ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 75

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 945/2002)

 

6 Φεβρουαρίου, 2004

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

K.P. PARPAS ENTERPRISES LTD,

Αιτητές,

 

v.

 

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

Σπ. Ευαγγέλου, για τους Αιτητές.

Κ. Χατζηιωάννου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«1. Δήλωση του δικαστηρίου ότι η συνεχιζόμενη παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου στην Αναθεωρητική Έφεση με αριθμό 2965, με την οποία το δικαστήριο ακύρωσε, με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος, την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση να κατακυρώσουν τον διαγωνισμό προσφορών με αριθμό ΑΤ.57/96 (ο 'Διαγωνισμός') στην εταιρεία NINTE INTERNATIONAL LTD, είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο αποτέλεσμα.»

Τα πιο κάτω γεγονότα αποτελούν κοινό έδαφος:

Η αιτήτρια ασχολείται, μεταξύ άλλων, με εισαγωγή και προμήθεια μηχανικού εξοπλισμού και μηχανημάτων. Μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της υπέβαλε προσφορά στο διαγωνισμό για την προμήθεια στην καθ΄ ης η αίτηση των μηχανών πώλησης τηλεκαρτών. Η καθ΄ ης η αίτηση απέρριψε την προσφορά και κατακύρωσε το διαγωνισμό στο Ε.Μ.. Η αιτήτρια άσκησε την προσφυγή 350/97 κατά της πιο πάνω απόφασης. Η προσφυγή απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση. Η αιτήτρια άσκησε την Αναθεωρητική Έφεση 2965 εναντίον της απορριπτικής απάφασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο με πλειοψηφία 4 εναντίον 1, αποδέχθηκε την έφεση της αιτήτριας και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για το λόγο ότι η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ΄ ης η αίτηση ήταν προδήλως παράνομη αφού κατά τη συζήτηση και τη λήψη της απόφασης παρευρίσκοντο πρόσωπα ξένα προς την κατά νόμο συγκρότηση του οργάνου (βλ. K.P. Parpas Enterprises Ltd v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Α.Ε. 2965/5.6.2002).

΄Υστερα από την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση η αιτήτρια με επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 6.6.2002 κάλεσε την καθ΄ ης η αίτηση «όπως άλλωστε έχει υποχρέωση να πράξει με βάση τις πρόνοιες του αρ. 146.5 του Συντάγματος, να συμμορφωθεί αμέσως με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου και να προχωρήσει σε επανεξέταση του θέματος με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε αμέσως πριν από τη λήψη της ακυρωθείσας απόφασης».

Η αιτήτρια ισχυρίσθηκε (βλ. παραγ. 5 των γεγονότων της προσφυγής) ότι η καθ΄ ης η αίτηση δεν συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση και ως εκ τούτου καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

Από την άλλη η καθ΄ ης η αίτηση με την ένσταση της ισχυρίσθηκε ότι «δεν υπάρχει παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας δεδομένου ότι έλαβαν όλα τα μέτρα για επανεξέταση της ακυρωθείσας πράξης». Τα μέτρα αυτά - πάντοτε σύμφωνα με την ένσταση - έχουν ως εξής:

Με επιστολή του, ημερ. 27.6.2002, προς τον Γραμματέα Νομικών Υπηρεσιών και Δημοσίων Σχέσεων της καθ΄ ης η αίτηση ο δικηγόρος της τελευταίας επεσύναψε την απόφαση της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας στην πιο πάνω Α.Ε. 2965 και εξήγησε τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ταυτόχρονα συμβούλευσε τον πιο πάνω λειτουργό ότι «εν όψει της κατάληξης της πλειοψηφίας η Αρχή θα πρέπει να επανεξετάσει το ζήτημα με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς της πρώτης εξέτασης χωρίς να είναι παρόντες οι υπηρεσιακοί». Ο πιο πάνω λειτουργός έθεσε την επιστολή ενώπιον του Γενικού Διευθυντή της Αρχής και ζήτησε τις οδηγίες του. Ο τελευταίος έδωσε οδηγίες στον πιο πάνω λειτουργό να θέσει το ζήτημα «αμέσως ενώπιον του αρμοδίου οργάνου για επανεξέταση σύμφωνα με τη συμβουλή του Νομικού Συμβούλου».

Η επανεξέταση καθυστέρησε διότι δεν ανευρίσκοντο οι σχετικές προσφορές και τελικά διαπιστώθηκε ότι είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια στην πιο πάνω Προσφυγή 350/97 και ζητήθηκε η επιστροφή τους (βλ. παραγ. 3 των γεγονότων της ένστασης). Στις 24.7.2002 συνήλθε το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών της καθ΄ ης η αίτηση. Σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό (βλ. Παράρτημα 2 στην ένσταση) «κατόπιν μελέτης το Συμβούλιο αποφάσισε την επαναξιολόγηση της πιο πάνω προσφοράς και όρισε τριμελή Επιτροπή Επαναξιολόγησης».

Στο στάδιο των διευκρινίσεων ο κ. Κ. Χατζηιωάννου ανέφερε: «Η επανεξέταση ξεκίνησε. Υπήρξε πρόβλημα επανεξέτασης των προσφορών διότι κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και απωλέσθηκαν και τώρα το ζήτημα βρίσκεται ενώπιον του Συμβουλίου Προσφορών της Αρχής για να δώσει συμβουλή στην Αρχή».

Η παρούσα προσφυγή ασκήθηκε στις 10.10.2002. Ένσταση καταχωρήθηκε στις 26.3.2002. Η γραπτή αγόρευση της αιτήτριας καταχωρήθηκε στις 5.5.2003 και η γραπτή αγόρευση της καθ΄ ης η αίτηση στις 4.12.2003. Σημειώνεται ότι είχε δοθεί επανειλημμένως παράταση στον δικηγόρο της καθ΄ ης η αίτηση για την καταχώριση της γραπτής του αγόρευσης. Στο αίτημα του για παράταση της προθεσμίας το οποίο υπέβαλε στις 4.11.2003 ανέφερε:

«Δεν έχω καταχωρήσει τη γραπτή μου αγόρευση διότι η επανεξέταση των προσφορών βρίσκεται στο τελικό στάδιο και εντός των επόμενων 2 εβδομάδων θα ληφθεί η τελική απόφαση. Η καθυστέρηση οφειλόταν στο ότι απωλέσθηκαν τα πρωτότυπα έγγραφα που είχαν κατατεθεί στο Δικαστήριο σαν τεκμήρια στην προηγούμενη υπόθεση και γίνεται προσπάθεια, η οποία συνεχίζεται, επανασυγκρότησης των φακέλων των προσφορών. Γι΄ αυτό και δεν καταχώρησα την αγόρευση και γι΄ αυτό άλλωστε καθυστέρησε το αποτέλεσμα της επανεξέτασης διότι η επανεξέταση άρχισε από πέρσι του Ιούλιο. Είχαν κατατεθεί στο δικαστήριο τα πρωτότυπα των προσφορών μετά από παράκληση του κ. Ευαγγέλου αλλά απωλέσθηκαν. Για τους λόγους αυτούς ζητώ μια αναβολή 15 ημερών».

Σημειώνεται, επίσης, ότι η απόφαση επιφυλάχθηκε στις 15.1.2004 και μέχρι τότε δεν είχε συμπληρωθεί η επανεξέταση.

Ο κ. Ευαγγέλου, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146.5 του Συντάγματος, όπως αυτό ερμηνεύτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου σε σειρά από αποφάσεις (βλ. Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 1335 και Kyriacou and Others v. The Minister of the Interior (1988) 3 C.L.R. 643) αμέσως μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης, η Διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί ενεργά με την ακυρωτική απόφαση και να επανεξετάσει το ζήτημα με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα από το δικαστήριο απόφαση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στην υπόθεση Όλγα Μαυρομμάτη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3943 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) στην οποία λέχθηκε ότι το καθήκον της διοίκησης προς συμμόρφωση είναι καθήκον που «επιβάλλει στη διοίκηση να εξαφανίσει τα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξης και να αποκαταστήσει την τάξη πραγμάτων που ίσχυε πριν την έκδοση της». Το ερώτημα λοιπόν που θα πρέπει να απασχολήσει το δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση - συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος - είναι κατά πόσο υπήρξε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση στην Έφεση όπως καθορίζει το Σύνταγμα και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου.

Ο κ. Ευαγγέλου έδωσε αρνητική απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα. Υποστήριξε, επίσης, ότι η πιο πάνω απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών (βλ. σελ. 3-4, πιο πάνω) ημερ. 24.7.2002 δεν αποτελεί ενεργό συμμόρφωση γιατί ενεργός συμμόρφωση σημαίνει την επανεξέταση του θέματος με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που λήφθηκε η ακυρωθείσα από το δικαστήριο απόφαση. Και στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Ακόμα και αν υποθέσουμε - κατέληξε - για σκοπούς συζήτησης ότι η επαναξιολόγηση του Διαγωνισμού συνιστά επανεξέταση του θέματος όπως ορίζεται πιο πάνω, θα πρέπει να υπάρχει επαναξιολόγηση του Διαγωνισμού. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Υπάρχει μόνο απόφαση για επαναξιολόγηση του Διαγωνισμού και όχι επαναξιολόγηση του Διαγωνισμού.

Από την άλλη ο κ. Χατζηιωάννου υπέβαλε ότι δεν υπάρχει παράλειψη συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση γιατί:

(α) Η καθ΄ ης η αίτηση αποφάσισε την επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης πράγμα που σημαίνει ότι επαναφέρει τα πράγματα όπως είχαν πριν τη λήψη της ακυρωθείσας απόφασης.

(β) Άρχισε διαδικασία επανεξέτασης του ζητήματος κατακύρωσης της προσφοράς στο Ε.Μ..

(γ) Όλα τα πιο πάνω έλαβαν χώραν πριν την καταχώριση της προσφυγής.

Έχει νομολογηθεί ότι «παράλειψη αποκατάστασης της νομιμότητας με την εξαφάνιση της πράξης, συνιστά παράλειψη εκπλήρωσης υποχρέωσης που θέτει το άρθρο 146.5 του Συντάγματος που επιβάλλει την ενεργό συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, και συνιστά παράλειψη υποκείμενη σε αναθεώρηση βάσει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος» (βλ. Εγγλεζάκης κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697, 702 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).

Αυτό που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο έχει σημειωθεί παράλειψη συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση. Έχω την άποψη πως για να σημειωθεί συμμόρφωση πρέπει η διοίκηση να επανεξετάσει το θέμα και να καταλήξει σε νέα απόφαση. Η απόφαση της διοίκησης ημερ. 24.7.2002 να αρχίσει την επαναξιολόγηση της επίδικης προσφοράς - όπως είναι εδώ η περίπτωση - δεν συνιστά συμμόρφωση.

Στην παρούσα υπόθεση η ακυρωτική απόφαση εκδόθηκε στις 5.6.2002 και τέθηκε υπόψη της καθ΄ ης η αίτηση με επιστολή του δικηγόρου της αιτήτριας ημερ. 6.6.2002. Η προσφυγή ασκήθηκε στις 10.10.2002 και μέχρι την ημερομηνία εκείνη - και την ημερομηνία επιφύλαξης της απόφασης στις 15.1.2004 - δεν είχε επανεξεταστεί το θέμα με την έκδοση νέας απόφασης. Με άλλα λόγια δεν είχε σημειωθεί συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση.

Έχω την άποψη πως η συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση πρέπει να λαμβάνει χώραν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Το τί αποτελεί εύλογο χρονικό διάστημα εξαρτάται πάντοτε από τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Η καθ΄ ης η αίτηση έχει επικαλεσθεί την απουσία των σχετικών φακέλων οι οποίοι είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια στην πιο πάνω Προσφυγή 350/97. Το γεγονός της καταχώρισης ήταν εντός της γνώσεως της καθ΄ ης η αίτηση και του δικηγόρου της και μπορούσαν οι φάκελοι να τους επιστραφούν ευχερώς και συντόμως ύστερα από το σχετικό διάβημα στο δικαστήριο. Κρίνω επομένως ότι η απουσία των φακέλων δεν αποτελεί περίσταση η οποία δικαιολογούσε την μη επανεξέταση του θέματος μέχρι την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής. Έπεται πως ο χρόνος που παρήλθε από την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης μέχρι την άσκηση της προσφυγής δεν ήταν εύλογος. Επομένως έχει σημειωθεί παράλειψη συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση κατά παράβαση του αρ. 146.5 του Συντάγματος. Σαν τέτοια η παράλειψη υπόκειται σε αναθεώρηση και ακυρώνεται.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη παράλειψη ακυρώνεται.

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο