ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 561
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.2278/2006, 2403/2006 και 34/2007)
16 Ιουλίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 2278/2006)
ΕΛΕΝΗ Α. ΤΑΝΤΗ,
Αιτήτρια,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
____________________
(Υπόθεση Αρ. 2403/2006)
ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΟΝΤΖΙΩΝΗ-ΦΑΣΟΥΛΗ,
Αιτήτρια,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ' ης η αίτηση.
____________________
(Υπόθεση Αρ. 34/2007)
ΜΑΡΙΝΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ' ης η αίτηση.
____________________
Α. Κωνσταντίνου, για την αιτήτρια στην 2278/2006.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια στην 2403/2006.
Αλ. Μαρκίδης, για την αιτήτρια στην 34/2007.
Κ. Στιβαρού (κα.), για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Αντ. Γεωργιάδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι αιτήτριες και στις τρεις προσφυγές προσβάλλουν την απόφαση για προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους, Μάρως Δαμιανού, στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού, Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών - Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού, Κλίμακα Α8-Α9, από 1.12.06, στη συνέχεια αναφερόμενη ως «η επίδικη προαγωγή».
Οι τρεις προσφυγές συνεκδικάστηκαν γιατί προσβάλλουν την ίδια διοικητική απόφαση και έχουν την ίδια πραγματική και νομική βάση.
Σύμφωνα με τα Πρακτικά της Τακτικής Συνεδρίας των καθ΄ ων η αίτηση (της Αρχής), της 7ης Νοεμβρίου 2006 (Παράρτημα 6 στην Ένσταση της Καθ' ης), η τελική απόφαση ελήφθη, αφού λήφθησαν υπόψη τα σχετικά στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων των υποψηφίων, οι συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων Διευθυντών των προσοντούχων υποψηφίων που είχαν αποταθεί για την επίδικη θέση, όπως αυτές καταγράφηκαν στα πρακτικά της συνεδρίας της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού & Τεχνικού Προσωπικού (στο εξής "η Επιτροπή Επιλογής") ημερομηνίας 7 Σεπτεμβρίου, καθώς επίσης και η Εισήγηση της εν λόγω Επιτροπής ημερομηνίας 11 Σεπτεμβρίου 2006. Επιπρόσθετα λήφθησαν υπόψη και οι, κατά πλειοψηφία, συστάσεις και εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής οι οποίες περιέχονταν στα πρακτικά της συνεδρίας της ημερομηνίας 17 Οκτωβρίου 2006 .
Λήφθησαν επίσης δεόντως υπόψη η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου όπως είχε καταγραφεί στα προαναφερόμενα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία να συστηθεί, στην Αρχή, η προαγωγή της κας Μάρως Δαμιανού, στην επίδικη θέση.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκαν οι παρούσες προσφυγές.
Οι αιτήτριες και στις τρεις προσφυγές προβάλλουν κυρίως το αναιτιολόγητο της επίδικης πράξης.
Διατείνονται ότι όλα τα στάδια της διαδικασίας αξιολόγησης, από τη συνεδρία της Επιτροπής Επιλογής μέχρι και την τελική απόφαση της καθ' ης η αίτηση, χαρακτηρίζονται από έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας. Είναι η κοινή εισήγηση ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία για το ότι προτιμήθηκε το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.
Επισημαίνουν ότι στα πρακτικά της Επιτροπής Επιλογής, η έλλειψη αιτιολογίας είναι εμφανής. Υποστηρίζουν ότι η κατάληξη στα τρία ονόματα των επικρατέστερων υποψηφίων στα οποία δεν περιλαμβάνονταν οι αιτήτριες είναι αναιτιολόγητη. Υποβάλλουν ότι η Επιτροπή αρκέστηκε απλά να απαριθμήσει ποια στοιχεία έλαβε υπόψη, πχ. τα υπηρεσιακά στοιχεία, τους προσωπικούς φακέλους, την πείρα, την αρχαιότητα, τις συστάσεις των προϊσταμένων Διευθυντών των υποψηφίων, αλλά καμία αναφορά δεν έγινε στο σε ποια στοιχεία συγκεκριμένα υπερείχαν οι τρεις επικρατέστεροι υποψήφιοι. Αντίθετα, παρατηρούν, ότι και μόνον η απλή ανάγνωση των συστάσεων-απόψεων των Διευθυντών, οι οποίες είναι ενσωματωμένες στα πρακτικά, για τον κάθε ένα ξεχωριστά υποψήφιο, ενισχύει την άποψη ότι οι υποψήφιοι κρίθηκαν ως ισοδύναμοι και δεν προκύπτει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ τους.
Είναι περαιτέρω κοινός ο ισχυρισμός ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι πεπλανημένη και άκυρη.
Συγκεκριμένα η παρατήρηση του Διευθυντή όσον αφορά την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους και τους υπόλοιπους υποψήφιους ήταν η ακόλουθη:
« (...)
Προχωρώντας στην εξέταση των υπολοίπων υποψηφίων, οι οποίοι παρουσιάζονται στον κατάλογο χρώματος λευκού, διαπιστώνω ότι όλοι τους κατέχουν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.
Συστήνω για προαγωγή στην κρινόμενη θέση την Μάρω Δαμιανού».
Υποστηρίζουν οι αιτήτριες ότι η παραπάνω αιτιολογία της απόφασης-πρότασης του Διευθυντή κάθε άλλο παρά πλήρης μπορεί να θεωρηθεί. Υποβάλλουν ότι με δεδομένο ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υστερούσε σε βαθμολογημένη αξία έστω και με μικρή διαφορά σε σχέση με τις αιτήτριες, η σύσταση εκ μέρους του Διευθυντή είναι ελλιπής και αναιτιολόγητη, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορεί να θεωρηθεί και ότι συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων. Λέγουν συναφώς ότι από τη στιγμή που υπάρχει διάσταση μεταξύ των στοιχείων των υπηρεσιακών φακέλων των υποψηφίων και της σύστασης του Διευθυντή, η πρόταση για την προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου έχει ως επακόλουθο τον επηρεασμό της τελικής κρίσης, αρχικά της Υπεπιτροπής και κατόπιν της ίδιας της Αρχής.
Περαιτέρω διατείνονται ότι πουθενά από τα πρακτικά των διαφόρων ενδιάμεσων επιτροπών που προηγήθηκαν της απόφασης της Αρχής δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη η βαθμολογημένη αξία των υποψηφίων. Το ζήτημα της βαθμολογημένης αξίας δεν εξετάστηκε και επισκιάστηκε ολοκληρωτικά από τη σύσταση του Διευθυντή της Αρχής, με την αιτιολογία της αρχαιότητας του Ενδιαφερομένου Προσώπου κατά τέσσερις μήνες έναντι της αιτήτριας Παπαιωάννου .
Στον Κανονισμό 18 των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86), καθορίζεται η διαδικασία της (Μεικτής) Επιτροπής Επιλογής. Στον Κανόνα 12, (του Μέρους Ι του Δεύτερου Πίνακα των Κανονισμών κατά παραπομπή από τον Κανονισμό 18) προνοείται , μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή Επιλογής λαμβάνει υπόψη της τα παραδεδεγμένα κριτήρια και στον Κανόνα 14 αναφέρεται ότι συντάσσει αιτιολογημένη συμβουλευτική έκθεση προς την Αρχή.
Είναι φανερό από το πρακτικό της Επιτροπής Επιλογής ότι η επιτροπή δεν κατέγραψε τις σκέψεις της αναφορικά με τη στάθμιση των διαφόρων στοιχείων, τη στιγμή μάλιστα που στη συντριπτική πλειοψηφία των συστάσεων-απόψεων των προϊσταμένων Διευθυντών δεν υπήρχε καμία απολύτως ένδειξη υπεροχής ή κατωτερότητας των περισσότερων υποψηφίων έναντι των υπολοίπων. Δεν προσδιόρισε ποιά ακριβώς στοιχεία προσμέτρησαν αποφασιστικά στην κατάληξη της να προτείνει τους τρεις επικρατέστερους και τί ήταν το αποφασιστικό από τα παραδεδεγμένα κριτήρια στα οποία υπερτερούσαν οι τρεις συστηθέντες .
Σχετικά δε με τις συστάσεις των προϊσταμένων -Διευθυντών των Αιτητριών και Ενδιαφερομένου Προσώπου παρατηρώ ότι αυτές ήταν πανομοιότυπες και η μόνη διαφορά που υπήρχε ήταν μόνο στο τμήμα που υπηρετούσαν .
Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι δεν περιέχεται αιτιολογία όπως ορίζει ο Κανόνας 14 (Δέστε σχετικές αποφάσεις: Ιωάννη Νικολάου v. ΑΗΚ, Υποθ. αρ. 855/2005, 07/08/2006 , Χριστόφορος Γεωργιάδης ν. ΑΗΚ, Υποθ. αρ. 248/2003 της 31/05/2005, Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ, (2000) 3 ΑΑΔ. 438).
Όσον αφορά το ζήτημα του αναιτιολόγητου της σύστασης του Διευθυντή, ο Κανονισμός 23 της Κ.Δ.Π. 291/86 δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση από το Διευθυντή. Επομένως δεν είναι απαραίτητο να είναι αιτιολογημένη νοουμένου όμως ότι συμφωνεί με το περιεχόμενο των φακέλων (Δέστε: Λεωνίδα Παπασάββα ν. Α.Η.Κ, Υποθ. αρ. 635/98, ημερομηνίας 16.06.2000).
Προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης ότι οι αιτήτριες υπερείχαν σε βαθμολογημένη αξία από το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο στα κρίσιμα (τελευταία) πέντε έτη (2001-2005) που προηγήθηκαν της επίδικης πράξης, αλλά και στις εκθέσεις/αξιολογήσεις στο σύνολο τους (1998-2000).
Ειδικότερα σημειώνω ότι τα τελευταία πέντε έτη (2001-2005) το ενδιαφερόμενο μέρος συγκέντρωσε 21Α , 22Β+ και 2Β. Η κα Ελένη Ταντή συγκέντρωσε 25 Α και 20 Β+ , η κα Άρτεμις Κοντζιώνη 23 Α και 22 Β+ και η κα Μαρίνα Παπαιωάννου συγκέντρωσε 25Α , 18Β+ και 2Β. Στις εκθέσεις/αξιολογήσεις προ των πέντε αυτών ετών, ήτοι 1999-2000, οι αιτήτριες δεν φαίνεται να υστερούσαν ουσιωδώς έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου.
Η υπεροχή των αιτητριών με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις, έστω και μικρή, δείχνει ότι η σύσταση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους δε φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να συνάδει με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων.
Από τη στιγμή λοιπόν που στοιχειοθετείται υπεροχή των αιτητριών στη βαθμολογημένη αξία, έστω και αν αυτή θεωρηθεί οριακή, ο Διευθυντής όφειλε να αιτιολογήσει τη σύστασή του, εφόσον η τελευταία ερχόταν σε αντίθεση με τα αναγραφόμενα στους υπηρεσιακούς φακέλους στοιχεία, που ευνοούσαν τις αιτήτριες, έστω και οριακά. Εκείνο που, κατά την κρίση μου, στην προκείμενη περίπτωση είχε πρωτίστως σημασία ήταν να σταθμιστεί η οριακά υπέρτερη αξία των αιτητριών κατά τα τελευταία χρόνια, έναντι της απομακρυσμένης αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους.
Παρατηρώ επίσης ότι ούτε από το κείμενο της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής προκύπτει η απαιτούμενη αιτιολόγηση για την επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου. Η ανάγκη αιτιολόγησης της σύστασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής επιβάλλεται από τους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86), όπως έχουν τροποποιηθεί.
Σημειώνω περαιτέρω ότι δεν λέχθηκε οτιδήποτε το συγκεκριμένο ως προς τα επιπρόσθετα προσόντα των αιτητριών και τα οποία εναπόκειτο στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει τη σημασία τους.
Η διαπίστωση μου είναι ότι η απόφαση της Επιτροπής Επιλογής, η σύσταση του Διευθυντή καθώς και η σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, είναι, εν προκειμένω, τρωτές και αναιτιολόγητες και επομένως συμπαρασύρουν σε ακυρότητα και την τελική απόφαση της Αρχής, που βασίστηκε πάνω σε αυτές.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με €700.- έξοδα στην κάθε προσφυγή, περιλαμβανομένου και του Φ.Π.Α., υπέρ των αιτητριών και εις βάρος της καθ΄ ης η αίτηση. Καμιά διαταγή για έξοδα για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.