ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Για τον Εφεσείοντα - Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 - Ιωάννη Αδάμου: Για την Εφεσίβλητη Αρ. 1 - Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 637/2010: Για την Εφεσίβλητη Αρ. 1 - Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 637/2010: Για τους Εφεσείοντες - Ενδιαφερόμενα Μέρη 18, 27 και για το Ε/Μ 29: κ.Α.Σ.Αγγελίδης. Για τους Εφεσείοντες - Ενδιαφερόμενα Μέρη 15, 16, 32 και 34: Για τους Εφεσείοντες - Ενδιαφερόμενα Μέρη 8, 11, 13 και 23: Για τον Εφεσείοντα - Ενδιαφερόμενο Μέρος 12: Κος Λάκης Χριστοδούλου. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-06-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Ιωάννη Αδάμου κ.α. ν. Αγγέλας Ιωάννου κ.α., ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 54/2014, 61/2014, 64/2014, 66/2014, 67/2014, 69/2014, 70/2014, 25/6/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D456

(2015) 3 ΑΑΔ 374

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ  ΕΦΕΣΕΙΣ  ΑΡ. 54/2014, 61/2014,

                                 64/2014, 66/2014, 67/2014, 69/2014, 70/20014

(Υποθέσεις Αρ. 637/2010 και 820/2010)

 

25 Ιουνίου, 2015

 

ΕΝΩΠΙΟΝΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗ,       ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στών

 

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 54/2014

 

Μεταξύ:

Ιωάννη Αδάμου,

Εφεσείοντος-

Ενδιαφερομένου Μέρους 2

- και -

 

1.  Αγγέλας Ιωάννου (Υπόθεση Αρ. 637/2010),

2.  Δημήτρη Καλογήρου (Υπόθεση Αρ. 820/2010),

Εφεσιβλήτων-Αιτητών

- και -

 

                                   Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

   Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ' ης η Αίτηση

 

--------------------------

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 61/2014

 

Μεταξύ:

                                   Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

   Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Εφεσείουσας-Καθ' ης η Αίτηση

- και -

 

1.  Αγγέλας Ιωάννου (Υπόθεση Αρ. 637/2010),

2.  Δημήτρη Καλογήρου (Υπόθεση Αρ. 820/2010),

Εφεσιβλήτων-Αιτητών

 

--------------------------

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 64/2014

 

Μεταξύ:-

1.  Γεώργιου Β. Λοΐζου (Ε/Μ 18),

2.  Πιερή Πιερή (Ε/Μ 27),

Εφεσειόντων-Ενδιαφερομένων Μερών

- και -

 

                       1.  Αγγέλας Ιωάννου (Υπόθεση Αρ. 637/2010),

2.  Δημήτρη Καλογήρου (Υπόθεση Αρ. 820/2010),

Εφεσιβλήτων-Αιτητών

- και -

 

                                   Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

   Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ' ης η Αίτηση

 

--------------------------

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 66/2014

 

Μεταξύ:-

 

1.  Χρύσανθου Κωνσταντίνου (Ε/Μ 15),

2.  Χριστίνας Κωνσταντούρη (Ε/Μ 16),

3.  Ελένης Τζιωρτζή (Ε/Μ 32),

4.  Μαριάννας Χαραλάμπους (Ε/Μ 34),

Εφεσειόντων-Ενδιαφερομένων Μερών

- και -

1.  Αγγέλας Ιωάννου (Υπόθεση Αρ. 637/2010),

2.  Δημήτρη Καλογήρου (Υπόθεση Αρ. 820/2010),

Εφεσιβλήτων-Αιτητών

- και -

 

                                   Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

   Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ' ης η Αίτηση

 

--------------------------

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 67/2014

 

Μεταξύ:-

1.  Ανδρέα Καζαντέ (Ε/Μ 8),

2.  Βασιλικής Κρασά (Ε/Μ 11),

3.  Κωνσταντίνας Κωνσταντινίδου (Ε/Μ 13),

4.  Ρόνας Παντελή (Ε/Μ 23),

Εφεσειόντων-Ενδιαφερομένων Μερών

- και -

 

1.  Αγγέλας Ιωάννου (Υπόθεση Αρ. 637/2010),

2.  Δημήτρη Καλογήρου (Υπόθεση Αρ. 820/2010),

Εφεσιβλήτων-Αιτητών

- και -

 

                                   Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

   Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ' ης η Αίτηση

 

--------------------------

 

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 69/2014

 

Μεταξύ:-

 

Κατερίνας Γενάρη,

Εφεσείουσας-Ενδιαφερόμενου Μέρους 5

- και -

 

1.  Αγγέλας Ιωάννου (Υπόθεση Αρ. 637/2010),

2.  Δημήτρη Καλογήρου (Υπόθεση Αρ. 820/2010),

Εφεσιβλήτων-Αιτητών

- και -

 

                                   Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

   Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ' ης η Αίτηση

(H έφεση αυτή αποσύρθηκε, παραμένει μόνο η αντέφεση)

--------------------------

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 70/2014

 

Μεταξύ:-

Ανδριανού Κυριακίδη,

Εφεσείοντος-Ενδιαφερόμενου Μέρους 12

 

- και -

 

1.  Αγγέλας Ιωάννου (Υπόθεση Αρ. 637/2010),

2.  Δημήτρη Καλογήρου (Υπόθεση Αρ. 820/2010),

Εφεσιβλήτων-Αιτητών

- και -

 

                                   Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

   Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ' ης η Αίτηση

--------------------------

 

Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 54/2014

Για τον Εφεσείοντα - Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 - Ιωάννη Αδάμου:

Κος ΄Αντης Κωνσταντίνου.

Για την Εφεσίβλητη Αρ. 1 - Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 637/2010:

Κος Τάσος Ιωάννου.  (Ο κ. Ιωάννου είναι ο πατέρας της.)

Για τον Εφεσίβλητο Αρ. 2 - Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 820/2010: 

Κα Μαρίκα Καλλιγέρου, μαζί με την κα Χρ.Μιχαηλίδου 

Για την Καθ' ης η Αίτηση:  Κα Λαμπρινή Ουστά, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας Α΄, μαζί με τον κ. Χρίστο Αλεξάνδρου, Ασκούμενο Δικηγόρο,  εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 61/2014

Για την Εφεσείουσα:  Κα Λαμπρινή Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, μαζί με τον κ.Χρ. Αλεξάνδρου, Ασκούμενο Δικηγόρο, για Γενικό Εισαγγελέα.

Για την Εφεσίβλητη Αρ. 1 - Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 637/2010:

Κος Τάσος Ιωάννου.  (Ο κ. Ιωάννου είναι ο πατέρας της.)

Για τον Εφεσίβλητο Αρ. 2 - Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 820/2010: 

Κα Μαρίκα Καλλιγέρου, μαζί με την κα Χρ.Μιχαηλίδου

 

Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 64/2014

Για τους Εφεσείοντες - Ενδιαφερόμενα Μέρη 18, 27 και για το Ε/Μ 29:  κ.Α.Σ.Αγγελίδης.

(Κατά τα λοιπά, εμφανίσεις ως στην ΑΕ54/14).

 

Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 66/2014

Για τους Εφεσείοντες - Ενδιαφερόμενα Μέρη 15, 16, 32 και 34: 

κ. Α.Σ.Αποστολίδης.

(κατά τα λοιπά εμφανίσεις ως στην ΑΕ54/14)

 

Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 67/2014

Για τους Εφεσείοντες - Ενδιαφερόμενα Μέρη 8, 11, 13 και 23:

Κα Νότα Πελεκάνου, για τους κ.κ. Χριστόδουλο Βασιλειάδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

(κατά τα λοιπά εμφανίσεις ως στην ΑΕ54/14)

 

Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 69/2014

Για την Εφεσείουσα Ενδιαφερόμενο Μέρος 5:  Κος Λάκης Χριστοδούλου.

(Κατά τα λοιπά εμφανίσεις ως στην ΑΕ54/14)

 

Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 70/2014

Για τον Εφεσείοντα - Ενδιαφερόμενο Μέρος 12:  Κος Λάκης Χριστοδούλου.

(Κατά τα λοιπά εμφανίσεις ως την ΑΕ54/14)

 

-------------------------

 

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η πρωτόδικη  απόφαση αδελφού μας Δικαστού επί των συνεκδικαζομένων προσφυγών 637/10 και 820/10 εφεσιβλήθηκε από τη Δημοκρατία (καθ΄ης η αίτηση στην πρωτόδικη απόφαση) αλλά και από αριθμό ενδιαφερομένων μερών με αποτέλεσμα ο αριθμός των ενώπιον μας εφέσεων σήμερα να είναι έξι (η Α.Ε.69/14 απορρίφθηκε ως αποσυρθείσα στις 3/11/2014), ECLI:CY:AD:2014:D287.  Υπάρχουν ακόμη αντεφέσεις της εφεσίβλητης-αιτήτριας στην προσφυγή 637/10, οι οποίες και δεν θα μας απασχολήσουν στο στάδιο αυτό, ως εκ των σχετικών δηλώσεων των δικηγόρων ενώπιον μας στις 12.5.2015.

 

Με βάση την πρωτόδικη απόφαση, οι πιο πάνω προσφυγές προσέβαλαν απόφαση Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής «ΕΔΥ») ημ. 1.3.2010, με την οποία διορίστηκαν στη μόνιμη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

Οι θέσεις αυτές  αρχικά 25 (και μετά 34) δημοσιεύθηκαν ως κενές θέσεις Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες (θέσεις Πρώτου Διορισμού) στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Υπήρξαν 974 υποψήφιοι.  Είχε προηγηθεί γραπτός ειδικός διαγωνισμός τον οποίο διεξήγαγε και βαθμολόγησε Εξεταστική Επιτροπή που συστάθηκε ειδικά για το σκοπό αυτό.  Ενώ για την  προώθηση της πλήρωσης των θέσεων είχε συσταθεί Συμβουλευτική Επιτροπή.  Ο Πρόεδρος της Επιτροπής αυτής υπέβαλε την έκθεση του στην ΕΔΥ με την οποία συνέστηνε 34 υποψήφιους (από αυτούς που είχαν επιτύχει στο γραπτό διαγωνισμό του Υπουργείου Εξωτερικών), δυνάμει της παρ.3(ε) των απαιτουμένων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή προχώρησε σε αξιολόγηση των υποψηφίων και ετοίμασε κατάλογο 34 υποψηφίων.  Η ΕΔΥ στις 15.1.2010 υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής πλην όμως για την προφορική εξέταση επειδή υπήρξαν πανομοιότυπες κρίσεις χωρίς παροχή αναγκαίων στοιχείων αποφάσισε να καλέσει ενώπιον της σε προφορική εξέταση όλους τους υποψήφιους, δηλαδή τόσο τους προτεινόμενους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και τους υποψηφίους που χαρακτηρίστηκαν ακατάλληλοι. Στον τελικό κατάλογο που κλήθηκαν για προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ περιλήφθηκαν τόσο τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, όσο και η αιτήτρια στην Προσφυγή  αρ.637/10, όχι όμως ο αιτητής στην Προσφυγή 820/2010, αφού δεν είχε πετύχει στον γραπτό διαγωνισμό. Η συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ έγινε στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών ο οποίος, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, αποχώρησε από τη συνεδρία. Ακολούθως, αφού η ΕΔΥ ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης και την απόδοση τους κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ, και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, επέλεξε ως πιο κατάλληλους τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, (ως ο επισυνημμένος πίνακας Α στην πρωτόδικη διαδικασία - Αιτ. 820/10) στα οποία αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στη μόνιμη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, από 7.4.2010.

 

Η απόφαση θεωρήθηκε άκυρη από την εκκαλούμενη απόφαση στη βάση του ισχυρισμού για «αναρμόδια συγκρότηση» των δύο Επιτροπών.

 

Θεωρούμε σκόπιμο να θέσουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

«Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση αντιτάσσει στον ισχυρισμό για αναρμόδια συγκρότηση ότι ο διορισμός της Εξεταστικής Επιτροπής έγινε από τον Υπουργό Εξωτερικών και υπογράφηκε από τον Γενικό Διευθυντή κατόπιν προφορικής τους συνεννόησης ως η συνήθης πρακτική, δεδομένου ότι η «αρμόδια αρχή» (Υπουργός Εξωτερικών) ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή, δυνάμει του άρθρου 2 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90).

 

Δεν υπάρχει εντός του διοικητικού φακέλου οποιοδήποτε πρακτικό διορισμού των μελών της Εξεταστικής Επιτροπής υπογραμμένο από τον Υπουργό Εξωτερικών όπως ρητά επιτάσσει ο πιο πάνω Κανονισμός. Το μόνο που υπάρχει είναι ένα σημείωμα ημερομηνίας 3.8.2009 από την κα Εύζωνα, Διοικητικός Λειτουργός Α, στο οποίο αναφέρεται η προτεινόμενη νόμιμη διαδικασία διορισμού των μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 32(1)(α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου και της τριμελούς Εξεταστικής Επιτροπής, αποτελούμενης από Πρόεδρο και δυο άλλα μέλη, που διορίζονται για το σκοπό αυτό από τον Υπουργό Εξωτερικών, τα οποία είναι ανώτερου βαθμού από τα εξεταζόμενα πρόσωπα. Σε αυτό υπάρχει η εξής χειρόγραφη σημείωση ημερομηνίας 21.8.2009:

 

«1. Ο ΓΔ ενέκρινε το σημείωμα & όρισε τους Ρ. Γιορδαμλή, Λ. Μαρκίδη, Α. Τουμαζή & Κ. Κορνηλίου ως Σ.Ε.

 2. Ο ΓΔ όρισε τους Α. Ζήνωνος, Χ. Χριστοδουλίδου, Γ. Χριστοφή ως Εξεταστική Επιτροπή.»

 

Το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξάγει το Δικαστήριο είναι ότι κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας (σημειώθηκε από την λειτουργό), ο Γενικός Διευθυντής όρισε τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε συμφωνία ή και ένδειξη από τον Υπουργό στο σημείωμα αυτό, αλλά ούτε και παρουσιάστηκε οτιδήποτε που να δείχνει μεταβίβαση ή εκχώρηση εξουσιών από τον Υπουργό στον Γενικό Διευθυντή ή άλλον.

 

Στην Ανδρέας Μ. Λαϊφης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 2433 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Κάθε υπουργός ή ανεξάρτητος αξιωματούχος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα, εκτός αν κάτι τέτοιο απαγορεύεται ρητώς, να εξουσιοδοτήσει λειτουργό εντός της δικαιοδοσίας του να ενασκήσει οποιαδήποτε εξουσία κέκτηται εκ του νόμου (’ρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τίνος Νόμου του 1962, Ν.23/62).»

 

Τέτοια εκχώρηση ωστόσο οφείλει να είναι έγγραφη (βλ. Δημοκρατίας ν. Μελέτη (1991)3 ΑΑΔ 433, Υπόθεση αρ. 362/11, Ελένη Αποστόλου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.6.2013). Εδώ δεν υπάρχει οποιαδήποτε έγγραφη εκχώρηση της αρμοδιότητας διορισμού των μελών της Εξεταστικής Επιτροπής, που ο Νόμος ρητά αποδίδει στον Υπουργό. Ούτε είναι αρκετή βέβαια η γενική εξουσιοδότηση στην βάση της ερμηνείας που αποδίδει στην «αρμόδια αρχή» το άρθρο 2(στ) του Ν.1/90[1]. Ο Καν. 19(1) των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Απαιτούμενα Προσόντα Διορισμού ή Προαγωγής, Καθήκοντα και Αρμοδιότητες Εκάστης θέσεως) Κανονισμών του 1966 μέχρι 2006 (ΚΔΠ 108/2006) επιβάλλει όπως ο διορισμός της Εξεταστικής Επιτροπής γίνεται από τον ίδιο τον Υπουργό Εξωτερικών, και όχι από την «αρμόδια αρχή» όπως ερμηνεύεται στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο. Συνεπώς θεωρώ ότι η συγκρότηση της Εξεταστικής Επιτροπής που διεξήγαγε τον γραπτό διαγωνισμό έγινε αναρμόδια, κατά παράβαση του εν λόγω Κανονισμού 19.

 

Στην ίδια κατάληξη οδηγούμαι και ως προς τον δεύτερο λόγο ακύρωσης που προβλήθηκε ως προς τον πάσχοντα διορισμό του 4ου μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Το άρθρο 32(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/1990), προβλέπει αναφορικά με τη σύσταση της:

 

«32.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), συνιστώνται οι ακόλουθες Συμβουλευτικές Επιτροπές για να συμβουλεύουν την Επιτροπή σε σχέση με την πλήρωση κενών θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αφού εξαιρεθούν οι περιπτώσεις πλήρωσης των θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων.

 

(α) Για την πλήρωση κενών θέσεων σε Υπουργείο, στο Γραφείο Προγραμματισμού και στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας συνίσταται Επιτροπή:

 

(i) Από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου ή του Γραφείου Προγραμματισμού ή το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας που θα ενεργεί ως Πρόεδρος και

(ii) Από τέσσερις άλλους λειτουργούς, από τους οποίους οι τρεις ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας το Γενικό Διευθυντή ή το Γενικό Λογιστή, εφόσον υπηρετούν στην Κύπρο, και ένας επιλέγεται από αυτόν και θα εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση

 (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Συνεπώς η επιλογή του 4ου μέλους γίνεται από το Γενικό Διευθυντή αλλά δεν ολοκληρώνεται ο διορισμός του χωρίς την έγκριση του ίδιου του Υπουργού.

 

Από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία, φαίνεται ότι ο Γενικός Διευθυντής ενέκρινε το σημείωμα ημερ.3.08.09 και ενεργώντας ως Πρόεδρος όρισε τους τέσσερεις λειτουργούς ως μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Χρειαζόταν όμως έγκριση της επιλογής του 4ου μέλους, από την «αρμόδια αρχή» που, στην προκείμενη περίπτωση, είναι ο Υπουργός Εξωτερικών. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη μέσα στους φακέλους ότι δόθηκε τέτοια έγκριση.

 

Το γεγονός ότι στο Παράρτημα 8 της ένστασης που εμπεριέχεται η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Πρακτικά 1ης συνεδρίας, ημερομηνίας 27.8.2009) αναφέρεται ότι διορίστηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών, δεν αλλάζει τα πράγματα εφόσον το τεκμήριο κανονικότητας έχει ανατραπεί.»

 

 

Ακούσαμε τα επιχειρήματα των ευπαιδεύτων συνηγόρων για τους Εφεσείοντες, τα οποία ήταν κοινά, ώστε να μπορούμε να τα συνοψίσουμε ως εξής:

 

Οι βασικοί Λόγοι ΄Εφεσης, ως είναι φυσικό, πλήττουν την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του ότι θεώρησε την Εξεταστική Επιτροπή ως μη νομίμως συγκροτημένη.  Τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία ήσαν ικανοποιητικά για να στοιχειοθετήσουν ότι προφορικά υπήρχε απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών να διορίσει τα μέλη της τριμελούς Εξεταστικής Επιτροπής.  Ειδικά η πλευρά των εφεσειόντων μας υπέδειξε τη σημασία επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών ημερ. 1/9/09 με την οποία πληροφορούνταν ότι ο Υπουργός Εξωτερικών τους έχει διορίσει, δυνάμει του σχετικού ως άνω Κανονισμού 19, ως Πρόεδρο και μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής για τη διεξαγωγή της ειδικής γραπτής εξέτασης που προβλέπεται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.  (βλ. έγγραφο σελ.134 των πρακτικών).

 

Σημασία επίσης εδόθη και στην ΄Εκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής - παραρτ. 8 επί της ένστασης - όπου γίνεται αναφορά σε εξεταστική επιτροπή που διορίστηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών σύμφωνα με τον Κ.19 ως άνω. 

 

Αυτά τα δύο έγγραφα κάτω από το πλαίσιο της νομιμότητας και του τεκμηρίου της κανονικότητας ως εξηγείται, συνηγορούν υπέρ της νόμιμης συγκρότησης της Εξεταστικής Επιτροπής. 

 

Προς επίρρωση αυτής της θέσης παραπεμφθήκαμε στη Σάββας Χατζηφιλίππου ν. Δημοκρατίας, (2011)3Β Α.Α.Δ. σελ.888. 

 

Νόμιμη συγκρότηση προβάλλει η πλευρά των εφεσειόντων και ως προς το μέρος της πρωτόδικης απόφασης όπου εκρίθη ότι και η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε, αντιτείνοντας τα ακόλουθα: 

 

Σύμφωνα με το αρθρ.32(1)(α) του Ν.1/90 (όπως τροποποιήθηκε) το οποίο αφορά σε πλήρωση θέσεων σε Υπουργείο, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, τα τέσσερα (από τα πέντε) μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής καθορίζονται από τον ίδιο το Νόμο και δεν χρειάζεται να επιλεγούν ή ορισθούν από οποιοδήποτε.  Όπως επισημαίνεται, ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι πάντοτε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου.  Τα τρία μέλη ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας, εφόσον υπηρετούν στην Κύπρο.  Συνεπώς, τα τέσσερα από τα πέντε μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι ήδη καθορισμένα από το Νόμο και δεν χρειάζεται να διορισθούν ή να επιλεγούν από οποιονδήποτε.  Μόνο το πέμπτο μέλος επιλέγεται από το Γενικό Διευθυντή και εγκρίνεται από την αρμόδια Αρχή.  Είναι παραδεκτό από τους εφεσείοντες ότι «αρμοδία Αρχή» είναι ο Υπουργός, ο οποίος όμως ενεργεί συνήθως δια του Γενικού Διευθυντή, οπότε, ολοκληρώνουν τη σκέψη τους οι εφεσείοντες, δεν χρειάζεται τέτοια γραπτή απόφαση.  Και επ΄αυτού γίνεται επίκληση της επιστολής της Λειτουργού του Υπουργείου κου Εύζωνα, ημερ. 21/8/09, της οποίας το περιεχόμενο κρίνεται ικανοποιητικό και για «έγκριση του πέμπτου» μέλους, αφού υπάρχει η απαιτούμενη έγκριση από την αρμόδια αρχή».  Ακόμα η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφέρει ότι «διορίστηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών» σε έκθεση της.  Αυτή την έκθεση την υπογράφει και ο Γενικός Διευθυντής «πιστοποιώντας έτσι το διορισμό από τον Υπουργό Εξωτερικών».  Αυτό είναι σύννομο με το άρθ.2 του Ν.1/90 «αφού ο Υπουργός ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού  Διευθυντή».  (βλ. επίσης αναφορά στο πρακτικό της 1ης συνεδρίας της Σ.Ε. ημερ. 27/8/09). 

Αμφότεροι οι εφεσίβλητοι αντιτείνουν την πλήρη ορθότητα της πρωτόδικης προσέγγισης και αντιτάσσουν στη λογική των επιχειρημάτων της άλλης πλευράς τις ίδιες τις πρόνοιες του Νόμου και Κανονισμών, ως ερμηνεύθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Επάλληλα με τα πιο πάνω επανανοίχθηκε και το θέμα του εννόμου συμφέροντος του εφεσιβλήτου Δ.Καλογήρου στη βάση της κοινώς προβαλλόμενης θέσης ότι είχε αποτύχει στη μία από τις πέντε ενότητες (στα Αγγλικά) του γραπτού διαγωνισμού.

 

Όπως είχαν διαμορφωθεί τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, τόσο η Εξεταστική Επιτροπή όσο και η Συμβουλευτική Επιτροπή είχαν αναμιχθεί στο γραπτό διαγωνισμό αφού ναι μεν η Ε.Ε. ετοίμασε και βαθμολόγησε τα θέματα της γραπτής εξέτασης, πλην όμως και η Συμβουλευτική Επιτροπή «καθόρισε το βαθμό επιτυχίας της γραπτής εξέτασης».

 

Οι εφεσείοντες υπέβαλαν παράπονο - ειδικά η Δημοκρατία - σε σχετικό λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει το θέμα του εννόμου ή μη συμφέροντος του αιτητή Καλλιγέρου επί της προδικαστικής ένστασης που υποβλήθηκε πρωτόδικα. 

 

Είναι εντελώς αθεμελίωτο αυτό το παράπονο.  Όπως πολύ ορθά το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφ΄ης στιγμής ο κ.Καλογήρου αποκλείστηκε στο στάδιο των γραπτών εξετάσεων στις οποίες και η Εξεταστική Επιτροπή και η Συμβουλευτική Επιτροπή είχαν συναρμοδιότητες και οι λόγοι ακυρότητας άπτοντο της ίδιας της νόμιμης συγκρότησης των Επιτροπών αυτών, όπως εδραιώθηκε από τη νομολογία, στοιχειοθετείται έννομο συμφέρον του αιτητή μόνο για τους λόγους που αφορούν τη διαδικασία μέχρι τον αποκλεισμό του.  (βλ. Δημοκρατία ν. Μ.Θεοχαρίδη, (2008) 3 Α.Α.Δ. 488, Christodoulou v. Cyta (1973) 3 C.L.R. 695).

 

Eπανερχόμενοι στο θέμα του ερωτήματος περί της νόμιμης σύστασης των δύο Επιτροπών, θα διαχωρίσουμε τις δύο πράξεις.

 

Η πρώτη πράξη δηλαδή της σύστασης της Εξεταστικής Επιτροπής για τη διεξαγωγή του γραπτού διαγωνισμού έχει, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, ως νομική βάση το άρθ.19 των περί Εξωτερικής Υπηρεσίας Κανονισμών (ΚΔΠ108/2006), ο οποίος σαφώς ομιλεί για διορισμό του Προέδρου και Μελών της Επιτροπής αυτής από τον Υπουργό Εξωτερικών.  Πρόκειται για Επιτροπή που θα διεξάγει ειδικό διαγωνισμό για διορισμό ή προαγωγή σε οποιαδήποτε θέση στην Εξωτερική Υπηρεσία, η οποία και ανάγεται φυσικά στο Υπουργείο των Εξωτερικών.

 

Αυτή δε η ΚΔΠ108/06 έχει θεσπιστεί όχι κάτω από τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο (1/90) αλλά κατ΄εξουσιοδότηση του περί Εξωτερικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας (Ν.25(Ι)/2006), από τον οποίο προκύπτει ότι «Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εξωτερικών.

 

Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι το τεκμήριο της νομιμότητας ή κανονικότητας θεμελιώθηκε πάνω στην ανάγκη να μην αποδεικνύονται όλες οι πτυχές και όλα τα στάδια μιας διοικητικής διαδικασίας, καθότι κάτι τέτοιο θα ήταν τυπολατρικό αφενός αλλά και εν πολλοίς αντιπαραγωγικό. 

 

Ωστόσο, από την άλλη, εφόσον κάτι συγκεκριμένο αμφισβητείται, πρέπει η Διοίκηση να παρέχει τα ουσιαστικά στοιχεία που συνθέτουν την αρχή της νομιμότητας,  ειδικά το νόμιμο της συγκρότησης ενός οργάνου που και θεμελιώδες είναι για σκοπούς χρηστής διοίκησης και ως θέμα δημοσίας τάξεως κρίνεται.

 

Οι εφεσείοντες έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στο τεκμήριο αυτό, παράλληλα με την προώθηση της θέσης ότι είναι αρκετή η «προφορική απόφαση του διορισμού από τον Υπουργό».

 

Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους οι θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων.

 

Η πράξη διορισμού έπρεπε να είναι γραπτή και να είναι υπογεγραμμένη από τον Υπουργό Εξωτερικών, λόγω της σαφούς και ειδικής πρόνοιας του Νόμου.  Η εμπλοκή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών και σ΄άλλες πτυχές της διαδικασίας διορισμού επιτάσσει προφανώς την ειδική αυτή πρόνοια.  Δεν μπορούσε λοιπόν να «περιθωριοποιηθεί» το θέμα σε ένα διορισμό που έγινε μεν από τον Υπουργό αλλά αυτή η πράξη δεν υπάρχει πουθενά απλώς υπονοείται ότι υπάρχει.  Γι΄αυτό και δεν έχει αξία η επιστολή 1.9.09 που υποδείχθηκε από τους εφεσείοντες ως τόσο σημαντική.  Περαιτέρω, η έγγραφη σημείωση, ακριβώς ως εκ του ατελέσφορου της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, περιπλέκει τα πράγματα αφού  δι΄αυτής, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει, αυτός που διόρισε την Σ.Ε. είναι ο Γενικός Διευθυντής και όχι ο Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος είναι «απών» διαδικαστικά κατά πάντα χρόνο.

 

Όπως οι πάγιες αρχές Διοικητικού Δικαίου ορίζουν, μόνο «έγγραφος τύπος θεωρείται ότι κατοχυρώνει την ύπαρξη (της διοικητικής πράξης) και διασφαλίζει τη σαφήνεια του περιεχομένου της διοικητικής πράξης, ώστε και ο δικαστικός έλεγχος να είναι ευχερής και αποδοτικός»  (βλ. Π.Δ.Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδοση, σελ.321 κ.επ.). 

 

Ισχύει εξάλλου εν προκειμένω πλήρως αυτό που επισημάνθηκε στην απόφαση Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576

 

«Οι εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν την ύπαρξη σχετικής εξουσιοδότησης και συνεπώς απέτυχαν να αποδείξουν την αρμοδιότητα του οργάνου που απέρριψε την σχετική αίτηση του εφεσείοντα.

 

Έχει νομολογηθεί ότι τα διοικητικά όργανα πρέπει να τηρούν έγγραφες καταχωρήσεις των αποφάσεων τους. Αυτό επιβάλλεται από τις αρχές της χρηστής διοίκησης»

 

Η ανάγκη έγγραφης καταχώρησης της πράξης τονίστηκε ακόμη και στις υποθέσεις Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252, Medcon Construction and others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535.

 

Αν δε, υπήρχε ανάγκη ειδικής μεταβίβασης ή εκχώρησης αρμοδιότητας ή καταλληλότερης ύστερης εξουσιοδότησης, και πάλι, όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, πρέπει να υπάρχει έγγραφη καταχώρηση αυτής.

 

Συμπνέουμε απόλυτα με τα λεχθέντα στην υπόθεση Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987 στη σελ.994 όπου αναφέρεται:

 

«Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρήσεων, το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα προσέφερε ασυλία σε πράξεις αναρμοδίων οργάνων με τη δικαιολογία ότι είχαν ενεργήσει ύστερα από οδηγίες των αρμοδίων οργάνων.»

(η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Επί του δευτέρου θέματος που απασχόλησε πρωτοδίκως και ενώπιον μας, δηλαδή η νόμιμη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής το θέμα και πάλι δέον να αντικρισθεί με ταυτόσημο τρόπο αφού ομοίως παρατηρείται παράβαση του νόμου που αφορά τη σύσταση της και συγκεκριμένα του άρθ.32(1)(α) του Ν.1/90 το οποίο προβλέπει ότι Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε Υπουργείο είναι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου και τα τρία μέλη είναι οι ιεραρχικά ανώτεροι μετά τον Γενικό Διευθυντή λειτουργοί που υπηρετούν στην Κύπρο και διορίζονται από αυτόν, αλλά το 4ο μέλος (ένας εν πάση περιπτώσει) επιλέγεται μεν από τον γενικό Διευθυντή, αλλά εγκρίνεται στη συνέχεια από την «αρμόδια αρχή».

 

Απουσιάζει εκ του φακέλου η έγκριση της Αρμόδιας Αρχής που είναι στην προκείμενη περίπτωση ο Υπουργός Εξωτερικών για την επιλογή του τέταρτου μέλους με βάση τη σαφή πιο πάνω πρόνοια. ´Eχει δίκαιο η κα.Καλλιγέρου στη επισήμανση της ότι εν προκειμένω για την ερμηνεία «αρμόδια αρχή» δεν μπορεί το Δικαστήριο να περιοριστεί στο άρθρο 2 του Ν.1/90, όπου αναφέρεται.

 

«2. Στο Νό΅ο αυτό, εκτός αν από το κεί΅ενο προκύπτει διαφορετική έννοια— «αρ΅όδια αρχή» ση΅αίνει:

............

(στ) τον Υπουργό που ενεργεί συνήθως ΅έσω του Γενικού ∆ιευθυντή του Υπουργείου για τους υπαλλήλους του Υπουργείου του και κάθε Τ΅ή΅ατος που υπάγεται σ' αυτό·»

 

Αφού εν προκειμένω σαφώς έχουμε δύο αρμοδιότητες σε δύο όργανα, στον μεν πρώτο (τον Γενικό Διευθυντή) η αποφασιστική αρμοδιότητα και στο δεύτερο (τον Υπουργό) εγκριτική αρμοδιότητα.  Θα ήταν παράλογο να θεωρήσουμε ότι ο Γενικός Διευθυντής, υπό την «προσωπική» του ιδιότητα «επιλέγει» και ακόμη και κατ΄εντολή του Υπουργού, «εγκρίνει» τη δική του επιλογή.

 

Εξάλλου το ίδιο το σημείωμα περί διορισμού (χωρίς αναφορά για έγκριση) που παραθέσαμε πιο πάνω, ανατρέπει όπως εύστοχα σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το όποιο τεκμήριο νομιμότητας.

 

Από όλα τα πιο πάνω και τις περιπλοκές που ακολούθησαν λόγω της μη εφαρμογής του ορθού τύπου όχι ως τυπολατρία αλλά ως θέμα νομιμότητας, καταδεικνύεται η σοβαρότητα και το ουσιώδες της δέουσας τήρησης των κανόνων, ώστε η διοικητική διαδικασία να είναι εύρωστη και να μην παρατηρούνται τέτοιου είδους πλημμέλειες. 

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει,  κρίνουμε ότι οι εφέσεις δέον να αποτύχουν και απορρίπτονται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Νοείται ότι η εφεσίβλητη 1 η οποία ενεργούσε άνευ δικηγόρου δικαιούται μόνο τα πραγματικά της έξοδα.  Επίσης αναφορικά με τον εφεσίβλητο 2 δικαιούται το ½ των επιδικασθέντων εξόδων σε κάθε υπόθεση. 

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.                                 

                                                               

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ                     

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο