ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 123/23)
15 Σεπτεμβρίου 2023
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Εφεσείων
‑ v ‑
KABEER KHAN
Εφεσιβλήτου
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Σ. Παπουή (κα), για Γενικό Εισαγγελέα για Εφεσείοντα
Κ. Σοφοκλέους (κα), για Εφεσίβλητο
Εφεσίβλητος Παρών
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε: Με την παρούσα έφεσή του ο Γενικός Εισαγγελέας προβάλλει ότι η 18μηνη φυλάκιση για τα αδικήματα της υποβοήθησης παράνομης παραμονής αλλοδαπού στη Δημοκρατία κατά παράβαση του Άρθρου 19Α(2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, είναι έκδηλα ανεπαρκής και θα πρέπει να αυξηθεί (κατηγορίες 2, 3, 6, 7, 8).
Πρωτοδίκως η υπόθεση είχε αρχικά τεθεί ενώπιον του Κακουργοδικείου αλλά αργότερα κατόπιν οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέως τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου προς συνοπτική εκδίκαση (άρθρο 155 της Ποινικής Δικονομίας).
Κατά την εμφάνισή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο ο Εφεσίβλητος προέβη σε αλλαγή απάντησης, παραδεχόμενος όλες τις κατηγορίες. Ας σημειωθεί ότι στην υπόθεση είχαν συνενωθεί δύο περιστατικά υποβοήθησης πέντε συνολικά αλλοδαπών και ότι στις λεπτομέρειες αδικημάτων γινόταν αναφορά στο ότι ο Εφεσίβλητος είχε δράσει με δύο άλλα άτομα από το Πακιστάν. Εξ ου και υπήρχαν επίσης αντίστοιχες κατηγορίες συνωμοσίας, στις οποίες εν τέλει ‑ορθώς‑ δεν είχαν επιβληθεί ποινές (κατηγορίες 1 και 5). Ειδικότερα, τα περιστατικά ήταν το ένα στις 20.10.2021 εν σχέσει με υποβοήθηση δύο προσώπων από το Αφγανιστάν έναντι ποσού €510 και το άλλο στις 3.11.2021 εν σχέσει με την υποβοήθηση τριών προσώπων από το Νεπάλ και το Μπανγκλαντές έναντι ποσού €400. Τα γεγονότα ως έχουν συνοψιστεί πρωτοδίκως έχουν ως εξής:
«Στις 3 Νοεμβρίου 2021 περίπολο της Αστυνομίας ανέκοψε για έλεγχο στη λεωφόρο Αθαλάσσης στη Λευκωσία, αυτοκίνητο εντός του οποίου επέβαιναν διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο κατηγορούμενος και οι μάρτυρες επί του Κατηγορητηρίου 15, 20 και 21 (εφεξής: «οι M15, M20 και M21»). Κατόπιν εξετάσεων της Αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι το εν λόγω αυτοκίνητο είχε ενοικιαστεί από τον κατηγορούμενο για το χρονικό διάστημα μεταξύ 2.11.21 και 2.12.21. Διαπιστώθηκε επίσης ότι νωρίτερα την ίδια μέρα οι M15, M20 και M21 κατέβαλαν στον κατηγορούμενο και σε ακόμη ένα πρόσωπο πακιστανικής καταγωγής, συνολικό ποσό Ευρώ 600, προκειμένου αυτοί να τους μεταφέρουν από τις κατεχόμενες στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας.
Σε ό,τι αφορά τον M15, αυτός κατάγεται από το Μπανγκλαντές και αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία και συγκεκριμένα στις κατεχόμενες περιοχές παράνομα, κατά το έτος 2017. Σκοπός της μετάβασής του στις ελεύθερες περιοχές ήταν να ζητήσει άσυλο. Σε ό,τι αφορά τους M20 και M21, αμφότεροι αυτοί κατάγονται από το Νεπάλ και αφίχθηκαν παράνομα στις κατεχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας το έτος 2019 και το έτος 2016 αντίστοιχα, με σκοπό να εξεύρουν εργασία. Αποφάσισαν να μεταβούν στις ελεύθερες περιοχές για εξεύρεση καλύτερης εργασίας.
Ως προέκυψε από τη διερεύνηση της υπόθεσης, μεταξύ των ημερομηνιών 2.11.21 και 3.11.21, ο κατηγορούμενος συνωμότησε με άλλα πρόσωπα να υποβοηθήσουν την παράνομη διαμονή στη Δημοκρατία των M15, M20 και M21 που περιγράφονται ανωτέρω.
Μετά το πιο πάνω περιστατικό της ανακοπής, λήφθηκε μαρτυρία από αλλοδαπό πρόσωπο με καταγωγή από το Αφγανιστάν (εφεξής: «ο M1»), ο οποίος ανέφερε στην Αστυνομία ότι ενόσω βρισκόταν στις κατεχόμενες περιοχές, τρίτα πρόσωπα τον έφεραν σε επαφή με τον κατηγορούμενο, ο οποίος, κατόπιν τηλεφωνικής τους επικοινωνίας, διευθέτησε τη μεταφορά του στις ελεύθερες περιοχές. Συγκεκριμένα, περί τον Οκτώβριο 2021, κατόπιν διευθετήσεων του κατηγορουμένου, ο M1 μαζί με άλλα πρόσωπα, μεταφέρθηκε στις ελεύθερες περιοχές, έναντι χρηματικού ποσού Ευρώ 230, το οποίο ο M1 κατέβαλε στον κατηγορούμενο.
Σε ό,τι αφορά το καθεστώς του M1 στη Δημοκρατία, αυτός αφίχθηκε παράνομα στις κατεχόμενες περιοχές για σπουδές περί τον Ιανουάριο 2021 και έπειτα αποφάσισε να μεταβεί στις ελεύθερες περιοχές με σκοπό να επιστρέψει στο Αφγανιστάν.
Ακολούθησαν περαιτέρω εξετάσεις της Αστυνομίας στο Κέντρο Υποδοχής Πουρνάρα, όπου εντοπίστηκε ακόμη ένα αλλοδαπό πρόσωπο (εφεξής: «ο Μ2»), ο οποίος ανέφερε ότι περί τον Οκτώβριο 2021 μεταφέρθηκε από τις κατεχόμενες στις ελεύθερες περιοχές μαζί με τον M1 και άλλα πρόσωπα κατόπιν διευθετήσεων του κατηγορουμένου. Ως αντάλλαγμα για την εν λόγω μεταφορά, ο Μ2 κατέβαλε στον κατηγορούμενο ποσό Ευρώ 300. Ο Μ2 αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Ιανουάριο 2021 και επιθυμούσε να περάσει στις ελεύθερες περιοχές για μια καλύτερη ζωή.»
Προστίθεται ότι το εκδοθέν εναντίον του Εφεσίβλητου ένταλμα σύλληψης εκτελέστηκε αρκετούς μήνες μετά και συγκεκριμένα στις 26.6.2022. Από τη διερεύνηση διαπιστώθηκε ότι αυτός είχε αφιχθεί στις ελεύθερες περιοχές μέσω των Κατεχόμενων, με σκοπό να ζητήσει άσυλο, πράγμα το οποίο και έπραξε υποβάλλοντας αίτηση στις 15/12/2020, η οποία αργότερα απερρίφθη. Λίγες ημέρες μετά τη σύλληψή του και δη στις 30.6.2022, οι δύο αλλοδαποί του πρώτου χρονικά περιστατικού υπέδειξαν σε αναγνωριστική παράταξη τον Εφεσίβλητο ως το πρόσωπο το οποίο είχε διευθετήσει τη μεταφορά τους από τις Κατεχόμενες στις ελεύθερες περιοχές αφού τού είχαν καταβάλει για τον εν λόγω σκοπό τα ποσά των €230 και €300 ο καθένας αντίστοιχα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε αφενός στην προβλεπόμενη ποινή η οποία είχε αυξηθεί πρόσφατα, στη σχετική νομολογία, στα επιβαρυντικά στοιχεία, στην ανάγκη αποτροπής και αφετέρου στους μετριαστικούς παράγοντες. Κατέληξε με αναφορά στην υπόθεση Rasit Henver κ.α. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 515, για την οποία παρατήρησε ότι η 18μηνη φυλάκιση είχε μεν επιβληθεί στη βάση της παλαιότερης προβλεπόμενης ποινής αλλά κατόπιν ακρόασης σε αντίθεση με την επίδικη περίπτωση στην οποία υπήρξε παραδοχή, οπότε έκρινε ως αρμόζουσα τη 18μηνη φυλάκιση την οποία επέβαλε σε κάθε κατηγορία υποβοήθησης.
Με τον μοναδικό λόγο έφεσης, ο Γενικός Εισαγγελέας εισηγείται ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής εν όψει της σοβαρότητας των αδικημάτων, της προβλεπόμενης ποινής, της νομολογίας και της ανάγκης για γενική και ειδική πρόληψη και αποτροπή. Είναι δε η θέση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα εν λόγω στοιχεία και ότι αντιθέτως έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες.
Αποτελεί σταθερή νομολογιακή θέση ότι το καθήκον επιμέτρησης ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση που διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου, δεν είναι αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό (Γεν. Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303, Γενικός Εισαγγελέας ν. Mαρίας Γεωργίου Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562, Γενικός Εισαγγελέας v. Σ. Σ., Ποιν. Έφ. 202/21, ημερ. 17.3.2022), ECLI:CY:AD:2022:D116. Όπως πιο πρόσφατα οι αρχές αυτές έχουν συνοψιστεί στην υπόθεση S. J. L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.α. ημερ. 27.10.22, ECLI:CY:AD:2022:B409:
«Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο μπορεί να επέμβει σε επιβληθείσα πρωτοδίκως ποινή. Το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2013, ημερ. 16/5/2014 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2014, ημερ. 25/11/2015).
Η επιτυχία ισχυρισμού περί έκδηλα ανεπαρκούς ή υπερβολικής ποινής, προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ σοβαρότητας του εγκλήματος και επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).»
Τονίζεται επίσης ότι οι παλαιότερες αποφάσεις ασφαλώς παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα τον οποίο ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου και τούτο επειδή η ποινή η οποία επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 61/20 κ.α. ημερ. 14.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B304).
Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία αδικημάτων τα οποία σχετίζονται με την παράνομη είσοδο, παράνομη διέλευση και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ασφαλώς και λαμβάνεται δικαστική γνώση για τη διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων από μελλοντικούς επίδοξους παραβάτες. Ήταν ακριβώς εντός αυτών των παραμέτρων που από το 2004 το Εφετείο, δίδοντας τις κατευθυντήριες γραμμές υιοθέτησε στην υπόθεση Tabrizi v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 421 την πιο κάτω προσέγγιση:
«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη χώρα αλλά ο καθένας που επιθυμεί να ζήσει εδώ οφείλει να συμμορφώνεται με τους Νόμους και τους Κανονισμούς της χώρας αυτής.
Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»
Άκρως ενδεικτικό της επικρατούσας από τότε δυσχερούς και επικίνδυνης κατάστασης είναι το ότι ο Νομοθέτης παρενέβη με τον τροποποιητικό Ν.8(Ι)/07 στις 14.2.2007 και εισήγαγε το επίμαχο Άρθρο 19Α, δια το οποίου ποινικοποίησε την εκ προθέσεως και με σκοπό το κέρδος βοήθεια σε ξένο υπήκοο να εισέλθει, διέλθει ή διαμείνει παράνομα στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος μέλος (ουσιαστικά εντός της Ε.Ε.). Είναι με αυτό το καθεστώς που είχαν κριθεί οι τρεις υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο και συγκεκριμένα οι υποθέσεις Deveci v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 80, Rasit κ.α. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 515, Ghouneym v. Αστυνομίας (2006) 2(Α) Α.Α.Δ. 576.
Στην υπόθεση Deveci (ανωτέρω) ο 20ετής κατηγορούμενος, ο οποίος είχε παλαιότερα εισέλθει παράνομα διά θαλάσσης ανέλαβε έναντι αμοιβής να μεταφέρει αλλοδαπό από τις Κατεχόμενες στις ελεύθερες περιοχές. Η προβλεπόμενη τότε 8ετής ποινή φυλάκισης θεωρήθηκε ως ενδεικτική της σοβαρότητας και το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού τόνισε τη σοβαρότητα, τη συχνότητα διάπραξης τέτοιων αδικημάτων και τους κινδύνους που προκύπτουν για την πολιτιστική, την κοινωνική και την οικονομική ευημερία του τόπου και συνεκτιμώντας το λευκό μητρώο, την άμεση παραδοχή, καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις, επέβαλε φυλάκιση δύο ετών. Το Εφετείο επικυρώνοντας την ποινή δέχθηκε πως ήταν μεν αυστηρή πλην όμως όχι εκδήλως υπερβολική για την περίπτωση τέτοιου αδικήματος που προφανώς διαπράττεται μετά από οργάνωση και έναντι χρηματικής αμοιβής. Κατέληξε συγκεκριμένα ως εξής:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε, τόσο σε σχέση με τη σοβαρότητα του αδικήματος με αναφορά στην ποινή των οκτώ ετών που πρόσφατα προέβλεψε ο νομοθέτης, όσο και στη συχνότητα που παρατηρείται στη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων και τις επιπτώσεις από αυτά. Συμφωνούμε πως, σε περιπτώσεις αυτής της φύσης, επιβάλλεται να έχει η ποινή το στοιχείο της αποτροπής».
Στην υπόθεση Rasit (ανωτέρω) ο κατηγορούμενος 1 κατ΄ εντολήν του κατηγορούμενου 2 παρέλαβε τέσσερις Ιρακινούς από την κατεχόμενη Αμμόχωστο για να τους μεταφέρει στη Λάρνακα, έναντι οικονομικού οφέλους και για τους δύο εμπλεκόμενους, από την όλη συναλλαγή. Μετά από ακρόαση τιμωρήθηκαν ο μεν πρώτος με 12μηνη φυλάκιση, ο δε δεύτερος με 18μηνη φυλάκιση για το αδίκημα της υποβοήθησης σε παράνομη παραμονή. Το Εφετείο επικύρωσε τις ποινές ως ορθές και δίκαιες, τονίζοντας την προβλεπόμενη τότε 8ετή φυλάκιση.
Στην υπόθεση Ghouneym (ανωτέρω) ο εφεσείων είχε τιμωρηθεί με 9μηνη φυλάκιση για την χωρίς όφελος υποβοήθηση διέλευσης αλλοδαπής προς την Αγγλία. Η υπόθεση αφορούσε το αδίκημα του Άρθρου 19Α(1) πλην όμως έχει τη σημασία του να σημειωθεί πως πέραν της επιβεβαίωσης των λεχθέντων στην παλαιότερη νομολογία για τους εγγενείς κινδύνους σε σχέση με την κοινωνική και οικονομική ευημερία του τόπου, το Εφετείο τόνισε τα εξής τα οποία ισχύουν και στην παρούσα κατ΄ αναλογίαν:
«Η απαξίωση ενέργειας που αφορά υποβοήθηση τρίτων προσώπων για διέλευση από το έδαφος της Δημοκρατίας άμεσα σχετίζεται με την ανάγκη διαφύλαξης της δημόσιας ασφάλειας, ενός αγαθού ιδιαίτερα πολύτιμου που εν πολλοίς συναρτάται με την ίδια την ύπαρξη του κράτους, εξ ου και η αυστηρή προνοούμενη ποινή των 8 ετών φυλάκισης».
Είναι προφανές ότι παρά τις όποιες προσπάθειες η κατάσταση δεν έχει ποσώς βελτιωθεί. Εξ ου και ο Νομοθέτης στις 9.4.2021 με τον τροποποιητικό Ν.46(1)/21 αύξησε την προβλεπόμενη ποινή για το Άρθρο 19Α(2) σε 15ετή φυλάκιση ή €150.000 πρόστιμο ή και τις δύο ποινές. Πρόκειται κατ΄ ουσίαν για διπλασιασμό της προνοούμενης φυλάκισης και επταπλασιασμό της χρηματικής ποινής, επιλογές οι οποίες καταδεικνύουν σαφώς την πρόθεση του Νομοθέτη για ουσιωδώς αυστηρότερη αντιμετώπιση προς αποτροπή του φαινομένου το οποίο και παρουσιάζει συνεχώς αυξητικές τάσεις. Όπως έχει νομολογηθεί, η σοβαρότητα η οποία προσδίδεται σε κάποιο αδίκημα από τον Νομοθέτη, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, συνιστά έναν από τους παράγοντες οι οποίοι συνθέτουν τη σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό και τα Δικαστήρια οφείλουν να το λαμβάνουν υπόψιν κατά την επιμέτρηση συνεκτιμώντας το με τα γεγονότα της υπόθεσης (Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Δημοκρατία ν. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. Αρ. 25/2021, ημερ. 8.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:D89).
Η Κύπρος λόγω της γεωγραφικής της θέσης και κυρίως λόγω της Τουρκικής στρατιωτικής κατοχής σημαντικού τμήματος της, στο οποίο αδυνατεί να ασκήσει έλεγχο, αντιμετωπίζει συχνότατα περιστατικά παράνομης εισόδου, διέλευσης και παραμονής στο έδαφος της υπηκόων τρίτων χωρών. Σε πλείστες όσες περιπτώσεις τα Κατεχόμενα λειτουργούν ως η βάση και το ορμητήριο των υπηκόων τρίτων χωρών προς τις ελεγχόμενες περιοχές και προς άλλα κράτη-μέλη μέσω παράνομων και οργανωμένων δράσεων τις οποίες προωθούν διάφοροι επιτήδειοι, τις πλείστες φορές έναντι οικονομικού οφέλους.
Η παρούσα είναι αναμφίβολα μια χαρακτηριστική περίπτωση η οποία επιβεβαιώνει τις ως άνω διαπιστώσεις. Ο ίδιος ο Εφεσίβλητος είναι πρόσωπο το οποίο είχε φτάσει στην Κύπρο μέσω των Κατεχομένων. Παρότι μετακινήθηκε προς τις ελεύθερες περιοχές υποβάλλοντας αίτηση για άσυλο, πολύ σύντομα μετά δραστηριοποιήθηκε στην υποβοήθηση αλλοδαπών να παραμείνουν παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας.
Ειδικότερα, σε δύο περιπτώσεις, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2021, συνωμότησε με άλλα δύο πρόσωπα να μεταφέρουν έναντι αμοιβής, στην πρώτη περίπτωση δύο πρόσωπα και στη δεύτερη τρία πρόσωπα, στις ελεύθερες περιοχές, υποβοηθώντας τα έτσι να παραμείνουν στο έδαφος της Δημοκρατίας. Τα πέντε αυτά πρόσωπα είχαν όλα φτάσει στην Κύπρο μέσω των Κατεχομένων σε διάφορους χρόνους (κατά τα έτη 2016, 2017, 2019 και 2021) και διέμεναν στις Κατεχόμενες περιοχές είτε εργαζόμενοι είτε σπουδάζοντας, μέχρι που αποφάσισαν να μετακινηθούν. Είναι ενδεικτική η αναφορά του Μ.1 ότι τρίτα άτομα τον έφεραν σε επαφή με τον Εφεσείοντα και από τότε ο τελευταίος άρχισε να επικοινωνεί μαζί του με σκοπό τη διευθέτηση μεταφοράς του στις ελεύθερες περιοχές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν προέκυπτε από τα γεγονότα όπως είχαν εκτεθεί ενώπιον του ότι ο Εφεσείων είχε δράσει στο πλαίσιο «εγκληματικής οργάνωσης» εννοώντας βέβαια εν τη εννοία που έχει ο σχετικός όρος στο εδ.(3) του Άρθρου 19Α. Όμως, από την άλλη δεν μπορεί να παραγνωρίζεται πως ασφαλώς υπήρξε μια τριμελής συνωμοτική ομάδα η οποία, ως προκύπτει, έδρασε βάσει σχεδίου, προγραμματισμού, συνεννόησης και έναντι αμοιβής όχι σε μια αλλά σε δυο περιπτώσεις για την υποβοήθηση των αλλοδαπών κατά παράβαση κάθε αρχής δικαίου.
Η εξατομίκευση είχε τη θέση της και το Δικαστήριο κατέγραψε με ιδιαίτερη επιμέλεια κάθετι το οποίο προσμετρούσε υπέρ του, όπως το νεαρό της ηλικίας (23 ετών), το λευκό μητρώο, την παραδοχή, μεταμέλεια, απολογία, τα δύσκολα παιδικά χρόνια στην Παλαιστίνη και τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες οι οποίες τον είχαν αναγκάσει να διακόψει τις σπουδές του στην ιατρική και να ξενιτευτεί με σκοπό να εξεύρει εργασία για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του. Προσθέτουμε πως, παρά τη μη διατύπωση οποιουδήποτε παραπόνου προς τούτο, προσμετρά προς όφελος του και το ότι είναι ο μόνος ο οποίος εν τέλει τιμωρείται αφού τα άλλα δυο μέλη της συνωμοτικής ομάδας δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν (χωρίς ευθύνη των διωκτικών αρχών).
Έχουμε όμως την άποψη πως εδώ επιβάλλετο, υπό το φως όλων των περιστάσεων και ιδίως λόγω αύξησης της ποινής από τον Νόμο, η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στις επιβληθείσες ποινές, όπως ορθώς υπέδειξε η εκπρόσωπος του Εφεσείοντος. Οι επιβληθείσες ποινές εξουδετέρωσαν τόσο το στοιχείο της σοβαρότητας στη βάση της προβλεπόμενης ποινής όσο και το στοιχείο της αποτροπής. Θεωρούμε πως θα έπρεπε να αντικατοπτρίζεται στις ποινές και η δράση βάσει οργανωμένου σχεδίου ομάδας προσώπων και τούτο όχι σε μια αλλά σε δυο περιπτώσεις στις οποίες υποβοηθήθηκαν συνολικά πέντε αλλοδαποί να παραμείνουν παράνομα στη Δημοκρατία έναντι οικονομικού κέρδους.
Οι ποινές κρίνονται ως έκδηλα ανεπαρκείς. Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ως αρμόζουσες και επιβάλλουμε ποινή φυλάκισης 3 ετών σε καθεμιά από τις κατηγορίες 2, 3, 6, 7 και 8 οι οποίες να συντρέχουν.
Η έφεση επιτρέπεται και οι πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές αυξάνονται ως ανωτέρω.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.Ε.
Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.Ε.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.Ε.
χβχ/κκ