ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 1471
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 191/95
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Χλόης Ιωαννίδου και άλλοι (ως ο συνημμένος κατάλογος)
Aιτητές
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων
Καθ΄ων η αίτηση
--------------------
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1997
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 20 Ιουνίου 1997.
Για τους αιτητές: Α. Δικηγορόπουλος και Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Ν. Νικολαϊδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Συμπληρώθηκαν σχεδόν οι διευκρινίσεις όταν οι αιτητές ζήτησαν αναβολή, διόρισαν τον κ. Αγγελίδη ως δεύτερο δικηγόρο τους και υπέβαλαν αίτηση για τροποποίηση των "νομικών σημείων της Αίτησης", με την προσθήκη του ακόλουθου:
"Το διάταγμα δυνάμει του άρθρου 69(1) του περί Ακινήτου ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου (κεφ. 224 και νόμων 3 του 1960, 78 του 1965, 10 του 1966, 75 του 1968, 51 του 1971, 2 του 1978, 16 του 1980, εξεδόθη υπό του Υπουργικού Συμβουλίου, αντισυνταγματικά και/ή μη νόμιμα συγκροτημένου όπως προκύπτει από τα επισυνημμένα στην από 10.1.97 επιστολή του Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου Τεκμ. Χ, αφού παρίσταντο σ΄αυτό πέραν του αριθμού Υπουργών που ορίζει το Σύνταγμα και η Νομολογία."
Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την έκδοση του Διατάγματος λήφθηκε στις 3.12.81 αλλά, κατά την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, διαπιστώθηκε από πρόσφατη έρευνα η "ύπαρξη γεγονότων και νομικών λόγων που δικαιολογούν την αίτηση". Εξήγησε ο κ. Αγγελίδης πως εκείνο που έχουν υπόψη τους οι αιτητές είναι την παρουσία, κατά την τότε συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου, του Υφυπουργού Προεδρίας, και του Υφυπουργού Εσωτερικών. Και αναφέρθηκε σχετικά, στην Αναφορά
President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 CLR 2801.H ένσταση των καθ΄ων η αίτηση στηρίζεται σε δυο λόγους: Πρώτα, ισχυρίζονται πως σε καμιά περίπτωση δεν θα ήταν επιτρεπτός ο έλεγχος γενικά αλλά ειδικότερα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, της νομιμότητας του Διατάγματος του Υπουργικού Συμβουλίου. Μετά, επειδή, ενώ ήταν εξ αρχής γνωστό πως στη βάση της υπόθεσης βρισκόταν η γενική εκτίμηση που διενεργήθηκε, αδικαιολόγητα επιχειρείται, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα και σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, η προσθήκη νέου νομικού σημείου. Και επισημαίνουν πως η εισαγωγή τέτοιου νομικού σημείου θα "επιφέρει μεταβολή του πλαισίου της δίκης και θα επιβάλει την επανακρόαση της υπόθεσης για δεύτερη φορά".
΄Εχει αναγνωριστεί πως η φύση της διαδικασίας στο πλαίσιο του άρθρου 146 του Συντάγματος, ιδιαίτερα το γεγονός ότι τα νομικά σημεία που εγείρονται συναρτώνται προς το ένα και σταθερό επίδικο ζήτημα του κύρους της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, δικαιολογούν ελαστικότερη αντιμετώπιση αιτήσεων για τροποποίηση. Δεν είναι, όμως, σε καμιά περίπτωση δεδομένη η θετική άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου. Και το στοιχείο της φύσης του νομικού σημείου που προτείνεται να προστεθεί, σε συνδυασμό προς το σύνολο των υπολοίπων περιστατικών, όπως είναι το στάδιο στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, ο λόγος γι΄αυτό αλλά και οι συνέπειες που θα φέρει η εισαγωγή του στην πορεία της διαδικασίας, είναι παράγοντες σχετικοί. (Βλ. Δάφνη Μεράνου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Προσφυγή 97/92 - 30.12.93, Στέλιος Χατζηελισσαίου και άλλοι ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 544/93 και άλλες - 3.11.95,
Thermphase Ltd v. Kυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 411/90 - 11 Οκτωβρίου 1996, Απόστολος Κυριακίδης και άλλοι ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 212/95 και άλλη - 31.1.97 και Τομάζος Μαρίνος ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου - Προσφυγή 1064/95 - 7.4.97.Στην προκείμενη περίπτωση βρισκόταν από την αρχή στο κέντρο της επιχειρηματολογίας των αιτητών η γενική εκτίμηση που διενήργησε το Κτηματολόγιο δυνάμει του άρθρου 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε, και το βασικό επιχείρημα των αιτητών αναφερόταν στη νομιμότητά της από την άποψη της ειδοποίησης που είχαν και της επακόλουθης παροχής σ΄αυτούς δυνατότητας για αντίδραση ή παροχή στοιχείων και πληροφοριών. Για να υποστηρίξουν πως το υπόβαθρο πάνω στο οποίο άσκησε την αρμοδιότητά του ο Διευθυντής Εσωτερικών Προσόδων δυνάμει του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980 (Ν. 52/80 όπως τροποποιήθηκε), είναι ανύπαρκτο.
Το νομικό σημείο που θέλουν να προσθέσουν οι αιτητές είναι εντελώς ασύνδετο προς την ουσία των ισχυρισμών που ως τώρα υποβλήθηκαν και πράγματι η αποδοχή της αίτησης θα επαγόταν ριζική μεταβολή της βάσης πάνω στην οποία στηρίκτηκε η προσφυγή. Θα οδηγούσε σε ουσιαστικό επανάνοιγμα τουλάχιστον της διαδικασίας των αγορεύσεων για να συζητηθούν, και δεν υπεισέρχομαι εδώ στην εισήγηση περί το ανέλεγκτό τους, ζητήματα συνταγματικής και ευρύτερης πολιτειακής φύσης. Και αυτό σε σχέση με τον ισχυρισμό τους πως πάσχει όχι η διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη διενέργεια της γενικής εκτίμησης και όσων την ακολούθησαν αλλά η εξουσιοδότηση προς διενέργειά της. Ενώ το άρθρο 69 του Κεφ. 224 είναι σαφές και ώφειλαν να γνωρίζουν εξ αρχής πως η διενέργεια της γενικής εκτιμησης προϋποθέτει Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου.
Κρίνω πως η φύση του νομικού σημείου που επιδιώκεται να προστεθεί σε συνδυασμό προς το στάδιο στο οποίο ηγέρθη το θέμα και τις επιπτώσεις που θα επέφερε η εισαγωγή του στην πορεία της διαδικασίας, δικαιολογούν την αποδοκιμασία της αίτησης και την άσκηση της διακριτικής μου εξουσίας υπέρ της απόρριψής της.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών.
Γ. Κωνσταντινιδης
Δ.
/Μσι.