ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 1181
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπ όθεση Αρ.944/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ
.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος και 28.
Χριστόφορος Αντωνίου,
Αιτητής, P>
και
Αρχή Ηλεκτρισμού,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 20.11.00
Για τον αιτητή: κ. Σ. Δράκος
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Κλ. Στυλιανού για κ. Γ.Κακογιάννη
Για τα ενδιαφ. μέρος: κ. Π. Πολυβίου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η παρούσα προσφυγή αφορά την επιβολή υποχρέωσης πληρωμής από τον αιτητή, με το λογαριασμό κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, ποσού εισφοράς για το ΡΙΚ. Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά την πιό κάτω θεραπεία:
"Η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να φορολογήσουν και/ή να ζητήσουν την πληρωμή του ποσού £8,25 από το τιμολόγιο κατανάλωσης ηλεκτρισμού με αριθμό λογαριασμού 414 06 0730091 είναι εξ΄υπαρχής άκυρη και/ή συνιστά κατάχρηση εξουσίας και/ή δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και/ή δεν έγινε η δέουσα έρευνα και/ή είναι αντίθετη με το Σύνταγμα και τις Αρχές της Χρηστής Διοίκησης και/ή είναι παράνομη και/ή είναι στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και/ή δεν είναι δίκαιη."
Με την ένσταση τους η καθ΄ης η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος προβάλλουν δύο προδικαστικές ενστάσεις:
(α) Ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή και
(β) Ότι η προσφυγή είναι εκπροθεσμη.
Στη γραπτή της αγόρευση η καθ΄ης η αίτηση, όσον αφορά την ουσία της προσφυγής, ισχυρίζεται ότι το θέμα έχει ήδη αποφασισθεί και παραπέμπει στην απόφαση της Ολομέλειας στην Constantinides v. The Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 798.
Επιπρόσθετα, η καθ΄ης η αίτηση προβάλλει το επιχείρημα ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί γιατί δεν τίθενται οποιοιδήποτε λόγοι ακύρωσης στην αίτηση. Το τι περιέχεται, υποβάλλει, δεν συνάδει με τους περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς, που προβλέπουν υποχρέωση αναφοράς των νομικών σημείων
, στα οποία βασίζεται η αίτηση.Τα νομικά σημεία στα οποία βασιζόταν αρχικά η προσφυγή ήταν κατά λέξη τα ακόλουθα:
"1. Άρθρο 24 και 28 του Συντάγματος.
2. Νόμος 14/79, 21(1)/92, 1(1)/94.
3. Αρχές της Χρηστής Διοίκησης και της Αρχής της πληρωμής φόρων και/ή τελών και/ή άλλου ποσού ανάλογα με τις δυνάμεις του διοικουμένου."
Σε μεταγενέστερο στάδιο και συγκεκριμένα μετά την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης της καθ΄ης η αίτηση, με την οποία ηγέρθηκε το σημείο αυτό, υπεβλήθη εκ μέρους του αιτητή αίτηση για τροποποίηση των νομικών σημείων, στην οποία η καθ΄ης η αίτηση δεν ενέστη και τελικά η αίτηση τροποποιήθηκε, τα δε νομικά σημεία έχουν τώρα ως εξής:
"1. Άρθρο 24 και 28 του Συντάγματος.
2. Νόμος 14/79, 21(1)/92, 1(1)/94, 56(1)/97.
3. Αρχές της Χρηστής Διοίκησης και της Αρχής της πληρωμής φόρων και/ή τελών και/ή άλλου ποσού ανάλογα με τις δυνάμεις του διοικουμένου.
4. Στις αρχές του φορολογικού δικαίου και ιδιαίτερα στις αρχές της ισότητας και καθολικότητας του φόρου."
Προφανώς η καθ΄ης η αίτηση δεν θεώρησε την τροποποίηση να αλλάζει την κατάσταση γιατί δεν κατεχώρησε νέα γραπτή αγόρευση αλλά υιοθέτησε ξανά εκείνη που είχε ήδη καταχωρηθεί.
Με την απαντητική του αγόρευση ο αιτητής προβάλλει ότι δεν μπορούσε να εγερθεί το σημείο αυτό, γιατί η καθ΄ης η αίτηση δεν θα μπορούσε να εισαγάγει νέο λόγο ένστασης με τη γραπτή της αγόρευση. Θεωρώ το τελευταίο αυτό επιχείρημα ανεδαφικό. Το εγερθέν θέμα άπτεται άμεσα της εγκυρότητας της προσφυγής και ως εκ τούτου η σημασία του είναι τέτοια που το Δικαστήριο θα μπορούσε να το εξετάσει ακόμη και αυτεπάγγελτα. Έτσι, προτού επιληφθώ οποιουδήποτε άλλου ζητήματος, θα επιληφθώ του θέματος αυτού.
Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προνοεί ότι κάθε διάδικος πρέπει με τις έγγραφες προτάσεις του (και στο ερμηνευτικό μέρος των Κανονισμών έγγραφη πρόταση περιλαμβάνει αίτηση, ένσταση ή ανταπάντηση) να εκθέτει τα νομικά σημεία, στα οποία στηρίζεται, αιτιολογώντας τα πλήρως.
Στο Ευρετήριο Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ετών 1971-1975, κάτω από το δ. με τίτλο "Απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως ελλείψει λόγου ακυρώσεως" αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Αίτησις ακυρώσεως μη ....διαλαμβάνουσα συγκεκριμένον τινά και επαρκώς προσδιωρισμένον λόγον ακυρώσεως πλήττοντα το κύρος της προσβαλλόμενης πράξεως είναι αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως. 3138/73".
Επίσης, στην §835 αναφέρεται ότι είναι απαράδεκτη η αίτηση ακυρώσεως εναντίον πράξης για την οποία κανένας λόγος ακυρώσεως δεν προβάλλεται. (2005/1974, 504, 509/75). Στην §838 αναφέρεται ότι αίτηση ακυρώσεως είναι απορριπτέα αν δεν διαλαμβάνει συγκεκριμένους λόγους ακύρωσης που αφορούν σε πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης. (2729/75, 3177/75).
Στο σύγγραμμα "Αίτησις Ακυρώσεως", Θ. Τσάτσου, 3η Έκδοση, κάτω από τον τίτλο "Η Προδικασία", στην §173 περιέχονται τα ακόλουθα:
"To δικόγραφον δέον να διαλαμβάνη ένα τουλάχιστον λόγον ακυρώσεως, άλλως η αίτησις ακυρώσεως απορρίπτεται ως τυπικώς άκυρος και δεν δύναται να συμπληρωθή δια προσθέτου λόγου, του οποίου αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν παραδοχής, το υπαρκτόν τύποις παραδεκτής αιτήσεως, εκτός εάν οι πρόσθετοι λόγοι κατατεθώσι προ της εκπνοής της προς υποβολήν αιτήσεως ακυρώσεως τασσομένης εξηκονθημέρου προθεσμίας."
Στην υπόθεση Νικολάου & Υιοι Λτδ ν. Κυπριακή Δημοκρατία, αρ. 380/94, ημερ. 31.8.95 ο Πικής, Π., αναφέρει τα ακόλουθα στη σελ.4 της απόφασης:
"Οι πρόσθετοι νομικοί λόγοι για την ακύρωση της πράξης, οι οποίοι προβάλλονται στη γραπτή αγόρευση των αιτητών, δεν μπορεί να εξεταστούν. Είναι θεμελιωμένο ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται από τη δικογραφία. Όπως επισημάναμε στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή, Σαφειρίδης ν. Κουκκουρή και Δημοκρατίας, (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1035, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1038, ημερομηνίας 13 Δεκεμβρίου, 1993), η δικογραφία αποτελεί το μέσο προδιορισμού των επιδίκων θεμάτων και στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του δικαστηρίου άπτεται του θέματος που εξετάζεται:-
"Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης. (Βλ. Δημοκρατία ν. Kassinos Construction Ltd (A.E. 982 και 983, αποφασίστηκε στις 16.11.90, Abdolali Kadivari v. Δημοκρατίας (Υπ. αρ. 435/92, αποφασίστηκε στις 28.8.92, και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Υπ. αρ. 1165/91, αποφασίστηκε στις 17.2.93)).
Η εισαγωγή νέων λόγων ακύρωσης της πράξης μέσω των γραπτών αγορεύσεων πέρα από εκείνες που έχουν αναφερθεί στην αίτηση, είναι ανεπίτρεπτη, όπως παρατήρησε ο Πογιατζής Δ. στη Ιωσηφίδης ν. Γενικός Εισαγγελέας, Υπ. αρ. 72/89, ημερ. 27.12.90.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή τα "νομικά σημεία" που παρέθεσε ο αιτητής παρατηρώ τα ακόλουθα. Το τι στην ουσία έκαμε είναι να αναφερθεί στα άρθρα του Συντάγματος και άρθρα Νόμων πάνω στα οποία βασίζεται η αίτηση ωσάν να επρόκειτο για αίτηση σε πολιτική διαδικασία, όπου απαιτείται ο προσδιορισμός της βάσης της αίτησης με αναφορά το σχετικό άρθρο των Νόμων και των θεσμών. Το ίδιο έπραξε όσον αφορά και αρχές διοικητικού δικαίου όπως, τη χρηστή διοίκηση. Σκοπός όμως της αναγκαιότητας της έκθεσης των νομικών σημείων, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, δεν είναι αυτός, αλλά ο προσδιορισμός των λόγων ακυρότητας. Εδώ ουδόλως προκύπτει ποίοι είναι οι λόγοι ακυρότητας και πού υπάρχει παρανομία ή παράβαση. Έστω και αν μπορούσε να θεωρηθούν ως λόγοι ακυρότητας τα νομικά σημεία που αναφέρονται, αυτοί είναι αόριστοι και σαφώς ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Τούτο ισχύει τόσο για τα αρχικά νομικά σημεία όσο και εκείνα που προέκυψαν μετά την τροποποίηση, γιατί με την τροποποίηση δεν έγινε καμμιά συγκεκριμενοποίηση, αλλά αντίθετα έγινε απλώς αναφορά και σε νέο άρθρο νόμου, καθώς και σε νέα αρχή δικαίου.
Εν κατακλείδι, θεωρώ πρόδηλο ότι τα προαναφερθέντα και εξετασθέντα "νομικά σημεία" δεν ικανοιποιούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις γιατί δεν αναφέρονται σε πλημμέλεια της διοικητικής απόφασης που να συνιστά λόγο ακύρωσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα.
Π. Αρτέμης,
9;Δ.
/Χ.Π.