ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 953
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 995/2003)
12 Νοεμβρίου 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,
Αιτητής,
- ν. -
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
---------------------------
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Κ. Στιβαρού, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημερ. 21 Οκτωβρίου 2003, με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, Ανδρέας Αβρααμίδης, προήχθη στη θέση Διευθυντή Διανομής, Επιχειρησιακή Μονάδα Δικτύων, Κλίμακα Ν1. Η θέση είχε προκηρυχθεί με Γνωστοποίηση ημερ. 5 Μαΐου 2003.
Τίθεται ως πρώτο ζήτημα για εξέταση το κατά πόσο η Αρχή ενήργησε υπό πλάνη ως προς την αρχαιότητα του αιτητή. Κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης τα στοιχεία έδειχναν ότι ο αιτητής είχε οριακή αρχαιότητα, η οποία αφορούσε σε προηγούμενη θέση ενώ στην κατεχόμενη θέση, όπως διαμορφώθηκε κατόπιν μετονομασίας και αναδιοργάνωσης, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συμβάδιζαν κατόπιν προαγωγής τους την 1 Ιανουαρίου 2000. Ωστόσο, στο στάδιο που μας αφορά θα υπήρχε αισθητή διαφορά σε αρχαιότητα υπέρ του αιτητή αν η ανέλιξη του στην κατεχόμενη θέση είχε ακολουθήσει νόμιμη πορεία. Η Αρχή θα έπρεπε να τον είχε προαγάγει σε εκείνη τη θέση από 1 Ιουλίου 1998 ενώ εσφαλμένα επέλεξε άλλο υποψήφιο. Ο αιτητής προσέβαλε εκείνη την απόφαση με την προσφυγή αρ. 159/02, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε ακυρωτική απόφαση στις 30 Σεπτεμβρίου 2003, δηλαδή τρεις εβδομάδες πριν από την ημερομηνία λήψης της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης. Η Αρχή προέβη σε επανεξέταση αργότερα, στις 25 Νοεμβρίου 2003 οπότε προήγαγε τον αιτητή αναδρομικά από 1 Ιουλίου 1998. Αν η επανεξέταση γινόταν προτού ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση θα υπήρχε αποκρυσταλλωμένη η πραγματική αρχαιότητα του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου. Μπορεί δε η αρχαιότητα να αποκτούσε ιδιαίτερη πια σημασία αφού σε βαθμολογημένη αξία οι δυό τους ήταν περίπου ισοδύναμοι - κατά τα τελευταία επτά χρόνια το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε μόνο δύο «εξαίρετα» περισσότερο - και τα προσόντα τους ήταν τα ίδια.
Το ερώτημα τώρα είναι το κατά πόσο η καθυστέρηση στην αποκρυστάλλωση της πραγματικής αρχαιότητας του αιτητή εξαλείφει το υπέρ του ωφέλημα της αρχαιότητας ως στοιχείο κρίσης στην υπό αναφορά διαδικασία. Ο αιτητής προβάλλει ότι η εκ των υστέρων ανάδειξη της πραγματικότητας επιβάλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω πλάνης υπό την οποία τελούσε το διοικητικό όργανο. Η Αρχή αντιτείνει ότι «το γεγονός της μετέπειτα αναδρομικής προαγωγής του Αιτητή ουδόλως ισοδυναμεί με πλάνη που να οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης πράξης».
Κατά την άποψη μου, υποψήφιος όπως ο αιτητής δεν μπορεί να μην έχει θεραπεία, με κάποιο τρόπο, ανάλογα με τις περιστάσεις. Το νομικό σφάλμα το οποίο με τη δικαστική ακυρωτική απόφαση καταλογίζεται στο διοικητικό όργανο και η εξ αιτίας του σφάλματος προκύπτουσα χρονική διάσταση, χωρίς υπαιτιότητα του υποψηφίου, δεν είναι δυνατόν να του αφαιρέσουν το δικαίωμα να κριθεί με βάση την ορθή πραγματική κατάσταση. Η μεταγενεστέρως αναδειχθείσα πραγματικότητα λειτουργεί αναδρομικά: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση παραμένει χωρίς νόμιμο έρεισμα. Αυτή η κατάληξη καθιστά αχρείαστη την εξέταση άλλων προβληθέντων λόγων ακύρωσης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ