ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 151/2021

(σχ. με 152/2021)

 

12 Σεπτεμβρίου 2023

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

P.G.M.S. (PRIVATE GRAMMAR & MODERN SCHOOLS) LTD

                                                          Εφεσειόντων

v.

 

ΖΟΥΒΑΝΗ ΖΟΥΒΑΝΗ

                                                          Εφεσιβλήτου

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 152/2021

(σχ. με 151/2021)

 

ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

                                                          Εφεσείοντος

v.

 

ΖΟΥΒΑΝΗ ΖΟΥΒΑΝΗ

                                                          Εφεσιβλήτου

-------------------------

 

Ε. Πελεκάνου (κα), για Παναγιώτου & Πελεκάνος, για Εφεσείοντες

Γ.Β. Μούσκος, για Εφεσίβλητο

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.: Με τις ως άνω εφέσεις τους, η Εφεσείουσα εταιρεία και ο Εφεσείων διευθυντής της, πρωτοδίκως Κατηγορούμενοι 1 και 2, προσβάλλουν με οκτώ και εννέα λόγους αντίστοιχα την καταδίκη τους από το Ε.Δ. Λευκωσίας, ήτοι της μεν Κατηγορούμενης 1 για το αδίκημα της πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής (κατηγορία 1), του δε Κατηγορούμενου 2 για τη συνδρομή του στο εν λόγω αδίκημα (κατηγορία 2), κατά παράβαση των Άρθρων 20 και 305Α του Ποινικού Κώδικος. Περαιτέρω ο Κατηγορούμενος 2 προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολική και την τρίμηνη φυλάκιση με αναστολή, με την οποία τιμωρήθηκε.

 

Πρωτόδικη Διαδικασία

 

      Κατά την πρωτόδικη διαδικασία αρχικά δηλώθηκαν κάποια παραδεκτά γεγονότα και στη συνέχεια κατέθεσαν ο Παραπονούμενος (Μ.Κ.1) και η εργοδοτούμενη του η Μ.Μ. (ΜΚ2) ενώ μετά την κλήση των Κατηγορουμένων σε απολογία κατέθεσε ενόρκως ο Κατηγορούμενος 2 (Μ.Υ.1), καθώς και ο φίλος του, ο Γ.Χ. (Μ.Υ.2). Τα παραδεκτά γεγονότα και οι γραπτές δηλώσεις των μαρτύρων κατατέθηκαν ως έγγραφα Α έως Ε ενώ κάποια άλλα έγγραφα, συμπεριλαμβανομένης της επίδικης επιταγής, κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 1 έως 5. Μεταξύ άλλων συνιστούσαν παραδεκτά γεγονότα:

 

·               Ότι ο Παραπονούμενος κατά πάντα ουσιώδη χρόνο διατηρούσε ταβέρνα στον Άγιο Δομέτιο.

·               Ότι ο Κατηγορούμενος 2 κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν διευθυντής και μέτοχος της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας.

·               Ότι η Κατηγορούμενη 1 είχε εκδώσει την επίδικη επιταγή πληρωτέα στις 21.11.16 για το ποσόν των €35.000 προς όφελος του Παραπονούμενου, η οποία είχε υπογραφεί από τον Κατηγορούμενο 2.

·               Ότι στις 22.11.16 η Κατηγορούμενη 1 μέσω του Κατηγορούμενου 2 προχώρησε με γραπτές οδηγίες προς την τράπεζα της σε ανάκληση πληρωμής της επίδικης επιταγής για τον λόγο ότι δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη της συμφωνίας.

·               Ότι η επιταγή δεν είχε εξοφληθεί μέχρι την ακρόαση.

 

      Αξιολογώντας την προαναφερθείσα μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε πρώτα αυτήν του Παραπονούμενου και κατέληξε ότι οι κρίσιμοι για την υπόθεση ισχυρισμοί του, ήτοι ότι είχε λάβει την επιταγή μετά που ολοκληρώθηκε η μεταξύ τους συμφωνία για την πώληση της εμπορικής εύνοιας («αέρα») της ταβέρνας, είναι λογικοί αφού εάν δεν είχαν καταλήξει σε συμφωνία τότε ο Κατηγορούμενος 2 δεν θα προχωρούσε στην έκδοση της επιταγής. Έκρινε σχετικά ότι κανένας δεν εκδίδει επιταγή για ένα ποσό των €35.000, με όλες τις συνέπειες που η έκδοση της συνεπάγεται, παρά μόνο όταν υπάρχει βάσιμος λόγος για κάτι τέτοιο και τέτοιος λόγος στην παρούσα περίπτωση ήταν η ολοκλήρωση της ως άνω συμφωνίας. Συνεπώς, κατά την πρωτόδικη κρίση, ο Κατηγορούμενος 2 εξέδωσε την επιταγή μόνο μετά που είχαν τελεσφορήσει οι μεταξύ τους διαπραγματεύσεις και είχε επιτευχθεί η συμφωνία πώλησης της εμπορικής εύνοιας.

 

      Αντεξεταζόμενος ο Παραπονούμενος είχε αναγνωρίσει αφενός μια ιδιόχειρη κατάσταση, στην οποία κατέγραφε διάφορα επιμέρους ποσά συμποσούμενα σε €10.313, για τα οποία τού είχε υποβληθεί ότι ο ίδιος την είχε ετοιμάσει μετά που ναυάγησε η συμφωνία με τον Κατηγορούμενο 2 ως τις ζημιές που είχε υποστεί μέχρι τις 2.12.16 (Τεκμήριο 3) και αφετέρου ένα εκτυπωμένο δικό του μήνυμα (sms) προς τον Κατηγορούμενο 2 ημερομηνίας 1.12.16, δεχόμενος προφορικά ότι με αυτό ζητούσε τότε το ποσόν των €10.000 από τους Κατηγορούμενους (Τεκμήριο 4).

 

      Σε σχέση με αυτά τα δύο, Τεκμήρια 3 και 4, το πρωτόδικο Δικαστήριο είπε πως «. δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επειδή ο Παραπονούμενος ισχυρίστηκε ότι υπέστη τις ως άνω ζημιές πως ταυτόχρονα αποκλείεται να είχε επιτευχθεί συμφωνία για την πώληση . ούτε ότι δεν είχε βάσιμο λόγο να αξιώνει την πληρωμή της επίδικης επιταγής» και περαιτέρω πως αντιθέτως «. η αποστολή τους ενισχύει τον ισχυρισμό του Παραπονούμενου ότι πράγματι κατέληξαν στην ως άνω μεταξύ τους συμφωνία».

 

      Αξιολογώντας τον Κατηγορούμενο 2 το Δικαστήριο είπε πως η εκδοχή του ότι η συμφωνία των μερών θα τελούσε υπό την αίρεση συνομολόγησης και συμφωνίας ενοικίασης μεταξύ των Κατηγορουμένων και της ιδιοκτήτριας του χώρου δεν συνήδε με τη λογική πορεία των πραγμάτων, άρα δεν ήταν πειστική και δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Αυτό επειδή, ως άντρας ώριμης ηλικίας ο Κατηγορούμενος 2, αντιλαμβάνετο τις συνέπειες έκδοσης επιταγής, ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να την εκδώσει παρά μόνο με την ελεύθερη βούληση του και εάν συνέτρεχε λόγος, ότι ως επιχειρηματίας φάνηκε πως δεν ενεργεί αυθόρμητα ή επιπόλαια και μεριμνά για το συμφέρον της επιχείρησης του και τέλος ότι κανένας λογικός επιχειρηματίας με σοβαρή επιχείρηση (σχολείου) δεν θα προχωρούσε στην έκδοση μιας επιταγής για ένα τόσο μεγάλο ποσό μόνο επειδή λυπήθηκε τον Παραπονούμενο για λόγους υγείας του τελευταίου. Αν είχε τεθεί όρος συνομολόγησης ενοικίασης τότε το λογικώς αναμενόμενο θα ήταν να μην εξέδιδε την επιταγή ο Κατηγορούμενος 2 αφού δεν θα υπήρχε κανένας λόγος για κάτι τέτοιο.

 

      Για τη Μ.Κ.2 λέχθηκε μόνον πως δεν ήταν παρούσα κατά την παράδοση της επιταγής οπότε η μαρτυρία της δεν ήταν επιβοηθητική για την επίλυση του κρίσιμου θέματος ενώ εν σχέσει με τον Μ.Υ.2 κρίθηκε πως οι ισχυρισμοί του ως προς τα κρίσιμα θέματα αποτελούσαν αναπαραγωγή των ήδη απορριφθέντων ισχυρισμών του Κατηγορούμενου 2 οπότε ομοίως ούτε αυτοί μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί.

 

      Κατά συνέπειαν (και έχοντας ήδη κάπως πρωθύστερα, πριν την αξιολόγηση, αναφερθεί σε νομικές αρχές) το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε την απόδειξη της έκδοσης επιταγής και της πρόκλησης μη εξόφλησης, οπότε εξετάζοντας καθηκόντως το κατά πόσον απεδείχθη η ύπαρξη εύλογης αιτίας επανέλαβε ότι ο ισχυρισμός πως η συμφωνία για την οποία είχε εκδοθεί η επιταγή τελούσε υπό την αίρεση επίτευξης συμφωνίας ενοικίασης του χώρου (της ταβέρνας) δεν είχε γίνει αποδεκτός, οπότε καταδίκασε και τους δυο Κατηγορούμενους, επιβάλλοντας αργότερα πρόστιμο ύψους €1.250 στην εταιρεία και τρίμηνη φυλάκιση με αναστολή στον διευθυντή της.

 

Λόγοι Έφεσης

 

      Με εξαίρεση τον πρώτο λόγο έφεσης του Κατηγορούμενου 2 διευθυντή, ο οποίος δεν αναπτύσσεται στο διάγραμμα του και δεν θα μας απασχολήσει, οι υπόλοιποι οκτώ λόγοι έφεσης του κατά της καταδίκης είναι ταυτόσημοι με τους μόνους οκτώ λόγους έφεσης της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας. Εξ ου και στο καταχωρισθέν κοινό διάγραμμα ακολουθείται η αρίθμηση των λόγων έφεσης του Κατηγορούμενου 2 (στην οποία αρίθμηση επίσης θα αναφερόμαστε). Εξ αυτών, οι Λόγοι Έφεσης υπ΄ αρ. 5 έως 7 και 9 προσβάλλουν την πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας και συγκεκριμένα αυτής του Παραπονούμενου, του Κατηγορούμενου 2, του Μ.Υ.2 και συνολικά. Των οποίων (λόγων) προέχει η εξέταση καθότι, ως θέμα λογικής συνέχειας, η κρίση επ΄ αυτών επηρεάζει ενδεχομένως και τους υπόλοιπους λόγους και κυρίως τον Λόγο Έφεσης υπ΄ αρ. 2 περί του ότι εσφαλμένα κρίθηκε πως οι Κατηγορούμενοι δεν είχαν αποδείξει εύλογη αιτία για την ανάκληση της επιταγής, καθώς και τον υπ΄ αρ. 4 περί μη ενασχόλησης με την αναντίλεκτη μαρτυρία ότι οι Κατηγορούμενοι ποτέ δεν είχαν παραλάβει κατοχή του υποστατικού (σε συνάφεια με το Άρθρο 30 του Κεφ. 262).

 

      Παρεμβάλλουμε εδώ πως εκ μέρους των Εφεσειόντων η κα Πελεκάνου ορθώς δεν επέμεινε στην προώθηση των Λόγων Έφεσης υπ΄ αρ. 1 και 3, οι οποίοι αφορούν τη συνέργεια και την αναγκαία ένοχη διάνοια του Κατηγορούμενου 2 αφού πρωτοδίκως αποτελούσε παραδεκτό γεγονός ότι ο ίδιος αφενός είχε υπογράψει την επιταγή και αφετέρου είχε δώσει τις οδηγίες για την ανάκληση της (Vrontis Builders Ltd κ.α. ν. Γεώργιος Κλεόπα & Υιοί Λτδ (2016) 2(Α) Α.Α.Δ. 518).

 

      Σε σχέση με τις αρχές επέμβασης του Εφετείου σε ζητήματα αξιολόγησης υπενθυμίζουμε ότι κατά πάγια νομολογία το ζήτημα της αξιολόγησης και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνον όταν:

 

·               Η αξιολόγηση ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του (Κουρέας ν. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 896).

 

·               Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας (Κυπρίζογλου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν, Έφ. 53/2017 κ.α., ημερ. 15.12.17).

 

·               Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά ή κρίνονται εσφαλμένα, ερχόμενα σε σύγκρουση με άλλη μαρτυρία (Γενικός Εισαγγελέας ν. Ismail κ.α. (2016) 2(Β) Α.Α.Δ. 891).

 

·               Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνονται στο σύνολο της υπόθεσης παράλογα, ήτοι είναι συμπεράσματα στα οποία δεν θα ήταν δυνατό να καταλήξει ένα λογικό Δικαστήριο (Κατσιαρής ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 349).

 

·               Τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 300) ή είναι αντιφατικά μεταξύ τους ή η ίδια η αξιολόγηση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με παραδεκτά γεγονότα ή άλλα τεκμήρια κατατεθέντα ή απέχει από τη λογική των πραγμάτων στα περιστατικά της υπόθεσης (Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 175/16, ημερ. 23.11.18), ήτοι όταν δημιουργείται ρήγμα στην αξιολόγηση και στα ευρήματα (Q.A. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 71/2018, ημερ. 11.9.19).

 

·               Οι τυχόν αντιφάσεις στη μαρτυρία αντικειμενικά κρινόμενες είναι ουσιαστικής μορφής, δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία μάρτυρος και φανερώνουν διάθεση του να αποκρύψει την αλήθεια (Ηλία ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 133/2016, ημερ. 29.3.19).

 

      Γενικά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη ετυμηγορία εκτός εάν πειστεί ότι υπάρχουν καλοί λόγοι οι οποίοι του δίνουν το δικαίωμα να το πράξει (Kolarski v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205). Σε τέτοια περίπτωση έχει το δικαίωμα να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα και να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις, καταλήγοντας σε διαφορετική κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, με θεμέλιο όμως την πρωτόδικη κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Μια τέτοια εξουσία επέμβασης, στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα, ασκείται με μεγάλη προσοχή (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.α. (1998) 2 Α.Α.Δ. 204).

 

      Στην παρούσα περίπτωση συνιστά κοινό υπόβαθρο ότι η Κατηγορούμενη 1 εταιρεία περί τον Οκτώβριο του 2016 μέσω του διευθυντή της Κατηγορούμενου 2 επέδειξε ενδιαφέρον για την αγορά της εμπορικής εύνοιας («αέρα») της ταβέρνας, την οποία διατηρούσε ο Παραπονούμενος. Τις αρχικές συζητήσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων αγοραστών διεξήγαγε ο φίλος του Κατηγορούμενου 2, ήτοι κάποιος Σωτήρης ενώ τη διαχείριση της ταβέρνας, εάν προχωρούσε η αγορά, θα αναλάμβανε άλλος φίλος του, ο Γιώργος, ο οποίος κατέθεσε ως Μ.Υ.2. Ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 2 πραγματοποίησε αρκετές επισκέψεις (περί τις 10) με την παρέα του ως πελάτης στην ταβέρνα, καθ΄ όλον το επίδικο χρονικό διάστημα.

 

      Εξίσου αναντίλεκτο είναι πως ο Παραπονούμενος κατείχε τον χώρο (στον οποίο λειτουργούσε η ταβέρνα) βάσει ενοικιαστηρίου συμβολαίου, το οποίο θα έληγε στις 30.11.19 και το οποίο παρείχε δικαίωμα ανανέωσης κατόπιν τρίμηνης ειδοποίησης από τον ενοικιαστή, αύξησης του τελευταίου ενοικίου από €1.400 σε €2.500 μηνιαίως και περαιτέρω 14% αύξηση ανά διετία. Το δικαίωμα ανανέωσης υπέκειτο στην έγκριση της ιδιοκτήτριας. Πρόκειται για συμβόλαιο στο οποίο είχε προβεί σε αναφορά στη γραπτή δήλωση του (Έγγραφο Β) ο Παραπονούμενος, αν και χωρίς να το παρουσιάσει στο Δικαστήριο. Όμως είναι σαφές ότι οι Κατηγορούμενοι κατείχαν αντίγραφο του και υποδεικνύοντας το κατά την αντεξέταση του Παραπονούμενου αυτό αναγνωρίστηκε δεόντως και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2.

 

      Η ουσία είναι πως, όπως και ο Παραπονούμενος αναφέρει στη γραπτή δήλωση του, όταν περί τα τέλη Οκτωβρίου του 2016 είχαν καταλήξει με τον Σωτήρη στην τιμή των €35.000 για την πώληση, ο ίδιος ο Παραπονούμενος είχε δώσει και το ενοικιαστήριο συμβόλαιο, καθώς και τον αριθμό τηλεφώνου της ιδιοκτήτριας. Βασικά, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ήταν εξίσου αναντίλεκτο ότι θα έπρεπε τότε να ακολουθήσει συζήτηση και συμφωνία με την ιδιοκτήτρια. Άλλωστε είναι θέμα κοινής λογικής πως δεν θα είχε νόημα η τυχόν συμφωνία μόνον μεταξύ αγοραστών και πωλητή. Αυτός εξάλλου ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο Παραπονούμενος έδωσε το ενοικιαστήριο, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας στην πλευρά των ενδιαφερόμενων αγοραστών. Αυτό είχε δεχθεί ρητώς και ο Παραπονούμενος στη μαρτυρία του, αποδεχόμενος ότι «. οι Κατηγορούμενοι έπρεπε να διαπραγματευθούν εκ νέου με την ιδιοκτήτρια για να ενοικιάσουν το υποστατικό» (πρακτικά, σ. 5).

 

      Το επόμενο βέβαιο γεγονός είναι ότι κάποια στιγμή τις επόμενες μέρες ο Κατηγορούμενος 2 υπέγραψε και παρέδωσε στον Παραπονούμενο την επίδικη επιταγή πληρωτέα στις 21.11.16 (μεταχρονολογημένη). Ο Παραπονούμενος υποστήριζε ότι αυτό έγινε στις 19.11.16 ημέρα Σάββατο ενώ οι Κατηγορούμενοι ότι δόθηκε την αμέσως προηγούμενη, ημέρα Παρασκευή. Το γεγονός είχε τη σημασία του διότι οι Κατηγορούμενοι υποστήριζαν πως όταν την έδωσαν δεν είχαν ακόμα καταλήξει με την ιδιοκτήτρια και ότι θα τη συναντούσαν στις 19.11.16 για συζήτηση αλλά παρόλα αυτά σε συνάντηση τους στις 18.11.16 με τον Παραπονούμενο τού παρέδωσαν την επιταγή πρώτον επειδή ο ίδιος επικαλέστηκε πρόβλημα υγείας οπότε ζητούσε να μην ταλαιπωρηθεί ερχόμενος άλλη μέρα από το Παραλίμνι όπου διέμενε και δεύτερον το έπραξαν ζητώντας του να περιμένει λίγες μέρες προτού την καταθέσει για να ξεκαθάριζε το θέμα με την ιδιοκτήτρια και την εκμίσθωση στους ιδίους, πράγμα που ήταν όρος για την αγορά της εμπορικής εύνοιας.

 

      Ως προς το θέμα υγείας ο Παραπονούμενος δέχθηκε αντεξεταζόμενος αφενός πως είχε όντως ενημερώσει τον Κατηγορούμενο 2 για πρόβλημα υγείας του, δείχνοντας του ιατρικό πιστοποιητικό και αφετέρου ότι πιθανόν να τού είχε αναφέρει και για το ότι κουράστηκε να πηγαινοέρχεται στο Παραλίμνι, πλην όμως προέβαλε πως αυτά λέχθηκαν «. άσχετα με τη συμφωνία που θα γινόταν», σε κάποια από τις πολλές επισκέψεις του Κατηγορούμενου 2 στην ταβέρνα και στα πλαίσια της φιλικής σχέσης την οποίαν είχαν αποκτήσει. Κατά την αντεξέταση του ίδιου του Κατηγορούμενου 2 δεν αμφισβητήθηκαν τα δικά του λεγόμενα περί ασθενείας. Αντιθέτως ο συνήγορος του Παραπονούμενου δήλωσε επί λέξει πως «επικυρώνει» τα λεχθέντα του και ότι ήταν μια σπάνια ασθένεια (του αίματος) η οποία θεωρείται θανατηφόρα. Παρέμενε βέβαια ανοικτό το κατά πόσον αυτή η συνομιλία των εμπλεκομένων είχε γίνει σε άσχετη φιλική συζήτηση ή κατά την παράδοση της επιταγής, όπως υποστήριζε ο Κατηγορούμενος 2.  Ασφαλώς, λόγω της σημασίας του και κυρίως λόγω της μη αμφισβήτησης του Κατηγορούμενου 2, το σημείο αυτό απαιτούσε ειδικότερη ενασχόληση από το Δικαστήριο ενώ αφέθηκε χωρίς εύρημα (Κυπρίζογλου, ανωτέρω)

 

      Ως προς το δεύτερο θέμα, αυτό της αναμονής για κάποιο χρόνο, επίσης ο Παραπονούμενος είχε δεχθεί στη γραπτή δήλωση του ότι ο Κατηγορούμενος 2 τού είχε πει να περιμένει λίγες μέρες πριν την καταθέσει, κάτι το οποίο επιβεβαίωσε και αντεξεταζόμενος λέγοντας (σ. 16):

 

      «Ε:   Κύριε, δεν μας λέτε την αλήθεια. Λέτε στη γραπτή σας δήλωση ότι ο κύριος Γρηγορίου σας είπε να καταθέσετε πιο αργά την επιταγή.

        Α.    Μάλιστα.

        Ε.    Για ποιο λόγο να σας πει έτσι πράγμα;

        Α.    Μετά που παρέλαβα την επιταγή εγώ ήταν αδύνατο σε 2 - 3 μέρες να φύγω από το μαγαζί, ήταν αδύνατο. Χρειαζόμουν τον χρόνο που είπαμε και να κλείσω τούτα όλα που έπρεπε να κλείσω. Η προφορική συμφωνία ήταν ξεκίνα γιε μου τη διαδικασία και μόλις τελειώσουμε τη διαδικασία θα μαζευτούμε να υπογράψουμε. Αυτό είχε γίνει πριν καν να κλείσει η πράξη.

        Ε.    Να υπογράψετε τι;

        Α.    Εγώ δεν είχα να κάνω οτιδήποτε με τη συμφωνία που επρόκειτο να κάνει ο κύριος Άκης με την ιδιοκτήτρια.

        Ε.    Σωστό.

        Α.    Εγώ απλώς ενημερώθηκα ότι είναι εντάξει, προχωρούμε εμείς. Εσύ απλά φεύγεις. Ξεκίνησα να φεύγω και περίμενα την εντολή να αλλάξω την επιταγή».

(έμφαση δοθείσα)

 

      Η αναφορά του Παραπονούμενου στο ότι ο ίδιος είχε ενημερωθεί «ότι είναι εντάξει» παρέπεμπε στη θέση που είχε εκφράσει σε άλλο σημείο, δηλαδή πως τού είχε πει κάποια μέρα ο Σωτήρης ότι έγινε η συμφωνία. Όπως το έθεσε (σ. 10):

 

      «Α:   Όταν παρέλαβαν το συμβόλαιο του ενοικίου οι άνθρωποι, ο κύριος Σωτήρης μου ανέφερε ότι θα πάει στον κύριο Άκη (Κατηγορούμενο 2) να μελετήσουν το συμβόλαιο, να κλείσουν τη συμφωνία με την ιδιοκτήτρια και να προχωρήσουμε. Ο κύριος Σωτήρης ήρθε εις το μαγαζί μετά κρατώντας το. Είναι η δεύτερη φορά. Κρατώντας το συμβόλαιο και έλεγε μελετήσαμε το, συμφωνούμε και προχωρούμε. Κα μου παρέδωσε το original συμβόλαιο ο κύριος Σωτήρης».

 

      Είναι εμφανές ότι υπήρχε αντίφαση και μάλιστα επί ουσιώδους ζητήματος για την υπόθεση. Από τη μια ο Παραπονούμενος ισχυρίζετο ότι με βάση την ενημέρωση την οποία έλαβε από τον Σωτήρη είχε ήδη υπάρξει συμφωνία με την ιδιοκτήτρια και από την άλλη δεχόταν πως όταν τού έδωσαν την επιταγή τού είπαν ότι «θα μαζευτούν» να υπογράψουν και κυρίως να περιμένει λίγες μέρες για να του δώσουν «την εντολή» να αλλάξει (εξαργυρώσει) την επιταγή.

 

      Η δεύτερη ως άνω εκδοχή του Παραπονούμενου εξηγεί διάφορα επιμέρους, πλην όμως κρίσιμα και ουσιώδη, σημεία στην όλη υπόθεση:

 

·               Πρώτον εξηγεί το ότι όντως, ενώ ο Παραπονούμενος κατείχε την επιταγή τουλάχιστον (με βάση την εκδοχή του) από το Σάββατο 19.11.16 και ενώ αυτή ήταν πληρωτέα στις 21.11.16 εντούτοις, ο ίδιος δεν την παρουσίασε σε τράπεζα παρά μόνον στις 2.12.16, ήτοι μετά από δεκατρείς ημέρες. Εάν όμως όλα ήταν εντάξει και είχε λυθεί το θέμα με την ιδιοκτήτρια έπεται πως δεν υπήρχε και λόγος να αναμένει «εντολή» περί κατάθεσης. Για να μην το πράξει ή έστω για να μην πάρει την «εντολή» που περίμενε σημαίνει πως κάτι δεν εξελίχθηκε όπως αναμενόταν.

 

·               Δεύτερον, εξηγεί το ότι κατά τη δική του παραδοχή ο Παραπονούμενος την 1.12.16 απέστειλε στον Κατηγορούμενο 2 το μήνυμα Τεκμήριο 4, στο οποίο του έλεγε:

 

«κ. Άκη,

Επειδή καταλαβαίνω ότι ο χρόνος σας είναι πολύτιμος σας παρακαλώ διαβάστε τουλάχιστο τούτο το μήνυμα. Έκλεισα την επιχείρηση μου, την περασμένη Δευτέρα γιατί μου το έθεσε όρο ο κ. Σωτήρης. Μετακόμισα στο σπίτι μου ξανά, είμαι στην αναμονή τόσες μέρες. Μέχρι χθές έδινα το τηλ. του Γιώργου σε όλους τους πελάτες μου, όπως μου ζητήσατε. Τί ενομίσετε; Εμπάτε σκύλλοι αλέστε; Ή εδιαβάσετε στο μέτωπο μου χαζός; Διαβάσατε κάπου ότι πουλώ την ταβέρνα μου.... επίμονα τους τελευταίους δύο μήνες ήθελε να σας πουλήσω την ταβέρνα. Μέχρι ψές ο κύριος Σ. με ρώτησε: Αν της το ζητήσουμε της ιδιοκτήτριας για 10 χρόνια; Σοβαρομιλούμε τωρά; Σας ζήτησα να συναντηθούμε απλά για να σας εξηγείσω ότι κάτι πάει χ και σίγουρα όχι από πλευράς δικής μου. Ελάτε μόνο 1 λεπτό στην θέση μου. Τι σας έχω κάνει; Δεν κλείνει έτσι ένα μαχαζί κ. Άκη παραμονή εορτών στα καλά καλούλικα. Το ποσόν των €10.000».

(έμφαση δοθείσα)

 

      Το περιεχόμενο του μηνύματος επιβεβαιώνει (i) τη θέση ότι ανέμενε «τόσες μέρες» και προφανώς εννοεί ξανά ότι ανέμενε την «εντολή» εξαργύρωσης, (ii) το ότι υπήρχε θέμα με την ιδιοκτήτρια και (iii) το ότι είχε παράπονο για το κλείσιμο της ταβέρνας με το οποίο είχε σχέση το ποσό των €10.000, ως επεξήγησε προφορικά, με αναφορά στην αναλυτική κατάσταση εξόδων-ζημιών την οποίαν είχε παραδώσει στους Κατηγορούμενους (ως εξηγείται κατωτέρω).

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατηύθυνε την προσοχή του προς την προαναφερθείσα αντίφαση ούτως ώστε να εξετάσει τις επιμέρους πτυχές οι οποίες προέκυπταν και εν συνεχεία να αποτιμήσει την τυχόν σημασία τους τόσο στην αξιοπιστία όσο και στα ευρήματα του. Παρομοίως δεν προχώρησε στην εξειδικευμένη ενασχόληση με τη σημασία που δυνητικά μπορούσε να έχει η αποστολή του μηνύματος (Τεκμήριο 4) και το περιεχόμενο του, καθώς και η σύνταξη από τον ίδιο τον Παραπονούμενο κατάστασης με «έξοδα» τα οποία απαίτησε ως ζημιές (Τεκμήριο 3).

 

      Το τελευταίο αυτό, Τεκμήριο 3, ήταν μια ιδιόχειρη αναλυτική κατάσταση περιέχουσα 17 κονδύλια ως έξοδα για την καταγραφόμενη στο έγγραφο περίοδο από 20.11.16 έως 2.12.16, ήτοι μέχρι την ημερομηνία που ο Παραπονούμενος αποφάσισε πλέον να παρουσιάσει την επιταγή σε τράπεζα. Την κατάσταση αυτή την παρέδωσε στους Κατηγορούμενους, οι οποίοι και την είχαν προσκομίσει στο Δικαστήριο, με τον ίδιο, αν και δεχόταν ότι τη συνέταξε, να μην ενθυμείτο ιδιαίτερες λεπτομέρειες για τα κονδύλια. Είναι όμως ενδεικτικό πως σε αυτήν είχε συμπεριλάβει αξιώσεις, μεταξύ άλλων, τόσο για ενοίκιο όσο και για απολεσθέντα κύκλο εργασιών («τζίρο») κατά τις 13 αυτές ημέρες (€500 και €6.000 αντίστοιχα). Όλα δε τα 17 αυτά κονδύλια στο Τεκμήριο 3 συμποσούνται σε ποσόν €10.313, το οποίο ασφαλώς συσχετίζεται και παραπέμπει στο ποσόν των €10.000 το οποίο και είχε αξιώσει από τον Κατηγορούμενο 2 με το προαναφερθέν μήνυμα Τεκμήριο 4.

 

      Όσον αφορά το μήνυμα Τεκμήριο 4 το πρωτόδικο Δικαστήριο το ανέφερε μόνο για την περιεχόμενη σε αυτό αξίωση των €10.000. Δεν ενδιέτριψε στο υπόλοιπο περιεχόμενο του («αναμονή τόσες μέρες»), με αποτέλεσμα να μην αποδώσει την αναγκαία σημασία στο στοιχείο αυτό. Για την ίδια την αξίωση ζημιών ύψους €10.000, η οποία προέκυπτε και από το Τεκμήριο 4, έκρινε πως δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επειδή υπήρξε ισχυρισμός για ζημιές πως ταυτόχρονα αποκλείεται να είχε επιτευχθεί συμφωνία για την πώληση της εμπορικής εύνοιας ούτε ότι δεν είχε βάσιμο λόγο ο Παραπονούμενος να αξιώνει την πληρωμή της επίδικης επιταγής. Κατά την πρωτόδικη κρίση, αντιθέτως η αποστολή τους προς τον Κατηγορούμενο 2 ενίσχυε τον ισχυρισμό του Παραπονούμενου ότι πράγματι είχαν καταλήξει στην ως άνω μεταξύ τους συμφωνία.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά έκρινε πως εάν δεν είχαν καταλήξει σε συμφωνία τότε ο Κατηγορούμενος 2 δεν θα προχωρούσε στην έκδοση της επιταγής και τούτο με βάση το επιχείρημα λογικής ότι κανένας δεν εκδίδει επιταγή για τόσο μεγάλο ποσό εκτός εάν υπάρχει βάσιμος λόγος. Αντιστοίχως, εκθειάζοντας τον Κατηγορούμενο 2, είπε πως αυτός είναι ώριμης ηλικίας, επιχειρηματίας, σε θέση να αντιλαμβάνεται τις νομικές συνέπειες της έκδοσης επιταγής, όπως και το ότι δεν είναι υποχρεωμένος να πράξει τούτο παρά μόνο με την ελεύθερη βούληση του και όταν συντρέχει λόγος για τούτο, καταλήγοντας ότι είναι επιχειρηματίας ο οποίος φάνηκε ότι δεν ενεργεί επιπόλαια ή αυθόρμητα αλλά συντονισμένα.

 

      Πέραν των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε συλλήβδην τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 (Γιώργου) με μόνη αιτιολογία ότι «. οι ισχυρισμοί του αναφορικά με τα κρίσιμα . θέματα αποτελούν αναπαραγωγή των σχετικών ισχυρισμών του 2ου κατηγορούμενου» και επειδή δεν είχε αποδεχθεί εκείνου τη μαρτυρία. Να πούμε κατ΄ αρχάς ότι η μαρτυρία κάποιων ενδεχομένως να παρουσιάζει κοινά σημεία απλώς επειδή περιγράφουν τα ίδια γεγονότα. Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτεται αυτομάτως η μαρτυρία του ενός επειδή έχει απορριφθεί κάποιου άλλου, χωρίς δηλαδή κάποια περαιτέρω εξήγηση η οποία καταδεικνύει ή δημιουργεί την πεποίθηση προσυνεννόησης.

 

      Το πιο ουσιώδες όμως είναι πως ο Μ.Υ.2 προέβαλλε τον εαυτό του ως μάρτυρα γεγονότων και δη γεγονότων πέραν αυτών για τα οποία είχε καταθέσει ο Κατηγορούμενος 2. Με αυτό αναφερόμαστε ειδικά στην κατ΄ ισχυρισμόν του Μ.Υ.2 συνάντηση την οποία ο ίδιος, μόνος του, είχε στις 19.11.16 με την ιδιοκτήτρια του χώρου αποκλειστικά για να συζητήσουν και διαπραγματευτούν το θέμα της εκμίσθωσης στους Κατηγορούμενους και πιο ειδικά το θέμα του ύψους της μελλοντικής αύξησης στο ενοίκιο. Αντιλαμβανόμαστε βέβαια πως για τα διαμειφθέντα κατά τη συνάντηση είχε καταθέσει προφορικά και ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 2. Όμως ο ίδιος δεν είχε παρευρεθεί και ήταν αυτονόητο πως τα όσα μετέφερε στο Δικαστήριο ήταν κατ΄ ουσίαν εξ ακοής δηλώσεις από ενημέρωση την οποία έλαβε. Το κατά πόσον υπήρξε η συνάντηση και το τι πραγματικά λέχθηκε εκεί ήταν κάτι για το οποίο είχε άμεση και πρωτογενή γνώση ο Μ.Υ.2, τουλάχιστον στη βάση των ισχυρισμών του. Ας σημειωθεί πως ο Μ.Υ.2 παρέθεσε στη γραπτή δήλωση του εκτενώς τα όσα συζήτησε στις 19.11.16 με την ιδιοκτήτρια (Έγγραφο Ε, §10-13) και πως κατά την αντεξέταση του δεν τού υπεβλήθη οποιαδήποτε σχετική ερώτηση ούτε κατ΄ άλλον τρόπο είχε αμφισβητηθεί το γεγονός της συνάντησης. Όπως ούτε και η θέση του ότι υπήρξε συνάντηση Παραπονούμενου με τον Κατηγορούμενο 2 στις 18.11.16, ημέρα Παρασκευή, πράγμα ουσιωδέστατο στην υπόθεση.

 

      Στη βάση των πιο πάνω καταλήγουμε ότι υπάρχει έρεισμα στους λόγους έφεσης υπ΄ αρ. 5 έως 7 και 9. Υπήρχε ουσιώδης αντίφαση στη μαρτυρία του Παραπονούμενου, η οποία αντίφαση δεν απασχόλησε πρωτοδίκως, υπήρχαν τα Τεκμήρια 3 και 4 τα οποία δεν αξιολογήθηκαν στο ορθό πλαίσιο του συνόλου των γεγονότων και υπήρχε η μαρτυρία του Μ.Υ.2 για τη συνάντηση η οποία επίσης δεν αξιολογήθηκε όπως έπρεπε.

 

      Στην πραγματικότητα το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του δύο εκδοχές. Η μια του Παραπονούμενου ότι έλαβε την επιταγή μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας πώλησης του («αέρα») και η άλλη του Κατηγορούμενου 2 ότι η παράδοση της επιταγής και εν τέλει η συμφωνία πώλησης τελούσε υπό τον όρο συμφωνίας και με την ιδιοκτήτρια του χώρου. Είναι εμφανές πως η πρωτόδικη κρίση διαμορφώθηκε εξαρχής στη βάση του επιχειρήματος ότι κανένας λογικός εχέφρων και προσεκτικός επιχειρηματίας, όπως ήταν ο Κατηγορούμενος 2, δεν θα εξέδιδε την επιταγή εκτός εάν είχε ολοκληρωθεί η συμφωνία πώλησης. Βέβαια ως θέμα λογικής, καθώς και νομικής συνοχής κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κανόνας διότι έτσι θα αναιρείτο ολόκληρο κεφάλαιο του Αστικού Δικαίου εν σχέσει με τις Συμβάσεις υπό Αίρεση (Άρθρα 31-35 του Κεφ. 149), όπως και η σχετική νομολογία (π.χ. η υπόθεση Ocean Reef Properties Ltd v. CoLville κ.α. (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1002). Ιδιαίτερα στην παρούσα περίπτωση η οποία αφορούσε μεταχρονολογημένη επιταγή και παρείχετο θεωρητικά ενδιάμεσος χρόνος για τυχόν όρους ή διευθετήσεις. Όμως δεν είναι αυτό το ζήτημα στην παρούσα.

 

      Το ουσιαστικότερο είναι πως δεν προκύπτει να εξετάστηκε με την αναγκαία υπό τις περιστάσεις ενδελέχεια ο λόγος που ένας λογικός εχέφρων επιχειρηματίας (ως έγινε πρωτοδίκως δεκτό) θα εξέδιδε επιταγή πληρωτέα μετά από τρεις μέρες και θα την ανακαλούσε αν δεν υπήρχε κάποια εύλογη αιτία. Στην παρούσα περίπτωση ως έχει καταφανεί, υπήρχε σειρά στοιχείων τα οποία αξιολογούμενα ορθά, θα οδηγούσαν στο συνακόλουθο συμπέρασμα ότι η ανάκληση στις 22.11.16 έγινε για τον λόγο που δόθηκε στην τράπεζα και δη επειδή δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη της συμφωνίας αγοράς της οποίας απαραίτητη διευθέτηση ήταν και η συμφωνία ενοικίασης με την ιδιοκτήτρια του χώρου. Έχουμε την άποψη πως το στοιχείο αυτό στοιχειοθετούσε στον απαιτούμενο βαθμό την υπεράσπιση του Άρθρου 305Α(2) ως έχει αναλυθεί σε σχετική νομολογία (βλ. N.C. Diamonds Co. Ltd v. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 763, Nikiforos Technologies Ltd v. Χρήστου (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 287, Ttozios Management Ltd κ.α. v. Κυριάκου (2016) 2(Α) Α.Α.Δ. 277).

 

      Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε βάσιμο και τον Λόγο Έφεσης υπ΄ αρ. 2, καθώς και ότι παρέλκει η εξέταση οποιωνδήποτε άλλων λόγων.

 

      Οι εφέσεις γίνονται αποδεκτές. Η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση και οι ποινές ακυρώνονται.

 

                                                         Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.

 

                                                         Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.Ε.

 

                                                         Μ. ΠΙΚΗΣ, Δ.Ε.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο