ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 922
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 735/2004)
22 Νοεμβρίου, 2005
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
SALAUDI KHATATAEV,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Μ. Καμπέρης για Στ. Κιττή, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής στην παρούσα προσφυγή του ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου διακηρύσσουσα ότι η από τους Καθ' ων η Αίτηση έκδοση διατάγματος απέλασης του Αιτητή από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας με ημερομηνία κατά ή περί την 5.6.2004, την οποία πληροφορήθηκε ο αιτητής την 6.6.04, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται παντός εννόμου αποτελέσματος.»
Ο αιτητής είναι Ρώσσος υπήκοος, Τσετσενικής καταγωγής και μουσουλμάνος το θρήσκευμα. Το έτος 1992 ήρθε στην Κύπρο μαζί με την οικογένεια του. Ο αιτητής εξασφάλισε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως διευθυντής υπεράκτιας εταιρείας. Η άδεια αυτή ανανεωνόταν κατά τακτά χρονικά διαστήματα μέχρι την 28.8.2003.
Την 9.9.2003 ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτημα στο Λειτουργό Μετανάστευσης για ανανέωση της άδειας παραμονής και εργασίας. Ο Λειτουργός Μετανάστευσης στις 9.10.203 πληροφόρησε τον αιτητή ότι το αίτημα απερρίφθη ζητώντας του ταυτόχρονα να εγκαταλείψει την Κύπρο. Ο Λειτουργός, πριν την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή, άντλησε σχετικές πληροφορίες τόσο από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας όσο και από την Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ) σύμφωνα με τις οποίες ο αιτητής θεωρείται ύποπτος δραστηριοτήτων που άπτονται σοβαρών θεμάτων δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας.
Στις 23.10.2003 ο αιτητής επανήλθε και, μέσω δικηγόρου αυτή τη φορά, ζήτησε επανεξέταση του αιτήματος του.
Ο Λειτουργός Μετανάστευσης ανταποκρίθηκε θετικά και ζήτησε από την Αστυνομία έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες του αιτητή. Η Αστυνομία, αφού ζήτησε και πήρε τις απόρρητες πληροφορίες της ΚΥΠ, πληροφόρησε το Λειτουργό ότι η παρουσία και οι δραστηριότητες του αιτητή στην Κύπρο είναι ύποπτες. Οι λόγοι για το χαρακτηρισμό αυτό αναφέρονται σε σχετική απόρρητη επιστολή της ΚΥΠ προς την Αστυνομία, η οποία βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο, ως Τεκμήριο 1.
Με βάση τις πληροφορίες της ΚΥΠ ο Λειτουργός ζήτησε από τον Υπουργό Εσωτερικών, όπως κηρύξει τον αιτητή, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, ανεπιθύμητο πρόσωπο. Ο αρμόδιος Υπουργός πράγματι κήρυξε τον αιτητή ως ανεπιθύμητο πρόσωπο.
Ο Λειτουργός Μετανάστευσης εξέδωσε στις 9.1.2004 διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία όμως δεν εκτελέστηκαν γιατί ο αιτητής είχε εγκαταλείψει την Κύπρο.
Στις 7.5.2004 τα στοιχεία του αιτητή τοποθετήθηκαν στο stop-list. Ο αιτητής όμως είχε αφιχθεί στην Κύπρο στις 27.4.2004 και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής, ως επισκέπτης, μέχρι τις 30.6.04.
Στις 4.6.2004 η προσωρινή άδεια του αιτητή ακυρώθηκε και εκδόθηκαν από το Λειτουργό νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Τα διατάγματα αυτά εκτελέστηκαν στις 7.6.2004 και ο αιτητής απελάθηκε στη χώρα του. Έξι εβδομάδες αργότερα, στις 19.7.2004 ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.
Ο αιτητής προβάλλει ως λόγο ακύρωσης πλάνη των καθ' ων η αίτηση περί τα πράγματα και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Οι λόγοι αυτοί δεν ευσταθούν. Σύμφωνα με τη νομολογία η αιτιολογία διοικητικής απόφασης συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Σε υποθέσεις τέτοιας μορφής, όπως η παρούσα, δεν απαιτείται η παράθεση όλων των πραγματικών γεγονότων στο σώμα της απόφασης ως αιτιολογία. Η απλή εξέταση του φακέλου της υπόθεσης αυτής αναδεικνύει με σαφήνεια την αιτιολογία της απόφασης και έτσι ο δικαστικός έλεγχος είναι ευχερής. Στην υπόθεση Todorou v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000, ο Νικήτας, Δ. υιοθετώντας και απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδος, ανέφερε τα εξής με τα οποία συμφωνώ:-
«Δεν είναι απαραίτητο στις υποθέσεις αυτές η δοθείσα αιτιολογία να παρατίθεται στο σώμα της αίτησης. Μπορεί να συναχθεί από τα στοιχεία του φακέλου. Σχετική με το υπό συζήτηση θέμα είναι η κατάληξη του Σ.τ.Ε. στην υπόθεση αρ. 2879/89, της οποίας παραθέτω σύνοψη:
«Κατ' άρθρ. 6, 7, 13, 14, Ν. 4310/29, εις αλλοδαπόν, εις τον οποίον επετράπη η είσοδος και παραμονή εις την Ελλάδα, δύναται μεν να αποκλεισθή η περαιτέρω διαμονή εις την χώραν, αλλά δέον να επιβάλλουν τούτο λόγοι δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, 2879/89.
... αι κατ' εφαρμογήν δε των άρθρων αυτών εκδιδόμεναι πράξεις δεν είναι απαραίτητον να φέρουν εις το σώμα αυτών αιτιολογίαν περιλαμβάνουσαν τα πραγματικά περιστατικά, κατ' εκτίμησιν των οποίων εθεωρήθη ότι λόγοι δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος επέβαλον την λήψιν του επαχθούς δια τον αλλοδαπόν μέτρου, δέον όμως όπως τα πραγματικά ταύτα περιστατικά, εξ ων αιτιολογείται η λήψις του εν λόγω μέτρου, προκύπτουν εκ των στοιχείων, εφ ων εστηρίχθη η πράξις, ίνα ούτω καθίσταται δυνατός ο από απόψεως της ορθής του νόμου εφαρμογής έλεγχος του ακυρωτικού δικαστού, 2879/89.»
Ούτε όμως τους ισχυρισμούς του περί πλάνης ο αιτητής κατόρθωσε να υποστηρίξει. Εφόσον οι καθ' ων η αίτηση προέβησαν στη δέουσα έρευνα και η αιτιολογία της απόφασης κρίνεται ως επαρκής, περίπτωση πλάνης δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί.
Ο Κραμβής, Δ. στην υπόθεση Brian John Semmens v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 811/2001, ημερ. 7.10.2001 ανέφερε τα εξής τα οποία ανταποκρίνονται και στην παρούσα υπόθεση και με τα οποία συμφωνώ:-
«Έχοντας υπόψη τους λόγους που οδήγησαν τους καθ' ων η αίτηση στην απέλαση του αιτητή και με δεδομένη την ευρεία εξουσία του Λειτουργού Μεταναστεύσεως κάτω από τις πρόνοιες του Νόμου σε θέματα αλλοδαπών, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή. Η αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από το φάκελο και ειδικότερα από τις εκθέσεις της ΚΥΠ και του Τμήματος Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως της Αστυνομίας. Τα στοιχεία συνιστούν επαρκή αιτιολογία της επίδικης απόφασης, τόσο για το διοικούμενο, όσο και για σκοπούς άσκησης δικαστικού ελέγχου.
Μετά από ενδελεχή έρευνα στο φάκελο που κατατέθηκε ενώπιόν μου, δεν φάνηκε να ενεφιλοχώρησε στην απόφαση του Αν. Λειτουργού Μεταναστεύσεως οποιαδήποτε πλάνη. Τίποτα από όσα επικαλείται ο αιτητής με τις γραπτές του αγορεύσεις δεν τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό του περί πραγματικής πλάνης.»
Ο αιτητής περαιτέρω προβάλλει ως λόγο ακυρότητας ότι παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης.
Η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης αναφορικά με την είσοδο και παραμονή των αλλοδαπών στο έδαφος μιας χώρας είναι ευρύτατη (Βλέπε: Moyo and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203). Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή η ευχέρεια δεν είναι απόλυτη. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης παραμένει ακλόνητο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου. (Βλέπε: Reyes v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96, Souleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224, Moushtaq v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 251/94, ημερ. 21.7.94, Reta Mohammedi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 182/01, ημερ. 17.7.01).
Έχει νομολογηθεί επίσης ότι όταν η διοίκηση επικαλείται λόγους ασφάλειας η διακριτική της ευχέρεια είναι ακόμα πιο ευρύτερη και πλατιά. (Βλέπε: Yuri Kolomoets v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 426/97, ημερ. 30.4.99, Mushtaq (ανωτέρω), Dogan v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 167/95, ημερ. 10.4.95).
Στην υπόθεση Venera Kakachia v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 668/2000, ημερ. 25.10.2001 έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:-
«Το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας από τη διοίκηση παραμένει έγκυρο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224).
Η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού Δικαστηρίου το οποίο επεμβαίνει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, κρίνει ότι τα συμπεράσματα της διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, ή ότι η διοίκηση υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας (Republic v. Georghiades (1972) 3 CLR 594).»
Στην παρούσα υπόθεση οι καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε πλήρη έρευνα και κατέληξαν στις διαπιστώσεις ότι η απέλαση του αιτητή επιβάλλετο για λόγους ασφάλειας της Δημοκρατίας. Τα συμπεράσματα των καθ' ων η αίτηση, λαμβανομένων υπόψη όλων όσων περιέχονται στο διοικητικό φάκελο, είναι εύλογα και δεν είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο. Η διοίκηση δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλούνται οι καθ' ων η αίτηση δεν είναι αόριστοι και γενικοί αλλά συγκεκριμένοι και πειστικοί.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ο αιτητής ότι η έκδοση του επίδικου διατάγματος απέλασης προσβάλλει το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής του ζωής. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ανεδαφικός. Η επιθυμία του αιτητή για το πού θέλει να κατοικήσει με την οικογένεια του δεν έχει στήριξη ή δεν υποστηρίζεται από το διεθνές δίκαιο ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εξάλλου ο αιτητής, ο οποίος κηρύχθηκε ανεπιθύμητο πρόσωπο, απελάθηκε για λόγους δημόσιας ασφάλειας όπως προβλέπεται από τον περί Αλλοδαπών Νόμο και καλύπτεται από το άρθρο 15.2 του Συντάγματος και το άρθρο 8(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. (Βλέπε: Eusebin Andrau v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 295/02, ημερ. 30.4.04, Reyes και Moyo (ανωτέρω).
Προβάλλει ακόμα ο αιτητής ότι δύο από τα τέκνα του έχουν γεννηθεί στην Κύπρο και έτσι με την απέλαση του υπάρχει παραβίαση της οικογενειακής του ζωής. Το γεγονός ότι τα δύο τέκνα του έχουν γεννηθεί στην Κύπρο δεν τους δίδει αφεαυτής την υπηκοότητα σύμφωνα με τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002 (Ν. 141(1)/2002). Δεν έχει παραβιασθεί επίσης η Σύμβαση και τα πρωτόκολλα της γιατί δεν επιβάλλουν περιορισμούς στο δικαίωμα του κράτους να αποκλείσει έναν αλλοδαπό από την Κύπρο για λόγους δημοσίας ασφάλειας.
Τέλος ο αιτητής ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης γιατί δεν του έδωσαν την ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου το δικαίωμα ακρόασης αναγνωρίζεται εκεί όπου η διοίκηση θα επιβάλει τιμωρία ή πειθαρχική ποινή. Η έκδοση διατάγματος απέλασης αλλοδαπού και ιδιαίτερα για λόγους δημόσιας ασφάλειας δεν έχει χαρακτήρα τιμωρίας αλλά είναι, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, έκφραση κρατικής κυριαρχίας. Και πέραν όμως της πιο πάνω αρχής ο αιτητής είχε την ευκαιρία να υποβάλει και υπέβαλε, στην πραγματικότητα, τις θέσεις του μέσω του δικηγόρου του, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Έχω καταλήξει ότι δεν ευσταθεί κανένας λόγος που πρόβαλε ο αιτητής.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ