα και απορριφθείσα με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων - καθ' ων η αίτηση.
Τα έξοδα ύψους €3.000 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του εφεσιβλήτου - αιτητή και εναντίον των εφεσειόντων - καθ' ων η αίτηση.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.