ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C396
(2017) 3 ΑΑΔ 846
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 9/2012)
8 Νοεμβρίου 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητων/Καθ'ων η αίτηση.
Δ. Στεφανίδης, για την Εφεσείουσα.
Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα ενώ υπηρετούσε ως Ειδικός Αστυφύλακας στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου, υπέβαλε αίτηση για τη θέση του Αστυφύλακα (Πρώτου Διορισμού), Κλίμακα Α3-Α5-Α7.
Όπως προσδιοριζόταν στην προκήρυξη της θέσης, στο πλαίσιο των απαιτούμενων προσόντων συμπεριλαμβανόταν και πρόνοια της νομοθεσίας, σύμφωνα με την οποία το όριο ύψους των υποψηφίων δεν θα έπρεπε να ήταν κάτω από το 1,60 μέτρα για γυναίκες.
Το Συμβούλιο Προσλήψεων προχώρησε στην αξιολόγηση και ταξινόμηση των αιτήσεων προσδιορίζοντας και ημερομηνία διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων. Στο πλαίσιο της εν λόγω επιστολής είχε τονισθεί στους υποψηφίους το στοιχείο του ύψους, όπως αναλύθηκε πιο πάνω.
Ο κατάλογος των επιτυχόντων στη γραπτή εξέταση δημοσιεύθηκε και η εφεσείουσα είχε εξασφαλίσει 57,50% μέσο όρο βαθμολογίας. Στις 16 Ιουλίου 2007 το Συμβούλιο Προσλήψεων συνήλθε και αποφάσισε να προχωρήσει σε έλεγχο του ύψους, ιατρικές εξετάσεις, αθλητικές εξετάσεις και προφορική συνέντευξη. Η μέτρηση του ύψους των υποψηφίων έγινε στην παρουσία των δύο από τα τρία μέλη του Συμβουλίου Προσλήψεων. Είκοσι δύο υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων και η εφεσείουσα, δεν πληρούσαν το απαιτούμενο επίπεδο ύψους, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό 4(1)(ε) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989-2004 (Κ.Δ.Π. 51/89).
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2008 στο πλαίσιο των Εβδομαδιαίων Διαταγών γνωστοποιήθηκε ότι το αίτημα της εφεσείουσας για πρόσληψη στη θέση του Αστυφύλακα απορρίφθηκε και ενεγράφησαν στη Δύναμη, τα οκτώ ενδιαφερόμενα μέρη.
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε την απόφαση για μη πρόσληψη της με προσφυγή, η οποία και απερρίφθη.
Ως αποτέλεσμα της εν λόγω απόρριψης η εφεσείουσα καταχώρισε την παρούσα έφεση, με την οποία χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν επιβαλλόταν η επαναμέτρηση του ύψους της και ότι δεν συνέτρεχε λόγος για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των εφεσιβλήτων, ως προς το θέμα αυτό (1ος λόγος). Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα χαρακτηρίζει ως λανθασμένη την κρίση του δικαστηρίου ότι υπήρξε επιδοκιμασία και αποδοκιμασία εκ μέρους της, η οποία έλαβε μέρος στη διαδικασία, δεν αμφισβήτησε το προαπαιτούμενο του ύψους και όταν τελικώς απερρίφθη η αίτηση της προχώρησε σε αμφισβήτηση του στοιχείου εκείνου. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη ότι το θέμα της καταλληλότητας του οργάνου μέτρησης ύψους που έγινε στο Γραφείο Προσλήψεων ήταν θέμα τεχνικό, προκρίνεται από την εφεσείουσα ως εσφαλμένο. Κακώς απερρίφθη ο λόγος ακυρώσεως περί ελλείψεως δέουσας ή επαρκούς αιτιολογίας, αποτελεί τη βάση του τέταρτου λόγου έφεσης. Και τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε ζήτημα ανισότητας μεταξύ της αιτήτριας και των υπόλοιπων υποψηφίων.
Προτού εξετάσουμε τον πρώτο λόγο έφεσης, θα πρέπει να παρεμβάλουμε κάποια στοιχεία όπως αυτά καταγράφονται στην απόφαση του δικαστηρίου.
Συγκεκριμένα, πριν τη λήψη τελικής απόφασης επί του θέματος του διορισμού Αστυφυλάκων, ο πατέρας της εφεσείουσας απέστειλε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας επιστολή ημερ. 24 Ιουλίου 2007, με κοινοποίηση στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, στον Αρχηγό της Αστυνομίας και στην Επίτροπο Διοικήσεως, με την οποία ζητούσε όπως η κόρη του τύχει της προνοούμενης από τους Κανονισμούς εξαίρεσης. Περαιτέρω, αμφισβητούσε το υπολογισθέν ύψος της, εφόσον, όπως ισχυρίστηκε, μετρήθηκε και από αθλίατρο του ΚΟΑ και βρέθηκε στα πλαίσια του Κανονισμού. Στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι η εφεσείουσα με επιστολή της προς τον Αρχηγό Αστυνομίας, ημερ. 8 Ιουλίου 2008, ισχυρίστηκε ότι το ύψος της είναι μέσα στα πλαίσια του Κανονισμού, καθότι επαναμετρήθηκε, με δική της πρωτοβουλία, από αθλίατρο στον ΚΟΑ, με αποτέλεσμα το ύψος της να είναι 1,60.1 μέτρα. Σημειώνουμε περαιτέρω ότι κατά την εξέταση του ύψους, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Συμβούλιο Προσλήψεων, η εφεσείουσα καταμετρήθηκε στο 1,59 μέτρα.
Μετά την επιστολή του πατέρα της εφεσείουσας, στην οποία έχουμε αναφερθεί, ακολούθησε έρευνα «η οποία δεν διαπίστωσε πως το όργανο μέτρησης που χρησιμοποιείται στο Γραφείο Προσλήψεων μπορούσε να κριθεί ως αναξιόπιστο». Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 η Βοηθός Αρχηγός Εκπαίδευσης, εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας, πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι η απόφαση που είχε ληφθεί δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί και η μέτρηση του ύψους όλων των υποψηφίων έγινε με το ίδιο ακριβώς όργανο μέτρησης στην παρουσία των μελών του Συμβουλίου Προσλήψεων.
Κατά το στάδιο της ενώπιον μας αγόρευσης ο ευπαίδευτος συνήγορος επικέντρωσε την προσοχή του στο ότι οι εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, και ιδιαιτέρως μετά τη γνωστοποίηση της καταμέτρησης με το αθλητογράφημα που έγινε από τον Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού, σύμφωνα με το οποίο το ύψος της εφεσείουσας προσδιορίστηκε στο 1,60.1 μέτρα, να προβούν σε επαναλαμβανόμενη ή/και επαναλαμβανόμενες μετρήσεις σε διάφορες ώρες της ημέρας. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, υποστήριξε ο συνήγορος, και τούτο ενισχύει το λόγο έφεσης ότι, δηλαδή, δεν υπήρξε επαρκής έρευνα εκ μέρους των εφεσιβλήτων για το συγκεκριμένο θέμα. Άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια κατά τρόπο αντινομικό και υπήρχε επί του προκειμένου πλάνη, κατέληξε ο συνήγορος.
Σε ερώτηση που του υποβλήθηκε κατά πόσο οι ισχύοντες περί Αστυνομίας (Γενικών Κανονισμών) (Κ.Δ.Π. 51/89) Κανονισμοί προέβλεπαν τέτοια διαδικασία, ο συνήγορος απάντησε αρνητικά. Άντλησε, όμως, καθοδήγηση, ισχυρίστηκε, από σειρά αποφάσεων ελληνικών Διοικητικών Εφετείων, και ιδιαιτέρως σε δύο αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά την εισήγηση του συνηγόρου, αυτές οι αποφάσεις δίδουν το στίγμα της νομολογίας, ότι σε περιπτώσεις αυτής της φύσεως θα πρέπει να γίνονται επαναλαμβανόμενες μετρήσεις, στηριζόμενες στην ιατρική μαρτυρία ότι, δηλαδή, το ύψος ενός ανθρώπου μετά από κατάκλιση, ιδιαιτέρως κατά τις νυκτερινές ώρες, διαφοροποιείται και η καταμέτρηση το πρωί μπορεί να έχει απόκλιση μέχρι 2 ή και 3 εκατοστά.
Είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 1722/2014, στην οποία αίτημα του εφεσείοντα για να καταταγεί στο Πυροσβεστικό Σώμα είχε απορριφθεί καθότι ο υποψήφιος έφερε δερματοστιξία (τατουάζ) στο σώμα του. Το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως και το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε ότι η διατύπωση και μόνο της σχετικής επιφύλαξης των Κανονισμών ότι «υποψήφιος δεν πρέπει να φέρει δερματοστιξία στο σώμα του», δεν συνάγεται, άνευ ετέρου, σαφή και ανεπιφύλακτη αποδοχή των όρων που τέθηκαν για πρόσληψη, με αποτέλεσμα να επιτραπεί στον υποψήφιο να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της μη πρόσληψης του, κρίνοντας ότι είχε έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει το θέμα. Στη συγκεκριμένη υπόθεση ο υποψήφιος κρίθηκε ως ακατάλληλος λόγω του ότι διαπιστώθηκε ότι έφερε «δερματοστιξία αριστερής κνήμης». Το ΣτΕ αποφάσισε ότι η κρίση του δικάζοντος Διοικητικού Εφετείου δεν ήταν ορθή γιατί, σύμφωνα με το Σύνταγμα, η έννοια θα πρέπει να εξεταστεί ότι η δερματοστιξία συνιστά λόγο αποκλεισμού του υποψηφίου «εφόσον όμως αυτή είναι και με την ενδυμασία εξωτερικά εμφανής και επιπλέον οι σχετικές απεικονίσεις ως εκ του περιεχομένου τους .. δεν συνάδει προς τα καθήκοντα του».
Παρατηρούμε, συναφώς, ότι η υπόθεση αυτή κρίθηκε πάνω σε εντελώς διαφορετική βάση, απ' ότι η υπόθεση η οποία εξετάζεται ενώπιόν μας.
Η άλλη υπόθεση στην οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος επίσης του ΣτΕ, αρ. 4303/2001, υπόθεση στην οποία έκαμε αναφορά και το πρωτόδικο δικαστήριο, αφορούσε έφεση κατά αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου, σύμφωνα με την οποία ο εκκαλών εφεσείων είχε απορριφθεί από υποψήφιος δόκιμος πυροσβέστης. Στη βάση των Κανονισμών που ίσχυαν επί του προκειμένου, ο υποψήφιος κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης θα πρέπει να έχει «ανάστημα τουλάχιστον 1,70 μέτρα οι άνδρες και 1,60 μέτρα οι γυναίκες, χωρίς υποδήματα .».
Η ειδοποιός διαφορά, η οποία επισημαίνεται και πρωτοδίκως, είναι ότι στη βάση της παραγράφου 10 του άρθρου 7 του Π. Δ/τος 170/96, «επιτρέπεται ακόμη και μετά την κατάταξη των υποψηφίων ως δοκίμων πυροσβεστών να επανελεγχθεί η ύπαρξη του προβλεπόμενου από την παρ. 1δ του άρθρου 1 του ιδίου Π. Δ/τος νόμιμου προσόντος του σωματικού αναστήματος».
Παρατηρούμε, συναφώς, ότι το θέμα του επανελέγχου του αναστήματος υποψηφίου προβλέπεται ρητώς στο σχετικό Κανονισμό. Σημειώνεται περαιτέρω στην πιο πάνω απόφαση του ΣτΕ, ότι «το όργανο που διενεργεί τον επανέλεγχο πρέπει να βεβαιώνει ότι προέβη σε επανειλημμένες μετρήσεις που δεν έλαβαν χώρα σε ώρες της ημέρας κατά τις οποίες το ανάστημα του ανθρωπίνου σώματος υφίσταται ενδεχομένως παροδική μείωση, κατά 1 έως 3 εκατοστά του μέτρου, όπως δέχεται η ιατρική επιστήμη».
Ως εκ των ανωτέρω, η κατάληξη πρωτοδίκως ότι η εν λόγω απόφαση του ΣτΕ «βασίζεται σε διαφορετικές νομοθετικές διατάξεις και γεγονότα», είναι ορθή. Οι εφεσίβλητοι ενήργησαν στη βάση των περί Αστυνομίας Γενικών Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 51/89, οι οποίοι δεν προβλέπουν διαδικασία επανελέγχου του αναστήματος υποψηφίου, συνεπώς η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι ορθή και ο πρώτος λόγος απορρίπτεται.
Εν πάση περιπτώσει, για σκοπούς ελέγχου, διαπιστώνουμε ότι από τον προσωπικό φάκελο της εφεσείουσας, που κατατέθηκε πρωτοδίκως ως Τεκμ. 4, στην αίτηση που υπέβαλε για πρόσληψη στη θέση του Ειδικού Αστυφύλακα, ημερ. 3 Ιανουαρίου 2000, η ίδια προσδιορίζει κάτω από τον τίτλο «Ύψος», 1,58. Επίσης, στο Δελτίο Αστυνομικού που υπάρχει μέσα στον προσωπικό φάκελο της εφεσείουσας, ημερ. 27 Σεπτεμβρίου 2004, προσδιορίζεται το ίδιο ύψος ως ανωτέρω. Το πιο πάνω Δελτίο Αστυνομικού επιβεβαιώνεται με υπεύθυνη δήλωση της ιδίας, ημερ. 15 Μαρτίου 2005. Συνεπώς, παρατηρούμε ότι και αυτό το στοιχείο υπήρχε ενώπιον του Συμβουλίου Προσλήψεων, όταν εξετάστηκε το θέμα.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης, ότι η επί του προκειμένου στάση της εφεσείουσας με το να αποδεχθεί τον τρόπο μέτρησης του ύψους της από το Συμβούλιο Προσλήψεων και στη συνέχεια όταν διαπίστωσε ότι θα αποκλειόταν, λόγω αυτού, το αμφισβήτησε ως αναξιόπιστο, αποτελεί περίπτωση επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.
Το θέμα αυτό δεν ήταν καθοριστικό για την κρίση της εν λόγω προσφυγής. Το δικαστήριο χρησιμοποίησε τον όρο «προφανώς» σε μια προσπάθεια να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε η εφεσείουσα, η οποία όντως δεν είχε αμφισβητήσει τον τρόπο τον οποίο χρησιμοποίησε το Συμβούλιο για τον προσδιορισμό του ύψους όλων των υποψηφίων. Μόνο μεταγενέστερα το αμφισβήτησε, συνεπώς, δεν τίθεται θέμα αποδοκιμασίας ή επιδοκιμασίας επί του προκειμένου και στο σημείο αυτό συμφωνούμε με την εφεσείουσα.
Αμφισβητεί ο συνήγορος, στη βάση του τρίτου λόγου έφεσης, την πρωτόδικη κατάληξη ότι το θέμα της επάρκειας της έρευνας ως προς το θέμα της καταλληλότητας ή της αξιοπιστίας του όργανου μέτρησης ήταν θέμα τεχνικό, το οποίο εκφεύγει, ως εκ της φύσεως του, του ελέγχου του δικαστηρίου. Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξετάζει θέματα τεχνικής φύσεως αλλά κατά πόσο στη βάση των συγκεκριμένων δεδομένων ήταν ευλόγως αναμενόμενο για το διοικητικό όργανο να λάβει την απόφαση χωρίς να έχει υπεισέλθει πλάνη περί τα πράγματα ή κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας του.
Το θέμα που εξετάζουμε, στην προκείμενη υπόθεση, δεν έχει την αναγκαία συνάφεια με το αν το θέμα είναι τεχνικής φύσεως ή όχι, και δεν χρειάζεται να αποφασιστεί, λαμβανομένης υπόψη της κατάληξης μας με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι, δηλαδή, στη βάση των υφιστάμενων Κανονισμών της ΚΔΠ 51/89, δυνατότητα επαναμέτρησης δεν υφίσταται.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του δικαστηρίου ως προς το θέμα της ανισότητας που προβλήθηκε πρωτοδίκως ότι έχει υποστεί η εφεσείουσα, λόγω διάκρισης η οποία έγινε επί του προκειμένου.
Στη βάση της νομολογίας υποκείμενα ή αντικείμενα ρύθμισης είναι ομοιογενή στοιχεία και συνεπώς δεν μπορεί να προβληθεί θέμα διάκρισης. Τέτοια δυνατότητα παρέχεται εφόσον υφίσταται ανομοιογένεια η οποία προσφέρει την ευχέρεια για θεσμοθέτηση διαφορετικού κανόνα ή διαφορετικής ρύθμισης. (Βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441).
Επί του προκειμένου η πρωτόδικη κατάληξη είναι απολύτως ορθή. Δεν έχει καταδειχθεί, με οποιοδήποτε τρόπο, πώς θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί υποψία διάκρισης όταν η καταμέτρηση του αναστήματος όλων των υποψηφίων για πρόσληψη στη θέση του Αστυφύλακα έγινε την ίδια χρονική περίοδο, με τον ίδιο μηχανικό τρόπο και στην παρουσία δύο μελών του Συμβουλίου Προσλήψεων.
Περαιτέρω, ούτε ο προσδιορισμός του κριτηρίου για πρόσληψη που εστιάζεται σε προσδιοριστέο ύψος μπορεί να στοιχειοθετήσει διαφοροποίηση σε βάρος της εφεσείουσας, καθότι, με βάση το άρθρο 28, τέτοιος καθορισμός ή διαφοροποίηση ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων των αστυνομικών, όπως επίσης η σωματική διάπλαση έχει άμεση συνάρτηση με την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Στη βάση των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΔΓ