ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 202
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.876/2001)
24 Φεβρουαρίου, 2003
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Α.Σ. Αγγελίδης,
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Καρή για Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 2.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την εγκυρότητα της προαγωγής δεκατριών συναδέλφων του στη θέση του Υπαστυνόμου.(α) Τα γεγονότα.
Ο αιτητής κατέστη μέλος της Αστυνομικής Δύναμης το 1973 και προάχθηκε σταδιακά στους βαθμούς του Λοχία και του Αναπληρωτή Υπαστυνόμου. Το 1983 απέκτησε το πτυχίο Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1989, μετά την επιτυχία του στις εξετάσεις του Νομικού Συμβουλίου, μετατέθηκε στο Τμήμα Εισαγγελίας της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λεμεσού, όπου υπηρετούσε ως Δημόσιος Κατήγορος.
Για την πλήρωση των θέσεων του Υπαστυνόμου η Επιτροπή Αξιολόγησης αξιολόγησε τους προσοντούχους υποψηφίους για προαγωγή και υπέβαλε τις σχετικές εισηγήσεις της στο Συμβούλιο Κρίσεως. Το Συμβούλιο Κρίσεως κάλεσε σε συνέντευξη τους υποψηφίους και αφού αξιολόγησε όλα τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του, κατάρτισε δύο πίνακες με τα ονόματα των 48 υποψηφίων που σύστηνε για προαγωγή, τους οποίους απέστειλε στον Αρχηγό Αστυνομίας. Ο τελευταίος αφού εξέτασε τις σχετικές αξιολογήσεις για τον κάθε ένα υποψήφιο, έκρινε ποιοί θα έπρεπε να προαχθούν. Η πιο πάνω απόφαση εγκρίθηκε ακολούθως από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Ο αιτητής δεν είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο συνιστωμένων του Συμβουλίου Κρίσεως.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Ο αιτητής αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενος ότι,
Οι αρχές που διέπουν τη διαδικασία προαγωγών στην Αστυνομική Δύναμη καθορίζονται στον Κανονισμό 3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 52/89), ο οποίος προνοεί ότι,
"3.-(1) Προαγωγή σ' όλους τους βαθμούς της Δύναμης θα διενεργείται με επιλογή μεταξύ εκείνων που κατέχουν τα προσόντα για προαγωγή, σύμφωνα με τους παρόντες Κανονισμούς.
(2) Η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δε θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή· μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα.
(3) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος σπουδών ή ισότιμο προσόν ή μετεκπαίδευση στο εξωτερικό για τουλάχιστον έξι μήνες συνολικά σε θέματα συναφή με τις εξουσίες και τα καθήκοντα της Δύναμης θεωρούνται ως επιπρόσθετο προσόν:
Νοείται ότι στον όρο μετεκπαίδευση στο εξωτερικό δεν περιλαμβάνεται η παρακολούθηση σεμιναρίων ή άλλων μαθημάτων διάρκειας μικρότερης των δέκα εβδομάδων."
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το πτυχίο της Νομικής που κατέχει θεωρείται ουσιώδους σημασίας και ο παραγνωρισμός του από το Συμβούλιο Κρίσεως απαιτούσε ειδική αιτιολόγηση. Οι καθ'ων η αίτηση δεν συμμερίζονται την πιο πάνω θέση και ισχυρίζονται ότι ο αιτητής δεν είχε δικαίωμα προαγωγής γιατί κρίθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως υποδεέστερος σε αξία και προσόντα από τους άλλους υποψηφίους. Τονίσθηκε επίσης ότι η βαθμολογική καταγραφή της αξίας των υποψηφίων στο έντυπο του Συμβουλίου Κρίσεως συνιστά την απαραίτητη αιτιολογία αναφορικά με την αξιολόγηση του πανεπιστημιακού διπλώματος του αιτητή. Τόσο οι καθ'ων η αίτηση όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος Ελευθέριος Χριστοδούλου, ισχυρίζονται ότι ο αποκλεισμός του αιτητή από το σχετικό κατάλογο των επιλεγέντων του αποστερεί το έννομο συμφέρον που θα είχε για να προσβάλει το κύρος της επίδικης απόφασης.
Η εισήγηση για την έλλειψη έννομου συμφέροντος είναι ανεδαφική. Και τούτο γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί την κατάληξη μιας σύνθετης διοικητικής ενέργειας που περιέχει τα επιμέρους στάδια της όλης διαδικασίας επιλογής, στην οποία ο αιτητής συμμετείχε και αξιολογήθηκε, ανεξάρτητα από το ότι δεν συμπεριλήφθηκε τελικά στον κατάλογο του Συμβουλίου Κρίσεως. Είναι αναμφίβολο ότι ο αιτητής κρίθηκε ως προσοντούχος από την Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία και τον αξιολόγησε. Ο Κανονισμός 4(2) θέτει ως προϋπόθεση αξιολόγησης την κατοχή
των προβλεπόμενων προσόντων. Ο μετέπειτα αποκλεισμός του από τον πίνακα των συστηθέντων από το Συμβούλιο Κρίσεως δεν του αφαιρεί το έννομο συμφέρον να προσβάλει την τελική απόφαση, αφού με συγκεκριμένους λόγους ακύρωσης αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης του Συμβουλίου για τη μη συμπερίληψή του. Το ίδιο ερώτημα εξετάστηκε στην υπόθεση Α. Ξενοφώντος ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 85/98 της 13/12/2001) όπου κρίθηκε ότι η μη συμπερίληψη του αιτητή στον πίνακα προαγωγών δεν του αποστερούσε το δικαίωμα να προσβάλει την τελική απόφαση της προαγωγής, αφού το κύρος της σύστασης είχε καταστεί επίδικο θέμα.Αναφορικά με την κατοχή από τον αιτητή του πτυχίου Νομικής έχει σημειωθεί στην έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, όπως και στις "Παρατηρήσεις" του εντύπου του Συμβουλίου Κρίσεως ότι "λήφθηκε υπόψη και το πτυχίο της Νομικής που κατέχει ο υποψήφιος". Παρά το γεγονός αυτό ο αιτητής δεν περιλήφθηκε στον κατάλογο των συστηθέντων, χωρίς να παρέχεται οποιαδήποτε διευκρίνιση για τον αποκλεισμό του. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι η απόφαση αρμόδιου οργάνου για τη μη επιλογή υποψηφίου που κατέχει πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται ειδικά. Είναι γεγονός ότι το διοικητικό όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει ένα υποψήφιο που κατέχει το πρόσθετο προσόν, αν κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για προαγωγή αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Η απόφαση όμως να παραγνωριστεί το πρόσθετο προσόν πρέπει να αιτιολογείται και μάλιστα επαρκώς προς το σκοπό της απρόσκοπτης δυνατότητας δικαστικού ελέγχου της. Οπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Σ. Νικήτα στην υπόθεση Θεοδόση Ιωαννίδη ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 943/94 της 27/3/1997),
"Ο Καν. 3(3) αποσκοπούσε στην εισαγωγή πιο αξιοκρατικών κριτηρίων για την ανέλιξη των αξιωματικών της αστυνομίας στους ψηλότερους βαθμούς. Περιττό να τονισθεί η σημασία του πανεπιστημιακού διπλώματος, ιδιαίτερα της νομικής. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκτέλεση των αστυνομικών καθηκόντων. Ασφαλώς το αρμόδιο όργανο έχει εξουσία να προτιμήσει υποψήφιο χωρίς πρόσθετο προσόν, αλλά σε μία τέτοια περίπτωση επιβάλλεται από τη νομολογία καθήκον ειδικής αιτιολόγησης της απόφασης του."
Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Οδυσσέα Γιωργάκη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 243/92 της 27/9/1993) όπου τονίστηκε από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη ότι,
"Η κατοχή πρόσθετου προσόντος δεν παρέχει μή ανατρέψιμο προβάδισμα. Στα πλαίσια του συνόλου των δεδομένων μπορεί να παραγνωριστεί. Αυτή η παραγνώριση όμως πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ειδικού συλλογισμού. Όπως παρατηρήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ανδρέα Γεωργίου και άλλοι ν. Κυπριακή Δημοκρατία Α.Ε. 525 της 16 Ιουνίου 1989 "η χαραγμένη από το Ανώτατο Δικαστήριο νομολογιακή κατεύθυνση, που ακολουθείται αταλάντευτα τα τελευταία χρόνια" επιβάλλει την ειδική αιτιολόγηση της παραγνώρισης πρόσθετου προσόντος. Η μή εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης αφαιρεί από την πράξη το κύρος της. (Βλ. επίσης Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωσήφ Αντωνίου και άλλοι Α.Ε. 1693 της 16 Ιουλίου 1993).
Δεν υπάρχει ο,τιδήποτε στο φάκελο και ειδικά στην έκθεση του Αρχηγού της Αστυνομίας και στην απόφαση του Υπουργού που θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι συνιστά τέτοια ειδική αιτιολόγηση. Η εισήγηση που έγινε για την αναζήτηση της απαιτούμενης αιτιολογίας στο φάκελο, ιδιαίτερα ενόψει της αναφοράς στην απόφαση του υπουργού σε "όλα τα συναφή στοιχεία για κάθε υποψήφιο" βρίσκεται σε αντίθεση προς την πάγια νομολογία πάνω στο θέμα. Η ειδική αιτιολογία για την οποία μιλούμε θα πρέπει να είναι ρητά διατυπωμένη. Αρκεί να αναφερθώ στο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Α. Γεωργίου και άλλη ν. Κυπριακή Δημοκρατία Προσφυγή 213/84 και άλλες της 31 Ιουλίου 1989. "Η αιτιολόγηση δε αυτή δέον να εμφανίζεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται από οποιοδήποτε ή το διοικητικό Δικαστήριο.""
Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί η παράλειψη ειδικής αιτιολόγησης της παραγνώρισης του πτυχίου της Νομικής, που χαρακτηρίζεται στους Κανονισμούς ως επιπρόσθετο προσόν, τεκμηριώνει λόγο ακυρότητας.
Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη θα ήθελα να εξετάσω ακόμα το παράπονο του αιτητή αναφορικά με την αρχαιότητα του, που κρίνεται βάσιμο.
Το Άρθρο 3(3) των Κανονισμών που ρυθμίζουν τις προαγωγές στην Αστυνομία προνοεί ότι,
"Η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δεν θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή· μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα."
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η έκδηλη υπεροχή του παραγνωρίσθηκε με τον αυθαίρετο τρόπο βαθμολόγησης των χρόνων υπηρεσίας του. Αντίθετα οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η αρχαιότητα του αιτητή λήφθηκε υπόψη ως ουσιώδες στοιχείο, αλλά δεν μπορούσε να ανατρέψει την υπεροχή των ενδιαφερόμενων μερών σε αξία.
΄Οπως διαφαίνεται από το περιεχόμενο των σχετικών φακέλων, ο αιτητής ενεγράφη στην Αστυνομική Δύναμη το 1973 και προήχθη στο βαθμό του Λοχία το 1984. Έχει σαφέστατο προβάδισμα έναντι όλων των ενδιαφερόμενων μερών, το οποίο εκτείνεται από 5 μέχρι 16 χρόνια για την ημερομηνία εγγραφής και από 6 μέχρι 13 σε ό,τι αφορά την τελευταία προαγωγή. Στο "επεξηγηματικό" του έντυπο και "με βάση" όπως σημειώνεται "τα στοιχεία του φακέλου", το Συμβούλιο Κρίσεως τον πιστώνει στο ανάλογο κριτήριο με δύο μονάδες, την ανώτατη δηλαδή βαθμολογία στην οποίαν αντιστοιχούν σύμφωνα με τη σχετική διαβάθμιση τα 28 έτη υπηρεσίας που συμπλήρωσε στη Δύναμη. Παρατηρείται όμως το παράδοξο φαινόμενο της πίστωσης της ίδιας βαθμολογίας σε ενδιαφερόμενα μέρη με σαφέστατα μικρότερη προϋπηρεσία. Πιο κραυγαλέες είναι οι περιπτώσεις των ενδιαφερόμενων μερών Ι. Γεωργίου, Φ. Κωνσταντινίδη, Γ. Λεοντίου και Α. Σάββα στους οποίους αποδόθηκε η ίδια με τον αιτητή ανώτατη βαθμολογία των δύο μονάδων, παρά το γεγονός ότι υπολείπονται περίπου κατά το ήμισυ, των ετών υπηρεσίας του αιτητή. Αυτός ακριβώς ο τρόπος αποτίμησης της αρχαιότητας από το Συμβούλιο Κρίσεως, που καταλήγει προφανώς σε ισοπεδωτική εξίσωση όλων των υποψηφίων, αποδοκιμάστηκε από τη νομολογία. Το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Χήρα ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 1040/2001 της 18/10/2002) όπου ο Δικαστής Αρτεμίδης είχε τονίσει τα εξής:
"Πράγματι στις γενικές αρχές που ισχύουν για τις προαγωγές, όπως αυτές καθορίζονται στον Κ.3, που παρέθεσα πιο πάνω, αναφέρεται, στην παραγ. 2, πως η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δεν θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή. Μεγαλύτερη σπουδαιότητα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα. Η πρόνοια όμως αυτή, στην κρίση μου, δεν εξαλείφει το κριτήριο της αρχαιότητας. Αντίθετα το διατηρεί ως ένα από τα στοιχεία αξιολόγησης, με την επιφύλαξη πως μεγαλύτερη σπουδαιότητα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα.
Έχω τη γνώμη πως τα στοιχεία αξία και προσόντα ως εκ της φύσης τους μπορούν να εκτιμηθούν και αξιολογηθούν ανάλογα με την άποψη που έκαστο μέλος του Συμβουλίου Κρίσεως μπορεί να έχει, και επομένως η βαθμολόγηση αντικατοπτρίζει ανάλογα την προσωπική εκτίμηση. Η αρχαιότητα όμως καταγράφεται με αναφορά σε καθορισμένο χρονικό διάστημα. Δεν μπορεί, επομένως, να διατιμηθεί σε μονάδες. Για να είμαι πιο σαφής, η αρχαιότητα του αιτητή των 15 ετών έναντι των ενδιαφερόμενων μερών με 8 έως 12 έτη, δεν μπορεί να βαθμολογηθεί, όπως γίνεται στην παρούσα περίπτωση, με τον ίδιο αριθμό μονάδων, δηλαδή το μάξιμουμ των 2.
Η διαφορά του αιτητή στα προσόντα και στην αξία έναντι των ενδιαφερόμενων μερών είναι ενδεχόμενο να θεωρηθεί τόσο μικρή ώστε η υπέρτερη αρχαιότητα του να προσμετρήσει υπέρ της προαγωγής του. Η αυθαίρετη διαβάθμιση της αρχαιότητας σε κλίμακες ετών σε αντιστοιχία μονάδων εξαλείφει ουσιαστικά την πραγματική σημασία που πρέπει να αποδίδεται σ' αυτή σύμφωνα με τον Κανονισμό, έστω και αν μεγαλύτερη σημασία αποδίδεται στην αξία και στα προσόντα.
Για τον πιο πάνω λόγο η προσφυγή θα επιτύχει αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα μέρη των οποίων η αρχαιότητα είναι μικρότερη από αυτή του αιτητή."
Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Μιχαλόπουλου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 4/2001 κ.α. της 18/10/2002), όπου ο Δικαστής Κωνσταντινίδης σημείωσε ότι ο πιο πάνω τρόπος βαθμολογίας της αρχαιότητας είναι "παράνομος αφού εξομοιώνει τον αρχαιότερο με το νεότερο". Όπως αναφέρθηκε στη σχετική απόφαση,
"Το Συμβούλιο Κρίσεως, όπως εξηγείται στο ειδικό έντυπο, από τους δύο βαθμούς απέδιδε ένα βαθμό για την αρχαιότητα σε όσους είχαν από μηδέν μέχρι οκτώ χρόνια υπηρεσίας και δυο βαθμούς σε όσους είχαν 8 και πλέον χρόνια υπηρεσίας. Επομένως το κριτήριο της αρχαιότητας εξουδετερώθηκε. Αποφασίστηκε να αποδίδονται οι ίδιοι ακριβώς βαθμοί σε όσους είχαν οκτώ χρόνια υπηρεσίας και σε όσους είχαν 18 χρόνια υπηρεσίας. Επίσης σε όσους είχαν ένα χρόνο υπηρεσίας και σε όσους είχαν επτά χρόνια υπηρεσίας. Επομένως, ο καταμερισμός των δέκα μονάδων σε ό,τι αφορά στο κριτήριο της αρχαιότητας απολήγει παράνομος διότι εξομοιώνει τον αρχαιότερο με το νεότερο."
Η απόφαση Χήρα (πιο πάνω) υιοθετήθηκε πρόσφατα στην υπόθεση Σαμανίδη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή 889/2001 της 10/2/2003), όπου ο Δικαστής Καλλής είχε σημειώσει στη σχετική απόφαση του τα πιο κάτω:
"Όπως λέχθηκε στην Χαραλάμπους (πιο πάνω) η αρχαιότητα συνιστά ουσιώδες στοιχείο κρίσεως έστω και αν υπολείπεται σε σπουδαιότητα των άλλων παραγόντων που προσδιορίζουν την αξία των υποψηφίων. Θεωρώ, επομένως, ότι η παραχώρηση 2 μονάδων - από το σύνολο των 100 - έχει καταργήσει και εξουδετερώσει τη σημασία της αρχαιότητας, η οποία συνιστά ουσιώδες στοιχείο κρίσεως. Είναι επομένως η κατάληξη μου ότι οι επίδικες προαγωγές πρέπει να ακυρωθούν γιατί δεν έχει δοθεί η δέουσα βαρύτητα σε ένα ουσιώδη και σχετικό παράγοντα - εκείνο της αρχαιότητας (βλ. Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245, Thymopoulos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 588, Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 732 και Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341).
Περαιτέρω: Στον κάθε ένα από τους αιτητές 1, 2, 3 και 4 με υπηρεσία 15, 15, 11 και 27 χρόνια αντίστοιχα δόθηκαν 2 μονάδες. Στο κάθε ένα από τα 2 Ε.Μ. με υπηρεσία 6 χρόνια αντίστοιχα δόθηκε μια μονάδα. Επομένως, η παραχώρηση 2 μονάδων κατά ανώτατο όριο για την αρχαιότητα είχε σαν αποτέλεσμα την εξίσωση υπηρεσίας 11 χρόνων με υπηρεσία 27 χρόνων.
Η εξίσωση αυτή συνιστά ένα δεύτερο λόγο εξάλειψης και εξουδετέρωσης της σημασίας της αρχαιότητας. Σε πλήρη ταύτιση με την απόφαση στην Χήρα (πιο πάνω) θεωρώ ότι η διαβάθμιση της αρχαιότητας σε κλίμακες ήταν αυθαίρετη. Οι επίδικες προαγωγές ακυρώνονται και γι' αυτό το λόγο."
Στην παρούσα περίπτωση από τα στοιχεία που έχουν παρασχεθεί φαίνεται ότι η αρχαιότητα του αιτητή εκμηδενίστηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως, το οποίο αφού παραγνώρισε χωρίς αιτιολογία και το πρόσθετο προσόν του πτυχίου της Νομικής, απέκλεισε τον αιτητή από τον κατάλογο των υποψηφίων για προαγωγή. Η πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεως ως πάσχουσα προπαρασκευαστική πράξη συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την τελική απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας στην οποία ενσωματώθηκε.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος των καθ'ων η αίτηση.
Δ.
/ΔΓ