ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 82
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση αρ. 770/02)
11 Φεβρουαρίου, 2004
[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ
Αιτητής,
- ν. -
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθής η αίτηση.
----------------------
Α. Σ. Αγγελίδης,
για τον αιτητήΑ. Δημητρίου, για την καθής η αίτηση
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ: Προσβάλλεται η απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Αρχή) με την οποία προάχθηκε στη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή Σταθμού Β (Μηχανολογική Συντήρηση) από 1/9/02 το ε.μ. αντί ο αιτητής.
Ο αιτητής προσλήφθηκε στην Αρχή σαν Τεχνικός βοηθός την 1/3/71 στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό Δεκέλειας. Αφού κατέλαβε διάφορες άλλες θέσεις την 1/10/91 προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Τεχνικού Μηχανολογικής Συντήρησης Σταθμού κλίμακα Α8-Α9 και από την 1/7/97 τοποθετήθηκε στην ίδια θέση, σε κλίμακα όμως Α9.
Το ε.μ. προσλήφθηκε στην Αρχή τις 15/12/66 στη θέση Μηχανολόγου Εφαρμοστή. Αφού κατέλαβε διάφορες θέσεις την 1/10/91 προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Τεχνικού Μηχανολογικής Συντήρησης Σταθμού, κλίμακα Α8-Α9 και από την 1/7/97 τοποθετήθηκε στην ίδια θέση αλλά σε κλίμακα Α9 όπως και ο αιτητής.
Στις 4/1/02 η Αρχή γνωστοποίησε την πρόθεση της για πλήρωση θέσης Τεχνικού Επιθεωρητή Β (Μηχανολογική Συντήρηση) Κλίμακα Α10 για την οποία μεταξύ άλλων αποτάθηκαν τόσο ο αιτητής όσο και το ε.μ. Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για προαγωγή γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού στις 27/3/02 επέλεξε τρεις υπαλλήλους σαν επικρατέστερους μεταξύ δε αυτών τον αιτητή και
το ε.μ. Η εν λόγω εισήγηση τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής για θέματα προσωπικού η οποία στις 12/7/02 σε συνεδρία της αποφάσισε να συστήσει για προαγωγή το ε.μ. Η Αρχή στις 24/7/02 αποφάσισε την προαγωγή του ε.μ.Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση για μια σειρά από λόγους. Θα εξεταστούν με τη σειρά που προβάλλονται,
1.
Παράνομη και αναιτιολόγητη η σύσταση του Γενικού Διευθυντή.Η σύσταση του Διευθυντή κατά το συνήγορο του αιτητή είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και ως εκ τούτου αναιτιολόγηση. Δεν καταγράφεται η σύγκριση την οποία λέγει ότι έκαμε ο Διευθυντής ούτε και εξηγεί γιατί αγνοεί την κατά οχτώ έτη υπεροχή σε αρχαιότητα του έναντι του ε.μ.
Η απάντηση της Αρχής στα πιο πάνω είναι ότι η σύσταση του διευθυντή δεν είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων εφόσον από αυτούς δεν προκύπτει υπεροχή του αιτητή. Δε χρειάζεται η σύσταση του Διευθυντή να είναι αιτιολογημένη.
Θα συμφωνήσω με τη θέση της Αρχής ότι η σύσταση δεν είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Θα φανεί στην πορεία της απόφασης γιατί αποδέχομαι την εν λόγω θέση. Παραμένει το ερώτημα κατά πόσο η σύσταση ήταν αιτιολογημένη ή όχι ή αρκούντως αιτιολογημένη και στην περίπτωση που δεν υπάρχει ή δεν υπάρχει ικανοποιητική αιτιολογία αν αυτό κάμνει ελαττωματική τη σύσταση του Διευθυντή. Θα επανέλθω επί του θέματος πιο κάτω.
2.
Αξία-αρχαιότητα-προσόντα(α) Αξία.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι από τα στοιχεία των φακέλων προκύπτει ότι έχει την ίδια αξία ή δεν υστερεί σε συνολική αξία έναντι του ε.μ. Αναγνωρίζει όμως ότι το ε.μ. έχει βαθμολογηθεί με περισσότερα Α αλλά λέγει ότι δεν συνιστούν ουσιαστική διαφορά στα πολλά χρόνια υπηρεσίας. Διαφωνώ με τη θέση αυτή του αιτητή. Δεν έχει με βάση τις ετήσιες εκθέσεις την ίδια αξία με το ε.μ. Είναι καταφανής και όχι περιθωριακή η διαφορά τους. Από μια σύγκριση της βαθμολογίας τους για τα έτη 1995 μέχρι 2001 προκύπτει ότι υπάρχει υπεροχή του ε.μ. για κάθε έτος αφού ετήσια βαθμολογείται με περισσότερα Α από τον αιτητή και η συνολική εικόνα που παρουσιάζει είναι καλύτερη αυτής του αιτητή. Έχει 30 Α και 38 Β το ε.μ. και 23 Α και 45Β ο αιτητής.
(β) Αρχαιότητα
Ο αιτητής λέγει υπερέχει κατά 8 χρόνια σε αρχαιότητα του ε.μ. αφού προήχθη στην προηγούμενη θέση αυτής που κατείχαν το 1982 και το ε.μ. το 1990. Λυπούμαι να πω ότι εδώ υπάρχει μη ορθή παράθεση των γεγονότων. Και τα δύο μέρη κατείχαν τη θέση Ανώτερου Τεχνικού Μηχανολογικής Συντήρησης Σταθμού από 1/10/91. Η προηγούμενη θέση που κατείχαν ήταν αυτή του Επιστάτη Συντήρησης Σταθμού στην οποία ο μεν αιτητής προήχθη πράγματι την 1/8/82 το δε ε.μ. την 1/3/90.
Υποδεικνύεται από το συνήγορο της Αρχής ότι σύμφωνα με σχετικούς κανονισμούς η αρχαιότητα των υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια θέση κρίνεται με βάση την ημερομηνία διορισμού ή προαγωγής στη θέση αυτή και στην περίπτωση ταυτόχρονου διορισμού στη συγκεκριμένη θέση η αρχαιότητα κρίνεται με βάση την προηγούμενη αρχαιότητα των υπαλλήλων (Βλ. Κ.Δ.Π. 291/86, Καν. 25(1)(2)]. Υπάρχει όμως και ο ισχυρισμός από πλευράς Αρχής ότι με βάση τη νομολογία η έμμεση αρχαιότητα είναι περιορισμένη. Γίνεται παραπομπή στην υπόθεση Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας, προσφ. 1231/96, ημερ. 15/7/97. Στην εν λόγω υπόθεση υιοθετείται η αρχή με αναφορά μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Οικονόμου κ.α. ν. Δημοκρατίας, προσφ. 128/89, ημερ. 7/11/90, Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, ότι η έμμεση αρχαιότητα έχει σημασία αλλά περιορισμένη. Δεν έχω βεβαίως παρά να συμφωνήσω με την πιο πάνω θέση ότι η σημασία της έμμεσης αρχαιότητας είναι περιορισμένη.
Θα ήθελα επιπλέον να υποδείξω ότι το ε.μ. προσλήφθηκε στην Αρχή πέντε χρόνια περίπου πριν από τον αιτητή. Ενόψει όλων επομένως των πιο πάνω βρίσκω ότι η αρχαιότητα από μόνη της δεν μπορούσε να δώσει προβάδισμα στον αιτητή, πολύ περισσότερο αφού αυτή ήταν μόνο έμμεση.
(γ) Προσόντα
Ο αιτητής με την αγόρευση του συνηγόρου του θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου τον ισχυρισμό το ε.μ. υστερεί από άποψης προσόντων του αιτητή. Παρατίθενται τα προσόντα και των δύο. Δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο αιτητής υπερτερεί σε προσόντα του ε.μ. Γίνεται αναφορά από πλευράς αιτητή σε κάποιο πιστοποιητικό που αυτός έλαβε από Ινστιτούτο στο Λονδίνο. Είναι άγνωστη η διάρκεια της φοίτησης. Είναι ορθή η επισήμανση του συνηγόρου της Αρχής ότι και τα δύο μέρη κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και ότι με βάση το ίδιο το σχέδιο δεν αποτελούν πλεονέκτημα οποιαδήποτε πρόσθετα προσόντα είτε του ενός είτε του άλλου.
Ενόψει επομένως των πιο πάνω ο αιτητής δεν υπερέχει έναντι του ε.μ. και όπως φάνηκε η σύσταση του διευθυντή δεν ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Χρειάζεται όμως να επανέλθω στο θέμα της σύστασης του διευθυντή και ειδικότερα στον ισχυρισμό ότι αυτή δεν ήταν αιτιολογημένη. Όπως ήδη αναφέρθηκε κατά τον συνήγορο της Αρχής δεν χρειάζεται να υπάρχει αιτιολογία. Παρόμοιο θέμα τέθηκε και αποφασίστηκε στην υπόθεση Αθανάσης Χριστοφή ν. Α.Η.Κ., προσφ. 776/95, ημερ. 2/12/96. Αναφέρονται τα εξής:
«Είμαι της γνώμης ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τους πιο κάτω λόγους: Πρώτον, η σύσταση του διευθυντή πάσχει γιατί είναι γενική και αόριστη και μπορεί να τύχει εφαρμογής σε κάθε περίπτωση. Ο ισχυρισμός του δικηγόρου της καθ' ης η αίτηση Αρχής ότι δήθεν ο Καν. 23(4) της ΚΔΠ 291/86 δεν απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση αλλά απλώς σύσταση δε με βρίσκει σύμφωνο. Η νομολογία καθορίζει ότι εφόσον η σύσταση περιέχει αιτιολογία αυτή υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. (Βλ. Republic v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106, Kατερίνα Γεωργιάδου v. Δημοκρατίας, Α. 817, της 12/7/90, Νιόβη Παπαϊωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, σελ. 721. Στην υπόθεση 717/87 κ.α. Χαρά Γενακρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, απόφαση δόθηκε στις 29/6/92, αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελ. 10:
«Σύμφωνα με τη νομολογιακή εξέλιξη σε σχέση με τις συστάσεις του οικείου τμήματος κατά το άρθρο 35(3) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69) όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 53/79 που ίσχυε κατά το χρόνο της υποβολής των συστάσεων, δεν είναι αναγκαία η αιτιολόγηση των συστάσεων του οικείου τμήματος. Εφόσο όμως το οικείο τμήμα επιλέξει να τις αιτιολογήσει αυτή η αιτιολόγηση ελέγχεται δικαστικά και στην περίπτωση που θα φανεί ότι πάσχει, η απόφαση μπορεί να ανατραπεί. (Βλ. Republic v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106, Kατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 817 της 12 Ιουλίου 1990, Νιόβη Παπαϊωάννου και άλλοι ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 891 της 19 Δεκεμβρίου 1991)»
Θα παραθέσω πιο κάτω και τη σύσταση του Διευθυντή στην πιο πάνω υπόθεση ώστε να μπορεί να γίνει σύγκριση αφού παρατεθεί πιο κάτω και η σύσταση στην παρούσα:
«Ο Διευθυντής δηλώνει ότι κατά την άποψη του ο 8246 Χρυσάνθου Λάμπρος, ο οποίος επελέγη ομόφωνα από τη Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής ως ένας από τους τρεις επικρατέστερους υποψηφίους και με την οποία γνώμη συμφωνεί, παρόλο που υστερεί σε αρχαιότητα ενός των επικρατεστέρων υποψηφίων του 8239 Χριστοφή Αθανασίου, υπερτερεί αυτού σε τέτοιο βαθμό σε πείρα, αξία, επίδοση και απόδοση στην υπηρεσία και είναι αρχαιότερος του άλλου επικρατέστερου υποψηφίου του 8527 Μιτίδη Ανδρέα και ως εκ τούτου τον κρίνει ότι υπερέχει των άλλων υποψηφίων και τον συστήνει για προαγωγή.»
Η σύσταση του Διευθυντή στην παρούσα έχει ως εξής όπως καταγράφεται στο πρακτικό της Αρχής ημερ. 24/7/02:
«Ο Διευθυντής, μετά από προσεκτική μελέτη των προσωπικών φακέλων, των εμπιστευτικών εκθέσεων και φύλλων αξιολογήσεων των υποψηφίων και, με βάση την προσωπική του γνώση καθώς επίσης, τις πληροφορίες που πήρε από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων, πρότεινε για προαγωγή στην κρινόμενη θέση τον 92851 Χριστάκη Χαραλάμπους, αφού προηγουμένως υιοθέτησε τις συστάσεις και απόψεις του, και επανέλαβε τα όσα ήδη εξέφρασε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για θέματα προσωπικού (στο εξής «η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή»), στη συνεδρία ημερ. 12 Ιουλίου 2002, όπως καταγράφονται στα πρακτικά τα οποία τέθηκαν ενώπιον των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, κατά την παρούσα συνεδρία τους και για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται σ' αυτά.»
Ενόψει του ότι γίνεται παραπομπή στο πρακτικό στα όσα ο Διευθυντής ανέφερε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής χρειάζεται η παράθεση της σύστασης όπως έγινε εκεί καίτοι δεν απέχει όσων είπε ενώπιον του Συμβουλίου:
«Έχω μελετήσει όλα τα ενώπιον μου στοιχεία που περιέχονται στους προσωπικούς φακέλους και στις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων. Κατόπιν δικής μου έρευνας διαπιστώνω ότι ο υποψήφιος 94103 Δημήτριος Γ. Παφίτης, ο οποίος παρουσιάζεται στον κατάλογο χρώματος ροζ, δεν πληροί τις πρόνοιες της παραγράφου ΙΙΙ.1 του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι ο εν λόγω υποψήφιος δεν είναι προσοντούχος υποψήφιος για την υπό πλήρωση θέση.
Προχωρώντας στην εξέταση των υπολοίπων υποψηφίων, οι οποίοι παρουσιάζονται στον κατάλογο χρώματος λευκού, διαπιστώνω ότι όλοι τους πληρούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Έχω πάρει πληροφορίες για τον καθένα από αυτούς, από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς τους, τόσο σε σχέση με την απόδοση και γενικά την προσφορά τους στην υπηρεσία, όσο και για τις προσωπικές ιδιότητες του καθενός. Με βάση τα στοιχεία αυτά και έχοντας υπόψη τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης, συστήνω τον 92851 Χριστάκη Χαραλάμπους, ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους, για προαγωγή στη θέση του Τεχνικού Επιθεωρητή Σταθμού Β' (Μηχανολογική Συντήρηση), Κλίμακα Α10, στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Δεκέλειας.»
Το ερώτημα είναι αν όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Χριστοφή ν. Α.Η.Κ. (ανωτέρω) βρίσκουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Αυτό που προκύπτει από την εν λόγω απόφαση και τις αυθεντίες που παραθέτει για υποστήριξη της είναι ότι εφόσον υπάρχει αιτιολογία στη σύσταση του διευθυντή τότε αυτή υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Είναι όμως σαφές ότι εφόσον ο Νόμος ή οι κανονισμοί επιτρέπουν την άνευ αιτιολογίας σύσταση αυτή δεν υπόκειται σε έλεγχο όταν γίνεται χωρίς να παρατίθεται σ' αυτήν αιτιολογία. Στην παρούσα περίπτωση με βάση τους κανονισμούς της Αρχής δεν απαιτείται η σύσταση να είναι αιτιολογημένη, όπως είναι και η περίπτωση με βάση το άρθρ. 35(3) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969.
Είμαι της άποψης ότι στην παρούσα υπόθεση η σύσταση του διευθυντή δεν περιέχει αιτιολογία καθώς αυτός είχε την ευχέρεια να πράξει με βάση τους κανονισμούς. Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται της υπόθεσης Χριστοφή ν. Α.Η.Κ. (ανωτέρω) όπου επιχειρήθηκε να δοθεί αιτιολογία η οποία όμως κρίθηκε από το δικαστήριο σαν ανεπαρκής. Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι η σύσταση του διευθυντή δεν πάσχει εφόσον από τη μια δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και από την άλλη δεν χρειαζόταν να είναι αιτιολογημένη και δεν υπήρξε αιτιολογία η οποία να υπόκειται σε έλεγχο. Αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Ο αιτητής επικαλείται σαν χωριστούς λόγους ακύρωσης την υπεροχή του σε αξία αρχαιότητα, πείρα, προσόντα. Ήδη το δικαστήριο σχολίασε και αποφάσισε για τα πιο πάνω με εξαίρεση το θέμα της πείρας. Δεν βρίσκω ότι υπερέχει ο αιτητής από άποψης πείρας.
Η επαγγελματική του εξέλιξη δεν ήταν πολύ διάφορη αυτής του ε.μ. ιδιαίτερα στην τελευταία προ του επίδικου διορισμού θέση ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι υπερέχει σε πείρα.
Δοθέντων των πιο πάνω είναι ορθή η επισήμανση του συνηγόρου της Αρχής ότι εν πάση περιπτώσει στην περίπτωση προαγωγών για να επέμβει το δικαστήριο θα πρέπει όχι μόνο να καταδειχθεί ότι υπάρχει υπεροχή του αιτητή αλλ' αυτή θα πρέπει να είναι έκδηλη. (Βλ. μεταξύ άλλων Ηλιόπουλου ν. Α.Η.Κ., προσφ. αρ. 547/96 ημερ. 7/5/97, Μichanicos & another v. Republic (1976) 3 C.L.R. 237 και Χατζηιωάννου ν. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041). Στην παρούσα περίπτωση με κανένα τρόπο δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο αιτητής έδειξε υπεροχή πολύ περισσότερο έκδηλη υπεροχή έναντι του ε.μ.
Έλλειψη αιτιολογίας
Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι δεν προκύπτει με ποιό τρόπο το Συμβούλιο της Αρχής κατέληξε να προτιμήσει το ε.μ. έναντι του αιτητή, πολύ περισσότερο εφόσον ο τελευταίος υπερείχε σε αξία, προσόντα, αρχαιότητα. Η τελευταία αυτή θέση βεβαίως δεν υσταθεί με βάση τα όσα πιο πάνω έχουν αναφερθεί. Έχω μελετήσει με προσοχή όσα αναφέρονται στην επίδικη απόφαση. Βρίσκω ότι αυτή είναι αρκούντως αιτιολογημένη. Εξέτασε κάθε ζήτημα που έπρεπε να λάβει υπόψη και για το οποίο κάμνει ειδική μνεία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ε.μ. ήταν ο πλέον κατάλληλος.
Τέλος προβάλλεται εκ μέρους του αιτητή χωρίς να αναπτύσσεται ότι ο κατάλογος των υποψηφίων για προαγωγή δεν έτυχε της έγκρισης του Συμβουλίου της Αρχής. Πέραν από το γεγονός ότι δεν εξειδικεύται πως αυτό κάμνει τη διαδικασία να πάσχει, βρίσκω ότι ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Όπως ορθά επισημαίνεται και στην αγόρευση των συνηγόρων της Αρχής φαίνεται ότι το Συμβούλιο ασχολήθηκε με τις αιτήσεις όλων των υποψηφίων και κάμνει ειδική μνεία στους καταλόγους που του υποβλήθηκαν.
Εν κατακλείδι η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Τα έξοδα να πληρωθούν από τον αιτητή.
Γ. Αρέστης, Δ.
/ΚΑΣ