ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 4 ΑΑΔ 444

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 361/1999)

16 Μαΐου, 2003

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΑΡΤΟΥΤΣΙΟΣ,

Αιτητής,

ν.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ου η Αίτηση.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Π. Πολυβίου, για το Καθ΄ου η Αίτηση.

Α. Λυκούργου (κα) για Γ. Τριανταφυλλίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ) προκήρυξε στις 3.12.1998 μια θέση Τμηματάρχη Στήριξης Παραγωγής, ως θέση προαγωγής. Μεταξύ άλλων επέδειξαν ενδιαφέρον τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος (Ε/Μ).

Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ κατά τη συνεδρία του στις 15.1.1999 αφού έλαβε υπόψιν τα ενώπιον του στοιχεία, τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων καθώς και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, την οποία και ακολούθησε, αποφάσισε την προαγωγή στην επίδικη θέση του Ε/Μ από 1.2.1999. Κατά την έκδοση της απόφασης του το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ, όπως έπραξε και στη σύσταση του ο Γενικός Διευθυντής, δεν έλαβε υπόψιν τις εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1990 και μετά με το αιτιολογικό ότι συντάχθηκαν κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου αρ. 155/90.

Ο δικηγόρος του αιτητή προβάλλει με τη γραπτή του αγόρευση τους ακόλουθους λόγους ακυρότητας:-

(α) ότι το διοικητικό συμβούλιο του ΡΙΚ έλαβε υπόψιν τη γνωμάτευση του δικηγόρου του, ενώ είχε αποφασίσει ότι υπό τη νέα του σύνθεση «πως οτιδήποτε είχε συζητηθεί και ότι αποφασίστηκε μέχρι τότε δεν ίσχυε

(β) ότι αυθαίρετα και υπό νομική πλάνη καθορίστηκε η επίδικη θέση ως θέση προαγωγής.

(γ) ότι η απόφαση για να μη ληφθούν υπόψη οι εμπιστευτικές εκθέσεις από το 1990 και μετά ήταν λανθασμένη.

(δ) ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη ιδιαίτερα στο θέμα της κατοχής της Αγγλικής γλώσσας από το Ε/Μ.

Ο δικηγόρος του Ε/Μ προβάλλει προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος γιατί δεν κατέχει απαραίτητο προσόν του σχεδίου υπηρεσίας δηλαδή αυτού της γνώσης μέσων για την παραγωγή και μετάδοση ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών προγραμμάτων.

Το διοικητικό συμβούλιο του ΡΙΚ, αποφάνθηκε επί του θέματος και θεώρησε ότι ο αιτητής κατείχε τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα.

Έχω μελετήσει το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων επί του θέματος καθώς και τα συνοδευτικά στοιχεία. Είμαι της γνώμης ότι η πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας για «γνώση των τεχνικών μέσων για την παραγωγή ως και μετάδοση ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών προγραμμάτων» πρέπει να ερμηνευθεί με τα καθήκοντα της θέσης όπως διαγράφονται στο ίδιο σχέδιο υπηρεσίας. Από τα στοιχεία που είναι ενώπιον μου καθώς και από τον προσωπικό φάκελο του αιτητή προκύπτει ότι ο αιτητής εύλογα θεωρήθηκε ότι κατείχε το εν λόγω προσόν. Κατά συνέπεια διατηρεί το έννομο του συμφέρον να επιζητεί με την προσφυγή την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Η γνωμάτευση του δικηγόρου του ΡΙΚ την οποία έλαβε το νεοσυσταθέν διοικητικό συμβούλιο δεν αφορά καθόλου τον αιτητή ούτε το Ε/Μ. Αφορά αποκλειστικά άλλον υποψήφιο, ο οποίος μάλιστα προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο και μεταξύ άλλων πρόβαλε τον ίδιο λόγο και απερρίφθη (Βλέπε: Γρηγόρης Μαλλιώτης ν. ΡΙΚ, Υπόθεση αρ. 356/99, ημερ. 29.5.2002). Ο λόγος αυτός είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.

Περαιτέρω ο αιτητής παραπονείται ότι αυθαίρετα και κατά πλάνη το ΡΙΚ προκήρυξε τη θέση ως θέση προαγωγής ενώ είναι, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, σύμφωνα και με τον Κανονισμό 13(2) της Κ.Δ.Π. 317/87. Το θέμα αυτό έχει ήδη κριθεί με την απόφαση μου στη Γρηγόρης Μαλλιώτης (πιο πάνω) όπου ανέφερα μεταξύ άλλων τα εξής:-

«Ο Κανονισμός αυτός δεν μπορεί αν τύχει άλλης ερμηνείας εκτός από τη γραμματική ερμηνεία και το νόημα που προκύπτει απ΄ αυτόν. Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ έχει τη διακριτική εξουσία εκ του Κανονισμού να προκηρύξει τη θέση ως θέση Προαγωγής η οποία θα πληρωθεί κατά τον αυτόν τρόπο όπως και η πλήρωση θέσεων προαγωγής, όπως προνοεί η παράγραφος 3 (πιο πάνω) του Κανονισμού. Ως εκ τούτου οι εισηγήσεις του αιτητή ότι κατά πλάνη και χωρίς καμιά εξουσία το Διοικητικό Συμβούλιο προκήρυξε τη θέση ως θέση προαγωγής είναι ανεδαφικές και δεν μπορούν να ευσταθήσουν. Δεν έχει τεκμηριωθεί οποιαδήποτε πλάνη ή υπέρβαση εξουσίας. Επίσης δεν ευσταθεί ότι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι το καθ΄ου η αίτηση Συμβούλιο προχώρησε στην πλήρωση της θέσης παράνομα και πεπλανημένα μετατρέποντας το σχέδιο υπηρεσίας. Καμιά μετατροπή του σχεδίου υπηρεσίας δεν επέφερε το Συμβούλιο εκτός του γεγονότος ότι προκήρυξε τη θέση ως θέση Προαγωγής, δυνάμει της εξουσίας που του παρείχε ο ίδιος ο Κανονισμός.»

Με τον επόμενο λόγο ακύρωσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι λανθασμένα και παράνομα το ΡΙΚ δεν έλαβε υπόψη τις εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 1990 και μετέπειτα γιατί δεν είχαν τέτοια εξουσία.

Και ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Στην απόφαση μου στην υπόθεση Ανδρέας Φλωρίδης ν. ΡΙΚ, Υπόθεση αρ. 252/98, ημερ. 20.9.2002 εξηγώ τους λόγους αναφέροντας και τα εξής:-

«Όσον αφορά τον πρώτο λόγο θεωρώ ότι ορθά τόσο ο Γενικός Διευθυντής όσο και το διορίζον όργανο αγνόησαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις για τους υποψηφίους που συνετάχθησαν μετά το 1990. Επί του θέματος αυτού έχει δώσει ορθή λύση η νομολογία. Ο Νόμος 155/90 τυγχάνει εφαρμογής και για την περίπτωση του ΡΙΚ, οργανισμό δημοσίου δικαίου που δεν έχει δική του αυτοτέλεια αφού επιχορηγείται ετησίως από το Κράτος τα δε πλείστα δάνεια του τυγχάνουν κυβερνητικής εγγύησης. Παραπέμπω στις υποθέσεις Αττίκη κ.ά. ν. ΡΙΚ, Υποθέσεις 40/97, 75/97, 97/97 και 182/97, ημερ. 18.7.2000, Χρυσάνθου ν. ΡΙΚ, Υπόθεση αρ. 180/99, ημερ. 29.12.2000, Κουκουνίδη ν. ΡΙΚ, Υπόθεση αρ. 46/2001, ημερ. 30.11.2001, Παπαντωνίου ν. ΡΙΚ, Υπόθεση αρ. 214/98, ημερ. 28.6.2001

Ουσιώδης λόγος ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής είναι ο ισχυρισμός ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη, ιδιαίτερα η μη μνεία και παραγνώριση της αρχαιότητας του αιτητή στην αμέσως προηγούμενη θέση η οποία υπολογίζεται σχεδόν σε δεκαεννέα χρόνια.

Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω ολόκληρο το κείμενο της σύστασης που έχει ως εξής:-

«Έχω μελετήσει και έχω λάβει υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων. Αγνόησα το περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων τους για την περίοδο από το 1990 μέχρι σήμερα, γιατί δεν συντάχθηκαν με βάση τον Νόμο 155/90 που απαιτεί οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις για τους υπαλλήλους των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου να συντάσσονται με Κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των οικείων Νόμων.

Όμως, και αν ακόμη δεν αγνοούσα το περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων της περιόδου μετά το 1990, δεν θα διαφοροποιούσα την εκτίμηση και σύσταση μου για τον καταλληλότερο από τους υποψηφίους για τη θέση, γιατί η εικόνα της αξίας τους, όπως κατοπτρίζεται στις βαθμολογίες στις εν λόγω Εκθέσεις είναι η ίδια, δηλαδή έχουν όλοι γενική βαθμολογία Α΄.

Με βάση όλα τα στοιχειώδη στοιχεία αναφορικά με την καταλληλότητα των υποψηφίων και χωρίς να λαμβάνω υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, σχετικά με την οποία θα κριθούν από το Συμβούλιο, θεωρώ επικρατέστερους από τους υποψηφίους για προαγωγή στη θέση τον Καραολή Ιωάννη και τον Λαγό Θεοφάνη.

Τον Λαγό Θεοφάνη τον κρίνω ως ένα από τους επικρατέστερους υποψηφίους, υπό την προϋπόθεση ότι η κατοχή από αυτόν πανεπιστημιακού πτυχίου του δίδει προβάδισμα στα προσόντα.

Από τους δύο επικρατέστερους, συστήνω ως καταλληλότερο για προαγωγή στη θέση τον Τμηματάρχη Στήριξης Παραγωγής τον Καραολή Ιωάννη, ο οποίος:

Τόσο από την πιο πάνω σύσταση όσο και από τη μελέτη των φακέλων προκύπτει, και αυτό δεν αμφισβητείται, ότι στο κριτήριο της αξίας τα διάδικα μέρη είναι ισοδύναμα. Στο κριτήριο των προσόντων κατέληξα, επιθεωρώντας τους φακέλους, ότι αμφότεροι είναι γενικά ισοδύναμοι. Κανένας απ΄ αυτούς δεν κατέχει πανεπιστημιακό δίπλωμα. Η εισήγηση του αιτητή ότι υπερέχει γενικά σε προσόντα δεν με βρίσκει σύμφωνο. Εκεί που υπερέχει ο αιτητής και μάλιστα έκδηλα είναι στο κριτήριο της αρχαιότητας. Και τα δύο μέρη κατείχαν ανάλογη θέση στο Ίδρυμα στην κλίμακα 12, αμέσως προηγούμενη της επίδικης. Ο μεν αιτητής τη θέση του Μηχανικού από την 1.2.1988 ενώ το Ε/Μ τη θέση του Πρώτου Λειτουργού Στήριξης Παραγωγής από 1.1.1997. Την θέση Μηχανικού, εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής προήχθη από την 1.10.1978. Από τα πιο πάνω είναι φανερό ότι ο αιτητής υπερείχε σημαντικά στο κριτήριο της αρχαιότητας.

Ο Γενικός Διευθυντής στη σύσταση του, όπως έχει παρατεθεί πιο πάνω, ούτε καν φραστικά δεν αναφέρεται στο κριτήριο της αρχαιότητας. Το παραγνωρίζει τελικά και το διοικητικό συμβούλιο του ΡΙΚ στην τελική επίδικη απόφαση. Η νομολογία όμως επιτάσσει ότι η αρχαιότητα, ένα από τα τρία νομοθετημένα κριτήρια για προαγωγή, δεν παραγνωρίζεται χωρίς αιτιολογημένο λόγο, ιδιαίτερα όταν στα δύο άλλα νομοθετημένα κριτήρια, της αξίας και των προσόντων, οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι. Στην πρόσφατη απόφαση μου στην υπόθεση Κωνσταντίνου Ηλιοπούλου ν. ΑΗΚ, Υπόθεση αρ. 1159/2000, ημερ. 31.1.2003 συνοψίζοντας τη νομολογία ανάφερα και τα εξής:-

«Όπως έχει λεχθεί το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει ουσιαστικά σε αρχαιότητα του αιτητή.

Ο Νικήτας, Δ. στην υπόθεση Παναγιώτας Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας Υπόθεση αρ. 160/97, ημερ. 9..10.2000 ανέφερε ότι η «αρχαιότητα δεν είναι το άπαν σε μια προαγωγή. Ωστόσο, όπως υπαγορεύει η νομολογία, δεν παραγνωρίζεται χωρίς αποχρώντα λόγο στις περιπτώσεις ισοδυναμίας των άλλων δύο κριτηρίων.» (Βλέπε επίσης: Partellides v. Republic (1969) 3 C.L.R. 480). Κρίθηκε από τη νομολογία ότι στο στοιχείο της σύστασης του Διευθυντή μπορούσε και πρέπει να υπεισέλθει και το στοιχείο της αρχαιότητας το οποίο όπως λέχθηκε από τον Καλλή, Δ., «μπορεί να ισοζυγίζει ελαφρώς καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις ή στη δεδομένη περίπτωση και καλύτερα προσόντα.». (Βλέπε: Ελένη Χριστοφή κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 536/90 και 666/90, ημερ. 29.3.1996).»

Η πλήρης παραγνώριση του κριτηρίου της αρχαιότητας στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή την καθιστά τρωτή ως μη επαρκώς αιτιολογημένη.

Αλλά και για ένα λόγο η σύσταση μπορεί να θεωρηθεί τρωτή. Το όλο οικοδόμημα της σύστασης βασίζεται και αφορά τα καθήκοντα της θέσης που ασκούσε το Ε/Μ τους τελευταίους 23 μήνες ως Πρώτος Λειτουργός Στήριξης Παραγωγής. Μέτρο κρίσης της αξίας των υποψηφίων είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντα τους όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν. (Βλέπε Papadopoulos v. The Republic (1992) 3 C.L.R. 1070, Xαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 A.A.Δ. 414 και Ανδρέας Κούλη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2384, ημερ. 22.12.1999).

Με τις πιο πάνω σκέψεις έχω καταλήξει ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και σύμφωνη με το νόμο. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος ακυρότητας ευσταθεί και οδηγεί αναπόφευκτα σε ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο