ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 4 ΑΑΔ 738

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 1070/99.

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

 

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Πόπης Λοϊζίδου, από τη Λευκωσία,

Αιτήτριας,

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,

Καθ' ης η αίτηση.

- - -

Ημερομηνία: 23 Αυγούστου, 2001

Για την αιτήτρια: Α. Σ. Αγγελίδης

Για την καθ΄ ης η αίτηση: Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Αντ. Κωνσταντίνου

- - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά την απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ. ή Επιτροπή), ημερομηνίας 8.6.1999. Η Επιτροπή είχε τότε προάξει, ύστερα από επανεξέταση, το ενδιαφερόμενο μέρος, Χριστόδουλου Παπαχριστοδούλου, στη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης στον κλάδο Επιστήμης/Σχολικών Κήπων. Στην προαγωγή του δόθηκε αναδρομική δύναμη από 5.2.1996.

Η ίδια αιτήτρια πέτυχε την ακύρωση του προγενέστερου διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στην ίδια θέση σε άλλη προσφυγή. Πρόκειται για την Υπόθεση με αριθμό 458/96, Πόπη Λοϊζίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 3.5.1999. Ο λόγος ήταν ότι η Ε.Ε.Υ. παρέλειψε να διενεργήσει έρευνα για να διαπιστώσει αν το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Και ότι περαιτέρω δεν εδικαιολόγησε την απόφασή της. Συγκεκριμένα κατά πόσο η φοίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους στο Μαράσλειο Διδασκαλείο ή στο Hertfordshire College, Ηνωμένο Βασίλειο, συνιστούσε μετεκπαίδευση στην αιτούμενη ειδικότητα.

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η παράγραφος 5 του σχεδίου υπηρεσίας καθορίζει διαζευκτικά, σε τέσσερις υποπαραγράφους, τα προσόντα που χρειάζονται για κατάληψη της θέσης. Το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε προσοντούχο με βάση την παράγραφο 5.4 που προβλέπει για:

«Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε θέμα σχετικό με την εκπαίδευση και μετεκπαίδευση διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού χρόνου στην ειδικότητα.»

 

Όπως επεσήμανε το Δικαστήριο στην πρώτη προσφυγή (Χ"Xαμπής Δ.), το πραγματικό ερώτημα για την Ε.Ε.Υ. ήταν:

«κατά πόσο η φοίτηση στο Μαράσλειο ή στο Hertfordshire College συνιστούσε μετεκπαίδευση στην ειδικότητα αυτή καθ΄ αυτή και όχι ως μέρος, έστω και βασικό ή με έμφαση, γενικότερων σπουδών. Στο ερώτημα αυτό η ΕΕΥ απέτυχε παντελώς να απευθυνθεί στο σκεπτικό της, με αποτέλεσμα ουσιαστικά να παρερμήνευσε το σχέδιο υπηρεσίας, να μη διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα και να μήν αιτιολόγησε το συμπέρασμα της, ελλείψει και οποιωνδήποτε στοιχείων στο φάκελλο τα οποία ενδεχόμενα να αναπληρούσαν τις παραλείψεις της ΕΕΥ.

 

 

Η Ε.Ε.Υ., που συνεδρίασε για σκοπούς επανάκρισης της υπόθεσης, υπό νέα σύνθεση, στις 8.6.99, προήγαγε εκ νέου το ενδιαφερόμενο μέρος προκαλώντας έτσι τη συνέχιση της διαμάχης με τη δεύτερη αυτή προσφυγή. Η Ε.Ε.Υ. επανέλαβε την προηγούμενη απόφασή της ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε το προσόν της υποπαραγράφου 5.4. Περαιτέρω προέβη σε εύρημα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος μπορούσε να ήταν υποψήφιος και με βάση τη σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας που θα ήταν σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ:

«Σημ.: (1) Εκπαιδευτικοί που είχαν τα προσόντα για την προηγούμενη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως ή τα απόκτησαν μέχρι τις 16.12.85 θα μπορούν να είναι υποψήφιοι για τη θέση αυτή.»

 

Ας λεχθεί εν παρόδω ότι υπήρχαν πέντε υποψηφιότητες αλλά έμειναν μόνο δύο, των διαδίκων, εφόσον κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ότι οι αποκλεισθέντες δεν ικανοποιούσαν τις πρόνοιες του ιδίου σχεδίου υπηρεσίας.

Παράλληλα, η έρευνα που διενήργησε η Επιτροπή την οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν διέθετε τα προσόντα που θα νομιμοποιούσαν την υποψηφιότητά της. Τα προσόντα της αυτά δεν ικανοποιούσαν καμιά από τις διαζευκτικές πρόνοιες της παραγράφου 5. Ας σημειωθεί ότι η αιτήτρια έχει τους παρακάτω τίτλους σπουδών:

(α) Δίπλωμα Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου (1963)

(β) B. Ed. Πανεπιστημίου Ουαλίας, με έμφαση στην Επιστήμη (1989), και

(γ) Παιδαγωγικά του Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Αθηνών (1995). Ένα άλλο, παρεμφερές, γεγονός, στο οποίο η αιτήτρια στήριξε μια από τις κύριες εισηγήσεις της, είναι ότι η Επιτροπή, κατά την επανεξέταση, έκρινε η ίδια απευθείας το θέμα των προσόντων χωρίς να το παραπέμψει προηγουμένως στη Συμβουλευτική Επιτροπή.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε ορισμένες εισηγήσεις που συνδέονται μεταξύ τους και έχουν κοινό υπόβαθρο τα προεκτεθέντα γεγονότα. Είναι, πρώτο, ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι το θέμα των προσόντων έπρεπε να εξεταστεί σε πρώτο στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, που έχει την κατά νόμο αρμοδιότητα και επίσης καταρτίζει τον κατάλογο προσοντούχων. Για ενίσχυση της θέσης της παρέπεμψε στην απόφαση της Ολομέλειας στην Προσφυγή αρ. 376/97 Τζιακουρή-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας ημερομηνίας 31.3.1999.

Ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους υπέβαλε στο προκείμενο ότι η απευθείας εξέταση από την επιτροπή ήταν σύννομη ενέργεια καλυπτόμενη από το άρθρο 37(Β) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.44(1)/99. Το άρθρο προβλέπει ότι:

«... η Επιτροπή επανεξετάζει την ακυρωθείσα απόφασή της χωρίς να υποβάλει εκ νέου την υπόθεση στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, ...»

 

 

Πρέπει να ειπωθεί ότι το άρθρο τέθηκε σε ισχύ στις 17.5.1999. Το κρίσιμο πραγματικό και νομοθετικό καθεστώς για τη συμμόρφωση δεν μπορούσε να ήταν η 8.6.1999, η ημερομηνία, δηλ. επανεξέτασης, αλλά ο χρόνος ακύρωσης της πράξης (3.5.1999), κατά τον οποίο δεν ήταν σε ισχύ ο προαναφερόμενος νόμος. Παρατηρώ ωστόσο ότι κατά την πρώτη δίκη δεν βρέθηκε να πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αυτό είναι και το στοιχείο διάκρισής της κρινομένης από την Τζιακουρή, ανωτέρω, στην οποία ήταν ελαττωματική η ίδια η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. ενώ η πλημμέλεια που αφορούσε τα προσόντα, αποδόθηκε εξολοκλήρου στην Ε.Ε.Υ.

Στην Α.Ε. 2261 Σοφούλλα Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 21.7.1999, με ουσιαστικά όμοιο υπόβαθρο, η Ολομέλεια εξηγεί γιατί δικαιολογείται ο διαχωρισμός:

«Θεωρούμε ότι η απουσία οποιασδήποτε νομικής πλημμέλειας σε ότι αφορά την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε συνάρτηση με το λόγο για τον οποίο είχε ακυρωθεί η πρώτη απόφαση της Ε.Δ.Υ. διακρίνουν την παρούσα υπόθεση από την Τζιακουρή-Σιακαλλή (πιο πάνω). Κρίνουμε λοιπόν πως δεν επιβαλλόταν η παραπομπή του ζητήματος στην Συμβουλευτική Επιτροπή. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.»

 

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην προγενέστερη απόφαση αρ. 845/95 Αντρούλλα Πετρίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.10.1998. Από το παρακάτω απόσπασμα διαφαίνεται η ομοιότης των δύο περιπτώσεων:

«Όπως προκύπτει, το μέρος της διαδικασίας ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής παρέμεινε άθικτο από το ακυρωτικό αποτέλεσμα, δεν αποτέλεσε αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης και δεν συναρτήθηκε προς το συμπέρασμα της απόφασης.

Η ΕΕΥ είχε την ευχέρεια να επαναλάβει την ενέργεια από το σημείο από το οποίο ακυρώθηκε, να επιληφθεί δηλαδή πρωτογενώς του θέματος των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους και ο ισχυρισμός της αιτήτριας για παράλειψη συμμόρφωσης της ΕΕΥ προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.»

 

 

Έπεται ότι η εξέταση των προσόντων μόνο από την Επιτροπή, χωρίς να προηγηθεί παραπομπή στη Συμβουλευτική Επιτροπή, ήταν σωστή και νόμιμη ενέργεια.

Ακολουθεί, δεύτερο, η εισήγηση ότι κατά την επανεξέταση παραβιάστηκε το δεδικασμένο. Κι΄ αυτό γιατί δεν μπορούσε, επειδή άλλαξε στο μεταξύ η σύνθεση, να προβεί σε έρευνα και να καταλήξει ότι η αιτήτρια δεν κατείχε τα προσόντα χωρίς το θέμα να είχε κριθεί πρώτα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Είναι, εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι αυτή είχε τα προσόντα, ήταν δηλαδή κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος «στα παιδαγωγικά με βασικό θέμα την ειδικότητα», σύμφωνα με την παράγραφο 5.2.

Όπως έχουμε διαπιστώσει, η απόφαση ακύρωσε την προαγωγή γιατί κρίθηκε πως δεν έγινε έρευνα αναφορικά με τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους, δηλαδή κατά πόσο το πιστοποιητικό του Hertfordshire College και δίπλωμα του Μαρασλείου συνιστούσαν μετεκπαίδευση. Ωστόσο ουδεμία δέσμευση από το δεδικασμένο της προηγούμενης απόφασης υφίσταται, εφόσον το θέμα των προσόντων της αιτήτριας δεν αποτέλεσε αντικείμενο της πρώτης δίκης. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε πλήρως με την προηγούμενη απόφαση, δοθέντος ότι προέβη σε έρευνα αναφορικά με το κριθέν ζήτημα, δηλαδή της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος.

Θα μπορούσα στο σημείο αυτό να αναφερθώ στην απόφασή μου στην Προσφυγή αρ. 537/91 Ιωάννης Πρέζα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 3.12.1992 σε παρεμφερές ζήτημα:

«Η απόφαση ακύρωσε την προαγωγή γιατί διαπιστώθηκε πως δεν έγινε η δέουσα έρευνα σχετικά με την μετεκπαίδευση του ενδιαφερόμενου προσώπου, όπως προβλέφθηκε από την παράγραφο 2 του σχεδίου υπηρεσίας. Δεν έχει όμως προκύψει παράβαση του δεδικασμένου. Γιατί το θέμα της γλώσσας (παράγραφος 6 του σχεδίου υπηρεσίας) δεν αποτέλεσε αντικείμενο δικαστικής έρευνας. Η υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση συνίστατο και εξαντλείτο στη διερεύνηση του προσόντος της παραγράφου 2. Οτιδήποτε άλλο θα βρισκόταν έξω από τα πλαίσια της επανεξέτασης.»

 

 

Βλέπε περαιτέρω την απόφαση Σοφούλλα Βασιλείου, ανωτέρω, που τέθηκαν πανομοιότυποι ισχυρισμοί, αλλά απορρίφθηκαν.

Καταλήγω ότι εφόσον τα προσόντα της αιτήτριας δεν ήταν ζήτημα το οποίο έκρινε η απόφαση, θα μπορούσε η Επιτροπή κατά την επανεξέταση να το αποφασίσει χωρίς να παραβιάζεται το δεδικασμένο που απέρρευσε από την απόφαση.

Σειρά έχει το καθαυτό ζήτημα των προσόντων. Ο κ. Αγγελίδης λέγει ότι αυτά είναι σύμφωνα με τη δεύτερη πρόνοια της παραγράφου 5, στην οποία ήδη αναφέρθηκα, καταγράφοντας συνάμα και τους τίτλους σπουδών της αιτήτριας. Έχει σημασία να έχουμε υπόψη το σκεπτικό της Επιτροπής που περιέχει και τα παρακάτω αποσπάσματα.

«Στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σημειώνεται ότι η υποψήφια Πόπη Λοϊζίδου έχει B.Ed. με έμφαση στην Επιστήμη. Με την άποψη αυτή διαφωνεί η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Από τη μελέτη του σχετικού φακέλου προκύπτει ότι το περιεχόμενο του πτυχίου Β.Ed. που διαθέτει η υποψήφια αποτελείτο από τρία κύρια θέματα: (α) Curriculum Study, (β) Curriculum Organization of Primary Schools και (γ) διατριβή αποτελούμενη από 10,000 λέξεις. Το γεγονός ότι η υποψήφια επέλεξε στο (β) ανωτέρω θέματα Επιστήμης δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως ουσιαστική εξειδίκευση στο θέμα, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη και του γεγονότος ότι η εκ 10,000 λέξεων διατριβή της είχε ως τίτλο ΄΄Teachers΄ and pupils΄ perception of punishment in the Primary Schools of Cyprus΄΄. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ούτε η υποψήφια Πόπη Λοϊζίδου ικανοποιεί οποιαδήποτε από τις πρόνοιες 5.1, 5.2 και 5.3 ανωτέρω.

.................................. .............................................

Η υποψήφια Πόπη Λοϊζου διαθέτει, πέρα από πανεπιστημιακό πτυχίο σε θέμα σχετικό με την εκπαίδευση, δεύτερο πτυχίο B.Ed. Το πτυχίο αυτό όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί μετεκπαίδευση γιατί είναι πρώτο πτυχίο. Συνεπώς η υποψήφια Πόπη Λοϊζου δεν ικανοποιεί το δεύτερο σκέλος της εναλλακτικής πρόνοιας 5.4 του σχεδίου υπηρεσίας.»

 

 

Οι παραπάνω διαπιστώσεις της Επιτροπής, αναφορικά με το περιεχόμενο των σπουδών, επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία του φακέλου και σχετικό πανεπιστημιακό έγγραφο που επισυνάφθηκε σε μια από τις αγορεύσεις. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι σπουδές της αιτήτριας είχαν ως βασικό θέμα την ειδικότητα, που είναι η επιστήμη και οι σχολικοί κήποι. Οι εκ 10 χιλιάδων λέξεων μονογραφία της για τη λήψη του διπλώματος αναφέρεται σε άλλο, άσχετο με την ειδικότητα, θέμα. Η απόφαση της Ε.Ε.Υ. ότι τα προσόντα της αιτήτριας δεν ανταποκρίνονται στη δεύτερη διάζευξη του σχεδίου υπηρεσίας ήταν λογικά δυνατή. Ούτε θα μπορούσε να θεωρηθεί προσοντούχος βάσει άλλης διάταξης του σχεδίου υπηρεσίας για το λόγο ότι δεν διέθετε δίπλωμα στην ειδικότητα της Επιστήμης/Σχολικών Κήπων, ούτε μετεκπαίδευση σ΄ αυτή.

Η έννοια της μετεκπαίδευσης, που εξυπακουόμενα ακολουθήθηκε, συνάδει με την ερμηνεία που της δόθηκε στην Α.Ε.1970 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χρίστου (1991)3 Α.Α.Δ. 56, 61, όπου αναφέρεται:

« ΄΄Μετεκπαίδευση΄΄ σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική. Χρονικά και πραγματικά ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση. Ο όρος ΄΄μετεκπαίδευση΄΄, στο σχέδιο υπηρεσίας, σημαίνει πρόσθετη εκπαίδευση μετά από την απόκτηση των διπλωμάτων ή πιστοποιητικών, απαραίτητων προϋποθέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους (1) και (5).»

 

 

Η αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής στο θέμα αυτό φαίνεται από το ίδιο το κείμενό της και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Σχολιάστηκε δυσμενώς η πληρότης της αιτιολογίας. Δεν διαπιστώνουμε όμως οποιαδήποτε πλημμέλεια. Συμπερασματικά, η κρίση της Επιτροπής αναφορικά με το θέμα των προσόντων της αιτήτριας ήταν επίσης λογικά επιτρεπτή.

Ενόψει της κατάληξής μου αυτής ανακύπτει το ερώτημα αν η αιτήτρια ως μή προσοντούχος είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, που αποτελεί εξάλλου το αντικείμενο προδικαστικής ένστασης. Η απάντηση πρέπει νομίζω να είναι καταφατική. Υπό τις περιστάσεις υπήρχε έννομο συμφέρον ηθικού περιεχομένου που νομιμοποιούσε την αιτήτρια να ζητήσει ακύρωση του διορισμού. Κάτω από ουσιαστικά όμοιες περιστάσεις ο Γαβριηλίδης, Δ., ανέφερε τα εξής στην Υπόθεση αρ. 681/98 Αλεξάνδρα Αλεξάνδρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 4.12.2000.

«Η δικηγόρος του Κ. Σάββα πρόβαλε την προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την προαγωγή του στην επίδικη θέση για το λόγο ότι αυτή δεν κατείχε το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας. Η ένσταση δεν ευσταθεί. Δεδομένου ότι ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι ο Κ. Σάββα δεν κατείχε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, η αιτήτρια έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την προαγωγή του, έστω και αν υποτεθεί ότι ούτε και αυτή κατέχει το εν λόγω προσόν. Και τούτο γιατί σύμφωνα με τη νομολογία, ο υπάλληλος, έστω και αν δεν κατέχει τα προσόντα για την πλήρωση μιας θέσης, έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την προαγωγή συναδέλφου του, που προάχθηκε χωρίς ούτε και αυτός να έχει τα προσόντα, όταν με την προαγωγή θα επηρεασθεί η αρχαιότητά του ή ο προαχθείς θα καταστεί προϊστάμενος ή ανώτερός του. (Βλ., μεταξύ άλλων, Christodoulou and Others v. CYTA (1973)3 C.L.R. 695 και Κυριάκου κ.ά. ν. ΑΤΗΚ (Αρ. 1) (1991) 4(Β) ΑΑΔ 1443).

 

 

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και εδώ. Η αιτήτρια αμφισβητεί τα ευρήματα της Ε.Ε.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος διαθέτει τα προσόντα. Αυτό είναι το θέμα που θα εξεταστεί στη συνέχεια. Αμφισβητείται η επάρκεια της έρευνας, η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας από την Επιτροπή, καθώς και η νομιμότητα της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Το ενδιαφερόμενο μέρος έχει τα ακόλουθα προσόντα: Δίπλωμα Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου (1961), διετή φοίτηση στο Μαράσλειο Διδασκαλείο (1981), Νational Certificate in Horticulture (ένα έτος) (1985) και πτυχίο Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στα Παιδαγωγικά (1993).

Η Επιτροπή φαίνεται να μελέτησε μία προς μία τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας σε συσχετισμό με τα παραπάνω προσόντα. Κατέληξε δε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν συμμορφώνεται με οποιαδήποτε από τις πρόνοιες 5.1, 5.2, 5.3, αφού:

«... δεν έχει πανεπιστημιακό πτυχίο ή μεταπτυχιακό δίπλωμα στην ειδικότητα ή στα παιδαγωγικά με έμφαση στην ειδικότητα. Το γεγονός ότι παρακολούθησε σεμινάριο διάρκειας μιας εβδομάδας στην Επιστήμη στο πλαίσιο διετούς μετεκπαίδευσης στο Μαράσλειο Διδασκαλείο (βλέπε βεβαίωση με αριθμό πρωτοκόλλου 326 και ημερ. 16.4.81) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ειδίκευση στην Επιστήμη. Ο υποψήφιος διαθέτει πανεπιστημιακό δίπλωμα στα παιδαγωγικά αλλά χωρίς έμφαση στην Επιστήμη.»

Στη συνέχεια η Επιτροπή εξέτασε αν οι δύο υποψήφιοι έχουν τα προσόντα της παραγράφου 5.4. Έκρινε ότι και οι δύο έχουν το προβλεπόμενο πανεπιστημιακό δίπλωμα στα παιδαγωγικά και περαιτέρω ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε και το προσόν που αναφέρεται στο δεύτερο σκέλος της πρόνοιας δηλαδή μετεκπαίδευση διάρκειας ενός έτους τουλάχιστο στην ειδικότητα. Πρέπει να διαφωνήσω με την εκτίμηση αυτή της Επιτροπής. Το μεταπτυχιακό «δίπλωμα» του απονεμήθηκε το 1985, πριν την απόκτηση του πανεπιστημιακού διπλώματος Θεσσαλίας, που το ενδιαφερόμενο μέρος πήρε το 1993. Συνεπώς, σύμφωνα με την απόφαση Χρίστου, ανωτέρω, που ερμήνευσε την έννοια «μετεκπαίδευση», ο αιτητής δεν ικανοποιούσε την παράγραφο 5.4.

Όμως, κατά την απόφαση, υπήρχε και πρόσθετη βάση που καθιστούσε προσοντούχο το ενδιαφερόμενο μέρος: η τελευταία σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας. Παρατηρεί τα εξής η απόφαση σε σχέση με αυτό:

«Σημειώνεται επίσης ότι ο υποψήφιος Χριστόδουλος Παπαχριστοδούλου μπορεί να θεωρηθεί υποψήφιος και με βάση τη σημείωση 1 που παρατίθεται στο τέλος της παραγράφου για τα προσόντα. Σύμφωνα με τη σημείωση αυτή, ΄΄εκπαιδευτικοί που είχαν τα προσόντα για την προηγούμενη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως ή τα απόκτησαν μέχρι τις 16.12.85 θα μπορούν να είναι υποψήφιοι για τη θέση αυτή΄΄. Στις 16.12.85 ο πιο πάνω υποψήφιος ικανοποιούσε τις πρόνοιες του τότε ισχύοντος σχεδίου υπηρεσίας. Συγκεκριμένα αυτός είχε πτυχίο Παιδαγωγικής Ακαδημίας (ΠΑΚ), είχε μετεκπαίδευση ενός έτους στο θέμα της ειδικότητάς του (από το Hertfordshire College), ευδόκιμο εκπαιδευτική υπηρεσία τουλάχιστον δέκα ετών (διορίστηκε την 1.9.63), καλή γνώση της αγγλικής (παρακολούθησε επιμορφωτικό πρόγραμμα διάρκειας ενός έτους σε αγγλόφωνο πανεπιστήμιο) και ενημερότητα στις σύγχρονες εξελίξεις στο θέμα της ειδικότητάς του (από την προσπάθεια συνεχούς επιμόρφωσης). Συνεπώς ο Χριστόδουλος Παπαχριστοδούλου μπορεί να θεωρηθεί υποψήφιος και με βάση την υφιστάμενη ΄΄Σημείωση 1΄΄ του ισχύοντος σήμερα σχεδίου υπηρεσίας.»

 

 

Είναι γεγονός ότι στο φάκελο υπάρχει το πιστοποιητικό από το Hertfordshire College, που τιτλοφορείται Amenity Horticulture (Καλλωπιστική Κηπουρική). Από αυτό προκύπτει ότι τα κύρια μαθήματα ήταν στα εξής θέματα: Θετική Επιστήμη (Applied Science), Κηπουρική, Μηχανήματα και Εξοπλισμός που χρησιμοποιούνται στην Κηπουρική. Τήρηση Αρχείων και Επιθεώρηση. Είναι φανερό ότι η Ε.Ε.Υ. θεώρησε τα θέματα αυτά σχετικά με την Κηπουρική και την Επιστήμη.

Επικρίνεται ωστόσο η Επιτροπή γιατί δεν ερεύνησε περαιτέρω με το αρμόδιο όργανο αναγνώρισης τίτλου σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ), κατά πόσο η μετεκπαίδευση του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν στην ειδικότητα της επιστήμης. Θα θυμίσω όμως εδώ ότι παρόλο που ο νόμος περί Αναγνώρισης Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών, Νόμος (Ν.68/(1)/96), τέθηκε σε εφαρμογή από την 5.5.1996, ήταν εν τούτοις ανενεργός μέχρι 30.7.1999, που ψηφίστηκαν οι σχετικοί κανονισμοί, δηλαδή μετά τον ουσιώδη χρόνο.

Σύμφωνα με τη νομολογία, η διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων για την πλήρωση θέσης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και αποτελεί πτυχή της διοικητικής λειτουργίας. Το δικαστήριο εξετάζει μόνο κατά πόσο το διορίζον όργανο με βάση το ενώπιον του υλικό μπορούσε εύλογα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο συγκεκριμένος υποψήφιος κατείχε ή όχι συγκεκριμένο προσόν (Χρ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228 και Α.Ε. 1846 Επαμεινώνδας ν. Ρ.Ι.Κ. 29.5.1989).

Κατά τη γνώμη μου ήταν εύλογα επιτρεπτή η κρίση της Επιτροπής στο προκείμενο, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε τα προσόντα με βάση τη σημείωση. Σαφώς οι σπουδές του ενδιαφερόμενου μέρους είχαν άμεση σχέση με τους σχολικούς κήπους, ένα δε από τα κύρια μαθήματα ήταν η θετική επιστήμη. Δεν προσκολλάται ένας στον τίτλο μόνο του διπλώματος. Με βάση το υλικό αυτό δεν βλέπω ουσιαστικό λόγο για παρέμβασή μου στην ερμηνεία που έδωσε η Επιτροπή. Ούτε έπρεπε κατ΄ ανάγκη να επεκτείνει την έρευνα πέραν των στοιχείων που είχε στην κατοχή της. Η αιτιολογία της απόφασης περιέχεται στα στοιχεία που παρέθεσα και τεκμηριώνεται από εκείνα που περιέχει ο φάκελος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

Σ. Νικήτας,

Δ.

/ΑυΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο