ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 4 ΑΑΔ 675

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                        (Υπóθεση Αρ. 617/2004)

 

6 Σεπτεμβρίου, 2005

 

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΛΑΪΚΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ,

Αιτητές,

ν.

 

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ου  η Αίτηση.

 

 

Ν. Α. Λοΐζου, για τους Αιτητές.

Π. Πολυβίου, για το Καθ΄ου η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι αιτητές, το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κίνημα, ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:-

 

«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση που γνωστοποιήθηκε στους Αιτητές, (με φαξ) με επιστολή τους ημερομηνίας 26/5/2004 και με την οποία τους γνωστοποιούσε ότι δεν θα παραχωρούσε χρόνο σε υποψήφιους των Αιτητών για τηλεοπτική κάλυψη της Β' Φάσης της προεκλογικής εκστρατείας των Ευρωεκλογών 2004 για την περίοδο 26 Μαΐου μέχρι 11 Ιουνίου 2004, είναι άκυρη και/ή αντισυνταγματική και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

Με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ) να αποκλείσει τους αιτητές από τηλεοπτική κάλυψη της Β' φάσης της προεκλογικής εκστρατείας των Ευρωεκλογών του 2004 γιατί θεώρησε ότι οι αιτητές δεν αποτελούν πολιτικό κόμμα.

 

Οι αιτητές στις 5.1.2004, με επιστολή τους ζήτησαν από το ΡΙΚ, ενόψει της διεξαγωγής των Ευρωεκλογών, όπως τους παραχωρηθεί ραδιοτηλεοπτική κάλυψη.

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ σε συνεδρία του στις 28.1.2004 έκρινε ότι οι αιτητές, με  βάση τη σχετική νομοθεσία, δεν αποτελούν «πολιτικό κόμμα» για σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης.  Ενημέρωσαν προς τούτο τους αιτητές με επιστολή ημερ. 9.2.2004.

 

Στις 20.5.2004 μετά την κατάθεση των υποψηφιοτήτων, το ΡΙΚ μετέδωσε τις υποψηφιότητες των εκπροσώπων των αιτητών.

 

Σε συνεδρία του, στις 25.5.2004, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ αποφάσισε ότι οι αιτητές, το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κίνημα, δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του όρου «πολιτικό κόμμα» που περιέχονται στο Νόμο 212/87 με αποτέλεσμα να μην δικαιούται ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης.  Στα πρακτικά της πιο πάνω συνεδρίας αναφέρονται τα εξής:-

 

«Το Συμβούλιο αξιολόγησε με μεγάλη προσοχή όλα τα γεγονότα, στοιχεία και πληροφορίες ενώπιον του αναφορικά με το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κίνημα.

 

Το Συμβούλιο είχε υπόψη του τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και νομολογιακές αρχές, όπως εκτίθενται στην επιστολή των Νομικών Συμβούλων του ΡΙΚ, ημ. 20.2.1996, και εφαρμόζοντας αυτές κατέληξε ομόφωνα στο συμπέρασμα ότι το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κίνημα δεν μπορεί να θεωρηθεί με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα, για σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης, ότι αποτελεί «πολιτικό κόμμα», ούτε και να τύχει της ίδιας μεταχείρισης με τα άλλα «αναγνωρισμένα» «πολιτικά κόμματα» από το ΡΙΚ.

 

Το Συμβούλιο κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση εφαρμόζοντας το κριτήριο «του μέσου συνετού πολίτου», με γνώμονα «την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα» της Κύπρου και έχοντας υπόψη τα άλλα στοιχεία που απαριθμούνται τόσο στο άρθρο 2 του Νόμου 212/87 όσο και στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. ΡΙΚ (1982) 3 Α.Α.Δ. 208.

 

Το Συμβούλιο βάσισε την απόφαση του σ' όλα τα δεδομένα και στοιχεία ενώπιον του.  Ιδιαίτερα, έλαβε υπόψη του, σωρευτικά, τα πιο κάτω:

 

(α)  Το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κίνημα δεν έχει και ουδέποτε είχε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.

 

(β)  Με βάση τις πληροφορίες ενώπιον του ΡΙΚ, το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κίνημα δεν έχει την οργάνωση, τη δομή και τους θεσμούς που έχουν τα άλλα πολιτικά κόμματα, τα οποία αναγνωρίζονται από το ΡΙΚ ως πολιτικά κόμματα για σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης.

 

(γ)  Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κίνημα έχει την απήχηση στην κοινή γνώμη που είχαν και έχουν τα άλλα πολιτικά κόμματα, ούτε και έχει αναγνωρισθεί ακόμα στη συνείδηση των πολιτών ως «πολιτικό κόμμα», όπως τα άλλα πολιτικά κόμματα του τόπου.

 

(δ)  Με βάση τις πληροφορίες ενώπιον του Συμβουλίου, το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κίνημα αποτελεί προς το παρόν κίνημα και όχι «πολιτικό κόμμα».

 

Χωρίς οποιοδήποτε των πιο πάνω να είναι από μόνο του αποφασιστικής σημασίας, αλλά με βάση όλα μαζί τα δεδομένα και πληροφορίες ενώπιον του, και με βασικό κριτήριο τις πολιτικές πραγματικότητες του τόπου σύμφωνα με την αντίληψη «του μέσου συνετού πολίτη», το Συμβούλιο ομόφωνα αποφάσισε πως το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κίνημα δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του όρου «πολιτικό κόμμα» που περιέχονται στο Νόμο 212/87, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης και/ή πρόσβασης στις εκπομπές του ΡΙΚ όπως τα άλλα πολιτικά κόμματα που είχαν αναγνωρισθεί ως «πολιτικά κόμματα» εν τη εννοία του Νόμου.»

 

Οι αιτητές προβάλλουν ως λόγους ακύρωσης αντισυνταγματικότητα και παρανομία της επίδικης απόφασης ως επίσης και μη δέουσα έρευνα που κατέληξε σε πραγματική πλάνη.  Επίσης ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του ΡΙΚ με τη γραπτή του ένσταση προβάλλει δύο προδικαστικές ενστάσεις.  Δεν τις αναπτύσσει όμως στην γραπτή του αγόρευση και τεκμαίρεται ότι τις έχει εγκαταλείψει.

 

Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών δεν προσδιορίζει είτε την αντισυνταγματικότητα ούτε την παρανομία. Είναι πάγια νομολογημένο ότι ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα και παρανομία πρέπει να προσδιορίζονται ειδικά με σαφήνεια και πληρότητα.  Να αναφέρονται στα άρθρα του νόμου και ειδικά σε ποιό άρθρο του Συντάγματος προσκρούουν.  Στην παρούσα υπόθεση οι ισχυρισμοί για αντισυνταγματικότητα και παρανομία παρατίθενται κατά γενικό, ασαφή και αόριστο τρόπο.  Κατά συνέπεια δεν είναι δυνατό να τύχουν εξέτασης.

 

Σχετικά με τη ραδιοτηλεοπτική μεταχείριση των πολιτικών σχηματισμών, σύμφωνα με τις αρχές που διαμορφώθηκαν από τη νομολογία, το ΡΙΚ έχει ευρεία εξουσία περιορισμού των δικαιουμένων στην κάλυψη σε αυτούς που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις της έννοιας «πολιτικό κόμμα».  Το άρθρο 2 του Ν. 212/87 παραθέτει τον ορισμό του «πολιτικού κόμματος» ως εξής:-

 

«'Πολιτικόν κόμμα' σημαίνει κόμμα εκπροσωπούμενον εν τη Βουλή ή Οργανισμόν ή Ένωσιν προσώπων ή Ομάδα προσώπων, η οποία, κατά την αντίληψιν του μέσου συνετού πολίτου, έχοντος γνώσιν της εσωτερικής πολιτικής πραγματικότητος της Κύπρου και προσβλέποντος εις την οργάνωσιν, την δομήν, τους θεσμούς, τους στόχους και την απήχησίν της, θεωρείται ως πολιτικόν κόμμα.»

 

Στην υπόθεση ΠΑΚΟΠ κ.ά. ν. ΡΙΚ κ.ά. (192) 4 Α.Α.Δ. 1992 ο Αρτεμίδης, Δ. (νυν Πρόεδρος Ανωτάτου Δικαστηρίου) αναφέρει, εξετάζοντας πανομοιότυπο θέμα, τα εξής στς σελίδες 1998 και 1999:-

 

«Παρενθετικά σημειώνω πως, ο Νόμος αναφέρεται ειδικά στις Προεδρικές εκλογές, αλλά βεβαίως ο ορισμός του πολιτικού κόμματος που εισάγει, ως εκ του περιεχομένου του, είναι γενικής εφαρμογής.  Ο ορισμός αυτός υιοθετεί βασικά τα συστατικά στοιχεία του πολιτικού κόμματος που έθεσε, όχι εξαντλητικά, το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. ΡΙΚ (1982) 3 Α.Α.Δ. 208.

 

Το επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου των αιτητών περιεστράφη γύρω από την πρόταση πως, εσφαλμένα ο νομοθέτης εισήγαγε την ιδέα του «μέσου συνετού πολίτη» ως του κριτή, κατά πόσο ένα κόμμα είναι πολιτικό κόμμα για τους σκοπούς του Νόμου.  Το θέμα βέβαια, όπως το ανέπτυξε, ανάγεται στη σφαίρα της νομικής επιστήμης και φιλοσοφίας.  Υποχρέωση των Δικαστηρίων, και του ιδρύματος, είναι η εφαρμογή του Νόμου.  Η απόφαση αν ένα κόμμα είναι πολιτικό κόμμα, ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ιδρύματος, η οποία και, ασφαλώς, ελέγχεται σε περίπτωση που παραβιάζεται ο νόμος ή οι αρχές του διοικητικού δικαίου.

 

Η εν τη πράξη λειτουργία, κατά την άποψή μου, της ιδέας του «μέσου συνετού πολίτη» επιβάλλει στον κρίνοντα την εγκατάλειψη του δικού του χώρου, στον οποίο έχει συσσωρευμένες τις ιδέες, αντιλήψεις, πιστεύω και επιλογές του για τα πράγματα της ζωής, και μετάβασή του στο χώρο όπου κυριαρχεί η γενικά παραδεκτή άποψη για τα ίδια πράγματα.

 

Ο Νόμος εναποθέτει εύλογα αυτή τη λειτουργία και κρίση στο συμβούλιο του ιδρύματος.  Η ιδιότητά του, ως υπεύθυνου για τη λειτουργία του μεγαλύτερου μέσου ενημέρωσης, το καθιστά, κατά τεκμήριο, το επαρκέστερο, αλλά ταυτόχρονα αναμένεται να είναι και ο αντικειμενικότερος κριτής, κατά πόσο ένα κόμμα, ένωση ή ομάδα προσώπων εμπίπτει στον ορισμό του πολιτικού κόμματος, όπως καθορίζεται στο Νόμο.  Η κρίση αυτή είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο δεν υποκαθιστά, ιδιαίτερα στο χώρο των πολιτικών πραγμάτων, τη δική του άποψη με αυτή του ιδρύματος.  Λέγω πολύ δύσκολο, για να επιφυλαχθεί στο Δικαστήριο η αρμοδιότητα να επέμβει όπου έκδηλα παρατηρείται κατάχρηση αυτής της εξουσίας ή αποδεικνύεται πασιφανής προσβολή της παγκοίνως επικρατούσας άποψης.»

 

Συμφωνώ απόλυτα με το πιο πάνω σκεπτικό της απόφασης ΠΑΚΟΠ. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι παρόμοια με την πιο πάνω αυθεντία.  Έχω ήδη παραθέσει το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης και τους λόγους για τους οποίους το ΡΙΚ αποφάσισε ότι οι αιτητές δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθούν ως «πολιτικό κόμμα».  Θεωρώ ότι η επίδικη απόφαση είναι εμπεριστατωμένη και το περιεχόμενο της δείχνει πως το Συμβούλιο του ΡΙΚ ασχολήθηκε σοβαρά με το ζήτημα αυτό.  Έχω καταλήξει ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις ενόψει, μεταξύ άλλων, των σοβαρών λόγων για τους οποίους το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κίνημα δεν θεωρήθηκε «πολιτικό κόμμα».

 

Ως εκ τούτου οι λόγοι ακύρωσης περί μη δέουσας έρευνας και πλάνης καθώς και μη ύπαρξης αιτιολογίας κρίνονται ως ανεδαφικοί  και κατά συνέπεια απορρίπτονται.  Δεν έχει αποδειχθεί πως η επίδικη απόφαση είναι για οιονδήποτε λόγο τρωτή.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                                                       (Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο