ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:C369
(2017) 3 ΑΑΔ 807
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 139/2011
24 Οκτωβρίου, 2017
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ,
Εφεσείοντας/Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητοι/Καθ' ων η Αίτηση.
----------------------
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μαρίνα Ιεροκηπιώτου (κα), για ’ντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
----------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Απορρίφθηκε πρωτοδίκως η προσφυγή του εφεσείοντα-αιτητή και επικυρώθηκε η απόφαση των εφεσιβλήτων-καθ' ων η αίτηση, να μην ανανεώσουν την υπηρεσία του στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή και να τερματίσουν την εργοδότηση του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου από τον Σεπτέμβρη του 2011. Η απόφαση αυτή, αντικείμενο της παρούσας έφεσης, προσβάλλεται με 15 λόγους έφεσης.
Ο εφεσείων διορίστηκε το 1995 στη θέση του Λέκτορα της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Κύπρου και ανελίχθηκε στη θέση Επίκουρου Καθηγητή της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων στη θέση του Επίκουρου Καθηγητή, ενεργοποιήθηκε η διαδικασία ανέλιξης του στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή, στο ίδιο Τμήμα. Για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, παραθέτουμε τα γεγονότα όπως καταγράφονται στην εκκαλούμενη απόφαση:
«Η απόφαση για τη σύσταση δυνάμει του Κανονισμού 4(2) της Κ.Δ.Π. 145/2001, της Ειδικής Επιτροπής η οποία επελήφθη του θέματος σε πρώτη φάση, λήφθηκε από τη Σύγκλητο σε συνεδρία της Συγκλήτου στις 6/2/2008. Είχε προηγηθεί ετοιμασία καταλόγου των προτεινόμενων μελών της Ειδικής Επιτροπής από το Συμβούλιο του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου, ο οποίος υπεβλήθη στη Σύγκλητο μέσω του Συμβουλίου της Φιλοσοφικής Σχολής. Σημειώνεται ότι ο αιτητής στις 28/9/2006, δηλαδή ένα περίπου μήνα πριν τη συμπλήρωση των τεσσάρων χρόνων από την ανέλιξη του στη θέση Επίκουρου Καθηγητή, είχε υποβάλει αίτηση για αναστολή της αξιολόγησης του για ένα χρόνο. Το αίτημα του έγινε δεκτό αρχικά από το Πρυτανικό Συμβούλιο στις 5/10/2006 και στη συνέχεια από τη Σύγκλητο στις 8/11/2006. Ακολούθως το αίτημα εξετάστηκε εκ νέου από το Πρυτανικό Συμβούλιο και εγκρίθηκε οριστικά στις 17/5/2007.
Με απόφαση της που λήφθηκε στις 6/5/2008 η Ειδική Επιτροπή εισηγήθηκε ομόφωνα τόσο τη μη ανέλιξη του αιτητή στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας, όσο και τη μη ανανέωση της θητείας του στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή.
Το Εκλεκτορικό Σώμα στο οποίο υπεβλήθη η πιο πάνω απόφαση/εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής, σε πρώτη φάση αποφάσισε ομόφωνα τη μη ανέλιξη του αιτητή στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας και σε μεταγενέστερη φάση, υπό διευρυμένη σύνθεση, όπως επιτάσσουν οι πρόνοιες του Κανονισμού 9(8) της Κ.Δ.Π. 145/2001, αποφάσισε κατά πλειοψηφία τον τερματισμό της απασχόλησης του αιτητή ως Επίκουρου Καθηγητή στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών.
Η Σύγκλητος στην οποία παραπέμφθηκε η απόφαση/εισήγηση του Εκλεκτορικού Σώματος, με απόφαση της που λήφθηκε στις 8/10/2008 με 23 ψήφους υπέρ και μιας αποχής, επικύρωσε την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος για μη ανέλιξη του αιτητή στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή στη συγκεκριμένη βαθμίδα. Παράλληλα, με 22 ψήφους υπέρ και δύο εναντίον, επικύρωσε και την απόφαση για μη ανανέωση της σύμβασης εργοδότησής του.
Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου στο οποίο η απόφαση της Συγκλήτου παραπέμφθηκε, το οποίο να σημειωθεί κέκτηται εξουσίας να επικυρώσει ή να ακυρώσει την απόφαση της Συγκλήτου, σε συνεδρία του στις 9/12/2008 αποφάσισε να επικυρώσει και επικύρωσε ομόφωνα την απόφαση της Συγκλήτου για μη ανέλιξη του αιτητή. Την απόφαση όμως της Συγκλήτου για μη ανανέωση της σύμβασης εργοδότησης του αιτητή, το Συμβούλιο ανέπεμψε, ως είχε εξουσία να πράξει με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 22(5) του Νόμου, στη Σύγκλητο για σκοπούς επανεξέτασης.
Η Σύγκλητος σε συνεδρία της που έλαβε χώρα στις 4/2/2009 επαναβεβαίωσε την προηγούμενη απόφαση της για μη ανανέωση του συμβολαίου εργοδότησης του αιτητή.
Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, στο οποίο παραπέμφθηκε η απόφαση της Συγκλήτου, σε συνεδρία του που έλαβε χώρα στις 7/12/2009 επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου για μη ανανέωση της σύμβασης εργοδότησης του αιτητή και αποφάσισε να τερματίσει και τερμάτισε την εργοδότηση του αιτητή με ισχύ από το Σεπτέμβριο του 2011.»
Αντιδρώντας, ο εφεσείων καταχώρησε την προσφυγή που απασχόλησε πρωτοδίκως. Πρόβαλε αριθμό λόγων ακύρωσης οι οποίοι, αφού εξετάστηκαν από το Δικαστήριο με τη σειρά που προβλήθηκαν και προωθήθηκαν στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων του, έκρινε αβάσιμες τις εισηγήσεις του και απέρριψε την προσφυγή.
Οι λόγοι έφεσης αφορούν σε όλα τα θέματα που συζητήθηκαν πρωτοδίκως, στα πλαίσια των οποίων ο εφεσείων επανέφερε, ουσιαστικά, τις ίδιες θέσεις και ισχυρισμούς ενώπιον της Ολομέλειας, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως, με την προσθήκη κάποιων θέσεων οι οποίες, όμως, δεν καλύπτονται από λόγο έφεσης και για το λόγο τούτο δεν μπορούν να εξεταστούν.
Πρωτοδίκως, απασχόλησε, εν πρώτοις, η θέση του εφεσείοντα ότι η σύνθεση της Ειδικής Επιτροπής αντίκειται στον Κανονισμό 4(2) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Αξιολόγηση και Ανέλιξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών 1996 έως 2001 (στο εξής «οι Κανονισμοί»), αφού κανένα από τα τρία εξωτερικά μέλη, κ.κ. D. Holton, P. Machridge και Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, αλλά ούτε και το εσωτερικό μέλος κ. Αγγελάτος, δεν ήταν σε θέση να τον αξιολογήσουν επειδή δεν είχαν ανάλογα ερευνητικά με τον εφεσείοντα ενδιαφέροντα, του οποίου η ερευνητική και διδακτική δραστηριότητα ήταν η Νεότερη Κυπριακή Λογοτεχνία του 19ου και 20ου αιώνα. Θέση η οποία θα απασχολήσει κατά προτεραιότητα και το Εφετείο, αφού αφορά σε ζήτημα θεμελιακό.
Συμφωνώντας με τη θέση των εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ότι εκείνο που απαιτούσαν οι πρόνοιες του Κανονισμού 4(2) ήταν «συνάφεια αντικειμένου σε ευρύ επίπεδο και όχι στο επίπεδο των στενών πλαισίων που τα ειδικά ερευνητικά και διδακτικά αντικείμενα των υποψηφίων.καθορίζουν». Επισήμανε, παράλληλα ότι η επίμαχη θέση προκηρύχθηκε ως θέση στο αντικείμενο της Νεοελληνικής Φιλολογίας, επομένως ο εφεσείων δεν κρινόταν για τις εξειδικευμένες δημοσιεύσεις και έρευνες του «αλλά ως Νεοελληνιστής Φιλόλογος, στοιχείο που καθιστά κάθε διακεκριμένο Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας, ικανό κριτή». Εν προκειμένω, όλοι οι εισηγητές προέρχονταν από το χώρο της Νεοελληνικής Φιλολογίας.
Ο Κανονισμός 4 των ως άνω Κανονισμών προνοεί τα ακόλουθα:
«4.(1) Για κάθε εκλογή του μόνιμου ακαδημαϊκού προσωπικού η Σύγκλητος διορίζει Ειδική Επιτροπή.
(2) Η Επιτροπή αποτελείται από τρεις εξωτερικούς εισηγητές του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου που είναι καθηγητές πανεπιστημίου και προέρχονται από πανεπιστήμια δύο τουλάχιστον ξένων χωρών και δύο εσωτερικούς εισηγητές, ένας από τους οποίους ορίζεται από τη Σύγκλητο Πρόεδρος της Επιτροπής.»
Προκύπτει από τη νομολογία, ότι το γνωστικό αντικείμενο συναρτάται με την ειδικότητα διδασκαλίας. Ο όρος «του αυτού ή συναφούς αντικειμένου» όπως εμφανίζεται στον Κανονισμό 7(2) των Κανονισμών, ο οποίος προνοεί για τη συγκρότηση Ειδικής Επιτροπής για σκοπούς εκλογής του μη μόνιμου ακαδημαϊκού προσωπικού, ερμηνεύτηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χατζόγλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου κ.ά (2001) 3 ΑΑΔ 950. Αποτέλεσε εισήγηση των εφεσιβλήτων στην υπόθεση εκείνη ότι ο Κανονισμός 7(2) δεν απαιτεί όπως οι καθηγητές έχουν το ίδιο ή συναφές αντικείμενο με τους υποψηφίους, αλλά αυτό που απαιτείτο ήταν, όπως το γνωστικό αντικείμενο των αλλοδαπών καθηγητών πρέπει να είναι το ίδιο ή συναφές μεταξύ τους. Απορρίπτοντας την εισήγηση, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέδειξε ότι:
«Η ειδικότητα των προσώπων που συνθέτουν την Επιτροπή άπτεται της κρίσης τους για τους υποψηφίους και επομένως πρέπει να υπάρχει ταυτοσημία και της ειδικότητας των μελών της Επιτροπής και των κρινομένων.»
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη θέση προκηρύχθηκε αρχικά, στο γενικό αντικείμενο του Τμήματος και ως θέση στο γνωστικό αντικείμενο ή ειδικότητα της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Καθίσταται δε σαφές από το λεκτικό του Κανονισμού 4(2), ότι εκείνο που απαιτείται όσον αφορά τους εξωτερικούς εισηγητές είναι «αυτό ή συναφές γνωστικό αντικείμενο» σε σχέση με το αντικείμενο της προκηρυχθείσας θέσης, εν προκειμένω τη Νεοελληνική Φιλολογία, προϋπόθεση που εδώ ικανοποιείτο, αφού επρόκειτο για χώρο από τον οποίο προέρχονταν οι εξωτερικοί εισηγητές και ο εσωτερικός εισηγητής κ. Αγγελάτος. Δεν προκύπτει από τις πρόνοιες των Κανονισμών οποιαδήποτε απαίτηση για την ίδια ερευνητική ή διδακτική δραστηριότητα. Ούτε προκύπτει από τις πιο πάνω πρόνοιες παρόμοια απαίτηση σε σχέση με τους εσωτερικούς εισηγητές. Στις ίδιες γραμμές βρίσκεται και ο Κώδικας Δεοντολογίας αναφορικά με την Σύσταση και Λειτουργία Ειδικών Επιτροπών για Ανελίξεις και Εκλογές Ακαδημαϊκού Προσωπικού (στο εξής «ο Κώδικας Δεοντολογίας») στον οποίο γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ της έννοιας του γνωστικού αντικειμένου προκήρυξης και της ειδικότητας. Παραθέτουμε τη σχετική πρόνοια (παράγραφος Γ.3):
«Η ειδικότητα εξωτερικού μέλους Ειδικής Επιτροπής θα πρέπει να έχει συνάφεια, με το γνωστικό αντικείμενο προκήρυξης, ή την ειδικότητα του υποψηφίου για ανέλιξη».
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Στον ίδιο δε Κώδικα προβλέπεται ρητά για τους εσωτερικούς εισηγητές ότι:
«.δεν χρειάζεται να είναι επίσης ειδικότητας με αυτή του υποψηφίου για ανέλιξη ή του γνωστικού αντικειμένου επίσης προκήρυξης. Η απαίτηση είναι για συνάφεια αντικειμένου σε ευρύτερο επίπεδο, και ως εκ τούτου τα γνωστικά αντικείμενα των ακαδημαϊκών μελών του ιδίου Τμήματος, κρίνονται ως αμοιβαία συναφή».
Υπό το φως των πιο πάνω, το παράπονο του εφεσείοντα αναφορικά με την ερμηνεία των προνοιών του Κανονισμού 4(2), δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Θέση πάσχουσας σύνθεσης της Ειδικής Επιτροπής απασχόλησε πρωτόδικα και εκ της παρουσίας και συμμετοχής της καθηγήτριας κας Φ. Αμπατζοπούλου και του Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής και Προέδρου του Εκλεκτορικού Σώματος κ. Μ. Πιερή. Για την κα Αμπατζοπούλου, υποστηρίχθηκε από τον εφεσείοντα ότι με τη συμμετοχή της στην Ειδική Επιτροπή ανατράπηκε η αρχή που καθιερώνεται με τις πρόνοιες της παραγράφου Γ.7 του Κώδικα Δεοντολογίας[1], εφόσον συμμετείχε στην τριμελή, κατά τον εφεσείοντα, επταμελή κατά τους εφεσίβλητους, Συμβουλευτική Επιτροπή που επόπτευσε τη διδακτορική του διατριβή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τέθηκε επίσης ότι λόγω της ιδιάζουσας σχέσης που είχε η κα Αμπατζοπούλου με τον εφεσείοντα, η συμμετοχή της στην Ειδική Επιτροπή παραβίαζε και το άρθρο 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν.158(Ι)/99[2]. Από την άλλη πλευρά, η εφεσίβλητη υπέδειξε τον μη επιτακτικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης διάταξης του Κώδικα Δεοντολογίας, επισημαίνοντας ότι η συμμετοχή τέτοιων καθηγητών στην αξιολόγηση των πρώην διδακτορικών φοιτητών τους λειτουργεί αποκλειστικά προς το συμφέρον των τελευταίων, θέση που υιοθέτησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το μη επιτακτικό του χαρακτήρα της συγκεκριμένης πρόνοιας του Κώδικα Δεοντολογίας είναι ορθή. Πέραν τούτου, η συμμετοχή της κας Αμπατζοπούλου στην επιτροπή που επόπτευσε τη διδακτορική διατριβή του εφεσείοντα δεν αποδεικνύει από μόνη της και χωρίς άλλο στενή επιστημονική ή επαγγελματική σχέση με τον εφεσείοντα ή ιδιάζουσα σχέση, ώστε να τίθεται θέμα αντικειμενικής αδυναμίας συμμετοχής της στην Ειδική Επιτροπή, τουλάχιστον στο βαθμό που απαιτεί η νομολογία μας. Να σημειωθεί, επίσης, ότι σύμφωνα με τον κατάλογο με τα ονόματα των προτεινόμενων μελών της Ειδικής Επιτροπής (Παράτημα Α της ένστασης των εφεσιβλήτων στην προσφυγή) η κα Αμπατζοπούλου δεν υπήρξε ποτέ επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ούτε συμμετείχε σε Ειδική Επιτροπή στο Τμήμα, ενώ στον κατάλογο των προτεινόμενων εξωτερικών μελών και στο πρακτικό της Συγκλήτου αναφορικά με τη Σύσταση της Ειδικής Επιτροπής, δεν αναφέρεται κατά πόσο υπήρξε διδακτορικός σύμβουλος του εφεσείοντα. Συνακόλουθα, το παράπονο του εφεσείοντα σε σχέση με την κα Αμπατζοπούλου κρίνεται αβάσιμο.
Το παράπονο του εφεσείοντα για τον κ. Πιερή ερείδεται νομικά στις ίδιες πρόνοιες, όπως στην περίπτωση της κας Αμπάτζοπούλου, και στην παράγραφο Β.2 του Κώδικα Δεοντολογίας[3]. Αφορά σε οξεία αντιπαράθεση μεταξύ του κ. Πιερή και του εφεσείοντα η οποία, κατά την εισήγηση του τελευταίου, καθιστούσε τον κ. Πιερή μεροληπτικό και τη συμμετοχή του στην Ειδική Επιτροπή παράνομη. Υποστήριξε ο εφεσείων ότι ενημέρωσε επανειλημμένως τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου για τις ενέργειες και «επιθέσεις» του κ. Πιερή που συνιστούσαν την κατ' ισχυρισμό εχθρική συμπεριφορά εναντίον του, χωρίς όμως να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να κριθεί ο εφεσείων αμερόληπτα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν τέθηκε ενώπιον του οποιαδήποτε μαρτυρία προς τεκμηρίωση της θέσης του εφεσείοντα για προκατάληψη, όπως επιτάσσει η νομολογία, γεγονός που άφηνε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα ατεκμηρίωτους και, συνεπώς, μετέωρους.
Αποτελεί βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι τα όργανα που συμμετέχουν σε συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία θα πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν με αμεροληψία, (βλ. Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769). Όπως λέχθηκε στην Καψοσιδέρης ν Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 176:
«Η προκατάληψη από ένα ή περισσότερα των προσώπων που συμμετέχουν στη λήψη απόφασης, ή που επηρεάζουν το αποτέλεσμα επί του οποίου βασίζεται η απόφαση, καθιστά την απόφαση τρωτή λόγω άδικης μεταχείρισης. Αν αποδειχθεί ότι ο αξιολογών λειτουργός είχε προσωπική έχθρα ή ότι κινήθηκε από εξωγενείς παράγοντες, τότε αναλόγως των περιστάσεων, εξετάζεται κατά πόσο έχει αποδειχθεί προκατάληψη. (Soteriadou and Others v. The Republic (1983) 3 CLR 921, 944, 945).»
Η έλλειψη αμεροληψίας και η ύπαρξη προκατάληψης θα πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από τα γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή από ασφαλή συμπεράσματα τα οποία συνάγονται από τέτοια γεγονότα (βλ. Καψοσιδέρης (ανωτέρω)). Η ύπαρξη τεταμένων σχέσεων μεταξύ προϊσταμένου και υφισταμένου στο πλαίσιο της υπηρεσίας, δεν τεκμηριώνει αφεαυτής προκατάληψη (βλ. Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027). Είναι δε αδιάφορο το κατά πόσο το πρόσωπο για το οποίο υποβάλλεται ισχυρισμός μεροληψίας είχε πρόθεση να μεροληπτήσει ή όχι.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσείων, στις 7.6.2008, απέστειλε στην Ειδική Επιτροπή τις παρατηρήσεις του σε σχέση με την έκθεση της, καταλογίζοντας στον κ. Πιερή, με παραπομπή στις πρόνοιες της παραγράφου Β.2 του Κώδικα Δεοντολογίας, πληθώρα αρνητικών δηλώσεων, σχολιασμών και κριτικής που, κατ' ισχυρισμό, δέχθηκε από τον τελευταίο, ζητώντας την εξαίρεση του «από κάθε συλλογικό σώμα (Εκλεκτορικό Σχολής, Σύγκλητος) που θα ασχοληθεί με το θέμα μου, για να αφεθούν οι συνάδελφοι να αποφασίσουν χωρίς την επιρροή του.»
Ο κ. Πιερής, ο οποίος ήταν μέλος της Ειδικής Επιτροπής, προήδρευσε και των συνεδριών του Εκλεκτορικού Σώματος που ακολούθησαν στις 19.6.2008 το οποίο, αποδεχόμενο την πρόταση της Ειδικής Επιτροπής, εισηγήθηκε αφενός τη μη ανέλιξη του εφεσείοντα στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή και αποφάσισε αφετέρου τον τερματισμό της απασχόλησής του, χωρίς όμως να εξεταστεί το αίτημα του για εξαίρεση του κ. Πιερή.
Όπως αναφέρεται στις με αριθμό 3680/2009, 4070/2007, 3461/2007, 3720/2006 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας:
«Εάν ο διοικούμενος αμφισβητήσει σοβαρώς και με συγκεκριμένους ισχυρισμούς την αμεροληψία μέλους ενός συλλογικού οργάνου που έχει αρμοδιότητα να κρίνει την υπόθεσή του και ζητήσει για τον λόγο αυτό την εξαίρεση του παραπάνω μέλους, το συλλογικό όργανο ενώπιον του οποίου φέρεται η αμφισβήτηση αυτή οφείλει, πριν επιληφθεί της συγκεκριμένης υποθέσεως, να αποφασίσει επί του θέματος με ρητή και αιτιολογημένη σκέψη, απορρίπτοντας ή δεχόμενο την αίτηση εξαιρέσεως».
Επιπλέον, σύμφωνα με τις ΣτΕ1535/92 και ΣτΕ2965/87:
«Εάν ένας υποψήφιος αμφισβητεί την αμεροληψία μέλους του εκλεκτορικού σώματος και ζητήσει την εξαίρεσή του, το εκλεκτορικό σώμα είναι αρμόδιο και οφείλει να αποφασίσει επ' αυτού».
(Βλ. επίσης το σύγγραμμα των Α.Ι. Τάχου και Ι.Λ. Συμεωνίδη, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ -ΕΡΜ (Γ΄ Έκδοση), σελ. 1409-1410 όπου γίνεται λόγος για ρητή και αιτιολογημένη απόφανση απόρριψης ή αποδοχής του αιτήματος εξαίρεσης).
Αυτή η όψη του θέματος ανάγεται στην κακή σύνθεση του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση και ως τέτοιο, μπορεί να εξεταστεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.
Εν προκειμένω, ως έχει αναφερθεί, οι εφεσίβλητοι δεν ασχολήθηκαν, ως όφειλαν, με το αίτημα εξαίρεσης του κ. Πιερή που ο εφεσείων υπέβαλε νόμιμα, κατά την άσκηση του δικαιώματος του για ακρόαση δυνάμει του Κανονισμού 9(7) των Κανονισμών[4], επικαλούμενος συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία κατά την άποψη του μαρτυρούσαν έχθρα του κ. Πιερή προς τον ίδιο προσωπικά και την εργασία του. Αναφέρει, μεταξύ πολλών άλλων, ότι ο κ. Πιερής μιλούσε με μεγάλη έχθρα για τον ίδιο σε αξιόπιστους συναδέλφους τους από πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Γαλλίας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα τον απομάκρυνε από το πανεπιστήμιο, με βασικό επιχείρημα ότι ο εφεσείων συνεργάζεται με τους εχθρούς του. Επανειλημμένα δε ο κ. Πιερής ανέφερε και ενώπιον του εφεσείοντα ότι «όποιος συνεργάζεται με εχθρούς μου είναι εχθρός μου». Επίσης, όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μικροφιλολογικά (τεύχος 18,2005, σ.63), το οποίο ο εφεσείων συνεκδίδει μαζί με δύο άλλα πρόσωπα, κείμενο συναδέλφου τους στο οποίο ασκείται κριτική στον κ. Πιερή, χωρίς να κατονομάζεται ο τελευταίος, ο κ. Πιερής ύβρισε τον εφεσείοντα και συνεκδότη του με εκφράσεις όπως «ανέντιμοι», αλλά και με πολύ βαρύτερες, ενώ απείλησε τον εφεσείοντα ανοικτά ότι θα τον εκδικηθεί. Ο εφεσείων επίσης αποδίδει στον κ. Πιερή, με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά, προσπάθειες «μηδενισμού» των δημοσιευμάτων του και «αποσιώπησης» των εργασιών του.
Δεν μπορεί, εξάλλου, να παραμείνει απαρατήρητο το γεγονός ότι το Συμβούλιο, αρνούμενο να επικυρώσει την απόφαση της Συγκλήτου σχετικά με τον τερματισμό της απασχόλησης του εφεσείοντα, αναπέμποντας την στην Σύγκλητο για επανεξέταση με την εισήγηση για ανανέωση της σύμβασης εργοδότησης του εφεσείοντα, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Το Συμβούλιο μετά από αντικειμενική εκτίμηση των δεδομένων της υπόθεσης και έχοντας ιδιαίτερη ευαισθησία στον Κυπριακό πνευματικό πλούτο και τους φορείς του, βάσισε την απόφαση του:
(α) Στη διαπίστωση ότι η όλη διαδικασία αξιολόγησης του κ. Παπαλεοντίου έγινε σε συνθήκες έντασης και
(β) Στο ότι με την παράταση της παρουσίας του κ. Παπαλεοντίου στο Πανεπιστήμιο παρέχεται ο χρόνος για νηφαλιότερη αξιολόγηση της εργασίας του.»
Στο σχετικό πρακτικό της ημερομηνίας 4.2.2009, η Σύγκλητος περιορίστηκε στη δήλωση ότι δεν συμμερίζεται την επιχειρηματολογία ότι η αξιολόγηση του εφεσείοντα έγινε υπό συνθήκες έντασης, ενώ θεώρησε «έμμεση μομφή» στα συλλογικά Σώματα που είχαν εμπλακεί στη διαδικασία αξιολόγησης του εφεσείοντα, την αναφορά περί «ιδιαίτερης ευαισθησίας του Συμβουλίου» και επαναβεβαίωσε την προηγούμενη απόφαση της.
Ενόψει των συγκεκριμένων και σοβαρών ισχυρισμών που είχε προβάλει ο εφεσείων, η Ειδική Επιτροπή όφειλε να λάβει ειδική και αιτιολογημένη απόφαση σχετικά με το αίτημα του περί εξαιρέσεως του κ. Πιερή. Το αίτημα του εφεσείοντα, όμως, δεν εξετάστηκε. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο της κακής σύνθεσης του αποφασίζοντος οργάνου διότι μετέσχε σε αυτό ο κ. Πιερής, «ο οποίος μπορούσε να επηρεάσει την κρίση του και η αμεροληψία του οποίου αμφισβητήθηκε χωρίς η αμφισβήτηση αυτή να αρθεί, όπως έπρεπε με απόφαση του παραπάνω οργάνου» (βλ. ΣτΕ 1535/1992).
Η έφεση επιτυγχάνει. Λόγω της επιτυχίας της έφεσης για τον προαναφερθέντα λόγο, παρέλκει η ανάγκη εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσείοντα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] «Γ.7. Εξωτερικά μέλη, τα οποία είχαν ή έχουν στενές επιστημονικές ή επαγγελματικές σχέσεις με τον υποψήφιο (σε περίπτωση ανέλιξης) ή/και άλλα τοπικά άτομα (π.χ. επιστημονικοί σύμβουλοι διδακτορικών ή άλλων διατριβών, επισκέπτες καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, συνεργάτες σε ερευνητικά προγράμματα κλπ), θα πρέπει να αποφεύγονται. Για κάθε προτεινόμενο εξωτερικό μέλος θα πρέπει να αναφέρεται ρητά κατά πόσον έχει ή είχε στενές επιστημονικές ή επαγγελματικές σχέσεις με τοπικά μέλη ή όχι, και σε περίπτωση σχέσης, αυτή θα πρέπει να εξηγείται σαφώς (π.χ. έχουν κοινές επιστημονικές δημοσιεύσεις, υπήρξε διδακτορικός σύμβουλος, συνεργάτες σε ερευνητικά προγράμματα, πρώην συνάδελφοι, έχει δώσει συστατική επιστολή, κλπ).»
[2] «42.(1) [..]
(2) ∆ε ΅ετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσ΅ό εξ αί΅ατος ή εξ αγχιστείας ΅έχρι και του τέταρτου βαθ΅ού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα ΅ε το άτο΅ο που αφορά η εξεταζό΅ενη υπόθεση ή που έχει συ΅φέρον για την έκβασή της
[..]».
[3] «Β.2. Ως επίσης τα εσωτερικά μέλη Ειδικής Επιτροπής για περίπτωση ανέλιξης, θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα σε άτομα που δεν έχουν ή δεν είχαν πολύ στενές σχέσεις συνεργασίας με τον υποψήφιο. ’τομα που συμμετείχαν ενεργά ως επίσης την εποπτεία του διδακτορικού του υποψηφίου, π.χ. διετέλεσαν ερευνητικοί σύμβουλοι ή υπήρξαν μέλη επίσης τριμελούς επιτροπής, θα πρέπει να αποκλείονται. ’τομα τα οποία είχαν οξεία δημόσια αντιπαράθεση με τον υποψήφιο θα πρέπει να αποφεύγονται.»
[4] «(7) Ο Πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής καταθέτει στον Κοσμήτορα της οικείας Σχολής την τεκμηριωμένη πρόταση της Επιτροπής, επισυνάπτοντας τις γραπτές αξιολογήσεις των ανεξάρτητων Κριτών. Ο Κοσμήτορας κοινοποιεί την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής στον υποψήφιο. Στον υποψήφιο δεν κοινοποιούνται αξιολογήσεις Ανεξάρτητων Κριτών και συστατικές επιστολές. Ο υποψήφιος έχει δικαίωμα εντός δεκαπέντε ημερών να υποβάλει γραπτώς τις παρατηρήσεις του στο Εκλεκτορικό Σώμα»