ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 93
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 256/2005)
7 Φεβρουαρίου 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
- ν. -
ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,
Καθ΄ ου η αίτηση
---------------------------
Κ. Χατζηϊωάννου, για την Αιτήτρια.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
Τ. Κουκούνης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Επίτροπος Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ασκώντας τις εξουσίες που του παρείχε το άρθρο 19(ξ) του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002, Ν. 19(Ι)/02, εξέδωσε το περί Καθορισμού Οργανισμών με σημαντική ισχύ στην Αγορά (Τηλεπικοινωνιών) Διάταγμα (Κ.Δ.Π. 163/2003) με ισχύ από τη δημοσίευση στις 28 Φεβρουαρίου 2003 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Με αυτό καθόρισε την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου «ως Οργανισμό με σημαντική ισχύ στην - (α) Αγορά φωνητικής τηλεφωνίας• (β) αγορά σταθερών δημοσίων δικτύων• (γ) αγορά κινητής τηλεφωνίας• (δ) αγορά κινητών δημοσίων δικτύων• (ε) αγορά διασύνδεσης• και (στ) αγορά μισθωμένων γραμμών.»
Κατ΄ ακολουθίαν ο Επίτροπος εξέδωσε, επικαλούμενος το άρθρο 19(1)(ρ) του Νόμου, το περί Καθορισμού Πλαισίου Τιμών Λιανικής Διάταγμα (Δ.Ε. 3/2004), με ισχύ από τη δημοσίευση στις 13 Φεβρουαρίου 2004 μέχρι τέλος του 2004. Η ισχύς αυτού του διατάγματος παρατάθηκε με το Δ.Ε. 14/2004 το οποίο προνοούσε ότι:
«4. Η ισχύς του Δ.Ε. 3/2004 παρατείνεται για χρονική περίοδο, μέχρι την έκδοση νέου Διατάγματος περί Καθορισμού Πλαισίου Τιμών Λιανικής το οποίο θα καταργεί και αντικαθιστά το Δ.Ε. 3/2004, η οποία σε κάθε περίπτωση δε θα υπερβαίνει τους τρεις μήνες.»
Η ΑΤΗΚ προσέβαλε το Δ.Ε.3/2004. Ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο, με προσφυγή βάσει του Άρθρου 139 του Συντάγματος, να αποφασίσει σε σχέση με την εγερθείσα σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας μεταξύ αυτής και του Επιτρόπου. Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επεσήμανε ότι ενώ ο νόμος παρέχει στον Επίτροπο εξουσία μόνο «να καθορίζει και ρυθμίζει με διατάγμα το πλαίσιο χρεώσεων, περιλαμβανομένου κατώτατου και ανώτατου ορίου τιμών» αυτός όρισε τις τιμές λιανικής πώλησης σε ένα σταθερό επίπεδο. Διακηρύχθηκε επομένως ότι ο Επίτροπος δεν είχε τέτοιο δικαίωμα: βλ. ΑΤΗΚ ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων κ.α., υπόθ. αρ. 145/2004, ημερ. 9 Φεβρουαρίου 2005.
Κατόπιν τούτου, στις 28 Φεβρουαρίου 2005, ο Επίτροπος ανακάλεσε τα Δ.Ε. 3/2004 και Δ.Ε. 14/2004 και τα αντικατέστησε με δύο άλλα, τα Δ.Ε. 1/2005 και Δ.Ε. 2/2005, με αντίστοιχη αναδρομική ισχύ, ώστε να επιβάλει εκ των υστέρων πλαίσιο ρύθμισης τιμών. Τα νέα διατάγματα δημοσιεύτηκαν στις 4 Μαρτίου 2005. Όμως από κάποιο διάστημα είχε αλλάξει ο νόμος αφού στις 30 Απριλίου 2004 δημοσιεύτηκε, με άμεση ισχύ, ο περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος του 2004 (Ν. 112(Ι)/2004) ο οποίος κατάργησε τον περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμο του 2002 (Ν. 19(Ι)/2002). Μεταβατικές διατάξεις διατήρησαν σε ισχύ διατάγματα και άλλες πράξεις που εκδόθηκαν με βάση τον παλαιό νόμο και που δεν ήταν ασυμβίβαστες με τον νέο (βλ. άρθρο 161) αλλά η προκείμενη περίπτωση δεν έχει σχέση με εκείνες. Εδώ πρόκειται για νέα διατάγματα που κρίνονται με αναφορά στο καθεστώς έκδοσης τους.
Με την παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρίστηκε στις 10 Μαρτίου 2005, η ΑΤΗΚ προσβάλλει τα υπό αναφορά νέα διατάγματα. Υποβλήθηκε από πλευράς Επιτρόπου ότι δεν υπάρχει συνάφεια μεταξύ τους και επομένως εσφαλμένα συμπροσβάλλονται. Δεν συμφωνώ. Το δεύτερο διάταγμα έχει ως προϋπόθεση το πρώτο με το οποίο είναι εν προκειμένω άρρηκτα συνυφασμένο αφού η νομιμότητα του δεύτερου εξαρτάται απαραιτήτως από εκείνη του πρώτου. Θεωρώ λοιπόν ότι υπάρχει η αναγκαία συνάφεια: βλ. Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ. (1993) 3 Α.Α.Δ. 258.
Εκκρεμούσης της προσφυγής, στις 24 Μαρτίου 2005, τα προσβαλλόμενα διατάγματα αντικαταστάθηκαν με απόφαση του Επιτρόπου, την Α.Ε. 2/2005, η οποία δημοσιεύτηκε κατ΄ εκείνη την ημερομηνία στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Ηγέρθη επομένως το κατά πόσο με αυτή την εξέλιξη αλλά και εν πάση περιπτώσει του γεγονότος ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα έληξαν την 31 Μαρτίου 2005, ανακόπτετο η περαιτέρω πορεία της προσφυγής. Καθώς υπέδειξα στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 305/97, ημερ. 29 Ιανουαρίου 1998:
«Στην Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 125/86, ημερ. 25 Απριλίου 1989, η Ολομέλεια έκρινε, κατόπιν αναθεώρησης προηγούμενης νομολογίας, ότι όπου με την ανάκληση εξαλείφονται οι εκ της προσβαλλόμενης απόφασης ζημιογόνες επιπτώσεις, η προσφυγή στερείται πλέον αντικειμένου λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος και η δίκη καταργείται αλλά όπου, παρά την ανάκληση, προκύπτει εκ πρώτης όψεως ότι παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπο για το οποίο ενδεχομένως να προσφέρεται αποζημίωση βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, η προσφυγή διατηρεί το αντικείμενο της. Η Ολομέλεια επανέλαβε την ίδια αρχή στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Ματθαίου, Α.Ε. 832 ημερ. 12 Ιουλίου 1990 και Καλλίμαχου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 135, την ακολούθησε δε στην Παπακυριακού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1931, ημερ. 27 Φεβρουαρίου 1996.»
Ο συνήγορος του Επιτρόπου πρόσθεσε εξάλλου την άποψη ότι επειδή στην πραγματικότητα το χρονικό διάστημα σε σχέση με το οποίο η ΑΤΗΚ ισχυρίζεται ότι προέκυψε ζημιογόνο κατάλοιπο ήταν το διάστημα που κάλυπταν τα διατάγματα στην προσφυγή 145/2004 βάσει του Άρθρου 139 του Συντάγματος, όπου δεν γεννάται θέμα αποζημιώσεων, δεν έχει επομένως νόημα η διεκδίκηση τους ούτε εδώ παρόλον που πρόκειται για προσφυγή βάσει του Άρθρου 146.
Κατατέθηκαν, ως προς το ενδεχόμενο ζημιάς, ένορκες δηλώσεις. Tόσο ο συνήγορος του Επιτρόπου και όσο και ο συνήγορος του ενδιαφερομένου προσώπου συμφώνησαν, ως προς αυτή την πτυχή, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αρκείται σε μόνο την εμφάνιση των πραγμάτων και αφήνει την προσφυγή να προχωρήσει όπου ενδέχεται ότι ίσως να προκύπτει θέμα αποζημιώσεων, αποφεύγοντας να εκφέρει συγκεκριμένη επί του θέματος άποψη: βλ. Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973. Θεωρώ εν προκειμένω, με βάση το υλικό που τέθηκε στη διάθεση μου, ότι δικαιολογείται η συνέχιση της προσφυγής.
Η ΑΤΗΚ θέτει προς εξέταση νομικά σημεία τα οποία αναφέρονται σε διάφορους τομείς. Η διαπίστωση πλημμέλειας σε ένα οποιοδήποτε από αυτούς καθιστά, ως εκ της φύσεως του θέματος, αχρείαστη την εξέταση των άλλων.
Επισημαίνεται κατ΄ αρχάς ότι το Δ.Ε. 1/2005 εκδόθηκε στις 4 Μαρτίου 2005 με βάση, καθώς ρητά αναφέρει, όχι τον τότε ισχύοντα νόμο Ν. 112(Ι)/04 αλλά τον ήδη καταργηθέντα, Ν. 19(Ι)/02. Παραθέτω το σχετικό μέρος:
«Αριθμός 200 Δ.Ε. 1/2005
Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2002
Ο Επίτροπος Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων
Ανακαλεί το Δ.Ε. 3/2004 και σε αντικατάσταση του εκδίδει το ακόλουθο
Διάταγμα.
Διάταγμα δυνάμει του άρθρου 19
Ο Επίτροπος Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων,
ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 19 (1) (ρ) του
περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών
Υπηρεσιών Νόμου του 2002, εκδίδει το ακόλουθο Διάταγμα»
Το Δ.Ε. 1/2005 εκδόθηκε λοιπόν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Με αυτό ως δεδομένο, καταρρέει και το Δ.Ε. 2/2005 αφού χωρίς το Δ.Ε. 1/2005 παύει να έχει νόημα.
Θεωρώ ωστόσο χρήσιμο να επεκταθώ και στο ζήτημα της αναδρομικότητας των εν λόγω διαταγμάτων ώστε να αποτραπεί η έκδοση νέων. Ο νόμος δεν παρέχει στον Επίτροπο εξουσία αναδρομικού καθορισμού πλαισίου τιμών. Η αναδρομικότητα των υπό κρίση διαταγμάτων είχε ως λόγο την εσφαλμένη άποψη του Επιτρόπου ότι επρόκειτο περί επανεξέτασης κατόπιν ακυρωτικής δικαστικής απόφασης των προηγούμενων διαταγμάτων. Όμως επί προσφυγής βάσει του Άρθρου 139 του Συντάγματος δεν προκύπτει τέτοιο θέμα. Το Ανώτατο Δικαστήριο προβαίνει σε διακήρυξη ως προς το καθεστώς εξουσίας ή αρμοδιότητας οργάνου ή Αρχής, είτε από τον χρόνο αμφισβήτησης είτε εξ υπαρχής και δύναται, επακόλουθα, να αποφασίσει ως προς την ισχύ σχετικής πράξης ή παράλειψης. Από τη φύση των πραγμάτων, στο χώρο του Άρθρου 139 η δικαστική ακυρωτική απόφαση δεν συνεπάγεται επανεξέταση ακόμα και όπου η αρχή ή το όργανο είχε υποχρέωση ενέργειας από τον χρόνο της κριθείσας ως παράνομης πράξης ή παράλειψης. Σε τέτοια περίπτωση οι δυσμενείς επιπτώσεις από την παράνομη δράση ή παράλειψη αναλόγως της διοίκησης δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν.
Τέλος, παρατηρώ το περίεργο σχήμα της εν προκειμένω αναδρομικής ρύθμισης πλαισίου τιμών, όταν λογικά η ρύθμιση δεν μπορεί παρά να προορίζεται να παράσχει τη δυνατότητα τόσο στον παροχέα όσο και στον καταναλωτή να προγραμματίσουν για το μέλλον.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Τα προσβαλλόμενα διατάγματα ακυρώνονται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ