ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 4 ΑΑΔ 902

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1492/2006)

 

29 Οκτωβρίου, 2008

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.     AYOTUNDE A. EDU,

2.     JOSEFINA L. EDU,

Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Σ. Δράκος, για τους Αιτητές.

Ε. Γαβριήλ (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Ο Αιτητής αρ. 1, στο εξής ο Αιτητής, γεννήθηκε στη Νιγηρία το 1968 και είναι Νιγηριανής υπηκοότητας.  Η Αιτήτρια αρ. 2, στο εξής η Αιτήτρια, γεννήθηκε στις Φιλιππίνες το 1971 και είναι υπήκοος των Φιλιππινών.  Το ζεύγος τέλεσε το γάμο του στις 22.1.99 στο Δημαρχείο Λευκωσίας.  Από το γάμο τους απέκτησαν 3 παιδιά.

 

Ο Αιτητής αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 10.9.96 και του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 30.8.97, ως φοιτητής στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο στη Λευκωσία.  Ακολούθως του παραχωρείτο παράταση της άδειας προσωρινής παραμονής του, μέχρι 30.6.2003, ως καθηγητής στο Logos School of English Education στη Λεμεσό.

 

Η Αιτήτρια αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο την 31.3.96 και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας μέχρι 31.3.2000 για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός.  Μετά την τέλεση του γάμου της με τον Αιτητή, της παραχωρείτο άδεια προσωρινής παραμονής, μέχρι 30.6.2003, ως επισκέπτρια για να διαμένει με το σύζυγο της.

 

Στις 2.6.2003 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτικογράφηση.

 

Μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του στην Κύπρο στις 30.6.2003, ο Διευθυντής του Logos School of English Education απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 17.7.2003 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, με την οποία ζητούσε περαιτέρω παράταση της άδειας προσωρινής παραμονής και εργασίας του Αιτητή.  Ο Γενικός Διευθυντής απέρριψε το αίτημα και ο Διευθυντής της Σχολής ενημερώθηκε με σχετική επιστολή ημερομηνίας 6.10.2003.

 

Στη συνέχεια το αίτημα για παράταση της άδειας παραμονής του στην Κύπρο, επανεξετάστηκε στις 29.3.2004.  Η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης έγκρινε όπως του παραχωρηθεί άδεια προσωρινής παραμονής για έξι μήνες, ώστε να δοθεί χρόνος για να εξεταστεί η αίτηση του για πολιτογράφηση, η οποία υποβλήθηκε το 2003.

 

Στις 27.4.2004 ο Αιτητής και η οικογένεια του υπέβαλαν αιτήσεις για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής, η οποία εγκρίθηκε με αποτέλεσμα να τους παραχωρηθεί άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 30.7.2004. 

 

Παρά τη λήξη της άδειας παραμονής τους δεν αποτάθηκαν για να διευθετήσουν για την περαιτέρω παραμονή τους και διέμεναν παράνομα την Κύπρο, μέχρι τις 14.4.2005 που υπέβαλαν αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής τους.  Η αίτηση τους απορρίφθηκε και ο Αιτητής αρ. 1 ενημερώθηκε με σχετική επιστολή ημερ. 29.7.2005 με την οποία καλείτο όπως αναχωρήσει αμέσως από την Κύπρο.  Όπως θα εξηγήσω σε άλλο σημείο της απόφασης, οι Αιτητές αμφισβητούν ότι παρέλαβαν την πιο πάνω επιστολή, ισχυριζόμενοι ότι αυτή στάληκε σε λανθασμένη διεύθυνση.

 

Εν πάση περιπτώσει, ο Αιτητής και η οικογένεια του δεν συμμορφώθηκαν και παρέμεναν παράνομα.  Με βάση το γεγονός αυτό τα στοιχεία τους καταχωρήθηκαν στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ως αναζητούμενα πρόσωπα.

 

Επιπρόσθετα δε η αίτηση του για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση ημερ. 2.6.2003, απορρίφθηκε καθότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα παραμονής που απαιτούνται με βάση το άρθρο 111 των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 2002-2003 και ενημερώθηκε σχετικά, με επιστολή ημερ. 27.7.2005.

 

Την 1.9.2005 οι Αιτητές υπέβαλαν νέες αιτήσεις για πολιτογράφηση στην Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού.  Ο Έπαρχος Λεμεσού δε σύστησε τις αιτήσεις, επειδή τίποτε το ιδιαίτερο δεν συνέδεε τους Αιτητές με την Κύπρο και ούτε η οικονομική κατάσταση τους ήταν αρκετά καλή έτσι ώστε να τους επιτρέπει να ζουν άνετα στην Κύπρο.

 

Ούτε ο Αρχηγός Αστυνομίας σύστησε τις αιτήσεις, καθότι κατά την εδώ παραμονή του ο Αιτητής απασχόλησε την Υπηρεσία με τη διακοπή της φοίτησης του και την τοποθέτηση των στοιχείων του στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές ως αναζητούμενο πρόσωπο.  Δεν μιλά καθόλου την Ελληνική γλώσσα και κρίθηκε ως άτομο το οποίο δεν έχει ενταχθεί στο Κυπριακό κοινωνικό σύνολο.  Δεν διατηρεί οποιουσδήποτε ιδιαίτερους δεσμούς με τον τόπο και η σχέση του με την Κύπρο είναι καθαρά εργασιακή.  Όμως, ο Διοικητής της ΚΥΠ ανέφερε ότι δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε σε βάρος του, από πλευράς ασφάλειας του Κράτους.

 

Οι αιτήσεις του ζεύγους Edu για πολιτογράφηση υποβλήθηκαν στον Υπουργό Εσωτερικών για απόφαση.  Είναι παραδεχτό ότι οι Αιτητές πληρούσαν τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται από το Νόμο, απορρίφθηκαν όμως καθότι δεν ικανοποιούσαν την προϋπόθεση (γ) του Τρίτου Πίνακα των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 2002-2003, με βάση την οποία απαιτείται όπως ο αιτητή για πολιτογράφηση είναι «καλού χαρακτήρα».

 

Οι Αιτητές ενημερώθηκαν σχετικά με επιστολή ημερ. 11.7.2006, με την οποίαν καλούνταν επίσης να αναχωρήσουν αμέσως από τη Δημοκρατία, αφού το αίτημα τους ημερ. 14.4.2005 για ανανέωση της άδειας παραμονής τους είχε απορριφθεί από 29.7.2005.  Το περιεχόμενο της επιστολής έχει ως εξής:-

 

«Mr Ayotunde A. EDU &

Mrs Josefina L. EDU

109, Athanasiou Sakellariou Str.,

3041 Limassol

                                                                                       11 July 2006

Sir and Madam Edu,

 

I am directed to refer to your application dated 01.09.2005 for the acquisition of the nationality of Cyprus by naturalization and to inform you that your application was examined carefully but it was not found possible to be approve.

 

2.   The Republic of Cyprus practising its sovereign rights, decided that you do not possess the qualification under sub-paragraph (C) of section 1 of the Third Schedule provided for in Article 111 of the Civil Registry Laws of 2002-2003.

 

3.            Moreover in view of the fact that you had already completed more than 4 years in Cyprus your application for the renewal of your temporary residence permit dated 14.04.2005 was rejected.  You were informed of this decision by our letter dated 29.07.2005 and at the same time you were requested to leave the Republic at once.

 

4.            According to the above you are kindly requested to make all the necessary arrangements to leave Cyprus immediately, otherwise this Department will take measure for your deportation.

 

Yours faithfully

(Chr. Ketteni)

for Director"

 

Οι Αιτητές προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση, ως παράνομη.

 

Ο συνήγορος των Αιτητών κατ' αρχάς προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα (α) μη δέουσας έρευνας και πραγματικής πλάνης, γιατί όπως ισχυρίζεται δεν είχε αποσταλεί η επιστολή απόρριψης της αίτησης τους στη σωστή διεύθυνση, (β) ανεπαρκούς αιτιολογίας, (γ) ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση οι καθ'ων η αίτηση παραβίασαν τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, και (δ) τέλος ότι δεν δόθηκε στους Αιτητές, όπως έπρεπε, το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης.

 

Η συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, με την αγόρευσή της εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή πράξη, αλλά πράξη βεβαιωτική της επιστολής των καθ'ων η αίτηση, ημερομηνίας 29.7.1995.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Αιτητές εισηγήθηκε ότι η προδικαστική ένσταση δεν πρέπει να εξεταστεί, εφόσον δεν ηγέρθη προηγουμένως στη δικογραφία.  Όπως εξήγησε, η γραπτή αγόρευση δεν υπέχει θέμα δικογράφου, αλλά μέσο παράθεσης επιχειρημάτων.

 

Αν και δεν διαφωνώ με τη γενικότητα της θέσης αρχής που θέτει ο συνήγορος του Αιτητή, η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αφού το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως θέματα όπως η εκτελεστότητα μιας πράξης, εφόσον, όπως εδώ, αφού αφορούν θέματα δημόσιας τάξης (Βλ. Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 ΑΑΔ 2452, 2461). 

 

Επί της ουσίας της προδικαστικής ένστασης, η συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, φαίνεται λανθασμένα να θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 11.7.2006, αναφέρεται στην αίτηση τους ημερομηνίας 14.4.2005 για ανανέωση της προσωρινής άδειας, ενώ στην πραγματικότητα αυτή αναφέρεται στην αίτηση τους, ημερομηνίας 1.9.2005 με την οποία ζητούσαν να αποκτήσουν Κυπριακή υπηκοότητα.  Η αναφορά που γίνεται στην τρίτη παράγραφο της σχετικής επιστολής, σχετικά με την απόρριψη της αίτησης ημερομηνίας 14.4.2005, έγινε περιστασιακά για να δικαιολογήσει την απαίτηση της διοίκησης όπως οι Αιτητές εγκαταλείψουν την Κύπρο.  Όμως, είναι ξεκάθαρο από απλή ανάγνωση της επιστολής, ότι η απορριπτική απάντηση των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 11.7.2006, αφορά στην απόρριψη της αίτησης ημερομηνίας 1.9.2005, η οποία σαφώς είναι εκτελεστή πράξη.  Εξάλλου, αυτό προσβάλλει και η προσφυγή και αυτό προκύπτει σαφώς και από τους λόγους ακύρωσης. 

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.

 

Έρχομαι τώρα στους λόγους ακύρωσης.  Με τον πρώτο λόγο, ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας.  Συγκεκριμένα ισχυρίζεται πρώτα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στάληκε στην ορθή διεύθυνση και ότι δεν ερευνήθηκαν δεόντως γεγονότα που έχουν σχέση με κοινωνικοοικονομικούς δεσμούς του Αιτητή και της οικογένειάς του με την Κύπρο.  Ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 11.7.2006 δεν αποστάληκε στην ορθή διεύθυνση, δεν εμπίπτει κατά την άποψή μου στη δέουσα έρευνα.  Εν πάση όμως περιπτώσει, όπως προκύπτει και από την ίδια την επιστολή, αυτή στάληκε στην ορθή διεύθυνση, δηλαδή 109 Αθανασίου Σακελλαρίου, Λεμεσός 3041.  Εξάλλου, ο ίδιος ο Αιτητής δεν αμφισβητεί ότι παρέλαβε τη συγκεκριμένη επιστολή.  Εκείνο που αμφισβητεί είναι ότι δεν παρέλαβε άλλη επιστολή των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 29.7.2005.  Όμως, εκείνη η επιστολή, όπως έχω ήδη εξηγήσει, αφορούσε αίτηση για ανανέωση άδειας και δεν έχει άμεση, αλλά έμμεση μόνο σχέση με την παρούσα προσφυγή.  Εν πάση περιπτώσει, η συγκεκριμένη επιστολή κοινοποιήθηκε και στη διεύθυνση εργασίας του Αιτητή και ως εκ τούτου πρέπει να περιήλθε σε γνώση του.  Ούτως ή άλλως, το λάθος με τη διεύθυνση στην επιστολή ημερομηνίας 29.7.2005 δεν φαίνεται να έχει οποιαδήποτε ουσιώδη σημασία, δεδομένου ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα.

 

Όσον αφορά στον ισχυρισμό, ότι δεν ερευνήθηκαν δεόντως γεγονότα που έχουν σχέση με κοινωνικοοικονομικούς δεσμούς του Αιτητή και της οικογένειας του με την Κύπρο και γι' αυτό το λόγο έχει αποκλεισθεί, κατά την άποψη μου αυτός ευσταθεί.  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι όντως το αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.  Οι καθ'ων η αίτηση βασίζουν κατά πρώτον, την απόφαση τους στο γεγονός ότι οι Αιτητές δεν ικανοποιούν την προϋπόθεση (γ) του Τρίτου Πίνακα των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 2002-2003, όπου προνοείται ότι ένας αλλοδαπός για να πολιτογραφηθεί Κύπριος πρέπει να είναι «καλού χαρακτήρα».  Όμως δεν εξηγούν γιατί οι Αιτητές δεν είναι καλού χαρακτήρα και δεν αναφέρουν οτιδήποτε στο οποίο βασίζουν την κατάληξη τους.

 

Όπως ορθά επισήμανε ο δικηγόρος τους, οι Αιτητές ζούσαν και εργάζονταν στην Κύπρο και εκ πρώτης όψεως δεν είναι δυνατό να μην είχαν φιλικές, κοινωνικές και επαγγελματικές σχέσεις στην Κύπρο.  Γι' αυτό και χρειαζόταν έρευνα εκ μέρους της διοίκησης για να επιβεβαιωθεί ή να αποκλειστεί το γεγονός.  Η απλή διατύπωση μιας αόριστης άποψης δεν είναι επαρκής.  Πέραν τούτου, οι Αιτητές στην ίδια την αίτησή τους για πολιτογράφηση, αναφέρουν ονόματα Κυπρίων οι οποίοι τους συστήνουν.  Παρά ταύτα, καμιά έρευνα δεν έγινε προς την κατεύθυνσή τους, όπως δεν έγινε και προς την κατεύθυνση του σχολείου στο οποίο εργαζόταν ο Αιτητής.

 

Η συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, αναφέρει ότι ο άλλος λόγος για τον οποίον απορρίφθηκε η αίτηση τους για πολιτογράφηση, είναι γιατί είχαν συμπληρώσει τέσσερα χρόνια παραμονής και είχαν ήδη καταστεί παράνομοι.  Ο ισχυρισμός αυτός, κατά την άποψή μου, είναι το λιγότερο ατυχής, αφού όταν ο Αιτητής παρέμενε ακόμη νόμιμα και υπέβαλε, στις 2.6.2003, αίτηση για πολιτογράφηση, η διοίκηση ήρθε να του απαντήσει μετά από δύο χρόνια, στις 27.7.2005, ότι η αίτηση του απορρίπτεται.  Πέραν τούτου, οι καθ'ων η αίτηση δεν μπορούν να επικαλεστούν την επιστολή ημερομηνίας 29.7.2005 την οποία απέστειλαν σε λάθος διεύθυνση, για να οικοδομήσουν επιχείρημα ότι οι Αιτητές ήταν παράνομοι.

 

Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, συναφής με τον πρώτο, αφορά στην έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας για τη λήψη της επίδικης απόφασης.  Και αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί, εφόσον οι καθ'ων η αίτηση δεν αιτιολογούν επαρκώς την απόφαση τους να απορρίψουν την αίτηση, επειδή οι Αιτητές δεν είναι καλού χαρακτήρα.

 

Ο ισχυρισμός της συνηγόρου των καθ'ων η αίτηση ότι η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων, κατά την άποψη μου  είναι αβάσιμος, αφού οι αναφορές των διαφόρων αρμοδίων είναι γενικές και αόριστες και εν πάση περιπτώσει η συγκεκριμένη δικονομική αρχή δεν είναι πανάκεια, για κάλυψη κάθε κενού που παρουσιάζεται στην αιτιολογία.

 

Το κράτος σε παρόμοιες περιπτώσεις έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της εξουσίας του.  Πέραν τούτου, οφείλει να αιτιολογεί τις αποφάσεις του ώστε να υπόκειται στον αναγκαίο δικαστικό έλεγχο, πράγμα το οποίο δεν έπραξε στην παρούσα περίπτωση.  Στην υπόθεση Hewage ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 869/2002, ημερ. 31.3.2004, ηγέρθη παρόμοιο θέμα.  Εκεί σε αντίθεση με την υπό εκδίκαση υπόθεση, έγινε κάποια έρευνα.  Ο Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε, ανέφερε τα εξής σχετικά:-

 

«Οι δικηγόροι της αιτήτριας ισχυρίστηκαν και ότι η επίδικη απόφαση δεν ήταν αιτιολογημένη.  Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης συμπληρώνεται από το διοικητικό φάκελο.  Πρόβαλε περαιτέρω ότι δεν υπάρχουν περιορισμοί στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού να αποδεχθεί αίτηση για πολιτογράφηση.

 

Η διαπίστωση από την έρευνα ήταν ότι η αλλοδαπή δεν είχε δεσμούς με τον τόπο.  Είναι θα έλεγα ένα μέτρο κρίσης για όλους τους αλλοδαπούς.  Δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε στην επιστολή του Λειτουργού Μετανάστευσης που να δικαιολογεί τη διαπίστωση αυτή, ούτε προκύπτει από το διοικητικό φάκελο.

 

Ο Νόμος παρέχει με το άρθρο 6, όπως ίσχυε τότε, αλλά και με τον τροποποιητικό Νόμο 141(Ι)/2002, ευρεία διακριτική εξουσία στον Υπουργό Εσωτερικών να χορηγεί πιστοποιητικό πολιτογράφησης.  Η αιτιολογία, όπου υπάρχει, αποτελεί εχέγγυο σύννομης άσκησης των εξουσιών της διοίκησης αποκλείοντας κάθε αυθαιρεσία.  Η κρίση ότι δεν συντρέχει κανένας ουσιαστικός λόγος που να δικαιολογεί την πολιτογράφηση της αιτήτριας και ότι δεν έχει δεσμούς με την Κύπρο πάσχει από αοριστία.  Δίκαια μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί γιατί η αναγκαιότητα της αιτήτριας στην εταιρεία στην οποία εργάζεται, που πιστοποιούσε η ίδια η εταιρεία, λόγω της εργατικότητας και της ειλικρίνειάς της καθώς και η φοίτηση του παιδιού της σε ιδιωτικό σχολείο, το οποίο πιστοποιεί την άπταιστη γνώση της ελληνικής γλώσσας από αυτό και την καλή απόδοσή του στο σχολείο, επισημαίνοντας την ανυπαρξία τέτοιων σχολείων στη Σρι Λάνκα, δεν αποτελούν δεσμό με τον τόπο.  Παραπέμπω στην υπόθεση Robert Antoun Kreidi v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 3/96, ημερ. 27.2.98, η οποία αφορούσε απόρριψη αίτησης για έκδοση άδειας μετανάστευσης.  Κρίθηκε ότι η απόρριψη της αίτησης με την αιτιολογία ότι ο αλλοδαπός δεν είχε δεσμούς με την Κύπρο, έπασχε από αοριστία.»

Τα ίδια ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση.  Η απόφαση της διοίκησης πάσχει όχι μόνο λόγω έλλειψης έρευνας, αλλά και λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Επιδικάζονται €1200 έξοδα, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, υπέρ των Αιτητών.

 

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο