ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 4 ΑΑΔ 516

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 436/2000

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 9, 7, 13, 28 και 35 του Συντάγματος.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

 

Δήμος Λάρνακας,

Αιτητές,

και

Υπουργικό Συμβουλίο,

Καθ΄ου η αίτηση.

- - - - - - -

HMEΡΟΜΗΝΙΑ: 6.7.01

Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Ιωσηφίδης

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι πιο πάνω αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία κηρύσσεται άκυρη η απόφαση (αριθμ. 50.952) του καθ΄ου που λήφθηκε την 29.12.99 και κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 1.2.2000 στον αιτητή (παραρτ. Α) με την οποία εγκρίθηκε κατ΄εξαίρεση προγενέστερης απόφασης και κατά σύγκρουση ή αντίθετα προς τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακος η προτεινόμενη ανάπτυξη για ενέγερση μονάδας αφαλάτωσης θαλασσίου νερού στο τεμάχιο 48 της Λάρνακας ενορία Σκάλα, σύμπλεγμα J Χ.Σχ. L24.E2."

Στις 21.11.1991 το Υπουργικό Συμβούλιο με την υπ΄αρ. 36.473 απόφαση του κατέστησε σαφές στα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα και υπηρεσίες ότι έχουν υποχρέωση όπως οι αναπτύξεις που διενεργούν κατά αρμοδιότητα συνάδουν με τις πρόνοιες και επιδιώξεις των Σχεδίων Ανάπτυξης και της Πολεοδομικής Νομοθεσίας. Στην απόφαση καθορίστηκε επιπρόσθετα ότι το αρμόδιο Υπουργείο θα πρέπει να εξασφαλίζει τις απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως από τη σκοπιά της "Πολεοδομικής Αρχής". Η Πολεοδομική Αρχή με επιστολή της ημερομηνίας 30.11.1999 πληροφόρησε το Υπουργείο Εσωτερικών, ότι το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων την ενημέρωσε, σύμφωνα με την προαναφερόμενη Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι προτίθετο να προβεί στη δημιουργία σταθμού αφαλάτωσης θαλάσσιου νερού στη Λάρνακα στο τεμάχιο 48, ενορία Σκάλα, σύμπλεγμα "J" Φ.Σχ. L24.E2. και στην τοποθέτηση αγωγού μεταφοράς νερού προς το διϋλιστήριο Τερσεφάνου. Με την ίδια επιστολή η Πολεοδομική Αρχή ζήτησε να προωθηθεί πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο για λήψη απόφασης επειδή η προτεινόμενη ανάπτυξη συγκρουόταν με τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου και κατά συνέπεια ερχόταν σε αντίθεση με την προαναφερθείσα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Ετίθεντο παράλληλα όροι εκ μέρους της Πολεοδομικής Αρχής, οι οποίοι θα έπρεπε να επιβληθούν σε περίπτωση που το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσιζε απόκλιση από την απόφαση του με αρ. 36.473. Το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού εξασφάλισε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες από το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, επιλήφθηκε του θέματος κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 29.12.1999 και αποφάσισε να εγκρίνει κατ΄εξαίρεση της Απόφασής του με αρ. 36.473 την προτεινόμενη ανάπτυξη και να εξουσιοδοτήσει παράλληλα το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως να επιβάλει κατάλληλους όρους, περιλαμβανομένων των όρων που είχε εισηγηθεί η Τεχνική Επιτροπή Αξιολόγησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον. Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 1.2.2000 στους αιτητές και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Οι αιτητές είχαν καταχωρήσει αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος η οποία απορρίφθηκε στις 2.6.2000 με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου. Στις 22.6.2000 οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση στηριζόμενη από Ένορκη Δήλωση και πέτυχαν την έκδοση Διατάγματος με την οποίαν τους επιτρεπόταν η τροποποίηση της αίτησης με την προσθήκη νέων νομικών σημείων.

Ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση προβάλλει προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής καθότι, κατά την άποψη του, εκδότης και αποδέκτης της πράξης είναι όργανα του ίδιου νομικού προσώπου, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο δικηγόρος των αιτητών απορρίπτει την πιο πάνω άποψη και εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προκαλεί δυσμενείς και καταστρεπτικές συνέπειες στο περιβάλλον το οποίο ως κοινό αγαθό που πλήττεται διαμορφώνει έννομο συμφέρον που ισχύει υπέρ πάντων και γι΄αυτό τυγχάνει νομικής προστασίας. Εισηγείται περαιτέρω ότι το τοπικό σχέδιο ανάπτυξης δεσμεύει και τη Δημοκρατία σε ότι αφορά δική της ιδιοκτησία, και ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση ως προκαλούσα κατά την άποψή του βλαπτικά αποτελέσματα στην περιοχή αρμοδιότητας των αιτητών είναι εκτελεστή πράξη και ελέγχεται δικαστικά βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος, λόγω των συνεπειών που θα υποστεί το περιβάλλον των δημοτών της περιοχής.

Ο δικηγόρος των αιτητών επιδιώκει την ακύρωση της επίδικης απόφασης στηριζόμενος ουσιαστικά στο επιχείρημα ότι αυτή λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας και συγκεκριμένα κατά παράβαση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση που προαναφέρθηκε (αποφ. αρ. 36.473). Συνακόλουθα παραβιάζει, κατά το δικηγόρο των αιτητών, το Νόμο περί Πολεοδομίας και το Τοπικό Σχέδιο Ανάπτυξης της Λάρνακας, παρέκκλιση από τις πρόνοιες του οποίου δεν ήταν δυνατή στην περίπτωση αυτή. Τα πιο πάνω συνιστούν κατά την άποψή του υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση, ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στον ισχυρισμό ότι υπήρξε παραβίαση της ζώνης προστασίας της παράλιας περιοχής, που σύμφωνα με τους αιτητές δεν επιτρέπει οποιαδήποτε ανάπτυξη και ως εκ τούτου εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει για τον επιπρόσθετο λόγο της έλλειψης ενδελεχούς έρευνας και μελέτης εκ μέρους του καθ΄ου η αίτηση των θεμάτων που επηρεάζουν το περιβάλλον της περιοχής, όπου γίνεται η ανέγερση της μονάδας αφαλάτωσης.

Η προδικαστική ένσταση που προβαλλεται εκ μέρους του καθ΄ου η αίτηση αφορά στο κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη εναντίον της οποίας νομιμοποιούνταν να στραφούν οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή. Δεν φαίνεται να υπάρχουν περιθώρια επιτυχίας της προδικαστικής ένστασης. Το γεγονός ότι η ανέγερση του κέντρου αφαλάτωσης γίνεται μέσα στα τοπικά όρια του Δήμου Λάρνακας καθιστά επιβεβλημένη την εμπλοκή των αιτητών και την εκ μέρους τους υποβολή απόψεων για το θέμα. Πρόκειται για έργο που επηρεάζει προφανώς τη μορφολογία του περιβάλλοντος σε χώρο αρμοδιότητας των αιτητών. Ο Δήμος Λάρνακας στην περίπτωση αυτή αποτελεί την υπεύθυνη τοπική αρχή, εκπροσωπεί τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής που πιθανό να επηρεάζεται από την ανέγερση του κέντρου αφαλάτωσης, και ως εκ τούτου έχει το δικαίωμα να επιδιώξει ακύρωση πράξεων και αποφάσεων της διοίκησης τις οποίες θεωρεί επιβλαβείς για το περιβάλλον της περιοχής. Η τάση της νομιμοποίησης των τοπικών αρχών να προσβάλλουν αποφάσεις που δυνατό να επηρεάσουν το περιβάλλον υποστηρίζεται νομολογιακά. Το ζήτημα του έννομου συμφέροντος αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης σε συναφές ζήτημα απασχόλησε την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δημοκρατία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου κ.ά., Α.Ε. 2156, ημερ. 27.2.1998, στην απόφαση της οποίας λέχθηκαν μεταξύ άλλων στις σελίδες 9-11 τα εξής:

"Πρόσφατα, στη Δήμος Έγκωμης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1988 ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 1997, η Ολομέλεια αναφέρθηκε επιδοκιμαστικά στην πρωτόδικη Improvement Board Strovolos v. Republic (1983) 3 C.L.R. 434 στην οποία αναγνωρίστηκε ότι αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης νομιμοποιείται να προσβάλει απόφαση οργάνου της Κεντρικής Κυβέρνησης όπου επηρεάζεται δυσμενώς ίδιον συμφέρον. Στην Improvement Board Strovolos v. Republic (ανωτέρω) που αφορούσε την ανάληψη αρμοδιότητας της τοπικής αρχής από όργανο της Κεντρικής Κυβέρνησης λέχθηκε ότι:

"Local authorities are expected, within the sphere of their responsiblilities and always subject to their authority under the law, to give effect to what appears best for the locality they serve. There may be a conflict between the wider needs of the country, safeguarded by central administration and local needs. Inasmuch as political responsibility for the acts of local authorities does not vest in the central govenment, legal means must be provided for resolving a conflict, if there is any, between organs of central and local administration. Consequently, in an appropriate case, a recourse may be taken by an improvement board against organs of central government for the review of the legality of their actions affecting the interests of the improvement board."

Eξ άλλου με ενδιάμεση απόφαση στην υπόθεση Κοινότητα Πυργών κ.α. ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 671/91 ημερ. 7 Νοεμβρίου 1991, εντάχθηκε στο πεδίο συμφέροντος της αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης και το φυσικό περιβάλλον εφόσον η κοινότητα επηρεαζόταν δυσμενώς. Αυτή η άποψη είχε κυρίως ως έρεισμα το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα ζωής. Αναφέρθηκαν σχετικά τα εξής:

"Κρίνω ότι το δικαίωμα της ζωής που κατοχυρώνεται από το άρθρο 7.1 του Συντάγματος δεν περιορίζεται στην προστασία της ύπαρξης, αλλά επεκτείνεται και στις βασικές προϋποθέσεις για την επιβίωση του ανθρώπου στο χώρο που διαβιεί. Δε θα διερευνήσω, διότι δεν είναι αναγκαίο για τους σκοπούς αυτής της υπόθεσης, τις διαστάσεις ή προεκτάσεις του δικαιώματος. Διαπιστώνω όμως ότι κάτοικος κοινότητας έχει λόγο στη διαμόρφωση του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο διαβιεί, το οποίο εφόσον είναι κοινό σε όλους τους κατοίκους της κοινότητας, μπορεί να προασπισθεί συλλογικά από την κοινοτική αρχή η οποία τους εκπροσωπεί."

Σε έφεση που ασκήθηκε για άλλους λόγους κατά της εν λόγω απόφασης, το ζήτημα εννόμου συμφέροντος δεν συζητήθηκε και η πλειοψηφία της Ολομέλειας δεν εξέφρασε γνώμη: βλ. Δημοκρατία κ.α. ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518 και 1521 ημερ. 1. Νοεμβρίου 1996.

Κατά την άποψη μας, οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν συμφέρον στην πολεοδομική διαμόρφωση της περιοχής τους εφόσον προκύπτει δυσμενής επηρεασμός στο φυσικό περιβάλλον, ιδωμένο όπως πρόκειται διαχρονικά να διαμορφωθεί. Πρόκειται για συμφέρον εγγενές στη φύσης της αποστολής τους και ως εκ τούτου νόμιμο. Η διαπίστωση αυτή καθιστά μη αναγκαία την περιατέρω διερεύνηση της νομιμοποίησης του εφεσίβλητου Συμβουλίου."

Ενόψει των πιο πάνω δεν μπορώ παρά να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι και στην παρούσα, η τοπική αρχή (Δήμος Λάρνακας) είχε λόγο στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος της περιοχής όπου θα γινόταν το κέντρο αφαλάτωσης και συνακόλουθα νομιμοποιητικό έρεισμα να προσφύγει με αίτηση ακυρώσεως εναντίον της επίδικης απόφασης. Είναι λοιπόν επιβεβλημένο να εξετασθεί η νομιμότητα της συγκεκριμένης διοικητικής απόφασης.

Σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 26 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμων, 1972-1999:

"(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με απόφασή του να χορηγεί πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση του σχεδίου ανάπτυξης, ανεξάρτητα αν η ανάπτυξη έχει συντελεστεί ή όχι, σε έκτακτες και δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις ή άλλες ειδικές περιπτώσεις, που θα καθοριστούν με Κανονισμούς τους οποίους εκδίδει το Υπουργικό Συμβούλιο και εγκρίνει η Βουλή των Αντιπροσώπων.

(3) Κανονισμοί οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει του εφαφίου (2) του παρόντος άρθρου καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα ασκείται η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου και, ειδικότερα, δυνατό να προνοούν για -

(α) Τη διαδικασία, τους όρους τις προϋποθέσεις, του περιορισμούς και τα κριτήρια, με βάση τα οποία ασκείται η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου.

(β) τη σύσταση συμβουλίου, για να συμβουλεύει το Υπουργικό Συμβούλιο κατά την εξέταση αιτήσεων για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση του σχεδίου ανάπτυξης.

 

(γ) την επιβολή δικαιωμάτων για την εξέταση αιτήσεων για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση του σχεδίου ανάπτυξης.

(δ) την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων, στα οποία περιλαμβάνεται και η μεταφορά συντελεστή δόμησης από άλλο τεμάχιο ή από διατηρητέα οικοδομή.

(ε) την αναδρομική εφαρμογή τους σε ειδικά καθορισμένες περιπτώσεις."

Είναι σαφέστατο το γράμμα και το πνεύμα του Νόμου στην περίπτωση αυτή. Παρέχεται η δυνατότητα στο Υπουργικό Συμβούλιο να παρακάμπτει το Σχέδιο Ανάπτυξης σε έκτακτες και δικαιολογημένες απο το δημόσιο συμφέρον περιπτώσεις. Κανονισμοί θα ρυθμίζουν τον τρόπο άσκησης της εξουσίας του Υπουργικού Συμβουλίου σε άλλες ειδικές περιπτώσεις αιτήσεων για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση του σχεδίου ανάπτυξης. Υπήρχαν οι σχετικοί κανονισμοί κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (29.12.1999). Περιέχοντο στην Κ.Δ.Π. 309/99 η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 10.12.1999. Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει, σύμφωνα προς τον Κανονισμό 17(3), αρμοδιότητα να αποφασίζει τελειωτικά αναφορικά με αίτημα για παρέκκλιση. Στον Κανονισμό 19 προβλέπονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

"19(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (2) του παρόντος Κανονισμού, η εισήγηση της Πολεοδομικής Αρχής και του Συμβουλίου και η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τεκμηριώνονται και αιτιολογούνται με βάση τις ακόλουθες αρχές και κριτήρια -

(α) Υλοποίηση των συμβατικών διμερών και διεθνών υποχρέωσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας,

(β) υλοποίηση έργων ή προγραμμάτων εθνικής σημασίας από φορείς του δημόσιου τομέα, περιλαμβανομένων και των Τοπικών Αρχών,

(γ) προαγωγή και υλοποίηση γενικής κυβερνητικής πολιτικής που υιοθετήθηκε μετά τη δημοσίευση του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης,

(δ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ."

Στον Κανονισμό 20 προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής αντισταθμιστικών μέτρων:

"20(1) Αντισταθμιστικά μέτρα είναι δυνατό να επιβληθούν για τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση για την επίτευξη των ακόλουθων σκοπών -

(α) Την προστασία του τοπικού περιβάλλοντος.

(β) Την αντιμετώπιση των ενδεχόμενων επιβαρύνσεων που προκύπτουν στην περιοχή από την παρέκκλιση.

(γ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . "

Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση για την έγκριση της προτεινόμενης ανάπτυξης βρίσκεται μέσα στα πλαίσια των σχετικών Νόμων και Κανονισμών. Έχει έρεισμα και στο δημόσιο συμφέρον το οποίο σκοπούσε να εξυπηρετήσει η ανέγερση μονάδας αφαλάτωσης. Η παρατεταμένη ανομβρία που πλήττει την Κύπρο, η μείωση των αποθεμάτων πόσιμου νερού σε επικίνδυνα επίπεδα και οι αυξανόμενες ανάγκες ύδρευσης τόσο των κατοικημένων περιοχών όσο και της ξενοδοχειακής βιομηχανίας, κατέστησαν απαραίτητη τη λήψη εκ μέρους της κυβέρνησης έκτακτων και άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση του σοβαρότατου αυτού προβλήματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λειψυδρία εμπίπτει υπό τις περιστάσεις στις "έκτακτες και δικαιολογημένες προς το δημόσιο συμφέρον" περιπτώσεις, όπου ο Νόμος παρέχει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο για τη χορήγηση πολεοδομικών αδειών κατά παρέκκλιση του Σχεδίου Ανάπτυξης.

Ούτε τα προβλεπόμενα στους Κανονισμούς φαίνεται να παραβίαστηκαν. Η απόφαση λήφθηκε μέσα στα πλαίσια "υλοποίησης έργων ή προγραμμάτων εθνικής σημασίας". Τέτοια ακριβώς είναι η σημασία ενός κέντρου αφαλάτωσης για την Κύπρο, ιδιαίτερα κάτω από τις περιστάσεις που προαναφέρθηκαν. Έργο σίγουρα ζωτικότατης σημασίας για την ύδρευση του τόπου. Ενός τόπου ταλαιπωρημένου από συνεχιζόμενη ανομβρία.

Τα προβλεπόμενα αντισταθμιστικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος επιβλήθηκαν. Παραθέτω το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης:

"18. Το Συμβούλιο αποφάσισε:

α) Να εγκρίνει κατ΄εξαίρεση της Απόφασής του με αρ. 36.473 και ημερ. 21.11.1991, την προτεινόμενη ανάπτυξη για ανέγερση μονάδας αφαλάτωσης θαλάσσιου νερού στη Λάρνακα και τοποθέτηση αγωγού μεταφοράς νερού προς το διϋλιστήριο Τερσεφάνου, η οποία συγκρούεται με τις πρόνοιες του τοπικού σχεδίου Λάρνακας.

β) Να εξουσιοδοτήσει το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως να επιβάλει κατάλληλους όρους, περιλαμβανομένων των όρων που έχει εισηγηθεί η τεχνική επιτροπή αξιολόγησης των επιπτώσεων στο περιβάλλον.

Μελέτησα επισταμένα το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης. Σε ότι αφορά πιθανές επιπτώσεις για το περιβάλλον τις οποίες επικαλούνται οι αιτητές έχω να παρατηρήσω τα εξής:

Έγινε έρευνα περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζονται οι αιτητές αυτή δεν ήταν ούτε ατελής ούτε παράνομη. Υιοθετήθηκαν από την Τεχνική Επιτροπή Περιβάλλοντος 22 μέτρα τα οποία υποδεικνύονταν στην περιβαλλοντική μελέτη, συν άλλα 10 τα οποία διαβιβάστηκαν στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων και τέθηκαν ως όροι, σύμφωνα με την παράγραφο (β) της προσβαλλόμενης απόφασης, στον εργολάβο που ανέλαβε την κατασκευή του έργου. Είναι λοιπόν καθαρό το γεγονός ότι λήφθηκαν υπόψη οι περιβαλλοντικές παράμετροι και λήφθηκαν κατόπιν μελέτης τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την μείωση των όποιων πιθανών επιπτώσεων. Οι αιτητές, παρά την εμφανιζόμενη έκδηλη ανησυχία τους, φαίνεται να παρέλειψαν να εμφανιστούν, παρόλον που εκλήθηκαν, σε συσκέψεις των αρμοδίων φορέων για την επιστημονική μελέτη των επιπτώσεων της προτεινόμενης ανάπτυξης. Πέρα από αυτό δύσκολα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί το όψιμο ενδιαφέρον τους για το περιβάλλον σε μια περιοχή όπου οι ίδιοι είχαν επιτρέψει την κατασκευή σταθμού επεξεργασίας λυμάτων χωρίς να επιδείξουν τότε περιβαλλοντικούς ενδοιασμούς. Ενόψει των πιο πάνω συλλογισμών η κατάληξη στην παρούσα δεν μπορεί να είναι άλλη από την απόρριψη της προσφυγής. Οι προβληματισμοί που εξέφρασαν οι αιτητές δυνατό να θεωρηθούν δικαιολογημένοι από περιβαλλοντολογική σκοπιά. Εκείνο που συμβαίνει εδώ όμως είναι η σύγκρουση των ευρυτέρων αναγκών της Δημοκρατίας, αναγόμενων λόγω της ζωτικής σημασίας του θέματος σε δημόσιο συμφέρον, προστατευόμενο από την κεντρική διοίκηση, και των απόψεων της τοπικής αρχής. Το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την ευθυγράμμιση πολιτικής ανάμεσα σε όργανα κεντρικής διοίκησης και αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης με την τελική πολιτική ευθύνη των πράξεων να βρίσκεται στην κυβέρνηση και αποκτά, από κάθε άποψη πρακτικής, χειροπιαστή σημασία και τείνει να εξυπηρετήσει το λαό στο σύνολο του.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο