ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 4 ΑΑΔ 308

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση αρ. 204/02)

11 Απριλίου, 2003

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

(Αιτητής)

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

(Καθού η αίτηση)

------------------------------

Κ. Μελάς, για τον αιτητή,

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον καθού η αίτηση

Α.Σ. Αγγελίδης, για το ενδιαφερόμενο μέρος

--------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο αιτητής, που είναι Ανώτερος Αστυνόμος (από την 1/1/99), διεκδίκησε θέση Βοηθού Αρχηγού της Αστυνομίας που ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο κενή. Υποψήφιοι ήταν και τρεις άλλοι ομοβάθμιοι του, δηλαδή, το ενδιαφερόμενο μέρος (ε.μ.) Γεώργιος Βούτουνος και οι Γεώργιος Παναγιώτου και Σωτήρης Χαραλάμπους. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (καθού η αίτηση) επέλεξε και προήγαγε τον τελευταίο με απόφαση του, που πήρε στις 26/7/01. Η νομιμότητα της αμφισβητήθηκε με την προσφυγή αρ. 683/01 από τον ίδιο αιτητή, η οποία συνεκδικάστηκε με την προσφυγή 759/01 του Γεωργίου Παναγιώτου, που στρεφόταν κατά της ίδιας πράξης.

Η προαγωγή ακυρώθηκε με την απόφαση ημερ. 26/11/01, που εκδόθηκε στις συνεκδικασθείσες προσφυγές. Για ένα λόγο: ότι η επιλογή του κ. Χαραλάμπους ήταν νομικά ανέφικτη, εφόσο ο αξιωματικός αυτός δε συστήθηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας. Η σύσταση του τελευταίου αποτελεί προϋπόθεση για την προαγωγή ανώτερων αξιωματικών από τον Υπουργό. Ο ρόλος του Αρχηγού στην προαγωγική διαδικασία καθορίζεται στο άρθρο 13 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως έχει τροποποιηθεί. Είναι βολικό να παραθέσουμε εδώ το ουσιαστικό του μέρος:

«13(1) Τηρουμένων των επομένων διατάξεων, οι Ανώτεροι Αξιωματικοί προάγονται και απολύονται από τον Υπουργό, κατόπιν σύστασης του Αρχηγού.

  1. Για το σκοπό υποβολής της σύστασης του, ο Αρχηγός αξιολογεί τους υποψήφιους για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Αξιωματικού και αποστέλλει δεόντως αιτιολογημένη έκθεση για κάθε ένα από αυτούς στον Υπουργό, η οποία θα περιέχει επίσης κατά αλφαβητική σειρά τα ονόματα των προσώπων που συστήνονται για προαγωγή:
  2. Νοείται ότι, για κάθε κενή θέση πρέπει να συστήνονται όχι λιγότεροι από τέσσερις εφόσον υπάρχουν κατάλληλα πρόσωπα για τέτοια σύσταση.

  3. Ο Υπουργός προβαίνει στην προαγωγή των υποψηφίων που συστήθηκαν από τον Αρχηγό με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του.»

Είναι στο πλαίσιο της επανεξέτασης για πλήρωση της θέσης που λήφθηκε, στις 14/12/01 και δημοσιεύθηκε στις 17/12/01, η επίδικη απόφαση. Προβλήθηκε ένας ουσιαστικά λόγος ακύρωσης: ότι δε δόθηκε ειδική αιτιολογία για τη μη επιλογή του αιτητή, ο οποίος κατείχε επιπρόσθετο προσόν, δηλαδή, πανεπιστημιακό δίπλωμα (στα νομικά). Ο κ. Μελάς χαρακτήρισε έκδηλα παράνομη την απόφαση διότι αντέκειτο στις πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών 3 και 21 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, Κ.Δ.Π. 52/89. Ο Κανονισμός 3 καθιστά το πανεπιστημιακό πτυχίο ως επιπρόσθετο προσόν. Επομένως, σύμφωνα με την εισήγηση, ο Υπουργός έπρεπε να δώσει λόγους γιατί το παραγνώρισε.

Εκτός τούτου, ο συνήγορος υπέβαλε ότι η επίδικη απόφαση είναι αντίθετη με το σκεπτικό της απόφασης του Υπουργού, ημερ. 26/7/01, που ακυρώθηκε. Επεσήμανε πως σ' εκείνη την απόφαση ο Υπουργός επέλεξε από τους 4 υποψηφίους τους δύο που είχαν πτυχίο νομικής. Ο ένας από τους δύο ήταν ο αιτητής. Για να καταλήξει ότι δεν αιτιολογείται η συμπεριφορά αυτή που, κατά την αντίληψη του συνηγόρου, είναι αντιφατική. Όπως το θέτει, γιατί στην πρώτη περίπτωση προτιμά τον αιτητή και στη δεύτερη, χωρίς λόγο, τον αγνοεί.

Στο σημείο αυτό μπορεί να εξετασθεί το προδικαστικό θέμα που έχει εγείρει η Δημοκρατία ότι ο λόγος ακύρωσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας δεν περιλαμβάνεται στα νομικά σημεία της προσφυγής. Επομένως δεν είναι εξεταστέο. Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Κατά τη γνώμη μου καλύπτεται από τον 6ο λόγο που είναι διατυπωμένος ως εξής:

«Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή στερείται της δέουσας αιτιολογίας και/ή είναι πλημμελώς αιτιολογημένη.»

Δε χρησιμοποιείται η φράση ειδική αιτιολογία, αλλά η άρνηση εξέτασης του θέματος γιαυτό το λόγο, δοθέντος ότι εγείρεται με σαφήνεια ζήτημα αιτιολογίας, θα αποτελούσε απαράδεκτη εμμονή στον τύπο ανασχετική των επιδιώξεων του δικαίου.

Αναφορικά με το κύριο επιχείρημα του αιτητή, αντιτάχθηκε ότι ο Υπουργός έδωσε σαφή αιτιολογία για την επιλογή, που ήταν η υπεροχή του προαχθέντος σε αξία, όπως είχε διαπιστώσει ο Αρχηγός. Ο τελευταίος αξιολόγησε τον αιτητή ως πολύ καλό σε αξία και εξαίρετο στα προσόντα, ενώ το ε.μ. εξαίρετο και στους δύο τομείς. Ο κ. Φλωρέντζος υπενθύμισε ότι η υπέρτερη αξία ικανοποιεί την ανάγκη για ειδική αιτιολογία, θέση που επικρότησε η νομολογία. Περαιτέρω, διαφώνησε με τον αιτητή ότι ο Υπουργός δεν μπορούσε να βασισθεί στις συστάσεις του Αρχηγού, υποστηρίζοντας ότι το στοιχείο αυτό είναι ενισχυτικό της αξίας. Και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούσε, όπως ορίζει η νομολογία, να παραβλεφθεί η σύσταση χωρίς ειδική αιτιολογία.

Ως προς το άλλο, της αντίφασης με την απόφαση του Υπουργού στην πρώτη διαδικασία, υπέβαλε ότι δεν υπήρξε τέτοια αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά. Απλώς μετά από σύγκριση του κ. Σ. Χαραλάμπους με τους ανθυποψήφιους του, βάρυνε η αρχαιότητα του. Ούτε συνάγεται από την προηγούμενη απόφαση προτίμηση του αιτητή έναντι του ε.μ. Έγινε παραπομπή στην υπόθεση The Republic v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106, για να τονισθεί ότι κατά την επανεξέταση, το διοικητικό όργανο δεν ήταν υποχρεωμένο να στηρίξει τη νέα διοικητική πράξη στα ίδια περιστατικά, που διαμόρφωσαν την αρχική απόφαση.

Σε παράλληλη γραμμή κινείται και η αγόρευση του δικηγόρου του ε.μ. Ο κ. Μελάς, απαντώντας, ανέφερε ότι η Haris, ανωτέρω, διαφοροποιείται. Η προαγωγή ακυρώθηκε γιατί παραγνωρίστηκε η σύσταση του Διευθυντή χωρίς αιτιολογία, ενώ σ' αυτή την περίπτωση, το όργανο ήταν υποχρεωμένο να στηρίξει την απόφαση του στα ίδια γεγονότα.

Η σύσταση του Αρχηγού είναι ένα από τα στοιχεία που οφείλει να λάβει υπόψη ο Υπουργός. Εξάλλου εδώ είχε ακυρωθεί ο αρχικός διορισμός γιατί αγνοήθηκε η σχετική επιταγή του Καν. 3 ότι η επιλογή γίνεται ανάμεσα στους αξιωματικούς που αυτός συστήνει. Η διαδικασία που απολήγει σε σύσταση θεσμοποιείται από τον Κανονισμό 21:

«21. Προς το σκοπό υποβολής σύστασής του προς τον Υπουργό για προαγωγή στο βαθμό Αστυνόμου Β΄ και άνω, ο Αρχηγός:

(α) Αφού ζητήσει τις συστάσεις των Αστυνομικών Διευθυντών ή των Βοηθών Αρχηγών, ανάλογα με την περίπτωση, για κάθε υποψήφιο οι οποίες υποβάλλονται σε ειδικό έντυπο που καθορίζεται από τον Αρχηγό και εγκρίνεται από τον Υπουργό.

(β) αφού μελετήσει τους προσωπικούς φακέλους όλων των υποψηφίων.

(γ) αφού λάβει υπόψη τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των δύο τελευταίων ετών και έχοντας υπόψη τις γενικές αρχές που αναφέρονται στον Κανονισμό 3 των παρόντων Κανονισμών ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 13(2) του περί Αστυνομίας Νόμου.»

Τα των πρόσθετων προσόντων ρυθμίζει ο Κανονισμός 3(3). Ορίζει ότι το πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος σπουδών ή ισότιμο προσόν ή μετεκπαίδευση στο εξωτερικό για τουλάχιστο 6 μήνες συνολικά σε θέματα συναφή με τις εξουσίες και τα καθήκοντα της δύναμης θα θεωρείται ως επιπρόσθετο προσόν. Σύμφωνα με πάγια νομολογιακή αρχή, επιβάλλεται, όπου δεν επιλέγεται ο κατέχων επιπρόσθετο προσόν, να παρέχεται επαρκής ειδική αιτιολογία. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το διοικητικό όργανο είναι υποχρεωμένο να διορίσει τον κάτοχο του πλεονεκτήματος, αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό ή προαγωγή. Όμως σε μια τέτοια περίπτωση απαιτείται η ειδική αιτιολόγηση.

Ο Κανονισμός 3(3) έτυχε ερμηνείας στην προσφ. αρ. 943/94 Θεοδόσης Ιωαννίδης ν. Δημοκρατίας ημερ. 27/3/97. Έχω αναφέρει τα εξής:

«Ο Καν. 3(3) αποσκοπούσε στην εισαγωγή πιο αξιοκρατικών κριτηρίων για την ανέλιξη των αξιωματικών της αστυνομίας στους ψηλότερους βαθμούς. Περιττό να τονισθεί η σημασία του πανεπιστημιακού διπλώματος, ιδιαίτερα της νομικής. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκτέλεση των αστυνομικών καθηκόντων. Ασφαλώς το αρμόδιο όργανο έχει εξουσία να προτιμήσει υποψήφιο χωρίς πρόσθετο προσόν, αλλά σε μία τέτοια περίπτωση επιβάλλεται από τη νομολογία καθήκον ειδικής αιτιολόγησης της απόφασης του.»

Αναφορικά με το ευρύτερο θέμα σχετική είναι η απόφαση Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1:

«Η Αρχή της Γεωργίου (πιο πάνω), στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, αποτελεί αταλάντευτη και απαρασάλευτη αρχή της νομολογίας μας. Αφετηρία της ήταν η υπόθεση Τουρπέκη ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 592, η οποία - έκτοτε - έχει υιοθετηθεί από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 (απόφαση της Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι η αρχή είναι πως, όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετο προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γι' αυτή του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής. Δεν μπορεί να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής. Στην Δημοκρατία κ.α. ν. Υψαρίδη κ.α. (αρ. 2) 1993 3 Α.Α.Δ. 347 (απόφαση της Ολομέλειας) επισημαίνεται, ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης.»

Παραπέμπω επίσης στην προσφ. 243/92 Οδυσσέας Γιωργάκης κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 27/9/93 (απόφαση Κωνσταντινίδη Δ.).

Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η υπεροχή σε ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια συνιστά καλό λόγο παραγνώρισης του πλεονεκτήματος. Στην Α.Ε. 2752 Βάσος Μέζος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 1/4/01, έχει συναφώς λεχθεί ότι:

«Η υπεροχή των ενδιαφερομένων προσώπων σε αξία, ενισχυμένη και από τη σύσταση του Διευθυντή, εύλογα μπορούσε να κριθεί ότι αντιστάθμιζε το πλεονέκτημα που παρείχε στον εφεσείοντα το πρόσθετο προσόν. Δεν διαπιστώνεται λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης σε κανένα σημείο.»

Βλ. επίσης προσφ. αρ. 768/01 Λουίζα Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 20/3/03.

Και στην παρούσα υπόθεση ο Υπουργός συσχέτισε και συνεκτίμησε όλα τα υπηρεσιακά στοιχεία, καθώς και τη σύσταση του Αρχηγού. Κατά την άποψη μου η παράβλεψη του επιπρόσθετου προσόντος αιτιολογήθηκε με την επάρκεια, που καθιέρωσε η νομολογία. Ας λεχθεί εδώ ότι ο αιτητής είναι νεώτερος του κ. Βούτουνου. Ο τελευταίος προάχθηκε σε Ανώτερο Αστυνόμο στις 22.6.98, ενώ ο αιτητής αργότερα την 1/1/99.

Έρχομαι στο τελευταίο ζήτημα για αντιφατική απόφαση του Υπουργού. Είναι ανάγκη να έχουμε υπόψη τι ακριβώς λέχθηκε από τον Υπουργό κατά την πρώτη διαδικασία:

«Ο κ. Χαραλάμπους μαζί με τον κ. Στυλιανού κατέχουν πτυχίο Νομικής το οποίο, σύμφωνα με τον Καν. 3(3) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, αποτελεί επιπρόσθετο προσόν.

Αυτό σημαίνει σύμφωνα με τη νομολογία ότι απόφαση να προτιμηθεί υποψήφιος που δεν έχει πρόσθετο προσόν έναντι υποψηφίου που έχει πρόσθετο προσόν πρέπει να στοιχειοθετηθεί με ειδική αιτιολογία, ανάγκη που κατ' επέκταση υφίσταται και σε σχέση με τις υποβαλλόμενες συστάσεις από τον Αρχηγό.

.................................. .................................................. .........

Συγκρίνοντας τους υποψηφίους Χαραλάμπους Σωτήρη και Στυλιανού Θεόδωρο που κατέχουν και οι δύο το επιπρόσθετο προσόν του πτυχίου της Νομικής έναντι των δύο άλλων υποψηφίων, και μελετώντας επιπρόσθετα τους φακέλους που περιείχαν τις διαδικασίες των προαγωγών στους προηγούμενους βαθμούς, παρατηρώ ότι ο Χαραλάμπους Σωτήρης είχε αξιολογηθεί σταθερά κατά την εκάστοτε διαδικασία ως εξαίρετος τόσο στην αξία, όσο και στα προσόντα. Την ίδια αξιολόγηση εμφανίζει ο Στυλιανού Θεόδωρος, όμως ο Χαραλάμπους Σωτήρης προηγήθηκε στις προαγωγές από το βαθμό του Αστυνόμου Β΄ και εντεύθεν του Στυλιανού Θεόδωρου κατά χρονικό διάστημα κάθε φορά σημαντικό, συνεπώς υπερτερεί ως προς το στοιχείο της αρχαιότητας.»

Από το παραπάνω κείμενο δεν διαγράφεται ούτε συνάγεται προτίμηση προς τον αιτητή. Άλλωστε η σχετική σύγκριση γίνεται με τον κ. Χαραλάμπους και όχι με το ε.μ. Εν πάση περιπτώσει, το διοικητικό όργανο δεν είναι υποχρεωμένο να στηρίξει τη νέα πράξη πάνω στα ίδια περιστατικά. Το επιχείρημα για αντίφαση ηγέρθη στην Α.Ε. 2775 Φρόσω Χατζηλουκά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 29/6/01, αλλά απορρίφθηκε:

«Τέλος, ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε πως ήταν ανεπίτρεπτη η επίδικη κρίση της ΕΔΥ γιατί είναι αντίθετη με την προηγηθείσα, εφόσο και οι δυο διαδικασίες βασίζονταν στα ίδια αντικειμενικά δεδομένα. Κατά το συνήγορο η ΕΔΥ δεσμευόταν με την πρώτη αξιολόγηση της, στο μέρος της που έμενε άθικτο από την ακυρωτική απόφαση. Η προσέγγιση αυτή είναι νομικά λαθεμένη. Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση. Το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση ζητήματος διατηρεί ελεύθερη κρίση.»

 

Βλ. επίσης Α.Ε. 2927 Παναγιώτης Αργυρού ν. Δημοκρατίας ημερ. 20/6/01. Η παραπάνω απόφαση απαντά και τον τελευταίο ισχυρισμό του αιτητή.

Επομένως η προσφυγή θα πρέπει ν' απορριφθεί. Η επιλογή του ε.μ. ήταν εύλογη. Εξάλλου η επίδικη θέση βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία και το διοικητικό όργανο διατηρεί ευρεία διακριτική ευχέρεια για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα κατά του αιτητή.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

 

/ΚΑς

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο