ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 684
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 112/2006]
8 Αυγούστου, 2008
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. MAΡΙΑ ΚΟΝΤΟΥ
2. ΣΟΛΩΝΑΣ ΧΕΙΜΩΝΙΔΗΣ
Αιτητές
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Γ. Σεραφείμ για τους αιτητές.
Ρ. Παπαέτη Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α´, για τους καθ' ων η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερομηνίας 14.10.05 με την οποία, μετά από επανεξέταση λόγω ακυρωτικής απόφασης, διορίστηκαν/προάχθηκαν οι Άντρη Διέτη και Αδάμος Αδάμου στη μόνιμη θέση Επιμελητή στις Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της Παθολογίας.
Προβάλλεται σειρά ισχυρισμών που καλύπτουν όλο το φάσμα της διοικητικής ενέργειας. Θα εξετάσω, βεβαίως, πρώτα τους αναφερόμενους στη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στη συνέχεια στη σύνθεση της ΕΔΥ. Ως προς τη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο ισχυρισμός είναι πως δεν φαινόταν να είχε τηρηθεί η απαίτηση του άρθρου 32(1)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως ειδικά τροποποιήθηκε με το Ν. 96(Ι)/2006), το ένα από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής να επιλέγεται από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου και να εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι υπέδειξαν πως κατά το χρόνο σύστασης αλλά ακόμα και λειτουργίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής στην περίπτωση, δεν υπήρχε τέτοια νομοθετική απαίτηση. Αυτή εισάχθηκε όταν, πλέον, είχε εκδοθεί και η προσβαλλόμενη απόφαση και αυτές οι επισημάνσεις, ως προς την ουσία τους, παρέμειναν αναπάντητες.
Ως προς τη σύνθεση της ΕΔΥ οι ισχυρισμοί αφορούσαν κατ' αρχάς στις επιπτώσεις από την απουσία δυο μελών της, του Π. Παπαγεωργίου από τη συνεδρία της 8.6.05 και του Μ. Στασόπουλου από τη συνεδρία της 10.8.05. Το πρόβλημα, όπως εξηγείται, κατ' αρχάς αφορά στη μη ενημέρωσή τους κατά τις επόμενες συνεδρίες, ώστε να τηρηθεί ο Νόμος. Πρόκειται για εντελώς αβάσιμους ισχυρισμούς. Μετά την ακυρωτική απόφαση η ΕΔΥ συνεδρίασε οκτώ φορές, αν τις μέτρησα καλά, και ήταν σε όλες παρόντα όλα τα μέλη της, περιλαμβανομένων και εκείνων της 12.10.05 και 14.10.05 κατά τις οποίες έγιναν οι προφορικές εξετάσεις και λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Με την εξαίρεση, βεβαίως, των δυο στις οποίες αναφέρθηκαν οι αιτητές αλλά και ακόμα μίας, εκείνης της 26.7.04. Ας δούμε πρώτα την περίπτωση του Π. Παπαγεωργίου. Απουσίαζε από τις συνεδρίες της 26.7.04 και της 8.6.05 αλλά οι αιτητές εγείρουν θέμα μόνο ως προς τη δεύτερη. Αυτό αφού ρητά στο πρακτικό της 10.8.05 αναφέρεται πως ο Π. Παπαγεωργίου ενημερώθηκε και πως υιοθέτησε τα αποφασισθέντα ακριβώς κατά τη συνεδρία της 26.7.04. Εγείρεται θέμα σε σχέση με την 8.6.05 επειδή δεν υπήρχε στα πρακτικά αναφορά και σ' αυτή. Όμως στις 8.6.05 δεν έγινε απολύτως τίποτε ώστε να ήταν νοητή η αναφορά και σ' αυτή. Το θέμα αναβλήθηκε για περαιτέρω υπηρεσιακή μελέτη και πάντως είχε και ο Π. Παπαγεωργίου τα πρακτικά της 8.6.05 ώστε, ούτως ή άλλως, να θεωρείται ότι ενημερώθηκε. (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 ΑΑΔ 370 και Γιαννάκης Κουρσάρου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ΑΕ 3842 κ.α., ημερομηνίας 12.6.07).
Ο Μ. Στασόπουλος απουσίαζε από τη συνεδρία της 10.8.05 ενώ είχε συμμετάσχει σε όλες τις προηγούμενες αλλά και στις επόμενες. Προκύπτει το πρόβλημα, λέγουν οι αιτητές, διότι δεν υπάρχει στα πρακτικά της συνεδρίας της 19.9.05 που ακολούθησε, ρητή αναφορά σε ενημέρωσή του. Υπάρχει όμως αναφορά στα πρακτικά της και αυτό, στην περίπτωση, ήταν αρκετό. [Βλ. Κουλία και Κουρσάρου (ανωτέρω)]. Εν πάση περιπτώσει, στις 10.8.05 γίνεται αναφορά στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υιοθετήθηκε η κρίση της για τους προσοντούχους υποψηφίους και αποφασίστηκε να κληθούν σε προφορική εξέταση οι υποψήφιοι που σύστησε. Στις 19.9.05 δε, ικανοποιήθηκε αίτημα του ενδιαφερόμενου Α. Αδάμου για αλλαγή της ημερομηνίας της προφορικής εξέτασής του για να ακολουθήσουν οι προφορικές εξετάσεις στις 12.10.05 και 14.10.05 που προϋποθέτουν γνώση και υιοθέτηση της απόφασης της 10.8.05.
Προωθήθηκε και δεύτερος ισχυρισμός ως προς τη σύνθεση και αυτός με αναφορά στο ότι απουσίαζαν τα πιο πάνω μέλη κατά τις αναφερθείσες συνεδρίες. Δεν προκύπτει, όπως διατείνονται, ότι αυτά τα μέλη κλήθηκαν, ώστε να τηρηθεί και από αυτή την άποψη ο Νόμος. Στα πρακτικά όμως των δυο συνεδριών καταγράφεται πως τα δυο μέλη απουσίαζαν «λόγω ασθένειας» και σε εκείνη της 26.7.04 πως ο Π. Παπαγεωργίου απουσίαζε «με άδεια απουσίας». Από αυτά, στην απουσία άλλων στοιχείων που θα αναιρούσαν τη σημασία τους, προκύπτει γνώση και δήλωση κωλύματος για τον αναφερθέντα λόγο. Δεν θα με απασχολήσει λοιπόν περαιτέρω το θέμα. Ούτε όμως και θα επεκταθώ στο κατά πόσο, ούτως ή άλλως, τέτοια πλημμέλεια, θα δικαιολογείτο κάτω από τις περιστάσεις, ενόψει των όσων ακολούθησαν να έχει επίπτωση στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Το επόμενο θέμα αφορά στα προσόντα των ενδιαφερομένων. Η εισήγηση είναι πως δεν ερευνήθηκε δεόντως αν κατείχαν συγκεκριμένο απαιτούμενο προσόν και εγείρεται, ως προκαταρκτικό, το κατά πόσο οι αιτητές νομιμοποιούνται να το συζητούν. Προηγήθηκαν δυο αποφάσεις της ΕΔΥ για διορισμό/προαγωγή των ενδιαφερομένων. Η πρώτη ακυρώθηκε (Συνεκδικαζόμενες προσφυγές 282/97 και 356/97 ημερομηνίας 12.1.01) επειδή έπασχε η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η δεύτερη (Προσφυγή 198/02 ημερομηνίας 15.5.2003) επειδή η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν διεξήγαγε, όπως όφειλε, προφορική εξέταση. Οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι υποστηρίζουν πως αφού, στη βάση των αποφασισθέντων από την πλήρη Ολομέλεια στη Ρένος Ναζίρης ν. ΡΙΚ, Προσφυγή 810/04, ημερομηνίας 12.2.07, με αναφορά και στην προηγούμενη νομολογία, η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης, δεν μπορούν τώρα οι αιτητές να αμφισβητούν τα προσόντα, που είναι θέμα προγενέστερο των προφορικών εξετάσεων και δεν επηρεάστηκε από το λόγο της προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης. Οι αιτητές δεν αμφισβητούν, βεβαίως, την αρχή. Υποστηρίζουν, όμως, πως εδώ υπάρχουν ιδιαιτερότητες που δικαιολογούν να θεωρηθεί ότι το θέμα των προσόντων παρέμεινε ανοικτό. Η Δημοκρατία είχε ασκήσει έφεση κατά της προηγηθείσας ακυρωτικής απόφασης και οι ίδιοι αντέφεση, ακριβώς σε σχέση με τα θέματα που είχαν εγείρει και που δεν είχαν εξεταστεί από το Δικαστήριο, περιλαμβανομένου και του θέματος των προσόντων. Όταν η Δημοκρατία απέσυρε την έφεσή της απέσυραν και εκείνοι την αντέφεση, με ρητή επιφύλαξη στη σχετική επιστολή τους της δυνατότητάς τους να επανέλθουν, αν χρειαστεί. Επιστολή την οποία προσυπέγραψαν οι ενδιαφερόμενοι. Ενώ και το Δικαστήριο, χωρίς άλλα, δέχτηκε αυτή την απόσυρση και απέρριψε την αντέφεσή τους. Οι ενδιαφερόμενοι υποδεικνύουν πως απλώς προσυπέγραψαν για την απόσυρση της αντέφεσης και για τίποτε άλλο. Και πως ούτε και στο Δικαστήριο μπορεί να αποδοθεί καθορισμός τέτοιας μορφής επειδή απέρριψε την αντέφεση. Όπως εκτιμώ, το θέμα τέμνεται από την ίδια την ακυρωτική απόφαση στην οποία οι αιτητές με έμφαση παρέπεμψαν, ώστε να μη χρειάζεται να μας απασχολήσουν τα υπόλοιπα. Στην ακυρωτική, λοιπόν, απόφαση εξηγήθηκε ρητά ο λόγος για τον οποίο δεν εξετάστηκαν τα άλλα θέματα. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Ενόψει αυτού του λόγου ακύρωσης δεν θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης γιατί η διατύπωση κρίσης δυνατόν να προκαταλάβει τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ».
Είναι ορθό πως εύλογα προκύπτει από αυτή τη διατύπωση, κρίση του Δικαστηρίου πως, ως εκ του λόγου ακυρότητας που διαπίστωσε, η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ θα ασχολούνταν εξ αρχής με όλα τα θέματα περιλαμβανομένου, βεβαίως, και του θέματος των προσόντων. Εξ ου και προέκυπτε η ανάγκη το Δικαστήριο να μην προκαταλάβει την κρίση τους επ' αυτών. Ήταν ορθή ή λανθασμένη αυτή η ενυπάρχουσα κρίση; Αυτό δεν είναι νομίζω θέμα της παρούσας διαδικασίας. Εναπόκειτο σε εκείνο που είχε διαφορετική άποψη να την αμφισβητήσει τότε. Οι αιτητές συνέπλευσαν και, υπό την αντίληψη της διατήρησης της δυνατότητας να επαναφέρουν το θέμα, απέσυραν την αντέφεσή τους, μάλιστα, με την επιφύλαξη που αναφέρθηκε. Οι ενδιαφερόμενοι δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια και η ΕΔΥ ζήτησε από την εκ νέου συσταθείσα Συμβουλευτική Επιτροπή «νέα αιτιολογημένη έκθεση» την οποία και υπέβαλε η Συμβουλευτική Επιτροπή ειδικώς ασχοληθείσα και με το θέμα της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων από τους υποψηφίους. Θεωρώ ότι κάτω από τις εξαιρετικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι κωλύονται οι αιτητές να θέσουν τώρα το θέμα. Ιδιαίτερα, δεν μπορεί να γίνει δεχτό ότι έχουμε εδώ περίπτωση κατάχρησης της διαδικασίας, στην αποφυγή της οποίας, όπως επισημάνθηκε, μαζί με άλλα, στη Ναζίρης (ανωτέρω) στοχεύει η αρχή που τέθηκε.
Σύμφωνα με την εισήγηση των αιτητών, η Συμβουλευτική Επιτροπή και στη συνέχεια η ΕΔΥ, δεν ερεύνησαν, όπως όφειλαν, την κατοχή από τους ενδιαφερόμενους του απαιτούμενου προσόντος της τριετούς τουλάχιστον πλήρους απασχόλησης στη θέση Ιατρικού Λειτουργού Πρώτης Τάξης, στην Παθολογία. Να δούμε πρώτα το σχέδιο υπηρεσίας στην έκταση που είναι σχετικό. Διαχωρίζει τα απαιτούμενα προσόντα ανάλογα με το αν πρόκειται για πρώτο διορισμό ή προαγωγή. Και στις δυο περιπτώσεις απαιτεί εγγραφή στο Μητρώο Ιατρών Κύπρου και καθοριζόμενο μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο που δεν αμφισβητείται ότι κατείχαν και οι ενδιαφερόμενοι, [παράγραφος 3Α(1) και (2) και παράγραφος 3Β(1)]. Περαιτέρω, όμως, στην περίπτωση του πρώτου διορισμού απαιτεί και δεκαετή πείρα στην ειδικότητα που καθορίζεται κατά την πλήρωση της θέσης [παράγραφος 3Α(3)] ενώ στην περίπτωση προαγωγής απαιτεί τριετή τουλάχιστον πλήρη απασχόληση στη θέση Ιατρικού Λειτουργού Πρώτης Τάξης, πάλιν στην ειδικότητα που καθορίζεται κατά την πλήρωση της θέσης [παράγραφος 3Β(2)(α)] η οποία και καθορίζεται στη συνέχεια, και για τις δυο βεβαίως περιπτώσεις, ως εκείνη της Παθολογίας.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, την κρίση της οποίας υιοθέτησε η ΕΔΥ, θεώρησε πως οι αιτητές, οι ενδιαφερόμενοι και οι άλλοι υποψήφιοι κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα που συζητήθηκαν, ως ακολούθως:
«Από τη μελέτη των αιτήσεων διαπιστώθηκε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο όλοι οι αιτητές ικανοποιούν τους όρους της παραγράφου Α(1+2) ή Β(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Ιατρών Κύπρου και κάτοχοι πιστοποιητικού ειδικότητας Παθολογίας σύμφωνα με τον περί Εγγραφής Ιατρών Νόμο.
Οι αιτητές Αδάμου Αδάμος και Ζηντίλης Χρυσόστομος θεωρούνται υποψήφιοι για προαγωγή γιατί έχουν τριετή τουλάχιστον υπηρεσία ως Ιατρικοί Λειτουργοί 1ης τάξης (Παθολογίας) όπως προνοεί η παράγραφος Β(2)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Οι αιτητές Αδάμου Αδάμος, Αντωνάκη Κυριάκος, Γιασεμίδης Χριστοδουλάκης, Διέτη Άντρη, Ελευθερίου Ελευθέριος, Ευθυμίου Ευθύμιος, Ζήνωνος Ανδρέας, Ζηντίλης Χρυσόστομος, Κοντού Μαρία, Κυριακίδης Κυριάκος, Ολύμπιος Γεώργιος, Παπαγεωργίου Γεώργιος, Παπαδόπουλος Νίκος, Παύλου Παύλος, Πέτσας Λούκας, Πηλαβάκη Θεοδώρα, Πλουτάρχου Δέσπω, Στυλιανίδης Χριστόδουλος, και Χειμωνίδης Σόλων κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα των παραγράφων Α1, Α2, Α3 ή/και τα προσόντα της παραγράφου Β1, Β2(α)».
Προκύπτουν τα ακόλουθα: Από τους υποψήφιους, μόνο ο ενδιαφερόμενος Α. Αδάμου και ο υποψήφιος Χρ. Ζηντίλης θεωρούνταν ως υποψήφιοι δυνάμει της παραγράφου 3Β(2)(α). Οι υπόλοιποι, περιλαμβανομένης και της ενδιαφερόμενης Α. Διέτη αλλά και των αιτητών, θεωρήθηκαν ως υποψήφιοι δυνάμει της παραγράφου 3Α. Είναι προφανές ότι η αναφορά στη σχετική παράγραφο της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και «στα προσόντα της παραγράφου Β1, Β2(α)», αφορούσε στους Α. Αδάμου και Χρ. Ζηντίλη που προηγουμένως κρίθηκε πως ήταν προσοντούχοι δυνάμει της. Και, στο σύνολο, υποδεικνύεται πως αυτοί οι δυο πληρούσαν τα προσόντα και της παραγράφου 3Α.
Επισήμαναν αυτή τη διάσταση του θέματος οι καθ' ων η αίτηση με την περαιτέρω επεξήγηση της Α. Διέτη πως και οι αιτητές κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο τη θέση Ιατρικού Λειτουργού Πρώτης Τάξης, όχι όμως στην Παθολογία και δεν υπήρξε απάντηση. Η Α. Διέτη ήταν δυνάμει της παραγράφου 3Α που κρίθηκε ως προσοντούχος και, συνεπώς, η συζήτηση ως προς την παράγραφο 3Β(2)(α) δεν μπορούσε να την αφορά. Ισχυρισμοί σε σχέση με την παράγραφο 3Α(3) δεν προβλήθηκαν και, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, δεν στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας ως προς την Α. Διέτη. Αλλά και ως προς τον Α. Αδάμου δεν προβλήθηκαν ισχυρισμοί αναφορικά με την παράλληλη κρίση πως ήταν υποψήφιος και δυνάμει της παραγράφου 3Α. Επομένως, και στην περίπτωσή του, τυχόν κρίση πως δεν ερευνήθηκαν δεόντως τα περί την παράγραφο 3Β(2)(α), θα ήταν αλυσιτελής. Θα παρέμενε αλώβητη η κρίση περί την παράγραφο 3Α. Εν πάση περιπτώσει, είναι και στην ουσία της αβάσιμη η εισήγηση. Ανέτρεξαν οι αιτητές στα καθήκοντα που, κατά τη δική τους εκτίμηση, εκτελούσε ο Α. Αδάμου. Εισηγήθηκαν πως αυτά δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστούσαν πλήρη απασχόληση στην ειδικότητα της Παθολογίας και επικαλέστηκαν την πρωτόδικη απόφαση στην Ανδρέας Πούλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 459/02, ημερομηνίας 18.8.06 που επίσης αφορούσε στον Α. Αδάμου σε σχέση με την προαγωγή του στη θέση Ειδικού Ιατρού. Διαφωνούν επ' αυτών οι καθ' ων η αίτηση και οι ενδιαφερόμενοι και παραθέτουν τη δική τους άποψη αναφορικά με τη φύση των καθηκόντων που ασκούσε ο Α. Αδάμου. Δεν νομίζω, όμως, ότι δικαιολογείται να επεκταθώ προς τέτοιες κατευθύνσεις. Δεν ήταν αυτής της φύσης η αιτιολογική βάση της κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ. Δεν προκύπτει από αυτή παραπομπή στα καθήκοντα τα οποία, μετά από επί τούτου έρευνα, πράγματι άσκησε ο Α. Αδάμου ή οποιοσδήποτε από τους υποψήφιους. Η κρίση για την κατοχή των προσόντων της παραγράφου 3Β(2)(α) συναρτήθηκε αποκλειστικά προς το γεγονός της κατοχής της θέσης, προφανώς υπό το καθεστώς πλήρους απασχόλησης, Ιατρικού Λειτουργού Πρώτης Τάξης στην Παθολογία. Αυτό τονίζει και η καταληκτική θέση των καθ' ων η αίτηση και των ενδιαφερομένων και το ερώτημα είναι αν ήταν ευλόγως επιτρεπτή αυτή η προσέγγιση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ. Η ερμηνεία και η εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της διοίκησης και το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει για να την αντικαταστήσει με την όποια δική του πρωτογενή κρίση. Επεμβαίνει μόνο αν αυτή δεν είναι ευλόγως επιτρεπτή. Θεωρώ πως ήταν ευλόγως επιτρεπτή η θεώρηση του θέματος από τη διοίκηση, ιδιαιτέρως αφού το σχέδιο υπηρεσίας είναι πλήρη απασχόληση στην ορισμένη θέση που απαιτεί, την οποία αναμφισβήτητα κατείχε ο Α. Αδάμου για περίοδο μεγαλύτερη των τριών ετών. Η υπόθεση Πούλλος (ανωτέρω) διακρίνεται αφού εκεί το σχέδιο υπηρεσίας, ήταν ουσιωδώς διαφορετικό. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, απαιτούσε τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Επιμελητή, στα καθήκοντα της ειδικότητας της Παθολογίας.
Εγκαταλείφθηκαν διάφοροι άλλοι ισχυρισμοί και απομένουν τα αναφερόμενα στη συγκριτική καταλληλότητα των ενδιαφερομένων έναντι των αιτητών. Δεν παρέμεινε, πλέον, οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με τη νομιμότητα των στοιχείων κρίσης στη βάση των οποίων η ΕΔΥ έκαμε την επιλογή της. Σημείωσε συναφώς πως η Α. Διέτη, που υπερείχε σε αρχαιότητα έναντι όλων, υστερούσε οριακά στην αξιολόγηση στις υπηρεσιακές εκθέσεις αλλά είχε υπέρ της τη σύσταση της Αν. Διευθύντριας που, ας σημειωθεί, δεν απαιτείτο και δεν ήταν αιτιολογημένη και είχε αξιολογηθεί ως εξαίρετη κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ. Όπως και ο ενδιαφερόμενος Α. Αδάμου ο οποίος ενώ υστερούσε σε αρχαιότητα έναντι των αιτητών, δεν υστερούσε σε αξία έναντι ουδενός και, όπως και η Διέτη, είχε υπέρ του και τη σύσταση της Αν. Διευθύντριας. Σημειώνω πως έναντι της εξαίρετης αξιολόγησης των ενδιαφερομένων οι αιτητές αξιολογήθηκαν από την ΕΔΥ για την προφορική εξέταση, ως πολύ καλοί. Ήταν, λοιπόν η συνολική αποτίμηση της ΕΔΥ πως καταλληλότεροι ήταν οι ενδιαφερόμενοι και αυτό αφού αναφέρθηκε και στο διδακτορικό τίτλο του αιτητή Σ. Χειμωνίδη και άλλου. Δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας ούτε η κατοχή του συνιστούσε πλεονέκτημα και ενώ ήταν σχετικός με τα καθήκοντα της θέσης δεν θεωρήθηκε πως μπορούσε να ανατρέψει τη γενική εκτίμηση ως προς τους καταλληλότερους. Σ' αυτό δε το πλαίσιο παρέπεμψε σε αποσπάσματα από αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ιδίως αναφορικά με την ιδιαίτερη βαρύτητα της απόδοσης στην προφορική εξέταση όταν η θέση είναι πρώτου διορισμού/προαγωγής και ψηλά στην ιεραρχία.
Οι αιτητές σχολίασαν ένα προς ένα τα αφορώντα στην αξία, στα προσόντα και στην αρχαιότητα για να διατυπώσουν την άποψή τους αναφορικά με το τι θα ήταν ορθό να είχε μεγαλύτερη βαρύτητα στην περίπτωση. Δεν έχω ικανοποιηθεί όμως ότι θεμελίωσαν λόγο ακυρότητας με αναφορά στην κρίση ως προς τη συγκριτική καταλληλότητα. Και εν προκειμένω, δεν διαμορφώνει το Ανώτατο Δικαστήριο πρωτογενή κρίση. Επεμβαίνει μόνο αν, με τη στοιχειοθέτηση έκδηλης υπεροχής, όπως ο όρος επανειλημμένα έχει επεξηγηθεί, προκύπτει πως η διοίκηση υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Ιδιαίτερα ευρείας στην περίπτωση θέσεων που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία. Παραθέτω συναφώς το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Αρτεμίδης, Δ., όπως ήταν τότε, στην Ευαγγέλη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 634, το οποίο ιδιαιτέρως επικαλέστηκαν οι καθ' ων η αίτηση:
«Αυτό που εννοείται με τη φράση «έκδηλη υπεροχή» έχει επεξηγηθεί από το δικαστή Πική στην υπόθεση Χ″Σάββα ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. σελ. 76 και υιοθετηθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την απόφαση της οποίας εξέδωσε ο δικαστής Στυλιανίδης, στην υπόθεση Χ″Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1041 (βλ. σελ. 1046). Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής, σε μετάφραση:
«Επειδή με τη φράση 'έκδηλη υπεροχή' εννοείται η υπεροχή ενός προσώπου, για να ευσταθήσει τέτοιου είδους ισχυρισμός πρέπει να είναι αυταπόδεικτος και προφανής από την εξέταση των φακέλων των υποψηφίων. Η υπεροχή πρέπει να είναι τέτοιας φύσης που να βγαίνει από κάθε άποψη από το συνδυασμένο αποτέλεσμα της αξίας, προσόντων και αρχαιότητα των προσώπων που συναγωνίζονται για προαγωγή με άλλες λέξεις, πρέπει να βγαίνει ως αναντίρρητο γεγονός τόσο πειστικό που να εντυπωσιάζει κάποιον από την πρώτη ματιά».»
Δεν έχει στοιχειοθετηθεί τέτοια υπέρβαση στην προκείμενη περίπτωση και η προσφυγή αποτυγχάνει. Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/ΜΣι.