ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 4 ΑΑΔ 320

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδ. Υποθέσεις αρ.: 223/2000, 224/2000, 225/2000

226/2000, 227/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Υπόθεση Αρ. 223/2000

ΜΕΤΑΞΥ:

PETROLINA LTD

Αιτητών

- και -

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ΄ων η αίτηση

________

Υπόθεση Αρ. 224/2000

ΜΕΤΑΞΥ:

ΑJAX OFFSHORE BUNKERING SERVICES LTD

Αιτητών

- και -

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ΄ων η αίτηση

__________

Υπόθεση Αρ. 225/2000

ΜΕΤΑΞΥ:

ISLAND PETROLEUM LTD

Αιτητών

- και -

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ΄ων η αίτηση

__________

 

 

Υπόθεση Αρ. 226/2000

ΜΕΤΑΞΥ:

BP CYPRUS LTD

Αιτητών

- και -

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ΄ων η αίτηση

__________

Υπόθεση Αρ. 227/2000

ΜΕΤΑΞΥ:

MOBIL OIL CYPRUS LTD

Αιτητών

- και -

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ΄ων η αίτηση

__________

22 Νοεμβρίου, 2002

Για τους αιτητές : κα Χρ. Παρπόττα για κ.κ. Παπαχαραλάμπους

(σε όλες τις υποθέσεις) και Αγγελίδη.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: κα Αλ. Κουντουρή για

(σε όλες τις υποθέσεις) κ.κ. Τάσσο Παπαδόπουλο και Σια.

___________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Oι αιτητές ζητούν την ακύρωση της επιβολής δικαιωμάτων που τους επιβλήθηκαν από τους καθ΄ ων η αίτηση, σε διάφορες περιπτώσεις, για την πετρέλευση πλοίου, ύψους 50 σεντ κατά τόνο.

Οι καθ΄ ων η αίτηση (στο εξής «η Αρχή»), είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ασκούν τις αρμοδιότητές τους δυνάμει του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1973, Ν.38/1973, όπως έχει τροποποιηθεί. ΄Υστερα από σχετική έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, η Αρχή, βάσει των εξουσιών που της παρέχονται από το άρθρο 25 του Νόμου, εξέδωσε τους περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμούς του 1976, Κ.Δ.Π. 45/76, όπως τροποποιήθηκαν. Στους Κανονισμούς καθορίζονται τα εκάστοτε καταβλητέα στην Αρχή δικαιώματα για τη χρήση των λιμένων που βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία της.

΄Υστερα από πολλές συζητήσεις και αφού λήφθηκαν υπ΄ όψιν οι απόψεις πολλών ενδιαφερομένων φορέων, μεταξύ των οποίων και των αιτητριών εταιρειών και αφού οι προτεινόμενοι κανονισμοί εξετάστηκαν σε επανειλημμένες συνεδρίες της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Συγκοινωνιών και ΄Εργων της Βουλής, ενώπιον της οποίας εκπρόσωποι των εταιρειών πετρελαιοειδών εξέφρασαν τη διαφωνία τους ως προς την επιβολή δικαιωμάτων πετρέλευσης, εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. ΄Ετσι δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υπ΄ αρ. 3365, ημερ. 19.11.1999, οι περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 1999, Κ.Δ.Π. 277/99, οι οποίοι προνοούν ότι κάθε προμηθευτής πετρελαίου που χρησιμοποιεί περιοχή λιμανιού για την πετρέλευση πλοίου που βρίσκεται μέσα στην εν λόγω περιοχή καταβάλλει στην Αρχή δικαιώματα ανερχόμενα σε 50 σεντ για κάθε τόνο πετρελαίου ή μέρος του που προμηθεύει σε πλοίο. Ο όρος «πετρέλαιο» σημαίνει οποιασδήποτε μορφής ή κλάσης υγρό καύσιμο που χρησιμοποιείται για την κίνηση ή λειτουργία του πλοίου.

Με βάση τους πιο πάνω Κανονισμούς η Αρχή επέβαλε λιμενικά δικαιώματα για την πετρέλευση κάποιων πλοίων στους αιτητές, οι οποίοι, αφού με επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους, κατέβαλαν στην Αρχή τα ποσά που τους επιβλήθηκαν, κατέφυγαν στο Δικαστήριο.

Προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος, γιατί συνήνεσαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την αποδέκτηκαν, εγκαταλείφθηκε στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί.

Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι τα οποιαδήποτε δικαιώματα που ενδεχομένως η Αρχή δύναται να επιβάλει, θα πρέπει είτε να αποτελούν φορολογία, είτε τέλος. Είναι η θέση των αιτητών ότι τα επιβληθέντα δικαιώματα πετρέλευσης δεν εμπίπτουν ούτε στη μια, ούτε στην άλλη κατηγορία γιατί, ο μεν ο φόρος θα πρέπει να είναι ανάλογος με τη δυνατότητα του φορολογούμενου και είναι άσχετος με την οποιανδήποτε παροχή υπηρεσιών, η δε επιβολή τέλους αντιστοιχεί σε παροχή την οποία ο διοικούμενος καλείται να πληρώσει. Το τέλος όμως, καταλήγουν οι αιτητές, πρέπει να είναι ανάλογο με την παρεχόμενη υπηρεσία, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα υπόθεση. Κι΄ αν ακόμα, συνεχίζουν, η χρήση του λιμένα θεωρηθεί ως αντιπαροχή, το επιβληθέν τέλος δεν είναι ανάλογο.

Αντίθετα, οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η επιβολή των συγκεκριμένων λιμενικών δικαιωμάτων συνιστά τέλος που σκοπό έχει την κάλυψη, μερικώς ή ολικώς, δαπανών για συγκεκριμένη υπηρεσία που προσφέρεται από την Αρχή. Υποστηρίζουν ακόμα ότι η πράξη της επιβολής των λιμενικών δικαιωμάτων είναι πράξη δέσμιας διοίκησης και όχι διακριτικής ευχέρειας, αφού η επιβολή προνοείται ρητά από το Νόμο.

Το ερώτημα έχει ουσιαστικά απαντηθεί στην απόφασή μου ημερ. 4.4.2002, σε αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας. Τα επιβληθέντα δικαιώματα συνιστούν τέλος, δηλαδή μονομερώς υπό της διοίκησης επιβαλλόμενη στον ιδιώτη υποχρέωση καταβολής, έναντι ωφελήματος που παρέχεται σ΄ αυτόν από τη διοίκηση (I.B.S. Ltd v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 220).

΄Οπως έχει επανειλημμένα τονισθεί, η υποχρέωση καταβολής του τέλους υφίσταται, ασχέτως του ανταποδοτικού του χαρακτήρα. Το τέλος επιβάλλεται δε και στην περίπτωση ακόμα που ο υπόχρεος προς καταβολή δεν χρησιμοποιεί τις παρεχόμενες υπηρεσίες (Kyriakides & Sons v. The Municipal Committee of Limassol (1985) 3 C.L.R. 607, Demetriades and Co Ltd v. The Municipality of Limassol (1987) 3 C.L.R. 145, Δήμος Λεμεσού ν. Zenios Closures Ltd (1995) 3 C.L.R. 249).

Παρ΄ όλον ότι όπως αποδεικνύεται, ακόμα και στην περίπτωση πετρέλευσης πλοίων με σκάφη, εμπλέκονται και διάφορες υπηρεσίες της Αρχής, η οποία συνεπώς προσφέρει υπηρεσίες, είτε η πετρέλευση γίνεται εντός ή εκτός λιμένος, το θέμα είναι ουσιαστικά άνευ σημασίας. ΄Οπως είδαμε προηγουμένως, το τέλος καταβάλλεται έστω και αν οι παρεχόμενες υπηρεσίες δεν χρησιμοποιούνται. Εξ άλλου, όπως φαίνεται και από το περί Τελωνειακών Λιμένων Διάταγμα του 1968, Αρ.100/68, λιμένες δεν ορίζονται ως μόνο οι περικλειόμενοι από το κρηπίδωμα του λιμανιού, αλλά ολόκληρη η θαλάσσια περιοχή η οποία, ασφαλώς, περιλαμβάνει και το αγκυροβόλιο.

Η καταβολή των δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από την έκταση ή τη φύση των υπηρεσιών που παρέχονται από την Αρχή (Πιερίδης κ.α. ν. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.α. (1989) 3(Β) 369, 379. Βλέπε επίσης Sol Maritime Services Ltd v. Cyprus Ports Authority (1984) 1 C.L.R. 220, 223).

΄Οπως έχει τονιστεί στην υπόθεση I.B.S. Ltd v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, σκοπός της επιβολής κάποιου τέλους είναι η κάλυψη, μερικώς ή ολικώς, της δαπάνης για κάποια υπηρεσία και η δημιουργία των μέσων για παροχή τέτοιων υπηρεσιών. Το κόστος δεν είναι κατ΄ ανάγκη μόνο η τρέχουσα τιμή για την παροχή υπηρεσίας ή ωφελήματος. Δεν μπορεί να υπάρχει απόλυτη σχέση μεταξύ της δαπάνης και του τέλους. Στην ίδια υπόθεση γίνεται και η σύγκριση μεταξύ των εννοιών φόρου και τέλους. Τονίζεται ότι άνκαι το τέλος είναι επιβάρυνση για κάποια ειδική υπηρεσία που προσφέρεται από κάποιο κυβερνητικό όργανο σε ιδιώτες και βασίζεται πάνω στα έξοδα που υφίσταται για την προσφορά μιας τέτοιας υπηρεσίας, σε πλείστες ίσως περιπτώσεις, τα έξοδα υπολογίζονται αυθαίρετα (βλέπε επίσης Μ. Στασινόπουλου, Μαθήματα Δημοσιονομικού Δικαίου, 3η έκδοση, σελ. 260).

Οι αιτητές ισχυρίζονται ακόμα ότι με την επιβολή του συγκεκριμένου δικαιώματος η Αρχή ουσιαστικά τους αποστερεί τη δυνατότητα να ασκήσουν το επάγγελμά τους, αφού η τιμή του πετρελαίου καθίσταται τόσο υψηλή, ούτως ώστε οι πελάτες να αναγκάζονται να προμηθεύονται πετρέλαιο από άλλους προορισμούς. Υποστηρίζουν περαιτέρω ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, αφού το συγκεκριμένο τέλος επιβάλλεται μόνο για την πώληση πετρελαίου και όχι βενζίνης.

Συμφωνώ με τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση ότι πλην της διατύπωσης του συγκεκριμένου παραπόνου δεν έχει υποβληθεί οποιαδήποτε έστω και ανεπαρκής αιτιολόγηση που να υποστηρίζει τον πιο πάνω ισχυρισμό. Οι αιτητές απλώς ισχυρίζονται ότι, λόγω της αύξησης από την επιβολή του τέλους της τιμής του πετρελαίου αποστερούνται της δυνατότητας να ασκήσουν το επάγγελμά τους. Την ίδια λιτότητα επέδειξαν και στον ισχυρισμό τους για παραβίαση της αρχής της ισότητας.

΄Οπως έχει αποφασιστεί, γενική επίκλιση λόγου δεν επαρκεί για να κινητοποιηθεί το Δικαστήριο να εξετάσει ένα αόριστα προβαλλόμενο ισχυρισμό. Ο αιτητής θα πρέπει να αιτιολογεί πλήρως τους ισχυρισμούς του και να παραθέτει τη σχετική επιχειρηματολογία για να πείσει το Δικαστήριο ότι η επίδικη απόφαση πάσχει (Χατζηϊωάννου ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1227/99, ημερ. 15.3.2001).

Εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι ούτε κατ΄ ουσίαν το επιχείρημα ευσταθεί. ΄Οπως αναφέρουν οι καθ΄ ων η αίτηση, σχετική έρευνα που έγινε έδειξε ότι το επιβληθέν τέλος, συγκριτικά με παρόμοια τέλη που επιβάλλονται σε γειτονικούς λιμένες, όπως του Πειραιά, της Χάϊφα κλπ, είναι πολύ μικρό και συνεπώς δεν επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της λιμενικής βιομηχανίας.

Ακόμα θα πρέπει να λεχθεί ότι το δικαίωμα στην εργασία, που προστατεύεται από το ΄Αρθρο 25 του Συντάγματος, δεν απαλλάσσει από τις γενικές επιταγές ή απαγορεύσεις που τίθενται από το νόμο (Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Τόμος Β, 1991, σελ. 823). Εξ άλλου οι αιτητές δεν έχουν εμποδιστεί από του να ασκούν την εργασία της επιλογής τους. Δεν συμφωνώ ότι η επιβολή τέλους επεμβαίνει στο δικαίωμα των αιτητών να ασκούν οιονδήποτε επάγγελμα επιθυμούν.

Η επιβολή λιμενικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άνιση, δυσμενής, μεταχείριση κατά παράβαση του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος, αλλά αντίθετα είναι απόλυτα σύννομη και σύμφωνη με το Σύνταγμα και το Νόμο.

Οι αιτητές περαιτέρω υποστηρίζουν ότι η επιβολή του τέλους παραβιάζει την αρχή της ισότητας, αφού το συγκεκριμένο δικαίωμα επιβάλλεται μόνο για την πώληση πετρελαίου και όχι βενζίνης. Εκτός του ότι και πάλιν ο σχετικός ισχυρισμός είναι εντελώς αόριστος και ατεκμηρίωτος και δεν υποδεικνύει τις περιπτώσεις που έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης, παράλειψη η οποία καθιστά αδύνατη την εξέταση της εισήγησης για παραβίαση της αρχής της ισότητας (Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 259/97, ημερ. 31.8.1999), θα πρέπει να λεχθεί ότι η Κ.Δ.Π. 277/99 προνοεί ότι ο όρος «πετρέλαιο» σημαίνει οποιασδήποτε μορφής ή κλάσης υγρό καύσιμο που χρησιμοποιείται για την κίνηση ή λειτουργία πλοίου και συνεπώς δεν αποκλείει την επιβολή τέλους και επί της πώλησης βενζίνης.

Πριν τελειώσω θα πρέπει να πω ότι οι δύο επιστολές ημερ. 24.7.2001 και 27.7.2001, στις οποίες έγινε αναφορά από τους αιτητές, συνιστούν αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων τους και των αιτητών και συνεπώς δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος του φακέλου, ούτε μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μαρτυρία.

Οι προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, σε κάθε μια από αυτές.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο