ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσίβλητο. Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση. Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-05-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ κ.α. ν. ΛΕΩΝΙΔΑ ΛΕΩΝΙΔΟΥ, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2/2015 amp;amp; 14/2015, 4/5/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:C157

(2017) 3 ΑΑΔ 437

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2/2015 & 14/2015)

 

 

4 Μαΐου, 2017

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2/2015

(σχετική με 14/2015)

 

 

1. ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥ

ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

 

Εφεσείουσες,

ν. 

 

ΛΕΩΝΙΔΑ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

 

Εφεσίβλητου,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 14/2015

(σχετική με 2/2015)

 

 

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

 

Εφεσείων/Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητων/Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α.Ε. 2/2015

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τις Εφεσείουσες.

 

Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α.Ε. 14/2015

 

Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: H διαδικασία πλήρωσης της θέσης του Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας που άρχισε στις                    11 Ιουλίου 2005, με το διορισμό του Λεωνίδα Λεωνίδου, δεν έμελλε, μέχρι σήμερα, να τελειώσει.

 

Στο πλαίσιο των συνεκδικαζόμενων εφέσεων αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στην προσφυγή υπ' αρ. 258/2014 ημερ. 22 Δεκεμβρίου 2014, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με την οποία είχε διοριστεί αναδρομικά στη θέση Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας ο αποβιώσας Ιάκωβος Δημητρίου (εφεσείων στην Α.Ε. 2/2015). Στην έφεση αυτή καταχωρίστηκε υπόμνημα/ αντέφεση από τον επιτυχόντα διάδικο Λεωνίδα Λεωνίδου, για εξέταση των λόγων ακυρώσεως, που πρωτοδίκως, πρόβαλε                 και δεν είχαν εξεταστεί. Καταχωρίστηκε επίσης από τον                        Λ. Λεωνίδου η έτερη Α.Ε 14/2015, εναντίον της παράλειψης του Δικαστηρίου να εξετάσει τους λόγους ακυρώσεως που προηγούνταν του λόγου ακυρώσεως που έγινε αποδεκτός. Καταχωρίστηκε επίσης από τη Δημοκρατία η έφεση 13/2015, στην οποία καταχωρίστηκε αντέφεση από τον Λ. Λεωνίδου για παράλειψη εξέτασης των λόγων ακυρώσεως. Η έφεση αποσύρθηκε αλλά παρέμεινε η αντέφεση.

 

Για σκοπούς θεώρησης του εγερθέντος, στο πλαίσιο των εκδικαζόμενων εφέσεων και αντεφέσεων, θέματος απουσίας έννομου συμφέροντος, κρίνεται απαραίτητο να εκτεθεί το ιστορικό αυτής της υπόθεσης.

 

Η ΕΔΥ διόρισε στις 11 Ιουλίου 2005 τον εφεσείοντα στην              Α.Ε. 14/2015 (Λ. Λεωνίδου), στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας. Εναντίον του εν λόγω διορισμού ασκήθηκαν οι προσφυγές με υπ' αρ. 1205/2005 και 1266/2005, οι οποίες, όμως, αποσύρθηκαν λόγω ανάκλησης της απόφασης.

 

Στις 9 Φεβρουαρίου 2007,  η ΕΔΥ προέβηκε σε επανεξέταση και αποφάσισε τον επαναδιορισμό του Λ. Λεωνίδου στην επίδικη θέση. Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε, εκ νέου, με τις προσφυγές υπ' αρ. 555/2007 και 556/2007, οι οποίες απορρίφθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 24 Μαρτίου 2009 (Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας). Έφεση που ασκήθηκε εναντίον της πιο πάνω απόφασης είχε επιτυχή κατάληξη. (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 A.A.Δ. 74).

 

Η επακολουθήσασα δεύτερη επανεξέταση, που έλαβε χώρα στις 19 Απριλίου 2012, οδήγησε στο διορισμό του Ι. Δημητρίου. Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε από τον Λ. Λεωνίδου, επιτυχώς, με την προσφυγή αρ. 819/2012 (Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 22 Φεβρουαρίου 2013). Οι, στη συνέχεια, καταχωρηθείσες εφέσεις εκ μέρους της Δημοκρατίας και του επιτυχόντα διάδικου              Λ. Λεωνίδου, αποσύρθηκαν στις 12 Νοεμβρίου 2013, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του τελευταίου.

 

Ακολούθησε η τρίτη επανεξέταση εκ μέρους της ΕΔΥ, η οποία, με απόφαση της, ημερομηνίας 23 Ιανουαρίου 2014, επέλεξε για διορισμό τον Ι. Δημητρίου.

 

Η ορθότητα της εν λόγω απόφασης αμφισβητήθηκε, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της προσφυγής αρ. 258/2014  και, με απόφαση ημερομηνίας 22 Δεκεμβρίου 2014, ακυρώθηκε. Το πρωτόδικο δικαστήριο ακύρωσε τη διοικητική πράξη λόγω παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης. Συγκεκριμένα, κατέληξε ότι η κρίση της ΕΔΥ να μην πιστώσει στον Λ. Λεωνίδου το προβλεπόμενο στο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Η απόφαση αυτή εφεσιβλήθηκε με την υπό εκδίκαση έφεση αρ. 2/2015.  Αμφισβητείται, μεταξύ άλλων, και η ορθότητα της εν λόγω κατάληξης του Δικαστηρίου.

 

Η ΕΔΥ, όμως, συμμορφούμενη με το ακυρωτικό αποτέλεσμα και ανεξαρτήτως της ύπαρξης της παρούσας έφεσης, προχώρησε στις 14 Απριλίου 2016 σε επανεξέταση, την τέταρτη στη σειρά και αφού προέβη σε εξέταση των στοιχείων που αφορούν την πείρα των υποψηφίων κατέληξε ότι, ο Λ. Λεωνίδου διέθετε το πλεονέκτημα. Ακολούθως, σε συνεδρία της ημερ. 18 Ιουλίου 2016 επαναδιόρισε και πάλι, τον Ι. Δημητρίου, στη θέση του Διευθυντή,  αναδρομικά από τις 3 Οκτωβρίου 2005 μέχρι τις 20 Απριλίου 2014, ημερομηνία κατά την οποία ο Ι. Δημητρίου απεβίωσε.  Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρίστηκε και πάλι προσφυγή από τον Λ. Λεωνίδου (προσφυγή αρ. 1009/2016).

 

Στη συνέχεια, και δεδομένου ότι ο διορισμός του Ι. Δημητρίου ήταν για περιορισμένο διάστημα, έγινε νέα εξέταση του θέματος από την ΕΔΥ δια προκηρύξεως της επίδικης θέσης και τελικώς, διορίστηκε τρίτο πρόσωπο. Αυτό οδήγησε και πάλι τον Λ. Λεωνίδου στην καταχώριση της προσφυγής αρ. 162/2017.

 

 Πριν από την εξέταση της ουσίας των εφέσεων προβλήθηκαν από τους ευπαίδευτους συνηγόρους προδικαστικές ενστάσεις, το αντικείμενο της παρούσης. Ο  εφεσίβλητος Λ. Λεωνίδου στην               Α.Ε. 2/2015 εισηγήθηκε ότι οι εφεσείουσες (διαχειρίστριες της περιουσίας του ενδιαφερόμενου μέρους Ι. Δημητρίου) στερούνται εννόμου συμφέροντος προς προώθηση της έφεσης, καθότι, μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης, η ΕΔΥ επαναδιόρισε τον ενδιαφερόμενο             Ι. Δημητρίου στην επίδικη θέση. Προδικαστικώς προβλήθηκε επίσης, από πλευράς του ευπαίδευτου συνηγόρου του                             Ι. Δημητρίου, στην Α.Ε. 14/2015 ότι ο εφεσείων (Λ. Λεωνίδου) στερείται του δικαιώματος προώθησης της έφεσης του (και                   των αντεφέσεων), δεδομένου ότι διεκδίκησε τη θέση που προκηρύχθηκε, εκ νέου το 2016, και έχει καταχωρίσει προσφυγή εναντίον της απόφασης αυτής. Όπως αναφέρεται ισχύει το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

 

Θα εξετάσουμε αρχικώς την προδικαστική ένσταση που υποβλήθηκε στην Α.Ε. 2/2015.

 

O Λ. Λεωνίδου προβάλλει ότι ο ενδιαφερόμενος Ι. Δημητρίου είχε, κατά την επανεξέταση, επαναδιοριστεί και συνεπώς έχει απωλέσει το δικαίωμα προώθησης της έφεσης του. Η πλευρά του                             Ι. Δημητρίου, με τη σειρά τους εισηγούνται ότι, το έννομο συμφέρον προώθησης της έφεσης παραμένει ενεργό, καθότι επιτυχία της έφεσης 2/2015 θα οδηγήσει σε επικύρωση της απόφασης της ΕΔΥ (ημερ. 19 Απριλίου 2012) για διορισμό του                Ι. Δημητρίου και ως αποτέλεσμα τούτου η μεταγενέστερη απόφαση ημερ. (24 Μαρτίου 2014) θα καταστεί ανενεργός και η προσφυγή που είχε καταχωρηθεί εναντίον της εν λόγω, μεταγενέστερης, απόφασης θα παραμείνει άνευ αντικειμένου.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία το έννομο συμφέρον θα πρέπει να υφίσταται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, περιλαμβανομένης και της έφεσης.

 

Το εγειρόμενο ζήτημα είναι κατά πόσο η επανεξέταση πριν, την ολοκλήρωση της έφεσης, η οποία είχε επενεργήσει υπέρ των συμφερόντων του Ι. Δημητρίου, με τον επαναδιορισμό του απολήγει σε απώλεια του δικαιώματος προώθησης της έφεσης του.

 

Στην πρόσφατη απόφαση Α.Ε. 65/2010, Ελισσαίου ν. Παντελή, ημερ. 11 Οκτωβρίου 2016, έγινε εκτενής ανάλυση της νομολογίας, ως ίσχυε, αναφορικά με το θέμα του έννομου συμφέροντος την οποία θεωρούμε χρήσιμο όπως παραθέσουμε:

 

"Στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη (ανωτέρω), η εφεσίβλητη - αιτήτρια πέτυχε την ακύρωση του διορισμού της εφεσείουσας λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, ως προς τα προσόντα της τελευταίας. Εναντίον της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης ασκήθηκε έφεση. Η διοίκηση, όμως, προέβηκε σε επανεξέταση, μετά από σχετική έρευνα ως προς τα προσόντα της εφεσείουσας, και την διόρισε εκ νέου. Η Ολομέλεια διαφοροποιούμενη, ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης Ιωάννου (ανωτέρω), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον της για προώθηση της έφεσης. Σημειώθηκε προς τούτο ότι στην υπόθεση Ιωάννου η διοίκηση, κατά την επανεξέταση, συνεδρίασε με νόμιμη σύνθεση, συνεπώς, δεν είχε παραμείνει οτιδήποτε προς συζήτηση, ενώ στη νέα προσφυγή που είχε καταχωρηθεί, το επίδικο θέμα ήταν κατά πόσο η ΕΔΥ είχε ασκήσει ευλόγως τη διακριτική της ευχέρεια και αν είχε προβεί σε δέουσα έρευνα. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η εφεσείουσα απώλεσε το δικαίωμα προώθησης της έφεσης της, καθότι είχε αποδεχθεί τον επαναδιορισμό της και ως αποτέλεσμα του νέου διορισμού, εκδόθηκε μια νέα διοικητική πράξη.

 

Σε μια πιο πρόσφατη απόφαση, και αναφερόμαστε στην Α.Ε. 199/2009 κ.ά., Ταρτίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερ.                         29 Σεπτεμβρίου 2014, ακολουθήθηκε το σκεπτικό της υπόθεσης Λαμπρατσιώτη και η αιτήτρια κρίθηκε ότι στερείτο του δικαιώματος προώθησης της έφεσης. Σημειώνουμε, όμως, ότι στην υπόθεση Ταρτίου η εφεσείουσα δεν είχε ασκήσει προσφυγή εναντίον της μεταγενέστερης απόφασης, που εκδόθηκε κατά την επανεξέταση, και η οποία επέφερε νέα αποτελέσματα τα οποία δεν είχαν, ποσώς, αμφισβητηθεί με προσφυγή και ως εκ τούτου, παρέμειναν ισχυρά.

 

Ακολούθως, στην Α.Ε. 118/2010, Χαραλάμπους ν. Πίλλας, ημερ. 2 Δεκεμβρίου 2015, ασκήθηκε έφεση μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης, που επέφερε την ακύρωση της προαγωγής του εφεσείοντα. Σε επανεξέταση που ακολούθησε, η ΕΔΥ προχώρησε και επαναπροήξε τον εφεσείοντα αναδρομικά. Ακολούθησε νέα προσφυγή από τον τότε εφεσίβλητο και στη συνέχεια η εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση, δεν εφεσιβλήθηκε. Έγινε νέα επανεξέταση και διορίστηκε ο εφεσίβλητος. Ο εφεσείων καταχώρισε προσφυγή και το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τα όσα είχαν αποφασιστεί στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη, έκρινε ότι ο εφεσείων στερείτο του εννόμου συμφέροντος για προώθηση της έφεσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, από τη στιγμή που ο εφεσείων, παρά το ακυρωτικό αποτέλεσμα της δεύτερης πράξης δεν εφεσίβαλε την απόφαση, αυτή έχει καταστεί τελεσίδικη και ως εκ τούτου, είχε επενεργήσει καταλυτικά στο δικαίωμα του για προώθηση της έφεσης.

 

Υπήρξε και μεταγενέστερη απόφαση, στην Α.Ε. 13/2010, Νανιώτης ν. Χρίστου, ημερ. 9 Οκτωβρίου 2015, όπου και πάλι κρίθηκε ότι ο εφεσείων είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον του καθότι, δεν είχε καταχωρίσει έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης και το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, ο εφεσείων θα βρεθεί αντιμέτωπος με το δημιουργηθέν δεδικασμένο.

 

Στο σημείο αυτό θα παραθέσουμε νομολογία η οποία έχει διαφορετική προσέγγιση από τις πιο πάνω αποφάσεις.

 

Αρχικώς, στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Πουλλικά (ανωτέρω), ο εφεσείων - ενδιαφερόμενος είχε προαχθεί και η προαγωγή του ακυρώθηκε, μετά από προσφυγή που καταχώρισε ο εφεσίβλητος. Ο εφεσείων προχώρησε με την καταχώριση έφεσης και πριν την εκδίκαση της, η ΕΔΥ είχε προχωρήσει σε επανεξέταση και διόρισε τον εφεσίβλητο - αιτητή. Ο εφεσείων δεν καταχώρισε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης. Είχε, αναποφεύκτως, εγερθεί θέμα ως προς τη δυνατότητα του εφεσείοντα να προχωρήσει με την εκδίκαση της έφεσης ή αν αυτός δεσμευόταν από τη νέα απόφαση, την οποία ο ίδιος δεν είχε προσβάλει. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενδιαφερόμενος, εφεσείων, δεν δεσμευόταν από την απόφαση της διοίκησης για συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Η έφεση δεν απώλεσε το αντικείμενο της γιατί, όπως τονίστηκε, αν και εφόσον η έφεση είχε επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου, θα επικυρωνόταν η επίδικη προσβαλλόμενη απόφαση, τότε το διοικητικό όργανο θα είχε υποχρέωση να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση, συμμορφούμενη με το αποτέλεσμα της έφεσης.

 

Μεταγενέστερα, στην υπόθεση Ιωάννου ν. Γραβανή (ανωτέρω) η ασκηθείσα προσφυγή εναντίον του διορισμού του εφεσείοντα είχε επιτυχή κατάληξη και η απόφαση για διορισμό ακυρώθηκε, λόγω πάσχουσας σύνθεσης του διοικητικού οργάνου. Καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα έφεση. Η διοίκηση προχώρησε σε επανεξέταση και διόρισε αναδρομικά τον εφεσείοντα, ενώ ο εφεσίβλητος καταχώρισε προσφυγή εναντίον του πιο πάνω διορισμού. Ο εφεσίβλητος ήγειρε θέμα εννόμου συμφέροντος και το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η συμμόρφωση της διοίκησης με την ακυρωτική απόφαση και η προώθηση διαδικασίας επανεξέτασης, δεν επενεργούσε καταλυτικά στο δικαίωμα του εφεσείοντα για συνέχιση και προώθηση της έφεσης του. Παράλληλα, αποφασίστηκε ότι, ούτε ο επαναδιορισμός του μπορούσε να επενεργήσει κατασταλτικά ώστε να θεωρηθεί ως τερματισθείσα η έφεση. Η ανεπιφύλακτη, όπως λέχθηκε, αποδοχή του επαναδιορισμού του δεν συνδεόταν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με το δικαίωμα έφεσης το οποίο αυτός είχε, και άσκησε, πριν από τον επαναδιορισμό του.

 

Τέλος, στην πρόσφατη απόφαση Α.Ε. 102/2010, Χατζηχάννας ν. Παρέλλη, ημερ. 1ης Φεβρουαρίου 2016, η Ολομέλεια συζήτησε και ανέλυσε εκτενώς το θέμα του δικαιώματος προώθησης της έφεσης. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε ένα τέτοιο δικαίωμα, ανεξαρτήτως των ενεργειών της ΕΔΥ, ήτοι, της προώθησης διαδικασίας επανεξέτασης, διορίζοντας άλλο πρόσωπο από τον εφεσείοντα και ασχέτως εάν η μεταγενέστερη απόφαση, τελικώς, δεν είχε προσβληθεί. Παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας:

 

″Σε όλες τις περιπτώσεις που ενώ εκκρεμεί έφεση, η ΕΔΥ επανεξετάζει και διορίζει άλλο πρόσωπο από τον Εφεσείοντα, ο τελευταίος διατηρεί το δικαίωμα:- (α) να εμμείνει στη συνέχιση της έφεσης του η οποία αν επιτύχει θα υποχρεώσει την ΕΔΥ να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση της για διορισμό άλλου προσώπου, και (β) να προσβάλει και τη νέα απόφαση.

 

Οι δύο διαδικασίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και ο Εφεσείων μπορεί να προωθήσει είτε τη μια είτε την άλλη ή και τις δυο. Σε περίπτωση που, όπως εδώ, προωθήσει μόνο την έφεση, σύμφωνα με τη Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α., ανωτέρω, θα έχει την ευκαιρία να επιτύχει την ακύρωση της απόφασης με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του, οπότε η διοίκηση θα είναι υποχρεωμένη, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, να αποδεχθεί το αποτέλεσμα της έφεσης, να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφασή της και να προχωρήσει σε νέα επανεξέταση ενόψει των καινούργιων δεδομένων. Δεν βλέπουμε κανένα λόγο γιατί ο Εφεσείων σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να θεωρηθεί ότι χάνει το δικαίωμα του να συνεχίσει την προώθηση της έφεσης του κατά μιας απόφασης που τον επηρεάζει άμεσα, εφόσον κάτι τέτοιο θα σήμαινε ανεπίτρεπτο επηρεασμό των συνταγματικών του δικαιωμάτων όπως η ελευθερία πρόσβασης στα δικαστήρια (Άρθρα 30 και 155 του               Συντάγματος).

 

Πέραν τούτου, αποστέρηση από τον Εφεσείοντα του δικαιώματος του να προωθήσει την έφεσή του, συνεπάγεται τη δημιουργία απρόσβλητου δεδικασμένου στη βάση του οποίου η διοίκηση θα κινηθεί στα πλαίσια της επανεξέτασης. Κατά την εισήγηση, με την έκδοση νέας πράξης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης, πρέπει να παραμείνει ανέλεγκτη η πράξη από την οποία γεννήθηκε το εν λόγω δεδικασμένο και να υποχρεούται ο Εφεσείοντας να δεχθεί το ακυρωτικό αποτέλεσμα και να διεκδικήσει το δίκαιό του, όπως ο ίδιος το αισθάνεται, αλλά κινούμενος πλέον μέσα στο περιοριστικό πλαίσιο που θέτει μια νέα διοικητική απόφαση η οποία εκδόθηκε σε συμμόρφωση με δεδικασμένο και συνεπώς, πιθανώς, όχι εφ' όλων των ζητημάτων. Θα είχαμε έτσι το παράδοξο ο Εφεσείων να αποστερείται του δικαιώματος να στραφεί εναντίον της πρωτόδικης απόφασης από την οποία γεννήθηκε το δεδικασμένο επειδή έχει δικαίωμα να προσβάλει τη νέα απόφαση η οποία εκδόθηκε στη βάση ακριβώς αυτού του δεδικασμένου. Γι' αυτό το λόγο δεν συμμεριζόμαστε τη θέση της δικηγόρου της καθ' ης η αίτηση πως υπό το φως της Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου (2013) 3 ΑΑΔ 202 και Ταρτίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 199/09 κ.α., ημερ. 29.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:C722 ο Εφεσείων έχει απωλέσει το δικαίωμα της              έφεσης του. Εν προκειμένω, δεν είναι εναντίον της απόφασης που εξαφανίστηκε με την ακυρωτική απόφαση που στρέφεται η Έφεση αλλά εναντίον της πρωτόδικης απόφασης (βλ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, 1988, σελ. 223).

 

Σε συμφωνία δε με την Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α., ανωτέρω, «δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν την εγκατέλειπε [την έφεση] αν θα μπορούσε να προβάλει λόγους ακυρότητας για τη δεύτερη απόφαση, λόγους που ίσως έχει να προβάλει στην παρούσα έφεση».

 

Τέλος, τυχόν ανατρεπτικό αποτέλεσμα της έφεσης, επενεργεί αναδρομικά οπότε η πρωτόδικη απόφαση παύει να έχει τον τελικό της χαρακτήρα (Kyproxil Designs Ltd v. Panos Englezos & Co Ltd (1988) 1 CLR 546).″

 

 

Eξετάζοντας τις εκατέρωθεν εισηγήσεις είμαστε της γνώμης ότι οι εφεσείουσες, εκπροσωπούσες τα συμφέροντα του αποβιώσαντα      Ι. Δημητρίου, δεν έχουν χάσει το έννομο τους συμφέρον προώθησης  της έφεσης τους. 

 

Κατ' αρχάς, τυχόν επιτυχία της έφεσης θα επιφέρει τον οριστικό τερματισμό όλων των διαδικασιών και την επικύρωση του διορισμού του Ι. Δημητρίου στη θέση του Διευθυντή.  Σε αντίθετη περίπτωση, αν κριθεί ότι απώλεσαν το δικαίωμα τους και αυτή τερματιστεί, θα παραμείνει ένα σημαντικό στοιχείο κρίσης, που άπτεται της ύπαρξης ή όχι του πλεονεκτήματος από τον                         Λ. Λεωνίδου, αλώβητο. Σημειώνουμε ότι η βάση αποδοχής της προσφυγής εναντίον του διορισμού του Ι. Δημητρίου (προσφυγή αρ. 258/2014) ήταν η μη εξέταση, από  την ΕΔΥ, της ύπαρξης ή μη του πλεονεκτήματος από τον Λ. Λεωνίδου. Η προσέγγιση αυτή ενισχύεται, έτι περαιτέρω, στη βάση της αδυναμίας έγερσης του συγκεκριμένου θέματος στην προσφυγή που καταχώρισε ο                         Λ. Λεωνίδου, κατά του δεύτερου διορισμού του Ι. Δημητρίου, ιδιαιτέρως όταν εξετάστηκε η ύπαρξη του πλεονεκτήματος και τούτο  αποφασίστηκε θετικά. Ως επιτυχών διάδικος, ο Ι. Δημητρίου, δεν μπορεί, παρά να υποστηρίξει την υπέρ του εκδοθείσα  απόφαση.

 

Στην  υπόθεση Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου (1998)              3 Α.Α.Δ. 316, τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν με την παρούσα, οι εφεσείοντες έτυχαν προαγωγής η οποία ακυρώθηκε σε προσφυγή των εφεσιβλήτων. Ακολούθως, και συνακόλουθα της ακυρωτικής απόφασης και εκκρεμούσης της έφεσης, η αρμόδια Αρχή προέβη σε επανεξέταση της πλήρωσης των θέσεων. Επανεξέλεξε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και προέβη στο διορισμό τους αναδρομικά, απόφαση την οποία οι εφεσείοντες αποδέχτηκαν χωρίς επιφύλαξη, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

″Κατ' αρχή πρέπει να επισημάνουμε ότι η κατοχή του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος συναρτάται με τη ζωτικότητα του συμφέροντος του προσφεύγοντος κατά τα τρία κρίσιμα στάδια, (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση) και όχι του ενδιαφερομένου προσώπου που είναι η ιδιότητα του εφεσείοντος. (Βλ. Κλεάνθους και άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2971,  Dias United Publishing Co. Ltd. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550  και στην πρόσφατη απόφαση της μειοψηφίας στην Υπουργικό Συμβούλιο ν. Ραδιοτηλεοπτικές Υπηρεσίες Αντέννα Ρ.Τ. Λίμιτεδ (1998) 3 Α.Α.Δ. 255).

 

Η έφεση αποτελεί το δικαιϊκό μέσο για τη θεώρηση της ορθότητας πρωτόδικης δικαστικής απόφασης. Συνιστά ασφαλιστική δικλίδα για την ορθή διαπίστωση και εφαρμογή του νόμου στην υπόθεση η οποία εκδικάζεται. Η αποδοχή, στην προκείμενη υπόθεση, της δεύτερης διοικητικής απόφασης δεν υποδηλώνει αποποίηση του δικαιώματος άσκησης έφεσης, κατά της πρώτης δικαστικής απόφασης, ούτε επάγεται την απόσβεση της έφεσης. Η έφεση έχει ως λόγο τη θεώρηση της ορθότητας της δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η πρώτη διοικητική πράξη. Η αποδοχή της δεύτερης διοικητικής απόφασης αναφέρεται αποκλειστικά στην πράξη εκείνη.

 

Είναι ορθό ότι σκοπός της δικαστικής λειτουργίας είναι η επίλυση διαφορών και η αποσαφήνιση δικαιωμάτων, όπου είναι αναγκαία, προς αποτροπή εκδηλωθείσας διαμάχης ως προς το περιεχόμενο ή την άσκησή τους. Το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται δικαστικών διαβημάτων τα οποία έχουν θεωρητικό ή ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία για την απόρριψη δικαστικού μέτρου το οποίο δεν αποβλέπει στην επίλυση ζωτικής διαφοράς. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν καταφαίνεται ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η έφεση απώλεσε τη ζωτικότητά της ή κάθε σημασία για τα δικαιώματα των εφεσειόντων.

 

Δοθείσας της φύσης της δικαιοδοσίας, την οποία καλούμεθα να ασκήσουμε, είμαστε ηθελημένα φειδωλοί στη διατύπωση θέσεων ώστε να μη προκαταλάβουμε την απόφασή μας σε οποιοδήποτε από τα τεθέντα, με την έφεση, θέματα. Περιοριζόμεθα στη διαπίστωση ότι δεν καταφαίνεται, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι η έφεση έχει απωλέσει το αντικείμενό της. Η προσβολή της δεύτερης διοικητικής απόφασης αποδυναμώνει κάθε πιθανό επιχείρημα ότι η επίλυση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης έχει προσλάβει θεωρητικό ή ακαδημαϊκό χαρακτήρα.″

 

 

 

Όπως έχει αναφερθεί στην Νατιώτης ανωτέρω, obiter:

 

″΄Ενα κοινό κριτήριο, το οποίο με σαφήνεια εξάγεται από τη νομολογία αυτή και παρέχει καθοδήγηση για αντιμετώπιση κάθε τέτοιας περίπτωσης, αφορά στο κατά πόσο η περαιτέρω προώθηση της έφεσης θα αποφέρει οποιοδήποτε απτό νομικό ή πραγματικό όφελος στον εφεσείοντα. ΄Οπως, ουσιαστικά, αναφέρθηκε στη Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά., πιο πάνω, στη σελίδα 320, για να δικαιολογείται η εκ προοιμίου απόρριψη έφεσης, πρέπει να «καταφαίνεται, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι η έφεση έχει απολέσει το αντικείμενό της», με την έννοια, προφανώς, πως, αν αυτό συμβεί, ο εφεσείων δε θα έχει οποιοδήποτε όφελος από την περαιτέρω προώθησή της.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δε χρειάζεται να εξεταστεί ποια μπορεί να είναι η επίδραση στο δικαίωμα έφεσης του εφεσείοντος από το γεγονός ότι αυτός έχει αποδεχθεί ανεπιφύλακτα την προαγωγή του στη θέση Λοχία της Αστυνομικής Δύναμης. Σύμφωνα με τις υποθέσεις Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. και Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά., πιο πάνω, η αποδοχή προαγωγής, η οποία είναι το αποτέλεσμα επανεξέτασης από τη διοίκηση, δεν καταργεί το δικαίωμα έφεσης το οποίο ασκείται, στο μεταξύ, από τον επανεκλεγέντα, σε σχέση με την προηγούμενη ακυρωτική απόφαση επί του ιδίου θέματος. Το θέμα, όμως, αυτό δε χρήζει περαιτέρω εξέτασης.″

 

 

Στην υπό κρίση δεν έχει καταδειχθεί ότι η έφεση παρέμεινε άνευ αντικειμένου, αντιθέτως  παραμένει, ένα, ουσιαστικό ζήτημα προς απόφανση٠ η παροχή δυνατότητας αμφισβήτησης του θέματος της κατοχής του πλεονεκτήματος, όπως αναλύθηκε πιο πάνω, που τελική κρίση επ' αυτού επηρεάζει άμεσα τα συμφέροντα του                     Ι. Δημητρίου.

 

Συνακόλουθα η προβληθείσα ένσταση απορρίπτεται.

 

Α.Ε. 14/2015

Προδικαστική ένσταση προβλήθηκε επίσης και στην Α.Ε. 14/2015. Οι διαχειριστές του Ι. Δημητρίου προβάλλουν ότι ο Λ. Λεωνίδου, με την ενέργεια του να διεκδικήσει τη θέση η οποία προκηρύχθηκε, στερείται του δικαιώματος προώθησης της έφεσης του. Όπως ισχυρίζονται δεν μπορεί να διεκδίκησε, εκ νέου, τη θέση το 2016 και στη συνέχεια να καταχωρεί προσφυγή εναντίον της απόφασης για διορισμό άλλου προσώπου και ταυτόχρονα να προωθεί την υπάρχουσα έφεση του. Αυτό, όπως αναφέρθηκε, παραβιάζει το δόγμα της αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας. Η νέα διεκδίκηση της θέσης, σύμφωνα με την εισήγηση, συνεπάγεται εγκατάλειψη από τον Λ. Λεωνίδου των όσων αφορούσαν την προγενέστερη πλήρωση της θέσης.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση έχουν τα όσα αποφασίστηκαν στην                    Α.Ε. 102/2010, Χατζηχάννας ν. Παρέλλη, ημερ. 1 Φεβρουαρίου 2016, όπου εκεί είχε αρχικά διοριστεί ο εφεσείων, αλλά, στη συνέχεια ως αποτέλεσμα προσφυγής, ο διορισμός του ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ο εφεσείων άσκησε έφεση και εκκρεμούσης της έφεσης, η διοίκηση προέβηκε σε επανεξέταση και διόρισε τον εφεσίβλητο. Ο εφεσείων είχε καταχωρίσει προσφυγή εναντίον της απόφασης, την οποία όμως στη συνέχεια απέσυρε. Η Ολομέλεια κατέληξε ότι ο εφεσείων είχε έννομο συμφέρον να προωθήσει την έφεση του. Όπως αναφέρθηκε:

 

″Οι δύο διαδικασίες είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και ο Εφεσείων μπορεί να προωθήσει είτε τη μια είτε την άλλη ή και τις δυο. Σε περίπτωση που, όπως εδώ, προωθήσει μόνο την έφεση, σύμφωνα με τη Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.α., ανωτέρω, θα έχει την ευκαιρία να επιτύχει την ακύρωση της απόφασης με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του, οπότε η διοίκηση θα είναι υποχρεωμένη, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, να αποδεχθεί το αποτέλεσμα της έφεσης, να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφασή της και να προχωρήσει σε νέα επανεξέταση ενόψει των καινούργιων δεδομένων. Δεν βλέπουμε κανένα λόγο γιατί ο Εφεσείων σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να θεωρηθεί ότι χάνει το δικαίωμα του να συνεχίσει την προώθηση της έφεσης του κατά μιας απόφασης που τον επηρεάζει άμεσα, εφόσον κάτι τέτοιο θα σήμαινε ανεπίτρεπτο επηρεασμό των συνταγματικών του δικαιωμάτων όπως η ελευθερία πρόσβασης στα δικαστήρια (Άρθρα 30 και 155 του Συντάγματος).

 

Πέραν τούτου, αποστέρηση από τον Εφεσείοντα του δικαιώματος του να προωθήσει την έφεσή του, συνεπάγεται τη δημιουργία απρόσβλητου δεδικασμένου στη βάση του οποίου η διοίκηση θα κινηθεί στα πλαίσια της επανεξέτασης. Κατά την εισήγηση, με την έκδοση νέας πράξης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης, πρέπει να παραμείνει ανέλεγκτη η πράξη από την οποία γεννήθηκε το εν λόγω δεδικασμένο και να υποχρεούται ο Εφεσείοντας να δεχθεί το ακυρωτικό αποτέλεσμα και να διεκδικήσει το δίκαιό του, όπως ο ίδιος το αισθάνεται, αλλά κινούμενος πλέον μέσα στο περιοριστικό πλαίσιο που θέτει μια νέα διοικητική απόφαση η οποία εκδόθηκε σε συμμόρφωση με δεδικασμένο και συνεπώς, πιθανώς, όχι εφ' όλων των ζητημάτων. Θα είχαμε έτσι το παράδοξο ο Εφεσείων να αποστερείται του δικαιώματος να στραφεί εναντίον της πρωτόδικης απόφασης από την οποία γεννήθηκε το δεδικασμένο επειδή έχει δικαίωμα να προσβάλει τη νέα απόφαση η οποία εκδόθηκε στη βάση ακριβώς αυτού του δεδικασμένου. Γι' αυτό το λόγο δεν συμμεριζόμαστε τη θέση της δικηγόρου της καθ' ης η αίτηση πως υπό το φως της Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου (2013) 3 ΑΑΔ 202 και Ταρτίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 199/09 κ.α., ημερ. 29.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:C722 ο Εφεσείων έχει απωλέσει το δικαίωμα της έφεσης του. Εν προκειμένω, δεν είναι εναντίον της απόφασης που εξαφανίστηκε με την ακυρωτική απόφαση που στρέφεται                        η Έφεση αλλά εναντίον της πρωτόδικης απόφασης                          (βλ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, 1988, σελ. 223).″

 

 

 

Στη βάση της πιο πάνω νομικής θεώρησης, που πηγάζει από τη νομολογία, είμαστε της γνώμης ότι ο Λ. Λεωνίδου δικαιούται να προωθήσει την έφεση και τις αντεφέσεις του. Με κανένα τρόπο δεν μπορεί να ισχύσει το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, γιατί, σε περίπτωση που και ακόμη η Α.Ε. 2/2015 έχει επιτυχή κατάληξη, και η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία δεν πιστώθηκε σ' αυτόν το πλεονέκτημα, παραμένουν προς εξέταση οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως που προώθησε με την προσφυγή του και δεν εξετάστηκαν. Συνεπώς, το έννομο του συμφέρον ενυπάρχει και παραμένει άθικτο. Ούτε η επαναδιεκδίκηση της επίδικης θέσης, στο πλαίσιο της νέας διαδικασίας πλήρωσης, όπως έχει νομολογηθεί, του αποστερεί το δικαίωμα προώθησης της έφεσης και των αντεφέσεων.

 

Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

 

 

 

Στη βάση της αποτυχίας αμφότερων των πλευρών και στην απουσία τοποθέτησης επί των εγειρόμενων θεμάτων από τη Δημοκρατία, θεωρούμε ότι δεν πρέπει να επιδικασθούν έξοδα, και εκδίδεται ανάλογη διαταγή.

 

 

                                                Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

                                                Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο