ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 1022
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 936/2004 και 937/2004)
19 Δεκεμβρίου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
(Υπόθεση Αρ. 936/2004)
M.P.M. EUROCARS LTD.,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 937/2004)
M.P.M. EUROCARS LTD.,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Ν. Παπαγεωργίου, για τις Αιτήτριες και στις δύο Προσφυγές.
Ε. Συμεωνίδου (κα), για τους Καθ' ων η Αίτηση και στις δύο Προσφυγές.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια εταιρεία ασχολείται μεταξύ άλλων και με την εισαγωγή των γαλλικών αυτοκινήτων μάρκας Peugeot.
Οι δύο προσφυγές με αίτηση των διαδίκων συνεκδικάζονται λόγω της ταυτότητας των νομικών λόγων και των γεγονότων που αφορούν και τις δύο.
Η εταιρεία FRAGAPOR LOGISTICS LTD. ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 187 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου 82/67 καταχώρησε στις 23.10.2003 ηλεκτρονική διασάφηση για τον τελωνισμό ενός αυτοκινήτου μάρκας Peugeot BOXER. Στις 18.11.2003 καταχώρησε δύο ηλεκτρονικές διασαφήσεις για τον τελωνισμό δύο και πέντε, αντίστοιχα, αυτοκινήτων, μάρκας Peugeot BOXER. Επίσης καταχώρησε και μια διασάφηση για την αποταμίευση εννιά αυτοκινήτων και πάλι μάρκας Peugeot BOXER. Επίσης καταχώρησε και μια διασάφηση για την αποταμίευση εννιά αυτοκινήτων και πάλι μάρκας Peugeot BOXER. Στις 8.12.2003 τα εννιά πιο πάνω αποταμιευμένα αυτοκίνητα τελωνίστηκαν με εννιά ξεχωριστές ηλεκτρονικές διασαφήσεις.
Η αιτήτρια σε όλες τις σχετικές διασαφήσεις στο σημείο "PREFERENCE" καταχώρησε τον κωδικό 300, ο οποίος αντιστοιχεί στις περιπτώσεις που ο εισαγωγέας δηλώνει και/ή διεκδικεί μηδενικό συντελεστή δασμού ένεκα προτιμησιακής μεταχείρισης. Στο σημείο επίσης αυτό καταχώρησαν τον αριθμό Η145640, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον αύξοντα αριθμό του πιστοποιητικού κίνησης EUR1. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μηχανογραφημένο σύστημα στο στάδιο του τελωνισμού, να μην υπολογίσει εισαγωγικούς δασμούς και να βεβαιώσει μόνο φόρους κατανάλωσης και Φ.Π.Α. τους οποίους, φαίνεται από τις αποδείξεις πληρωμής, ότι η αιτήτρια πλήρωσε.
Με την υιοθέτηση του μηχανογραφημένου συστήματος καταχώρησης ηλεκτρονικών διασαφήσεων το Τμήμα Τελωνείων σχεδίασε και οργάνωσε διαδικασία μετελέγχου, δηλαδή εκ των υστέρων έλεγχο της αλήθειας και ορθότητας των καταχωρημένων στοιχείων των ηλεκτρονικών διασαφήσεων.
Κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο των διασαφήσεων στις 25.2.2004 διαπιστώθηκε ότι τα πιστοποιητικά κίνησης EUR1 με αριθμούς VEN.H 145581 και VEN.Η 145640 έγραφαν τον ιταλικό όρο «PROCEDURA SIMPLIFICATA» που σε μετάφραση σημαίνει «απλοποιημένη διαδικασία». Η «διαδικασία» αυτή δεν προβλέπεται στο Πρωτόκολλο για τους κανόνες καταγωγής της Συμφωνίας Σύνδεσης Κύπρου-Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως εκ τούτου το πιο πάνω πιστοποιητικό θεωρήθηκε ότι είναι άκυρο ή ότι δεν πληρούσε τους απαιτούμενους τύπους για να γίνει αποδεκτό. Με την εξακρίβωση αυτή δεν ήταν πλέον δυνατή η εφαρμογή του άρθρου 4 του περί Τελωνείων Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου 224(Ι)/2002 που αναφέρεται σε εμπορεύματα προτιμησιακής μεταχείρισης. Ήταν έτσι πλέον υποχρεωτική η εφαρμογή του άρθρου 5 που παραπέμπει στους συντελεστές γενικού δασμού. Για το λόγο αυτό ο Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός Λεμεσού, στις 19.7.2004, απέστειλε την επίδικη επιστολή με την οποία ανακαλούσε σιωπηρά την προηγούμενη πράξη και ζητούσε από την αιτήτρια να καταβάλει όλους τους οφειλόμενους δασμούς και τη διαφορά του Φ.Π.Α. επί του βεβαιωμένου ποσού δασμών.
Η αιτήτρια προβάλλει ως πρώτο λόγο ακύρωσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί ανάκληση ευνοϊκής πράξης η οποία δεν δικαιολογείται με βάση τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση της αιτήτριας. Σύμφωνα με τον περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, άρθρο 54(2): «Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση ευλόγου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσης της ή για λόγους δημοσίου συμφέροντος.»
Η απόφαση για εφαρμογή προτιμησιακού συντελεστή βασίστηκε σε εσφαλμένη εφαρμογή των προνοιών του Πρωτοκόλλου λόγω των ενεργειών της αιτήτριας που παρουσίασε μη έγκυρο πιστοποιητικό το οποίο κατέταξε στη θέση τέτοιου έγκυρου πιστοποιητικού στην ηλεκτρονική διασάφηση. Κατά τον εκ των υστέρων έλεγχο, ως είχε δικαίωμα η αρμοδία αρχή από το νόμο, απεκαλύφθη η παρανομία. Ως εκ τούτου προέβη σε ανάκληση της παράνομης πράξης για λόγους δημοσίου συμφέροντος το οποίο προσδιορίζεται στη μη καταβολή των δασμών που αποτελούν κρατικό έσοδο. Περαιτέρω η αιτήτρια, που είναι έμπειρος εισαγωγέας, όφειλε να γνωρίζει ότι το Πρωτόκολλο δεν της παρέχει τη δυνατότητα της «απλουστευμένης διαδικασίας» και κατ' επέκταση του προτιμησιακού συντελεστή για τέτοια εισαγωγή. Το Πρωτόκολλο έχει κυρωθεί με νόμο που αποτελεί μέρος της έννομης κυπριακής τάξης. Άγνοια του νόμου δεν αποτελεί νόμιμη εξήγηση για την παρατυπία του πιστοποιητικού κινήσεως της αιτήτριας. (Βλέπε: Αντώνης Γερολέμου ν. Σ.Π.Ε. Κοντέας (2002) 1 Α.Α.Δ. 818).
Στην υπόθεση Ανδρέα Αυξεντίου Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 793/2001, ημερομηνίας 4.6.2003 ο Καλλής, Δ. εξετάζοντας παρόμοιο θέμα αναφέρει και τα εξής με τα οποία συμφωνώ:-
«Έχω την άποψη πως η αρχική απόφαση ήταν παράνομη γιατί είχε ληφθεί κατά παράβαση του πιο πάνω Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και του πιο πάνω άρθρου 4 του Νόμου 111(Ι)/99. Έχει νομολογηθεί ότι η διοίκηση μπορεί να προβεί σε ανάκληση μιας παράνομης διοικητικής πράξης. Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η ανάκληση μιας παράνομης διοικητικής πράξης δεν είναι επιτρεπτή μετά την παρέλευση εύλογου χρόνου. Ωστόσο ο χρονικός περιορισμός του ανακλητού της παράνομης ευνοϊκής πράξεως δεν ισχύει αν η ανάκληση επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Yiangou and Another v. Republic (1976) 3 C.L.R. 101 και Π.Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Τρίτη έκδοση, παράγ. 708).
Έχω την άποψη πως η είσπραξη των δασμών που προβλέπονται από την Τελωνειακή Νομοθεσία αποτελεί ζήτημα που σχετίζεται με τα κρατικά έσοδα. Η ορθή είσπραξη των δασμών συμβάλλει στην ενίσχυση των κρατικών εσόδων. Μια τέτοια ενίσχυση επηρεάζει άμεσα τα συμφέροντα του κοινού. Η αποφυγή καταβολής των νενομισμένων δασμών ενδιαφέρει άμεσα το κοινό. Επομένως η είσπραξη των νενομισμένων δασμών αποτελεί θέμα δημοσίου συμφέροντος.
Θεωρώ, επομένως, ότι η επίδικη ανάκληση υπαγορεύεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Κατά συνέπεια δεν ισχύουν χρονικοί περιορισμοί. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται (Βλ. και Frakapor Co. Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1499/99/12.7.2001).»
Με το δεύτερο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στο νόμο και ότι έγινε χωρίς την αναγκαία έρευνα και/ή χωρίς την άσκηση της παρεχόμενης διακριτικής εξουσίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 4(3) του νόμου «Καμιά αξίωση καταβολής τελωνειακού δασμού με προτιμησιακό συντελεστή γίνεται αποδεκτή, εκτός αν αυτή δηλωθεί από τον εισαγωγέα ή κύριο των εμπορευμάτων πάνω στη διασάφηση κατά τον τελωνισμό τους». Την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως το οποίο συνοδεύει τη διασάφηση φέρει ο εξαγωγέας. Στην υπόθεση Framespex Ltd. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7 στις σελίδες 12 και 13 αναφέρονται τα εξής:-
«Δυνάμει του Πρωτοκόλλου, την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας. Αυτός βεβαιώνει τις αρμόδιες αρχές του εξάγοντος Κράτους ότι τα εμπορεύματα πληρούν τις προϋποθέσεις των κανόνων προέλευσης, όπως προβλέπει το Πρωτόκολλο, και αυτός προκαλεί την έκδοσή του. Ο εισαγωγέας των εμπορευμάτων, διεκδικώντας την προτιμησιακή μεταχείριση, υποβάλλει, κατά τον τελωνισμό, το πιστοποιητικό κινήσεως στις αρμόδιες αρχές του εισάγοντος Κράτους. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου, η επαλήθευση του πιστοποιητικού κινήσεως μπορεί να ζητηθεί, μεταξύ άλλων, λόγω εύλογης αμφιβολίας περί την εγκυρότητα και/ή την αυθεντικότητά του.
........................................................................................................................................................................................................................................ ............................................................................
Η ύπαρξη, η εγκυρότητα και η αυθεντικότητα του πιστοποιητικού κινήσεως από τη χώρα εξαγωγής αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή διεκδίκηση από μέρους του εισαγωγέα προτιμησιακής μεταχείρισης. Το πιστοποιητικό κινήσεως συνιστά το μοναδικό αποδεικτικό πάνω στο οποίο μπορούν να στηριχθούν οι αρχές της χώρας εισαγωγής και να παράσχουν προτιμησιακή μεταχείριση. Η απόσυρση του αποδεικτικού αυτού από τη χώρα εξαγωγής, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεν μπορεί παρά να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απόρριψη, από τις αρχές της χώρας εισαγωγής, οποιασδήποτε διεκδίκησης για προτιμησιακή μεταχείριση των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Ούτε και όφειλε ο Διευθυντής να στραφεί προς την εφεσείουσα με σκοπό την εξασφάλιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας, με αποτέλεσμα οι δικές του ενέργειες ή παραλείψεις, τόσο αρχικά όσο και κατά την επαλήθευση, να αντανακλούν άμεσα επί του εισαγωγέα και να τον δεσμεύουν.»
Επίσης στην υπόθεση Wellgoods Ltd. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 291/99, ημερ. 20.6.2002 αναφέρονται τα εξής τα οποία και προσυπογράφω:-
«Δεν χρειάζεται να συζητήσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε ή περιλάμβανε ανάκληση της προηγουμένως ληφθείσας για προτιμησιακή μεταχείριση. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η προτιμησιακή μεταχείριση γίνεται με δεδομένη τη δυνατότητα διενέργειας ελέγχου μεταγενέστερα για επαλήθευση του πιστοποιητικού κίνησης. Ο εισαγωγέας γνωρίζει ότι υπόκειται σε αυτό το ενδεχόμενο. Θα πρέπει εξ άλλου να γνωρίζει ότι η διαδικασία μεταξύ Κρατών, όπως και η ίδια η έρευνα χρειάζεται κάποιο χρόνο. Απόκειται στον ίδιο να τα λάβει αυτά υπόψη στον προγραμματισμό του. Η περίοδος των επτά μηνών στην προκείμενη περίπτωση δεν μου φαίνεται να ήταν, με κανένα μέτρο, έξω από ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως λογικό χρονικό διάστημα. Δικαίως ήταν που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και η αιτήτρια δεν έχει κανένα λόγο να παραπονείται.»
Έχω την άποψη ότι η αρμοδία αρχή δεν έχει καμία υποχρέωση να προβεί σε οποιαδήποτε έρευνα ως προς το πιστοποιητικό κινήσεως κατά το στάδιο της διασάφησης. Το άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου αναφέρει ρητά για μεταγενέστερη επαλήθευση. Στην περίπτωση μας ο μεταγενέστερος έλεγχος δεν έγινε για την εξακρίβωση της προέλευσης των εμπορευμάτων. Από τον μεταγενέστερο έλεγχο, που επιτρέπει ο νόμος, προέκυψε ότι το πιστοποιητικό κινήσεως έπασχε γιατί δεν ήταν έγκυρο εφόσον έκανε αναφορά σε «απλουστευμένη διαδικασία» που δεν επιτρέπει το Πρωτόκολλο.
Καταλήγω κατά συνέπεια ότι ούτε ο λόγος αυτός ακύρωσης που επικαλείται η αιτήτρια ευσταθεί.
Η αιτήτρια με τον τρίτο λόγο ακύρωσης ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά πλάνη ως προς το νόμο. Η πλάνη κατά την αιτήτρια, προκύπτει από το γεγονός ότι η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε στα άρθρα 30 και 79 του νόμου που προνοούν για καταβολή δασμού κατά την ώρα της κατάθεσης της διασάφησης ή της μεταφοράς των εμπορευμάτων, σε αποθήκη αποταμίευσης.
Το άρθρο 30(1) του νόμου αναφέρει:-
«Εξαιρουμένων των περιπτώσεων, καθ' ας άλλως προβλέπεται εν τω παρόντι Νόμω ή εν οιωδήποτε νομοθετημάτι αφορώντι εις τα τελωνεία, απαγορεύεται η παράδοσις ή μεταφορά εισαγομένων εμπορευμάτων, μέχρις ου ο εισαγωγεύς καταβάλει τω αρμοδίω λειτουργώ τους αναλογούντας τοις εμπορεύμασι δασμούς εν τη περιπτώσι δε εμπορευμάτων, δι α απαιτείται κατάθεσις διασαφήσεως, ο δασμός καταβάλλεται άμα τη καταθέσει της διασαφήσεως.».
Το εδάφιο αυτό αναφέρεται για το χρόνο κατάθεσης της διασάφησης.
Εφόσον από το μετέλεγχο που επιτρέπει ο νόμος προέκυψε ότι η αιτήτρια δεν εδικαιούτο σε προτιμησιακό συντελεστή, η αρμοδία αρχή δικαιούται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 30 να θεωρήσει ότι δεν κατεβλήθησαν όλοι οι δασμοί τους οποίους δύναται να διεκδικήσει. Η διεκδίκηση των δασμών αυτών βασίζεται στο 3(1)(α) του νόμου για τα άμεσα τελωνισθέντα εμπορεύματα και στο άρθρο 79 για τα αποταμιευμένα εμπορεύματα.
Καταλήγω ότι ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.
Τέλος η αιτήτρια προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο. Εστιάζει δε τη θέση του στο γεγονός ότι την επίδικη επιστολή ημερ. 19.7.2004 υπογράφεται από τον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Π. Θεοδότου, ο οποίος κατά την άποψη της αιτήτριας δεν ήταν εξουσιοδοτημένος από τον Διευθυντή Τελωνείων που είναι αρμόδιος να λάβει την απόφαση.
Σύμφωνα με το εδάφιο 4 του άρθρου 3 του νόμου ο Διευθυντής δύναται να εξουσιοδοτήσει δημόσιους υπαλλήλους για την ενάσκηση των καθηκόντων αναφορικώς προς την παραχωρηθείσα σ' αυτόν από το νόμο αρμοδιότητα. Τη δυνατότητα αυτή άσκησε ο Διευθυντής, όπως φαίνεται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Με πράξη ημερ. 18.7.2001 εξουσιοδότησε τον κ. Π. Θεοδότου να ασκεί και να εκτελεί οποιοδήποτε καθήκον σε σχέση με αρμοδιότητα που του είχε παραχωρηθεί.
Κατά συνέπεια ο κ. Π. Θεοδότου είχε αρμοδιότητα την οποία του παραχωρήθηκε από το Διευθυντή, δυνάμει του εδαφίου 4 του άρθρου 3 του νόμου. Έτσι και αυτός ο λόγος δεν ευσταθεί.
Οι προσφυγές, ως εκ τούτου, αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα.
Οι επίδικες διοικητικές αποφάσεις επικυρώνονται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ