ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 735
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 567/03)
21 Σεπτεμβρίου, 2005
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
---------------
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
--------------------
Ο αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Α. Χριστοφόρου για τους καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής, ηλικίας τότε 35 ετών, μετά από 15ετή υπηρεσία αρχικά ως Γραφέας 2ης Τάξης και στη συνέχεια ως Διοικητικός Λειτουργός 3ης Τάξης, υπέβαλε παραίτηση για προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους που έγινε δεκτή στις 21.5.74. Κατά τις πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου Κεφ. 311, όπως έκτοτε αναγνώριζε και ο αιτητής, δεν εδικαιούτο σε σύνταξη. Σημειώνεται πως, παράλληλη προς την παραίτησή του, αίτηση για κατά χάριν σύνταξη ή και φιλοδώρημα, απορρίφθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο ακριβώς επειδή "η περίπτωσις καθ' ην υπάλληλος παραιτείται οικειοθελώς εκ της δημοσίας υπηρεσίας δεν καλύπτεται υπό των προνοιών του περί Συντάξεων Νόμου" και "δεν θα ήτο ορθόν να εγκριθή η παραχώρησις κατά χάριν συντάξεως και/ή φιλοδωρήματος".
Ο αιτητής επανήλθε με την επιστολή του ημερομηνίας 27.2.03 για να διεκδικήσει σύνταξη όχι κατά χάριν αλλά, πλέον, δικαιωματικά για την 15ετή περίοδο της υπηρεσίας του. Όπως εξήγησε, ενώ δεν φαινόταν να δικαιούται σε σύνταξη με βάση τις πρόνοιες της νομοθεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, το σκηνικό άλλαξε με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Αzinas v. Cyprus (No. 56679/00 Judgment 20.6.02, (Section III). Ενώ, παράλληλα, μεταγενέστερες της αφυπηρέτησής του τροποποιήσεις του περί Συντάξεως Νόμου, προκαλούσαν δυσμενή διάκριση.
Με τις επιστολές 16.4.03 και 21.5.03 το αίτημα απορρίφθηκε. Επισημάνθηκε πως, "σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία δεν παραχωρούνταν τέτοια ωφελήματα σε όσους παραιτούνταν από τη Δημόσια Υπηρεσία, η δε σχετική μεταγενέστερη τροποποίηση της περί Συντάξεων Νομοθεσίας με το Νόμο 39/81 δεν είχε αναδρομική ισχύ". Επίσης πως η απόφαση στην Αzinas, που δεν ήταν και δεσμευτική ακόμα, "δεν έχει εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε σχέση ούτε και επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει τη ρύθμιση περιπτώσεων υπαλλήλων που παραιτήθηκαν οικειοθελώς από τη Δημόσια Υπηρεσία....". Ο αιτητής προσβάλλει αυτή την απορριπτική απόφαση και σημειώνω πως δεν έχει διατυπωθεί ένσταση αναφορικά με το παραδεκτό της προσφυγής. Αντίθετα, οι καθ΄ ων η αίτηση δέχονται πως "η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη και ως προς τις δυο επιστολές που έχουν συνάφεια μεταξύ τους".
Η απόφαση του Tρίτου Tμήματος (Chamber) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που επικαλέστηκε ο αιτητής, ουσιαστικά παραμερίστηκε με την απόφαση της Ολομέλειας (Grand Chamber) που ακολούθησε. (Βλ. Azinas v. Cyprus No. 56679/00) Judgment 28.4.04, (Grand Chamber). Και στην απαντητική αγόρευσή του ο αιτητής εξήγησε γιατί κατά τη γνώμη του αυτή η εξέλιξη δεν πρέπει να τον επηρεάσει. Περαιτέρω, όταν σε σχέση με τους ισχυρισμούς για άνιση μεταχείριση δια των προνοιών της τροποποιητικής νομοθεσίας, έθεσα υπόψη των μερών την απόφαση της Ολομέλειας στη Dias United Publ. Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550, με γραπτές διευκρινίσεις ο αιτητής ανακεφαλαίωσε την επιχειρηματολογία του, προσθέτοντας, πρέπει να σημειώσω, και νέα.
Θα προσπαθήσω να συνοψίσω τις θέσεις του.
Η πρώτη του θέση αφορά στις ίδιες τις πρόνοιες του περί Συντάξεων Νόμου, όπως αυτός ίσχυε καθ' όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του, από το διορισμό ως την παραίτησή του. Θεωρεί ότι από την πρώτη στιγμή που κάποιος, όπως ο ίδιος, διορίζεται σε συντάξιμη θέση στη δημόσια υπηρεσία, αυτόματα η υπηρεσία του είναι συντάξιμη. Η σύνταξη είναι δικαίωμα που αποκτάται με το διορισμό, χωρίς οποιοδήποτε όρο ή προϋποθέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι, μεταγενέστερα, με τον Κανονισμό 16 των περί Συντάξεων (Τροποποιητικών) Κανονισμών του 1981 αλλά και τον περί Συντάξεων Νόμο του 1997, (Ν.97(Ι)/97), υπό προϋποθέσεις που τίθενται, στην περίπτωση επαναδιοριζομένων, προστίθεται ως συντάξιμη υπηρεσία και εκείνη που προηγήθηκε της για οποιονδήποτε λόγο αφυπηρέτησής του. Με αυτό ως δεδομένο, η ρύθμιση στον περί Συντάξεως Νόμο, όπως αυτός είχε κατά το χρόνο της παραίτησής του, που απέκλειε τη χορήγηση σύνταξης σε οικειοθελώς παραιτούμενους, συνιστούσε αφαίρεση περιουσιακού στοιχείου ήδη κτηθέντος, ουσιαστικά ως τιμωρητικό μέτρο, χωρίς να συντρέχουν οι όροι που θα ήταν δυνατό να καταστήσουν τέτοια αφαίρεση επιτρεπτή. Αυτά, κατ' επίκληση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Ν. 39/62. Με την τελική κατάληξη πως δικαιούται σε σύνταξη "ανεξάρτητα από τυχόν νομοθετικές πρόνοιες του Κυπριακού Νόμου περί του αντιθέτου".
Επικαλέστηκε συναφώς την απόφαση του Chamber στην Αzinas και ορισμένες από τις αποφάσεις του Grand Chamber, αναγνωρίζοντας, βεβαίως, πως δεν προκύπτει "νομική δέσμευση" από αυτή αφού τελικά η υπόθεση εκείνη κρίθηκε απαράδεκτη επειδή δεν είχαν εξαντληθεί τα κυπριακά ένδικα μέσα. Κατά την εισήγησή του, σε αυτές και όχι σε άλλες αποφάσεις του Grand Chamber, προς την αντίθετη κατεύθυνση, βρίσκεται η ορθή τοποθέτηση.
Η δεύτερη του θέση είναι εναλλακτική. Τελεί υπό την προϋπόθεση κρίσης πως κατά το χρόνο της παραίτησής του δεν δικαιούτο σε σύνταξη από οποιαδήποτε σκοπιά και αν εξεταζόταν το θέμα. Στηρίζεται στις νέες ρυθμίσεις μετά την παραίτησή του και επικαλείται κατ' αρχάς τον Κανονισμό 16 των περί Συντάξεων (Τροποποιητικών) Κανονισμών του 1981 (βλ. και το άρθρο 18(1) του Ν. 97(Ι)/97). Με τον οποίο, όπως προανέφερα, μετά από επαναδιορισμό και υπηρεσία για άλλα πέντε χρόνια, για σκοπούς σύνταξης μετρούν και τα προηγούμενα χρόνια υπηρεσίας. Θεωρεί πως κατά άνιση μεταχείριση η αναγνώριση συναρτήθηκε προς τον επαναδιορισμό και την περαιτέρω υπηρεσία και πως, ενόψει τούτου, προκύπτει, υποχρέωση παροχής συντάξεως και στον ίδιο. Ως προς αυτή την πτυχή, χωρίς αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην Υπόθεση Dias (ανωτέρω).
Μετά, το άρθρο 7(Γ) που εισάχθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 39/81 και το άρθρο 27 του Ν. 97(Ι)/97 σύμφωνα με τα οποία υπάλληλος που κατέχει συντάξιμη θέση και συμπληρώσει συντάξιμη υπηρεσία 10 (5 στην περίπτωση του Ν.97(Ι)/97) ή περισσοτέρων ετών και ηλικία όχι μικρότερη των 45 ετών, με αίτησή του αφυπηρετεί πρόωρα, δικαιούται σε σύνταξη η οποία παγοποιείται και του καταβάλλεται όταν συμπληρώσει την ηλικία των 55 ετών. Τα επιχειρήματα του αιτητή αναπτύχθηκαν υπό την αναγνώριση, που είναι και η θέση των καθ΄ ων η αίτηση, πως αυτές οι πρόνοιες, όπως άλλωστε και η αμέσως προηγουμένως αναφερθείσα, δεν έχουν αναδρομική ισχύ. Υποστηρίζει όμως πως τον καλύπτουν αφού, όπως προτείνει, ουσιώδης δεν είναι ο χρόνος της αφυπηρέτησης αλλά ο χρόνος της εξέτασης της αίτησής του για σύνταξη ή, διαζευκτικά, κατά τον οποίο συμπλήρωσε την ηλικία των 55 ετών. Όπως ακριβώς στην Santis and Others v. Republic (1983) 3 CLR 419 κρίθηκε πως ο περί Συντάξεων Νόμος του 1980, Ν.49/80, κάλυπτε και τα παιδιά βουλευτή που απεβίωσε πριν από τη θέσπισή του. Υποστηρίζεται πως, όπως και εκεί, όσο και αν τα πραγματικά δεδομένα είναι παρελθόντα, τα δικαιώματα παρέχονται από τη θέσπιση του Νόμου και όχι αναδρομικά. Περαιτέρω δε πως αυτή την ερμηνεία του Νόμου την επιβάλλει και η αρχή της ισότητας, που θα παραβιαζόταν σε διαφορετική περίπτωση. Όπως στη Santis αλλά και στην Papaxenofontos and Others v. Republic (1982) 3 CLR 1037. Διατυπώνει, επομένως, διαφωνία προς τις παρατηρήσεις του δικαστή Χατζηχαμπή στην Σπύρος Φυλακτής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 881/98 ημερομηνίας 16 Μαΐου 2000 προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εισηγείται πως, υπό αυτό το πρίσμα, η περίπτωση δεν εκφεύγει της αρχής όπως την καθιέρωσε η Ολομέλεια στη Dias αφού θα έχουμε δικαίωμα ερειδόμενο στις πρόνοιες της νομοθεσίας. Αυτά, όμως, ενώ και οι ρητές πρόνοιες των Ν. 39/81 και 97(Ι)/97 προϋποθέτουν ηλικία κατά την αφυπηρέτηση όχι μικρότερη των 45 ετών και ο ίδιος, κατά το χρόνο της παραίτησής του ήταν μόνο 35 ετών. Είναι επ' αυτού το επιχείρημά του πως αυτό το κριτήριο, αντί του ευλόγου της διάρκειας της υπηρεσίας, είναι αυθαίρετο και ως τέτοιο παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Όπως θα την παραβίαζαν γενικά οι Ν. 39/81 και 97(Ι)/97 εφόσον θα κρινόταν πως δεν κάλυπταν την περίπτωσή του. Κατά την εισήγησή του, στη βάση της συνολικής εναλλακτικής του θέσης, θα πρέπει να θεωρηθεί πως ενώ όσοι συμπλήρωσαν το 55ον έτος της ηλικίας τους πριν τη θέσπιση του 39/81 ή του 97(Ι)/97 πράγματι δεν δικαιούνται σε σύνταξη, δικαιούνται σε σύνταξη όσοι, όπως ο ίδιος, συμπλήρωσαν αυτή την ηλικία μετά τη θέσπισή τους και, συνεπώς, τη συμπερίληψή τους στο νομοθετικό καθεστώς του ουσιώδους γι' αυτούς χρόνου. Εφόσον θα κρινόταν διαφορετικά ενόψει της Dias, η αρχή που διατυπώθηκε σ' αυτή "είναι στην προκείμενη περίπτωση, αντίθετη με τα ανθρώπινα δικαιώματα του κάθε ατόμου και δεν θα πρέπει να εφαρμοσθή".
Οι καθ΄ ων η αίτηση παρέμειναν με τους ισχυρισμούς τους όπως τους πρόβαλαν στη γραπτή τους αγόρευση. Διατυπώνονται με συντομία και τους παραθέτω αυτούσιους:
"Ο αγαπητός συνάδελφος αιτητής στηρίζει την επιχειρηματολογία του στον Κυρωτικό Νόμο 39/62 στο Νόμο 39/81 και στο Νόμο 97(Ι)/97. Βασική προϋπόθεση όλων των ισχυρισμών του είναι η ύπαρξη συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Από πλευράς γεγονότων είναι φανερό ότι ο ίδιος ο αιτητής θεωρούσε από πάντα ότι δεν είχε τέτοιο δικαίωμα και ότι αυτό δημιουργήθηκε από την υπόθεση Αζίνας.
Η νομική πτυχή είναι εξίσου ξεκάθαρη αφού ο νομοθέτης ρύθμισε τις προϋποθέσεις παροχής σύνταξης σε Δημόσιους Υπαλλήλους βελτιώνοντας τα δικαιώματα των υπαλλήλων σταδιακά. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν επέκτεινε τα δικαιώματα αυτά αναδρομικά. Το γεγονός ότι τα δικαιώματα των Δημοσίων Υπαλλήλων βελτιώνονται υπό όρους και προϋποθέσεις δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ότι δημιουργεί άνιση μεταχείριση σε όσους δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές. Αντίθετη προσέγγιση θα σταματούσε κάθε βελτίωση προς όφελος των πολιτών. Νομίζω ότι η σχετική επιχειρηματολογία του συναδέλφου μου δεν συνιστά άνιση μεταχείριση, οι δε διακρίσεις που ισχυρίζεται ότι υπάρχουν προϋποθέτουν την ύπαρξη δικού του δικαιώματος που περιορίζεται από το νόμο. Αυτή είναι και η βασική διαφωνία μας αφού αν το δικαίωμα του προϋπήρχε σίγουρα δεν μπορούσε να περιοριστεί.
Αναφορικά με την υπόθεση Αζίνα σαφώς η περίπτωση του αιτητή διακρίνεται αφού ο ίδιος οικειοθελώς παραιτήθηκε ενώ ο κύριος Αζίνας απολύθηκε. Ο αιτητής δεν είχε κεκτημένο δικαίωμα σύνταξης. Σίγουρα δεν συνείσφερε σε οποιοδήποτε ταμείο και η νομοθεσία δεν του εξασφάλιζε δικαίωμα σύνταξης σε περίπτωση οικειοθελούς παραίτησης. Εν πάση περιπτώσει καλό θα ήταν να περιμένουμε την τελική απόφαση του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που πιθανόν να λύσει αρκετά ερωτήματα ως προς το 1 Πρωτόκολλο και τον Κυρωτικό Νόμο 39/62.
Εκείνο που πράγματι με προβλημάτισε είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι το νομικό καθεστώς που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το καθεστώς κατά το χρόνο υποβολής του αιτήματος. Πρόκειται για πολύ σοβαρό επιχείρημα αλλά έχω την άποψη ότι και αν ακόμα έτσι έχουν τα πράγματα είναι φανερό ότι οι διατάξεις τόσο του Νόμου 39/81 όσο και του Νόμου 97(Ι)/97 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση του αιτητή γιατί αυτός ούτε Δημόσιος Υπάλληλος ήταν κατά τη θέσπισή τους αλλά και ούτε διορίστηκε καθ' ον χρόνον οι πιο πάνω νόμοι ίσχυαν. ΄Αρα το ερώτημα παραμένει θεωρητικό. Αν ο νομοθέτης ήθελε να δημιουργήσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα σε άτομα που ήδη παραιτήθηκαν έστω και στο μέλλον θα το πρόβλεπε ρητά."
Μελέτησα τα επιχειρήματα του αιτητή και καταλήγω πως η προσφυγή είναι αβάσιμη. Ακόμα και η απόφαση του Chamber στην Azinas τελεί υπό την αναγνώριση πως το δικαίωμα σε σύνταξη δεν είναι εγγυημένο ως τέτοιο, από τη σύμβαση. Ό,τι αναζητήθηκε, εφόσον δεν καταβάλλονταν ειδικές συνεισφορές, ήταν το κατά πόσο ο εργοδότης ανέλαβε πιο γενική δέσμευση για πληρωμή σύνταξης υπό όρους που μπορούσαν να θεωρηθούν ως μέρος της σύμβασης εργοδότησης. Η απάντηση σ' αυτό το δεύτερο ήταν καταφατική αφού σε εκείνη την περίπτωση, στη βάση των προνοιών του περί Συντάξεων Νόμου, ο αιτητής δικαιούτο σε σύνταξη - περιουσιακό στοιχείο - με την έννοια του ΄Αρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης. Οπότε, η παρέμβαση σ' αυτό με την επιβληθείσα ποινή της απόλυσης που, δυνάμει άλλων νομοθετικών προνοιών, συνεπαγόταν και απώλεια του άλλως υπάρχοντος δικαιώματος σύνταξης. Αφού ήταν δε δυσανάλογη και δεν μπορούσε να αντλήσει στήριγμα στις υπόλοιπες διατάξεις του ΄Αρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1, συνιστούσε παραβίασή του.
Εκδόθηκαν, όπως σημείωσα, και αποφάσεις του Grand Chamber προς την αντίθεση κατεύθυνση αλλά δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ. Εν προκειμένω, ήταν εξ αρχής όρος της υπηρεσίας του αιτητή, που προέκυπτε από τις ίδιες τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου, γνωστός βεβαίως στον αιτητή, πως δεν θα είχε δικαίωμα σε σύνταξη στην περίπτωση οικειοθελούς παραίτησης. Αυτές οι διατάξεις συναποτελούσαν τους όρους υπό τους οποίους θα εγεννάτο δικαίωμα σε σύνταξη και θα συνιστούσε μη επιτρεπτή αντιστροφή αν θεωρούσαμε πως, παρά την ύπαρξή τους, αποκτάτο συμπληρωμένο και οριστικό δικαίωμα, με την έννοια του περιουσιακού στοιχείου, από τη στιγμή της πρόσληψης. Για να αναπλαστούν στη συνέχεια τα προβλεπόμενα ως προς το πότε αποκτάται δικαίωμα σε σύνταξη, σε πρόνοιες που απολήγουν σε στέρησή του. Η μεταγενέστερη δε ρύθμιση για συνυπολογισμό της πρώτης υπηρεσίας στην περίπτωση επαναπροσλαμβανόμενου είναι ξεχωριστή και δεν αναιρεί ή αλλοιώνει τις σαφείς πρόνοιες του Νόμου που ρύθμιζαν την περίπτωση του αιτητή καθ' όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του, μέχρι την παραίτησή του. Κατά την κρίση μου, δεν είχε αποκτήσει ο αιτητής δικαίωμα σε σύνταξη μέχρι την παραίτησή του ώστε να παρέχεται έδαφος για περαιτέρω συζήτηση σε σχέση με τη θεώρησή του ως περιουσιακού στοιχείου και τη δυνατότητα αποστέρησης ή απώλειάς του.
Σε σχέση με τα εναλλακτικά επιχειρήματα του αιτητή, να έχουμε πρώτα υπόψη τη δεσμευτική, βεβαίως, απόφαση της Ολομέλειας στη Dias. Εκεί είχε, μεταξύ άλλων, προσβληθεί η άρνηση χορήγησης στους αιτητές άδειας για την οργάνωση και λειτουργία λαχείου και το επιχείρημα ήταν πως ο περί Λαχείων Νόμος Κεφ. 74 που ρητά κάλυπτε τη δυνατότητα οργάνωσης και διεξαγωγής λαχείου μόνο από το ΡΙΚ, ήταν αντισυνταγματικός ως παραβιάζων την αρχή της ισότητας. Κρίθηκε πως και έτσι να ήταν δεν θα βοηθούνταν οι αιτητές, για δικαιοδοτικής φύσης λόγο. Παραθέτω το σκεπτικό από τη σελίδα 557:
"Για να ήταν δυνατή η χορήγηση τέτοιας άδειας χρειαζόταν θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη. Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του. Δε θα ήταν δυνατό δια της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.
Συνεπώς, αφού δε θα ήταν δυνατό, και εφόσον κρινόταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται να ασκήσουμε συνταγματικό έλεγχο. Τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και δε θα ήταν εναρμονισμένο προς τη πάγια νομολογία μας σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος".
Στην παρούσα περίπτωση, υπό τη θεώρηση ότι οι πρόνοιες των Κανονισμών και των Ν. 39/81 και 97(Ι)/97 δεν είχαν αναδρομική ισχύ, η περίπτωση σαφώς θα εντασσόταν στις αρχές της Dias.
H περαιτέρω άποψη του αιτητή πως η περίπτωσή του καλύπτεται στην πραγματικότητα από τους Ν. 39/81 και 97(Ι)/97, ακόμα και ανεξάρτητα από την απόφαση στη Φυλακτής (ανωτέρω) πως ο Ν. 39/81 καλύπτει περιπτώσεις υπαλλήλων που αφυπηρετούν μετά τη θέσπισή του, παραγνωρίζει τη βασική διαφορά της παρούσας με τη Santis την οποία επικαλείται αλλά, ούτως ή άλλως, και το γεγονός ότι ρητά θα βρισκόταν εκτός της εμβέλειας των Ν. 39/81 και 97(Ι)/97 αφού δεν ήταν 45 ετών όταν παραιτήθηκε. Με αποτέλεσμα τη δημιουργία κύκλου, αφού από τη μια επικαλείται τους Ν. 39/81 και 98(Ι)/97 και από την άλλη βάλλει κατά του βασικού όρου της ηλικίας που περιέχουν με πρόσκληση, βεβαίως, για παραγνώρισή του, ώστε να απολήγουμε σε νόμους που θετικά θα περιλαμβάνουν στους δικαιούχους όσους παραιτούνται, οποτεδήποτε, ανεξάρτητα από την τότε ηλικία τους. Βεβαίως, ως προς το τελευταίο, και πάλιν με προφανή την παραγνώριση και της υπόθεσης Dias. Παραθέτω πρώτα τις παρατηρήσεις του δικαστή Χατζηχαμπή στην υπόθεση Φυλακτής σημειώνοντας πως η απόφαση του Κραμβή, Δ., στην οποία αναφέρεται επικυρώθηκε από την Ολομέλεια στη Παπακώστα ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ, 265:
"Η προσβαλλόμενη απόφαση λοιπόν, όντας βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης, δεν μπορεί να αποτελεί το αντικείμενο προσφυγής και η προσφυγή δεν μπορεί έτσι να επιτύχει.
Η κατάληξη αυτή δεν καθιστά αναγκαίο να εξετασθεί η ουσία της προσφυγής, η οποία αναφέρεται κατά κύριο λόγο στην αρχή της ισότητας. Αν είχα να αποφασίσω το θέμα, θα συμφωνούσα με τη θέση που εκφράζεται κατ' αναλογία και στην απόφαση του Κραμβή, Δ., στην υπόθεση Παπακώστα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 864/98, 27.10.1999, ότι το κρίσιμο στοιχείο για να αποφασισθεί κατά πόσο το άρθρο 7Γ έχει εφαρμογή είναι, όπως ήταν και η αντίληψη της διοίκησης, η ημερομηνία αφυπηρέτησης του κ. Φυλακτή, κατά την οποία βέβαια δεν ήταν σε ισχύ το άρθρο 7Γ, και όχι, όπως εισηγείται ο κ. Σεραφείμ, η ημερομηνία κατά την οποία ο κ. Φυλακτής έφθασε στη συντάξιμη ηλικία των 55 ετών (κατά την οποία το άρθρο 7Γ ήταν σε ισχύ). Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο Νόμο του 1981 που να τείνει να δείξει ότι σκοπούσε να καλύψει δημόσιους υπαλλήλους που είχαν υποβάλει παραίτηση πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του αλλά θα συμπλήρωναν συντάξιμη ηλικία μετά από αυτή. Απεναντίας, σύμφωνα και με τη συνήθη ερμηνεία των νόμων, η ίδια η λεκτική διατύπωση του άρθρου 7Γ έχει προοπτική εμβέλεια μόνο στις περιπτώσεις δημοσίων υπαλλήλων που υποβάλλουν παραίτηση μετά από την εισαγωγή του στο Νόμο. Ούτε έχω υπ' όψη μου οποιαδήποτε αρχή ή αυθεντία που να υποστηρίζει τη θέση του κ. Σεραφείμ ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας αν δεν ερμηνευθεί το άρθρο 7Γ ως καλύπτον και δημοσίους υπαλλήλους που παραιτήθηκαν πριν από την εισαγωγή του αλλά συμπληρώνουν συντάξιμη ηλικία μετά από την εισαγωγή του. Μια τέτοια ερμηνεία θα απέληγε, εν ονόματι της ισότητας, στην επέκταση κάθε νόμου σε όλες τις περιπτώσεις που προηγήθησαν της θέσπισης του. Και γιατί το κριτήριο να ήταν το αν ο παραιτηθείς προ του νόμου δημόσιος υπάλληλος συμπληρώνει συντάξιμη ηλικία μετά από τη θέσπιση του; Γιατί, εν ονόματι της ισότητας, να μην ισχύει και για όσους παραιτήθηκαν και συμπλήρωσαν συντάξιμη ηλικία πριν από τη θέσπισή του; Η ουσία είναι ότι η νομοθετική εξουσία επέλεξε να ρυθμίσει το θέμα σε αναφορά με τη συνήθη επενέργεια των νόμων, δηλαδή προοπτικά, ως προς εκείνους τους δημοσίους υπαλλήλους που υποβάλλουν παραίτηση μετά τη θέσπιση του άρθρου 7Γ, και δεν είναι δυνατό να της αποδοθεί ερμηνευτικά οποιαδήποτε πρόθεση επέκτασης του άρθρου 7Γ σε δημοσίους υπαλλήλους που παραιτήθηκαν πριν. Ούτε τίθεται θέμα άνισης μεταχείρισης ως εκ του ότι το κριτήριο εμβέλειας του νόμου δεν επεκτείνεται σε παρελθόντα γεγονότα. Οι συνέπειες της προηγούμενης παραιτήσεως του κ. Φυλακτή, όπως και κάθε ενέργειας, εκρίνοντο με βάση το τότε ισχύον δίκαιο, και μόνο αν ο νομοθέτης επέλεγε να δώσει περαιτέρω ωφελήματα, πράγμα που δεν επέλεξε, θα μπορούσαν να διαφοροποιούντο. Σαφώς δεν πρόκειται περί ομοίων αλλά περί ανομοίων καταστάσεων ώστε να μην τίθεται θέμα παράβασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας, υιοθετώ δε και ακολουθώ επ' αυτού την πρόσφατη απόφαση του Κρονίδη, Δ., στην υπόθεση Σπανιά ν. Δημοκρατίας, 105/98, 24.4.2000".
Εν τέλει, η υπόθεση Santis. Ο περί Συντάξεων Νόμος του 1980, (Ν. 49/80) παραχώρησε συνταξιοδοτικά ωφελήματα σε βουλευτές και, κατά προέκταση, στα παιδιά τους. Τα παιδιά βουλευτή τα διεκδίκησαν και η αρνητική απάντηση στηρίχτηκε στην άποψη πως ο Νόμος δεν τα κάλυπτε αφού ο πατέρας τους είχε αποβιώσει πριν από τη θέσπιση του Νόμου. Η άρνηση ακυρώθηκε επειδή, όπως κρίθηκε, ως ζήτημα ορθής ερμηνείας του Νόμου, η φυσική ύπαρξη του βουλευτή κατά το χρόνο της θέσπισής του δεν ήταν προϋπόθεση και το γεγονός ότι ο πατέρας προαπεβίωσε δεν στερούσε τα παιδιά του από την εμβέλειά του. Αυτό, όμως, υπό την κρίσιμη αναγνώριση ότι ο Νόμος παρείχε συνταξιοδοτικά ωφελήματα για υπηρεσία στη Βουλή των Αντιπροσώπων κατά οποιαδήποτε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, περιλαμβανομένης και υπηρεσίας πριν από τη θέσπισή του. Οπότε, το θέμα ήταν αν ο νομοθέτης, ενώ αναγνώριζε αυτή την παρελθούσα υπηρεσία ως πηγή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, θέλησε να εξαιρέσει τα παιδιά του βουλευτή επειδή μεσολάβησε, πριν τη θέσπιση του Νόμου, ο θάνατός του.
Η περίπτωση του αιτητή είναι, βεβαίως, διαφορετική. Ελλείπει η αναφερθείσα κρίσιμη προϋπόθεση ώστε να παρέχεται δυνατότητα θεώρησης ότι, ενώ ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ, παρέχει δικαιώματα στη βάση παρελθόντων δεδομένων. Και αυτό, ανεξάρτητα από το ότι, όπως ήδη σημείωσα, ενώ ο αιτητής επικαλείται τη Santis για να δείξει πως ο Νόμος τον καλύπτει, ήδη ο Νόμος ρητά δεν θα τον αφορούσε αφού τα παρελθόντα που επικαλείται δεν ικανοποιούν και το ρητό όρο να ήταν κατά το χρόνο της οικειοθελούς παραίτησής του τουλάχιστον 45 ετών.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, καταλήγω ότι οι νομοθετικές διατάξεις, αυτοτελώς αλλά και υπό το πρίσμα του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Σύμβασης, δεν καθιστούν βάσιμη τη διεκδίκηση του αιτητή και ότι αυτή η πραγματικότητα δεν θα ήταν δυνατό να διαφοροποιηθεί ώστε να προκύψει υποχρέωση καταβολής σύνταξης με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην άσκηση της ακυρωτικής του δικαιοδοσίας. Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/ΕΣΓ